10 Φεβρουαρίου, 2014

ΟΙ «FINANCIAL TIMES» ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΝ ΕΥΘΕΩΣ ΤΙΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΤΟ


Το Βερολίνο «μαλώνει» διαρκώς την Ελλάδα και τον ευρωπαϊκό Νότο για την καθυστέρηση ή τη μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων made in Germany. Σε ανάλυσή τους οι «Financial Times» αμφισβητούν ευθέως τις μεταρρυθμίσεις που προκρίνει η Γερμανία για τις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου και παρουσιάζουν τους λόγους που τα μέτρα αυτά δεν πρόκειται ποτέ να εφαρμοστούν και να επιτύχουν, αλλά, αντιθέτως, θα προκαλούν διαρκώς κοινωνικές αντιδράσεις. «Ρωτήστε έναν Γερμανό πολιτικό για τη δύναμη της γερμανικής οικονομίας.

Στοιχηματίζω μια πιατέλα με λουκάνικα Νιρεμβέργης ότι θα εγκωμιάσει την αγορά εργασίας και τις μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησε πριν από δέκα χρόνια η κυβέρνηση Σρέντερ» αναφέρει η εφημερίδα στο δημοσίευμά της. Οι περιβόητες μεταρρυθμίσεις Hartz κατέστησαν πιο αυστηρούς τους κανόνες για τα επιδόματα των ανέργων. Εδωσαν έμφαση στην ταχεία επιστροφή των ανθρώπων στην αγορά εργασίας, ακόμη και με χαμηλότερο μισθό, εάν είναι απαραίτητο. Τώρα, η ανεργία στη Γερμανία βρίσκεται σε αξιοσημείωτα χαμηλό επίπεδο (στο 5,1% τον Δεκέμβριο του 2013, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, έναντι 27,8% στην Ελλάδα, 25,8% στην Ισπανία και 12,7% στην Ιταλία).

 Η νέα έκθεση: Παρ' όλα αυτά, μια νέα έκθεση από τέσσερις Γερμανούς οικονομολόγους αμφισβητεί αυτή την εκτίμηση, ότι δηλαδή οι μεταρρυθμίσεις Hartz είναι η βασική αιτία για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Η προσεκτικά γραμμένη έκθεση με τίτλο «Από ασθενής της Ευρώπης σε οικονομικό superstar: Η αναγέννηση της γερμανικής οικονομίας» θα πρέπει να μελετηθεί από όποιον ασχολείται με τη βελτίωση της οικονομικής απόδοσης της ευρωζώνης.

Στη Γερμανία η κρατούσα άποψη -την οποία έχουν υιοθετήσει και οι Χριστιανοδημοκράτες της Aνγκελα Μέρκελ, οι Σοσιαλδημοκράτες που μετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά και τα τοπικά ΜΜΕ- στιγματίζει τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση ως αδιόρθωτους αμαρτωλούς από την ημέρα που μπήκαν στο ευρώ, το 1999, αν όχι νωρίτερα. Στα δικά τους μάτια, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βερολίνου και να καταπιούν μiα γερή δόση από το φάρμακο που συνταγογράφησε προ δεκαετίας ο Peter Hartz για τη Γερμανία. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που έχει αναλάβει μυστικός σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ. 

Οι συντάκτες της έκθεσης όμως -Christian Dustmann, Bernd Fitzenberger, Uta Schönberg και Alexandra Spitz-Oener- υποστηρίζουν ότι έτσι παρερμηνεύονται οι πραγματικές αιτίες για την ανάκτηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας. Ο μεγάλος παράγοντας για τη γερμανική επιτυχία είναι ότι από τη δεκαετία του 1990 πολλοί εργοδότες, εργατικά συνδικάτα και εργασιακά συμβούλια εγκατέλειψαν τις κλαδικές ή περιφερειακές συμβάσεις εργασίας που ρύθμιζαν μισθούς, ωράρια και άλλες συνθήκες εργασίας για τις επιχειρήσεις. Αντιθέτως, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων άρχισαν να θέτουν μισθούς και τις άλλες προϋποθέσεις σε επίπεδο ατομικών διαπραγματεύσεων με τις επιχειρήσεις ή ακόμη και σε επίπεδο ατομικών διαπραγματεύσεων με κάθε εργαζόμενο.

Με τον τρόπο αυτό δεν επετεύχθη μόνο περιορισμός στους μισθούς, αλλά και μείωση των πραγματικών μισθών, ειδικότερα στο σκαλί του εθνικού κατώτατου μισθού. «Από το 1995 έως το 2008, το ποσοστό των εργαζομένων που καλυπτόταν από κλαδικές συμβάσεις εργασίας μειώθηκε από το 75% στο 56%» αναφέρει η έκθεση και συμπληρώνει: «Από το 2010... το 41% όλων των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον 10 άτομα προσωπικό δεν καλύπτεται από κλαδικές συμβάσεις εργασίας».

Ακόμη κι αν οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας παρέμεναν σε ισχύ, οι ενώσεις των εργοδοτών και τα εργατικά συνδικάτα θα έβρισκαν τρόπο να τις παρακάμψουν ορισμένες φορές, συμφωνώντας στις αποκαλούμενες «εναρκτήριες ρήτρες» που επιτρέπουν σε επιχειρήσεις να θέσουν μισθούς πέρα από τα όρια που συμφωνήθηκαν σε επίπεδο κλάδου. Αντιθέτως, σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, είναι πιο συχνές οι μισθολογικές συμβάσεις σε εθνικό επίπεδο, που εφαρμόζονται ακόμη και σε επιχειρήσεις που δεν αναγνωρίζουν τις συμβάσεις αυτές. Ως αποτέλεσμα, οι χώρες αυτές χάνουν έδαφος σε ό,τι αφορά τη σύγκριση ανταγωνιστικότητας με τη Γερμανία.

Τα συνδικάτα: Γιατί όμως δέχτηκαν τα εργατικά συνδικάτα της Γερμανίας τέτοιους συμβιβασμούς; Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με χαμηλούς μισθούς, όπως η Τσεχία και η Πολωνία. Τα συνδικάτα φοβήθηκαν ότι οι επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν ήδη επιβαρυνθεί με το κολοσσιαίο κόστος της ενοποίησης (900 δισ. ευρώ σε μεταφορές από τη δυτική στην ανατολική Γερμανία την περίοδο 1991-2003), θα δυσανασχετούσαν σύντομα με τους υψηλούς μισθούς στη Γερμανία. «Τα εργατικά συνδικάτα στη Γερμανία και τα εργασιακά συμβούλια κατάλαβαν ότι έπρεπε να προχωρήσουν σε συμβιβασμούς για να μην περιθωριοποιηθούν κι άλλο» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Η μισθολογική «σφαγή»: Στη Γερμανία το σύστημα της επαναδιαπραγμάτευσης των συλλογικών συμβάσεων δεν έγινε βίαια, όπως έγινε στον ευρωπαϊκό Νότο, ούτε σε ένα περιβάλλον μαζικής και ανεξέλεγκτης ανεργίας, αποτέλεσμα της άγριας λιτότητας. Ακόμη και η μη υιοθέτηση του κατώτατου μισθού έως πρόσφατα στη Γερμανία δεν είχε δραματικές επιπτώσεις στους ίδιους τους εργαζομένους, με δεδομένο ότι οι μισθοί διατηρούνταν πάντα σε επίπεδα ανεκτά. Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας. Εδώ, οι συλλογικές συμβάσεις κατέρρευσαν σε μια νύχτα, η μαύρη εργασία καλπάζει, οι μισθοί μετατράπηκαν σε χαρτζιλίκι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: