24 Μαΐου, 2015

«Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ»

Από σήμερα αγαπητοί φίλοι του Ιστολογίου μας  μπορείτε να διαβάσετε σε επτά συνέχειες εμπεριστατωμένη μελέτη για τον Παπισμό και την Ουνία, της Ι.Μ.Παρακλήτου.
 Π.ΒΟΙΩΤΟΣ
  
Πρόλογος: Οι σύγχρονες προσπάθειες γιά την έπαναπροσέγγιση του χριστιανικού κόσμου είναι φυσικό νά έχουν ευρύτατη αποδοχή, έπειδή, αφενός, αποτελούν τήν ανθρώπινη συμβολή στήν ιερή υπόθεση της ενότητας καί, αφετέρου, διεξάγονται σέ μιά έποχή πού ό κόσμος, κατακερματισμένος από πολύμορφες αντιθέσεις, αναζητεί μέ αγωνία ενοποιητικά στοιχεία.

Οι προσπάθειες αυτές, ωστόσο, έχουν αποδειχθεί μέχρι σήμερα απογοητευτικά αναποτελεσματικές. Όχι μόνο δέν εμπνέουν πλέον καμιά αισιοδοξία, αλλά καί προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς έχουν γίνει ήδη κατάδηλες οι επιζήμιες συνέπειές τους:

α) άμβλυνση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, διαιρέσεις καί σχίσματα στό πλήρωμα της Εκκλησίας μας·

β) σύγχυση, αποθάρρυνση καί αποπροσανατολισμός στούς έτεροδόξους πού αναζητούν τήν αυθεντικότητα της πίστεως.

Τό κείμενο πού ακολουθεί αποτελεί έκφραση αυτής της ανησυχίας μας, αφού ό διάλογος ανάμεσα στήν Ορθοδοξία καί τόν Παπισμό*δεσπόζει στίς διαχριστιανικές σχέσεις καί, επιπλέον, ή συνύπαρξη Ορθοδόξων καί Παπικών στίς πολυπολιτισμικές πλέον κοινωνίες μας λειτουργεί ως πρόκληση γιά κάθε ορθόδοξη συνείδηση. Ακολουθώντας τήν πατερική μας παράδοση, ή όποία μας έχει διδάξει νά «αγαπώμεν έν αληθεία» καί νά «αληθεύωμεν έν αγάπη», επιχειρούμε νά σκιαγραφήσουμε μέ νηφαλιότητα καί υπευθυνότητα τό πρόσωπο τού Παπισμού. Έτσι, πιστεύουμε, θά φωτιστούν τά αμετάθετα όρια της Εκκλησίας από την αίρεση, της αλήθειας από την πλάνη.

Γιατί είναι γεγονός ότι τά όρια αυτά γίνονται όλο καί πιό δυσδιάκριτα. Όχι μόνο επειδή στή ζωή των Ορθοδόξων έχει υπεισέλθει ό δυτικός πολιτισμός, ό διαμορφωμένος από τόν παραποιημένο Χριστιανισμό της Δύσεως, αλλά καί επειδή στίς μέρες μας διαδίδονται οί ιδέες καί αντιλήψεις της «Νέας Εποχής», πού θέλει όλες τίς θρησκείες νά οδηγούν εξίσου στόν ίδιο τάχα Θεό. Γιά τούς Ορθοδόξους ή καθαρότητα της πίστεως αποτελεί τό ασάλευτο θεμέλιο στόν αγώνα τους γιά τή θέωση: Ή ορθή πίστη είναι «τό μέγα καί πρώτον της σωτηρίας φάρμακον» (όσιος Μάξιμος ό Όμολογητής).

Αλλά καί γιά τούς έτερόδοξους αδελφούς μας ή ακριβής οριοθέτηση της αλήθειας δείχνει τόν δρόμο της επιστροφής στόν πατρικό τους οίκο, τήν Ορθόδοξη Εκκλησία. Ή αποκοπή της δυτικής Χριστιανοσύνης από τό σώμα της Εκκλησίας δέν προήλθε από διοικητικές ή εθιμικές απλώς διαφοροποιήσεις, αλλά από μιά βαθιά αλλοίωση τού εκκλησιαστικού βιώματος, ή όποία καί δημιούργησε ένα χάσμα ζωής ανάμεσα σέ δύο κόσμους. Τό αυτονόητο χρέος τού σεβασμού τών διαφορετικών πιστευμάτων, οί ανυπόκριτα φιλόφρονες διαθέσεις καί οί ευσεβείς ενωτικοί πόθοι δέν μας δίνουν τό δικαίωμα νά παρασιωπούμε ή νά συσκοτίζουμε αυτή τήν πραγματικότητα.

Διασώζονται, βέβαια, καί σήμερα στήν παπική Δύση υπολείμματα της πατερικής παραδόσεως, κυρίως στόν χώρο τού μοναχισμού. Καί αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί ταπεινοί μοναχοί ή απλοί πιστοί, πού αφιερώνουν τή ζωή τους στήν προσευχή καί σέ έργα αγάπης. Ωστόσο,   τά   όσα   θετικά   στοιχεία   διατηρήθηκαν   στή   δυτική παράδοση, δέν στάθηκαν ικανά νά αποτρέψουν τή διαστρέβλωση τού Χριστιανισμού καί τή μετάλλαξη της Εκκλησίας της Ρώμης σέ κοσμικό   κράτος   μέ   θεοκρατικό   καθεστώς,   μετάλλαξη   πού αναπόφευκτα επακολούθησε τήν εξέλιξη τού παπικού θεσμού.

Παραδίδοντας τό τεύχος τούτο στούς αδελφούς μας, σέ εποχή πού ό συγκρητισμός  καί   ή    εκκοσμίκευση    έχουν    ναρκώσει   τήν εκκλησιαστική συνείδηση τών περισσοτέρων από εμάς, ευχόμαστε νά συναισθανθούμε όλοι τό χρέος αλλά καί νά συνειδητοποιήσουμε τή   δύναμη   πού   έχουμε   ως   φύλακες   καί   προασπιστές   της Ορθοδοξίας.

Αυτό τό χρέος καί αυτή τή δύναμη επισημαίνουν οί πατριάρχες της 'Ανατολής στήν ίστορική Έγκύκλιό τους τού 1848: «Παρ' ήμίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησαν πότε είσαγαγείν νέα, διότι ό υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό τό σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ό λαός, όστις εθέλει τό θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον καί όμοειδές τω τών Πατέρων αυτού».

Ό Παπισμός: ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ: Ή Εκκλησία, κατά τήν πρώτη χιλιετία τού ίστορικού της βίου, διατήρησε τήν ένότητά της σέ Ανατολή καί Δύση, παρ' όλους τούς περιστασιακούς κλυδωνισμούς, πού δημιουργούσαν οί αίρέσεις, τά σχίσματα καί οί ποικίλες διχοστασίες.

Ή απόσχιση της δυτικής Χριστιανοσύνης από τόν κορμό της Μιας, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας τού Χριστού, όπως αυτή όριστικοποιήθηκε τό 1054, υπήρξε ή τραγική κατάληξη μακραίωνων διεργασιών, στόν χώρο της Δυτικής Ευρώπης, σέ τρία διαπλεκόμενα επίπεδα:  α) τό θεολογικό, β) τό εκκλησιολογικό καί γ) τό πολιτικό.

Α'.Τό θεολογικό.Τά σπέρματα της θεολογικής διαφοροποιήσεως της Δύσεως βρίσκονται στά συγγράμματα τού ίερού Αυγουστίνου (354 - 420), επισκόπου Ίππώνος της Βόρειας Αφρικής. Ό ίερός Αυγουστίνος αγνοούσε τήν έλληνική γλώσσα καί τά έργα τών Ελλήνων Πατέρων, πάνω στά όποια στηρίχθηκε ή θεολογία τών πρώτων Οικουμενικών Συνόδων(Μ. 'Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης κ.ά.).

Έτσι, επηρεασμένος από τόν Νεοπλατωνισμό καί τίς αρχές τού Ρωμαϊκού Δικαίου, διατύπωσε στά θεολογικά του έργα όρισμένες απόψεις, ξένες πρός τό βίωμα της πρωτοχριστιανικης Εκκλησίας, όπως, γιά παράδειγμα, τήν ταύτιση ουσίας καί ένεργειών στόν Θεό, τήν έκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος καί από τόν Υιό (Filioque) κ.ά.

Β'.Τό έκκλησιολογικό. Ή αρχαία Εκκλησία δεχόταν τιμητικά ως πρώτο στήν τάξη, σέ σχέση μέ τούς άλλους έπισκόπους, τόν έπίσκοπο της Ρώμης, καθώς ή πόλη αυτή ήταν ή πρωτεύουσα της Ρωμαϊκης Αυτοκρατορίας. Δέν έπαυε όμως ό πάπας, μέσα στά πλαίσια τού συνοδικού θεσμού, νά είναι ίσος μέ όλους τούς άλλους έπισκόπους (primus inter pares=πρώτος μεταξύ ίσων).

Αργότερα, αφού ή πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στήν Ανατολή, ή Δ' Οικουμενική Σύνοδος (451) αναγνώρισε στόν έπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως «πρεσβεία τιμής» ίσα μέ έκείνου της Ρώμης. Τό έπεκτατικό καί συγκεντρωτικό πνεύμα της αρχαίας Ρώμης, όμως, έπηρέασε αρκετούς πάπες, οι όποιοι από νωρίς άρχισαν νά έκλαμβάνουν τό πρωτείο τιμής ως πρωτείο δυνάμεως καί έξουσίας, παρεμβαίνοντας ποιμαντορικά σέ άλλες τοπικές Εκκλησίες καί διεκδικώντας ήγεμονία σέ όλη τήν Εκκλησία.

Στούς πρώτους αιώνες, ωστόσο, οι έξουσιαστικές αυτές φιλοδοξίες τών παπών αποτελούσαν περιστασιακές παρεκτροπές καί έξέφραζαν συνήθως προσωπικές αδυναμίες.

Γ'.Τό πολιτικό. Από τά τέλη τού 4ου αι. μέχρι καί τόν 6ο αι. διάφορα γερμανικά φύλα σέ κατάσταση πρωτογονισμού(Φράγκοι, Γότθοι, Λογγοβάρδοι, Βάνδαλοι κ.ά.)πλημμυρίζουν καί καταλαμβάνουν τίς ευημερούσες έπαρχίες της δυτικης Ρωμαϊκης Αυτοκρατορίας, αιχμαλωτίζουν τούς έγχώριους πληθυσμούς τους καί αλλάζουν ριζικά τήν κοινωνικοπολιτιστική τους κατάσταση.

Οι βάρβαροι έποικοι  από τούς όποίους πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Φράγκοι , στήν προσπάθειά τους νά έκπολιτιστούν, ασπάζονται τόν Χριστιανισμό, αναμειγνύοντάς τον, όμως, μέ ειδωλολατρικά στοιχεία. Μ' έναν τέτοιο προβληματικό Χριστιανισμό εισέρχονται καί στήν Ίερωσύνη, έκτοπίζοντας σταδιακά τούς Ρωμαίους ιεράρχες από τήν έκκλησιαστική διοίκηση.

Οι Φράγκοι αυτοί έπίσκοποι ζούν όπως καί οι λαϊκοί «ευγενείς» της εποχής τους (κόμητες, δούκες κ.ά.): 'Ασκούν κοσμική εξουσία, συμμετέχουν σέ στρατιωτικές αποστολές, φορούν πολεμικές στολές κ.λπ. Νά πώς περιγράφει ό άγιος Βονιφάτιος, σέ επιστολή του πρός τόν πάπα Ζαχαρία, τό 741, τήν εκκλησιαστική κατάσταση στή Γαλλική Ρωμανία, όπου είχαν επικρατήσει οί Φράγκοι επίσκοποι: «Ή θρησκεία καταπατείται. Οί Φράγκοι επίσκοποι γιά ογδόντα χρόνια δέν αχούν συνέλθει σέ σύνοδο ούτε καί έχουν αρχιεπίσκοπο.

Οί περισσότεροι επισκοπικοί θρόνοι δίνονται σέ φιλάργυρους λαϊκούς ή μοιχούς κληρικούς, πού συμμετέχουν σέ στρατιωτικές επιχειρήσεις μέ πλήρη πολεμική εξάρτυση, σφάζοντας αδιάκριτα μέ τά χέρια τους χριστιανούς καί ειδωλολάτρες» [1]. Μπροστά σ' αυτό τό ζοφερό τοπίο, πού δημιούργησε ή βαρβαρική επέλαση, ό επίσκοπος της Ρώμης στέκεται, κατά κανόνα, στό ύψος της πνευματικής του αποστολής καί αναλαμβάνει εθναρχικό ρόλο γιά τήν προστασία τών ύπόδουλων Ρωμαίων.

Κάποιοι πάπες, όμως, γιά νά ενισχύσουν τόν θρόνο τους, ακολουθούν κοσμική τακτική. Προβάλλουν εμφαντικά τήν εκκλησιαστική τους αυθεντία, παρουσιάζουν ήγεμονικές τάσεις καί περιβάλλονται πολιτικές εξουσίες. Τό 754, μάλιστα, ό πάπας Στέφανος Β' αποδέχεται τήν πολιτική αυτονομία της 'Εκκλησίας της Ρώμης, πού τού προσφέρει ό βασιλιάς τών Φράγκων Πιπίνος ό Βραχύς. Έτσι έχουμε τήν ίδρυση τού πρώτου παπικού κράτους.

Αργότερα, ό Νικόλαος Α' (858 - 867), ό πρώτος φραγκόφιλος Ρωμαίος πάπας, συγκεντρώνει στό πρόσωπό του τήν ανώτατη εκκλησιαστική καί πολιτική εξουσία. «Ό Νικόλαος θεωρεί τόν έαυτό του αυτοκράτορα όλου τού κόσμου», όμολογούσαν οί σύγχρονοί του.

Τόν 8ο αι. ό βασιλιάς τών Φράγκων Κάρολος ό Μέγας (Καρλομάγνος, 768-814) μέ τή δύναμη τών όπλων ένώνει όλους σχεδόν τούς λαούς της Δυτικής Ευρώπης καί φιλοδοξεί νά αναδείξει μιά καινούργια αυτοκρατορία, διεκδικώντας τό όνομα καί τήν αίγλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Ανατολής. Γιά τόν σκοπό αυτό οργανώνει μεθοδευμένα τή σύγκρουση Ανατολής-Δύσεως μέ μιά στρατηγική πού περιλαμβάνει τά έξης δύο σκέλη:  

Η συνέχεια αύριο.......





Δεν υπάρχουν σχόλια: