10 Φεβρουαρίου, 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ κ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΜΠΑΛΤΑ

 

Με αφορμή την χθεσινή ομιλία του Υπουργού Πολιτισμού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Αριστείδη Μπαλτά στην Βουλή των Ελλήνων στην συζήτηση επί των Προγραμματικών δηλώσεων της Κυβέρνησης συμπεριέλαβε και τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους παρόντος του Πρωθυπουργού όπου μεταξύ άλλων είπε:«Εκκλησία και κράτος πρέπει να διαχωριστούν αλλά αυτή η πορεία είναι μακριά και δύσκολη» είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε «πρέπει να εκλογικεύονται αυτοί οι ρόλοι. Βήματα προς την κατεύθυνση ανεξαρτησίας κράτους - εκκλησίας μπορούν να γίνουν σύντομα».

Εμείς σήμερα από το Ιστολόγιό μας θέλουμε να θυμίσουμε στον κ. Υπουργό μερικά πράγματα που ίσως του διαφεύγουν επί των Εκκλησιαστικών  θεμάτων καθώς επίσης θα του προτείναμε να διαβάσει με προσοχή το βιβλίο του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Ιερωνύμου με τίτλο: «Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου» για να έχει γνώση ενός εκ των πολλών αντικειμένων που διαχειρίζεται (των Θρησκευμάτων) έτσι ώστε να μην πέφτει σε πολιτικές αστοχίες που τον εκθέτουν ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας και του Ελληνικού Λαού όπου λογοδοτεί. Η Εκκλησία δεν χωρίζεται ποτέ από το Κράτος, απλά αν χρειαστεί απελευθερώνεται από το Κράτος!!!

Π.ΒΟΙΩΤΟΣ
ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Η ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ; 

Επανήλθε λοιπόν και πάλι εχθές αγαπητοί φίλοι το ζήτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος ως αίτημα ορισμένων δήθεν προοδευτικών, που τάχα ενδιαφέρονται για το καλό της Εκκλησίας και των κληρικών αυτής. Το συγκεκριμένο όμως αίτημα δεν είναι νεοφανές αλλά παλαιό, πολύ παλαιό, αφού μετά την απελευθέρωση της σκλαβωμένης Ελλάδος οι πολιτικοί και οι δήθεν προοδευτικοί του τόπου τούτου επεδίωκαν να διαλύσουν τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία.

Τα τελευταία όμως τριάντα έτη το αίτημα τούτο έχει προσλάβει την μορφή βιαίας προσπάθειας για την επιβολή του στην Εκκλησία μας από μέρους διαφόρων εξωεκλησιαστικών κύκλων, που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για το καλό και το συμφέρον δήθεν της Εκκλησίας, των πιστών και των κληρικών αυτής. Πάντως, πριν από οτιδήποτε άλλο αναφέρουμε παρακάτω, θα πρέπει με έμφαση να υπογραμμίσουμε την ρήση του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που αφορά στη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στο έργο της Εκκλησίας και την εξουσία της Πολιτείας, και που δεν είναι άλλη από το «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». (Ματθ. 22, 21). 

Ενώ όμως η εντολή αυτή του Κυρίου μας γίνεται σεβαστή από την Εκκλησία, εντούτοις η ιστορία μας διδάσκει ότι η Πολιτεία πολλές φορές παραβίασε και κατεπάτησε την αρχή αυτή με σκοπό την υποταγή και χειραγώγηση της Εκκλησίας. Γεννάται λοιπόν το εύλογο ερώτημα: Μήπως αυτό το πολυδιαφημισμένο αίτημα για τον χωρισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, τίθεται εκ του πονηρού και με σκοπό την αποχριστιανοποίηση της Ελλάδος και την περιθωριοποίηση της Εκκλησίας;  Ποιός ο τόσο αναγκαίος λόγος για τον οποίο ορισμένοι πολιτικοί και όσοι άλλοι τάσσονται υπέρ του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας; 

Προέρχεται άραγε η κίνηση αυτή εκ της αγαθής διαθέσεώς τους προς την Εκκλησία, προκειμένου αυτή ν’ αποκτήσει την πλήρη αυτοτέλειά της ή μήπως αποβλέπουν στην απαλλαγή της Πολιτείας από κάθε πρόσθετη υπέρ της Εκκλησίας οικονομική επιβάρυνση; Δεν αποκλείεται βεβαίως να ορμώνται εκ της υφισταμένης αποχριστιανοποιημένης δημόσιας ζωής άλλων χωρών, αφού επιθυμούν να την επιβάλουν και στην ορθόδοξη Ελλάδα.

Τούτο όμως σ’ εμάς καθίσταται ανεφάρμοστο, επειδή ρητώς γίνεται λόγος στο Σύνταγμά μας, ότι η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, επειδή είναι αυτοκέφαλη και αναποσπάστως συνδεδεμένη μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων ομοδόξων εκκλησιών, είναι και η επικρατούσα θρησκεία του ελληνικού κράτους και επομένως τυγχάνει της προστασίας της ελληνικής Πολιτείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να καταπιέζονται οι άλλες θρησκευτικές ομολογίες.

Από την άλλη πλευρά δύναται να παραμείνει αδιάφορη η Εκκλησία σε όσα κατά καιρούς θεσπίζονται από την Πολιτεία και την αφορούν άμεσα; Είναι γεγονός ότι μεταξύ των ιδεωδών του ελληνικού έθνους συγκαταλέγεται και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, παρόλο που κάποιοι καταβάλλουν «φιλότιμες» προσπάθειες να περιθωριοποιήσουν την πίστη αυτή από την ζωή του ελληνικού λαού. Συνεπώς, ο διαχωρισμός των ιδεωδών της πίστεως από τα εθνικά ιδεώδη για πολλούς ιστορικούς λόγους θα αποβεί επιζήμιος όχι για την Εκκλησία αλλά για το έθνος μας.

Οι αγνώμονες βέβαια πολύ εύκολα λησμονούν τα σωτηριώδη, προνοιακά, κοινωφελή, φιλανθρωπικά, εκπολιτιστικά και αγαθά έργα της Εκκλησίας, η οποία σε φιλανθρωπικό και κοινωνικό επίπεδο με τα λειτουργούντα και συντηρούμενα από την ίδια ιδρύματα και σωματεία συμπληρώνει σήμερα το έργο της Πολιτείας προς τον λαό, που έχει την ιδιότητα και του «πολίτη» και του «πιστού» εντός της ιδίας πατρίδος. Οι πολέμιοι της ορθοδόξου Εκκλησίας διατείνονται ότι μετά τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Πολιτεία, η πρώτη θα μπορεί άνετα από μόνη της ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές ανάγκες και υποχρεώσεις της, επειδή τάχα έχει τεράστια μοναστηριακή και εν γένει προσοδοφόρα ακίνητη περιουσία.   

Οι κύριοι αυτοί εσκεμμένα αποσιωπούν την ιστορική αλήθεια, ότι κατά την δεκαετία του 1950 και 1960 η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος διέθεσε στους ακτήμονες αγρότες και σε άλλους πολίτες το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας της, διά των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που επέβαλε η Πολιτεία. Τούτο δε συνέβη προκειμένου να εξασφαλίσει τη μισθοδοσία των αρχιερέων, ιερέων, ιεροκηρύκων και υπάλληλων των εκκλησιαστικών οργανισμών. Αλλά και πολλών άλλων αστικών ακινήτων εστερήθη η Εκκλησία, είτε δια δημεύσεων, είτε δια παραχωρήσεων προς το δημόσιο.

Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η εναπομείνασα ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας είναι πλέον δασικές εκτάσεις, οι οποίες υπάγονται στις σχετικές νομικές δεσμευτικές διατάξεις. Έφθασε μάλιστα η Πολιτεία μέχρι του σημείου να φορολογεί και τον οβολό του λαού για το κεράκι που ανάβει στην Εκκλησία. Οι υποστηρίζοντες τον χωρισμό των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, διακηρύττουν ότι θέλουν δήθεν αυτοτελή και ελεύθερη Εκκλησία, αφού προηγουμένως έγινε αφαίμαξη της περιουσίας της;

Διατείνονται ορισμένοι ότι η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να έχει υπό την κυριότητα και κατοχή της κάθε είδους ακίνητη περιουσία. Τίθεται όμως το εύλογο ερώτημα: Με ποιο τρόπο θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τα οικονομικά της προβλήματα και τις ανάγκες της, που σχετίζονται με την μισθοδοσία του ιερού κλήρου και των λαϊκών εργαζομένων στους διάφορους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, την περίθαλψη και νοσηλεία αυτών, την ανέγερση και συντήρηση ναών, ιερών μονών και φιλανθρωπικών  κοινωφελών ιδρυμάτων αυτής; 

Για όλες τις παραπάνω οικονομικές ανάγκες της Εκκλησίας μας η εναπομείνασα, δήθεν τεράστια και αμύθητη ακίνητη περιουσία αυτής, ουδόλως επαρκεί. Η μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου καταβάλλεται μεν από το δημόσιο, πλην όμως αυτό εισπράττει διά της φορολογίας μεγάλο ποσοστό από τις ακαθάριστες εισπράξεις των ενοριακών ναών. Εάν λοιπόν επήρχετο ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας, με ποιο τρόπο θα εξησφαλίζετο η συντήρηση των εκκλησιαστικών ποιμένων παντός βαθμού; 

Ποιος όμως εγγυάται ότι και στο μέλλον, ύστερον του χωρισμού, η ελληνική Πολιτεία θα συνεχίσει να ενισχύει οικονομικώς την ποιμαίνουσα Εκκλησία; Το πλέον σίγουρο είναι ότι μάλλον θα την αφήσει στερουμένη και πονεμένη. Είναι δε τοις πάσι γνωστό ότι και τα απολυταρχικά – ολοκληρωτικά και αθεϊστικά καθεστώτα ουδεμία οικονομική ενίσχυση προσφέρουν στην Εκκλησία. Όταν πάλι ενισχύουν οικονομικώς τα ίδια καθεστώτα την Εκκλησία, τότε στοχεύουν στην υποταγή και εξάρτηση της Εκκλησίας από τους κοσμικούς άρχοντες.

Ο χωρισμός των νομικών σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας θα επιφέρει, όπως είναι φυσικό, και την τροποποίηση του καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος είναι νόμος του κράτους και προστατεύει επί διαφόρων ζητημάτων την Εκκλησία από τις αυθαίρετες επεμβάσεις της Πολιτείας, όπως συνέβαινε προ του 1974. Είναι δε γεγονός ότι πάντοτε η Πολιτεία προκειμένου να ελέγξουν την Εκκλησία προέβαιναν σε αυθαίρετες παρεμβάσεις νομοθετικές και άλλες.

Εάν λοιπόν καταργηθεί ο ισχύων καταστατικός χάρτης, τότε θα έχουμε περισσότερες αυθαίρετες παρεμβάσεις της Πολιτείας σε βάρος της Εκκλησίας. Παράλληλα γεννάται το ερώτημα πώς θα αντιδράσει νομικώς η Εκκλησία σε περίπτωση που η Πολιτεία θεσμοθετήσει νόμους, οι οποίοι θα έρχονται σε αντίθεση με τους ιερούς κανόνες και αφορούν τα του οίκου της;

Στην περίπτωση που η Ελληνική Βουλή προέβαινε στην ολοσχερή αναθεώρηση του Συντάγματος ως προς τις διατάξεις που αφορούν την διοίκηση της ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι η επικρατούσα θρησκεία του Κράτους, τότε θα εμφανιστεί ενώπιόν μας ο κίνδυνος του θρησκευτικού προσηλυτισμού από σχισματικές και αιρετικές ομάδες (π.χ. χιλιαστές) θρησκείες επίσημα αναγνωρισμένες ή μη, αλλά και επικίνδυνες και ακραίες θρησκευτικές ομάδες.

Είναι δε εν προκειμένω χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αιρετικών χιλιαστών, οι οποίοι με νόμο της πολιτείας δεν φέρουν όπλα κατά την στράτευσή τους, αλλά τοποθετούνται σε διάφορες βοηθητικές υπηρεσίες. Αυτοί θα υπερασπισθούν την πατρίδα και εμάς; Μία ακόμα σοβαρή συνέπεια του χωρισμού των σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας, θα ήταν η κατάργηση της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία μας (ήδη έχουν μειωθεί οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος). Τούτο θα είχε ως συνέπεια την απόλυση τόσων θεολόγων εκπαιδευτικών, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να εργασθούν σε σχολεία της Εκκλησίας, αφού δεν υπάρχουν.

Το ίδιο θα συμβεί και με την κατάργηση των δύο θεολογικών σχολών της χώρας μας, Θεσσαλονίκης και Αθηνών, αφού οι αποφοιτώντες εξ’ αυτών θα στερούνται του δικαιώματος διορισμού τους στην μέση εκπαίδευση. Μήπως ορισμένοι πιστεύουν αφελώς ότι η Εκκλησία θα μπορέσει να ιδρύσει και να συντηρήσει πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές σήμερα; Ο πλήρης χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους θα σήμαινε ότι η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδος θα μετετρέπετο από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που είναι σήμερα, σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δηλαδή σε κοινό σωματείο, σε κοινό σύλλογο. 

Τούτο θα είχε ως επιπλέον συνέπειες την παύση της μισθοδοσίας του ορθοδόξου κλήρου από το κράτος, την αποσύνδεση του εορτολογίου της ορθοδόξου Εκκλησίας από την ζωή της Πολιτείας, την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των βουλευτών, του Προέδρου της Δημοκρατίας, των δημοσίων λειτουργών κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους. Την θέσπιση του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου (ήδη επροτάθη από κάποιους), την κατάργηση του συμβόλου του Σταυρού από διάφορα εθνικά σύμβολα, την απαγόρευση τελέσεως ιεροπραξιών (π.χ. αγιασμός) σε διάφορες εκδηλώσεις της Πολιτείας (ορκωμοσία προέδρου της δημοκρατίας) κ.ο.κ.

Όλα τα παραπάνω, που τόσο επιθυμούν ορισμένοι να επιβάλουν σε βάρος της Εκκλησίας, προϋποθέτουν οπωσδήποτε αναθεώρηση του Συντάγματος και μάλιστα μιας σειράς διατάξεων που αφορούν την ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδος, που είτε αρέσει, είτε όχι, με το ισχύον Σύνταγμα είναι η επικρατούσα θρησκεία του κράτους. Μία παρόμοια εξέλιξη δεν φαίνεται να είναι εφικτή στο προβλεπτό μέλλον ούτε και συμβατή με τον ρόλο της ορθοδοξίας στην ιστορική πορεία του νεωτέρου Ελληνισμού.

Ουδείς αντιλέγει, ότι η Εκκλησία πρέπει ν’ αφεθεί ελευθέρα να ρυθμίσει τις εσωτερικές υποθέσεις αυτής, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να διασφαλιστεί με τον βίαιο και πλήρη χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Εν τέλει, οι ειλικρινείς και αρμονικές σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι και ωφέλιμες και επιβεβλημένες. Οι πολιτικοί άνδρες πρέπει να κατανοήσουν ότι έχουν έναν και μόνο σκοπό και στόχο, που δεν είναι άλλος από την «διακονία» του λαού.

Όσον αφορά την συζήτηση για τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας προτείνουμε στους υποστηρικτές του χωρισμού αυτού και στον σημερινό Υπουργό Παιδείας κ. Μπαλτά να μελετήσουν και να κατανοήσουν το σχετικό επί του συγκεκριμένου ζητήματος απόσπασμα από μία ομιλία του αειμνήστου πανεπιστημιακού καθηγητού και ακαδημαϊκού Ιωάννου Καρμίρη, ο οποίος μεταξύ άλλων υποστηρίζει τα εξής:   

«…Η Εκκλησία και η Πολιτεία δεν πρέπει ούτε να ταυτίζονται, ούτε να χωρίζονται εντελώς, ούτε να αλληλοϋποδουλούνται ή αλληλοκαταδυναστεύονται μέσω αναρμοδίων επεμβάσεων της μιας στα interna corporis (εσωτερικές υποθέσεις) της άλλης, αλλά πρέπει να συνεργάζονται αρμονικώς και να βοηθούνται αμοιβαίως, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η καθεμιά έχει ανάγκη της συμπαραστάσεως της άλλης. 

Η Πολιτεία έχει ανάγκη της πνευματικής δυνάμεως και βοηθείας της Εκκλησίας, ενώ η Εκκλησία της υλικής δυνάμεως και επικουρίας της Πολιτείας. Είναι δε γεγονός ότι οι σφαίρες ενεργείας και δράσεως τόσο της Εκκλησίας, όσο και της Πολιτείας, δεν είναι τελείως χωρισμένες μεταξύ των, αλλά εν πολλοίς συμπίπτουν, αφού τα μέλη τους είναι οι ίδιοι άνθρωποι που απαρτίζουν τις δύο αυτές αυτοτελείς και διακεκριμένες μεταξύ τους κοινωνίες, αφού ως χριστιανοί έχουν την εντολή του Κυρίου να αποδίδουν «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».

Για όλα αυτά η Εκκλησία και η Πολιτεία οφείλουν να περιορίζονται «έσω των οικείων όρων», να μην επεμβαίνει η μία στην αλλότρια περιοχή της αρμοδιότητος της άλλης, αλλά να αρκούνται και οι δύο μόνο στην αμοιβαία συμπαράσταση και επικουρία». 

Ύστερα από τα παραπάνω γεννάται ευλόγως το ερώτημα: Ποιούς και για ποιό λόγο ενοχλεί η αρμονική και αμοιβαία μέχρι τούδε συμπόρευση Εκκλησίας και Πολιτείας; Το επιχείρημα ότι διά του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας θα ωφεληθεί η ορθόδοξη εκκλησία δεν πείθει κανέναν και μάλλον προβάλλεται εκ του πονηρού. Ας πέσουν επιτέλους τα προσωπεία όλων εκείνων που υποστηρίζουν τον χωρισμό αυτό. Όλοι αυτοί δεν ενδιαφέρονται για το καλό της Εκκλησίας, αλλά εξυπηρετούν αλλότρια σχέδια.

Φαίνεται πως ενοχλεί ορισμένους η Εκκλησία με τον διαχρονικό πατριωτικό, εθνικό και παραδοσιακό λόγο της. Είναι ακατάλυτο προπύργιο για τα σχέδιά τους. Αυτό λοιπόν που δεν μπόρεσαν τόσοι και τόσοι κατακτητές να επιτύχουν, θα το επιτύχουμε εμείς με το «γάντι» και το καλοδουλεμένο επιχείρημα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας; Και πάλι ερωτώ: Εμείς θα το πράξουμε;

Ήξερε τι έλεγε πριν από κάποιες δεκαετίες ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κίσιγκερ: «Για να διαλυθεί το ελληνικό έθνος, πρέπει προηγουμένως να πληγεί η γλώσσα και η ορθόδοξη εκκλησία του». Στην χώρα μας φαίνεται πως κάποιοι έθεσαν σε εφαρμογή τα λεγόμενά του. Έφθασαν μάλιστα στο σημείο να απαιτήσουν την αφαίρεση των ιερών εικόνων από τις αίθουσες των σχολείων, των δικαστηρίων, του στρατού και όπου αλλού ευρίσκονται, ενώ επρότειναν ακόμη και την απαγόρευση της κωδωνοκρουσίας κατά τις πρωϊνές ώρες, διότι ενοχλούνται τα ευαίσθητα ώτα τους, αυτά κ. Υπουργέ! 

Εν κατακλείδι θα θέλαμε να θυμίσουμε τι είχε πει μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κ.κ. Ιερώνυμος για τον χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας και των θρησκευτικού όρκου: 

«....Eάν η Πολιτεία επιθυμεί χωρισμό Εκκλησίας από το Κράτος, είναι στη διακριτική της ευχέρεια να το θέσει την κρίση του ελληνικού λαού».«Η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Εκκλησία «Αντιθέτως, είναι συνέπεια της διδασκαλίας της, σύμφωνα με την οποία το ναι πρέπει να είναι ναι και το όχι, όχι». 

Απαντώντας στο ερώτημα αν η Εκκλησία πρέπει να επανεξετάσει το θέμα του θρησκευτικού όρκου που δίνουν πολιτικοί και κρατικοί λειτουργοί. «Ως προς τους πρωτεργάτες των σκανδάλων οποιαδήποτε....μορφή όρκου δεν γίνεται φραγμός, όταν ο έσω άνθρωπος έχει ισοπεδωθεί» σημειώνει.

Ανέφερε επίσης ο Μακαριώτατος ότι η προσπάθεια κατάργησης του όρκου,«όπως επιδιώκεται σήμερα», δεν «υποκρύπτει ενδιαφέρον για τη συνέπεια και την ειλικρίνεια», κάνοντας λόγο για «ορισμένους ιδεολογικούς κύκλους», που κατά τον αρχιεπίσκοπο επιδιώκουν έναν «επαχθή» διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους.

Ωστόσο, υποστήριξε στην συνέντευξη του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 28/12/2008 ότι ο διοικητικός διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος έχει ήδη επέλθει, τονίζει προς την Πολιτεία ότι «εάν επιθυμεί έναν τέτοιου είδους χωρισμό, είναι στη διακριτική της ευχέρεια να το θέσει την κρίση του ελληνικού λαού και εκείνος ας αποφασίσει ό,τι θέλει».

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: