Την άποψη πως η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να επιβάλλει
νέο κούρεμα του χρέους της στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης διατυπώνει ο
επικεφαλής οικονομολόγος της BNP
Paribas, Πέτερ Ντε Κίζερ, ο οποίος καταγράφει και τους πέντε βασικούς λόγους
αυτής της αποτυχίας. Σύμφωνα με τον γνωστό οικονομολόγο:
Ο πρώτος λόγος είναι, όπως αναφέρει, ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας απομακρύνθηκε. «Οι χώρες αυτές κατέβαλαν ήδη σημαντικές προσπάθειες σε δημοσιονομικό και διαρθρωτικό επίπεδο, γεγονός που μείωσε τον κίνδυνο η ελληνική σπίθα να βάλει φωτιά στο σύνολο του συστήματος» επισημαίνει.
Δεύτερον, αναφέρει πως «δεδομένου ότι οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα ανέχθηκαν ζημιές άνω των 100 εκατ. ευρώ, στην πιο σημαντική αναδιάρθρωση χρέους της ιστορίας, η πιθανότητα λοιπόν να λάβει η ίδια χώρα νέα μείωση χρέους δεν κρίνεται ως πολιτικά επωφελής και είναι επομένως αρκετά απίθανη».
Τρίτον, επισημαίνει, «η υπομονή απέναντι στους Έλληνες έφτασε τα όριά της. Οι αμφιταλαντεύσεις των Ελλήνων έναντι της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και η μη τήρηση των υποσχέσεων, έφεραν συχνά το ΔΝΤ σε απόγνωση. Και αυτά, σε αντίθεση με την Ιρλανδία και τη μικρή Λετονία που, χάρη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και σημαντική εξυγίανση, κατάφεραν να καταπολεμήσουν μία βαθιά κρίση και να επιτύχουν επιστροφή στην ανάπτυξη».
Τέταρτον, όπως αναφέρει, «είναι δύσκολο να προωθήσει κανείς την ιδέα νέας απομείωσης του χρέους για τους Έλληνες, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία θα έχουν επίσης εκλογές εντός του έτους. Πώς οι πολιτικοί αυτών των δύο χωρών θα μπορούσαν αν υπερασπιστούν την πολιτική του περιορισμού των δαπανών, αν ο χειρότερος μαθητής της τάξης τα έβγαζε πέρα με καλούς βαθμούς; Αν το ελληνικό χρέος μειωνόταν από 170 σε 100% του ΑΕΠ, αυτό θα έδινε την εντύπωση ότι ένα χρέος ανώτερο του 100% είναι μη βιώσιμο. Σε αυτό το σενάριο, δύσκολα θα έπειθαν τις αγορές για τη φερεγγυότητα τους το Βέλγιο και η Ιταλία!».
Τέλος, επισημαίνει ότι «εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον στα χέρια των θεσμικών δανειστών (κατά 80%) και αν προϋποθέσουμε ότι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ δεν μπορούν να αποδεχθούν αναδιάρθρωσή του, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να διαγράψουν μέρος του. Αυτό θα αντιστοιχούσε με πολιτική αυτοκτονία, κυρίως σε αυτή τη περίοδο ισχνής ανάπτυξης και δημοσιονομικής εξυγίανσης».
«Μπορείτε να φανταστείτε» αναφέρει μιλώντας στην L' Écho, «τον Βέλγο υπουργό Οικονομικών να εξηγεί ότι το Βέλγιο θα πρέπει να βρει κάποια επιπρόσθετα δισ. για να καλύψει δεύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εντός τριετίας;». Με βάση τα παραπάνω ο Βέλγος οικονομολόγος εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται σε νέα επίσημη αναδιάρθρωση του χρέους της. Η μόνη λύση θα ήταν η επιμήκυνση του χρέους και η μείωση των επιτοκίων».
Ενώ λοιπόν, καταλήγει ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Paribas Fortis, η τύχη της νομισματικής Ενωσης ήταν εξαρτημένη από την Ελλάδα, σήμερα ισχύει το αντίθετο. «Η Ελλάδα μετατρέπεται σε Καλιφόρνια της Ευρώπης: Λουσμένη από τον ήλιο και τόσο κοντά στη χρεοκοπία όσο η αμερικανική αυτή πολιτεία, αλλά όχι σε θέση να διαλύσει το σύνολο της νομισματικής Ένωσης».
Ο πρώτος λόγος είναι, όπως αναφέρει, ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας απομακρύνθηκε. «Οι χώρες αυτές κατέβαλαν ήδη σημαντικές προσπάθειες σε δημοσιονομικό και διαρθρωτικό επίπεδο, γεγονός που μείωσε τον κίνδυνο η ελληνική σπίθα να βάλει φωτιά στο σύνολο του συστήματος» επισημαίνει.
Δεύτερον, αναφέρει πως «δεδομένου ότι οι πιστωτές του ιδιωτικού τομέα ανέχθηκαν ζημιές άνω των 100 εκατ. ευρώ, στην πιο σημαντική αναδιάρθρωση χρέους της ιστορίας, η πιθανότητα λοιπόν να λάβει η ίδια χώρα νέα μείωση χρέους δεν κρίνεται ως πολιτικά επωφελής και είναι επομένως αρκετά απίθανη».
Τρίτον, επισημαίνει, «η υπομονή απέναντι στους Έλληνες έφτασε τα όριά της. Οι αμφιταλαντεύσεις των Ελλήνων έναντι της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και η μη τήρηση των υποσχέσεων, έφεραν συχνά το ΔΝΤ σε απόγνωση. Και αυτά, σε αντίθεση με την Ιρλανδία και τη μικρή Λετονία που, χάρη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις και σημαντική εξυγίανση, κατάφεραν να καταπολεμήσουν μία βαθιά κρίση και να επιτύχουν επιστροφή στην ανάπτυξη».
Τέταρτον, όπως αναφέρει, «είναι δύσκολο να προωθήσει κανείς την ιδέα νέας απομείωσης του χρέους για τους Έλληνες, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία θα έχουν επίσης εκλογές εντός του έτους. Πώς οι πολιτικοί αυτών των δύο χωρών θα μπορούσαν αν υπερασπιστούν την πολιτική του περιορισμού των δαπανών, αν ο χειρότερος μαθητής της τάξης τα έβγαζε πέρα με καλούς βαθμούς; Αν το ελληνικό χρέος μειωνόταν από 170 σε 100% του ΑΕΠ, αυτό θα έδινε την εντύπωση ότι ένα χρέος ανώτερο του 100% είναι μη βιώσιμο. Σε αυτό το σενάριο, δύσκολα θα έπειθαν τις αγορές για τη φερεγγυότητα τους το Βέλγιο και η Ιταλία!».
Τέλος, επισημαίνει ότι «εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται πλέον στα χέρια των θεσμικών δανειστών (κατά 80%) και αν προϋποθέσουμε ότι η ΕΚΤ και το ΔΝΤ δεν μπορούν να αποδεχθούν αναδιάρθρωσή του, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να διαγράψουν μέρος του. Αυτό θα αντιστοιχούσε με πολιτική αυτοκτονία, κυρίως σε αυτή τη περίοδο ισχνής ανάπτυξης και δημοσιονομικής εξυγίανσης».
«Μπορείτε να φανταστείτε» αναφέρει μιλώντας στην L' Écho, «τον Βέλγο υπουργό Οικονομικών να εξηγεί ότι το Βέλγιο θα πρέπει να βρει κάποια επιπρόσθετα δισ. για να καλύψει δεύτερη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εντός τριετίας;». Με βάση τα παραπάνω ο Βέλγος οικονομολόγος εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται σε νέα επίσημη αναδιάρθρωση του χρέους της. Η μόνη λύση θα ήταν η επιμήκυνση του χρέους και η μείωση των επιτοκίων».
Ενώ λοιπόν, καταλήγει ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Paribas Fortis, η τύχη της νομισματικής Ενωσης ήταν εξαρτημένη από την Ελλάδα, σήμερα ισχύει το αντίθετο. «Η Ελλάδα μετατρέπεται σε Καλιφόρνια της Ευρώπης: Λουσμένη από τον ήλιο και τόσο κοντά στη χρεοκοπία όσο η αμερικανική αυτή πολιτεία, αλλά όχι σε θέση να διαλύσει το σύνολο της νομισματικής Ένωσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου