28 Δεκεμβρίου, 2013

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΕΙΧΕ Η ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ κ. ΑΣΗΜΙΝΑ ΣΚΟΝΔΡΑ

Συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδας κ. Ιερώνυμο, είχε η Βουλευτής  κ. Ασημίνα Σκόνδρα. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερα θερμό κλίμα, αφού συνδέονται με μια μακρά και οικογενειακή σχέση. Στη συζήτηση, αναλύθηκαν διεξοδικά θέματα που αφορούν στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός, ενώ έγινε και μια γενικότερη προσέγγιση για το πώς αυτά μπορούν να απαλυνθούν και εν τέλει να λυθούν.

Ο Μακαριότατος αναφέρθηκε στο σημαντικό ρόλο που παίζει η Εκκλησία, αλλά και στα ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της. Η κ. Ασημίνα Σκόνδρα αναφέρθηκε στο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο που επιτελεί η τοπική Εκκλησία και που αυτή την εποχή είναι άκρως απαραίτητο. Στάθηκε όμως ιδιαίτερα στα ιστορικά μοναστήρια και στα εκκλησιαστικά μνημεία της περιοχής, τα οποία είναι πολλά και διάσπαρτα σε όλο το Νομό.

Τον προσκάλεσε επίσης, να έρθει την Καρδίτσα και να επισκεφθεί τα Μοναστήρια μας. Ζήτησε τη συνδρομή του Αρχιεπισκόπου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να αναπτυχθεί ο Θρησκευτικός Τουρισμός στην περιοχή. Όπως επίσης τη συμβολή του, στην συντήρηση, αναπαλαίωση και ανάδειξη όσων εκκλησιαστικών μνημείων το έχουν ανάγκη. 

Επεσήμανε ότι η τοπική Εκκλησία και οι φορείς του Νομού, καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση και η αγαστή συνεργασία όλων, μπορεί να φέρει ουσιαστικά αποτελέσματα. Στη συζήτηση θεωρήθηκε επιβεβλημένο και εξετάστηκαν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη Θρησκευτικού τουρισμού μέσα από την καλύτερη δυνατή παρουσίαση και προβολή των Μνημείων της Καρδίτσας, ώστε η περιοχή να αναδεχθεί σε σπουδαίο θρησκευτικό τουριστικό προορισμό, εφόσον διαθέτει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα. 

Ο Μακαριώτατος, αφού ευχαρίστησε την Ασημίνα Σκόνδρα για την επίσκεψη, εξέφρασε την χαρά και την ικανοποίηση του, γιατί είδε ένα αγαπητό και οικείο πρόσωπο και κυρίως γιατί αναγνώρισε στο πρόσωπο αυτό τον αγωνιστικό και διεκδικητικό της χαρακτήρα και την αγάπη της για τον τόπο της και τους συμπολίτες της. 

Της υποσχέθηκε παράλληλα, ότι είναι πρόθυμος όπου δύναται να βοηθήσει και την ευχαρίστησε για την πρόσκληση. Έστειλε τέλος, με τη Βουλευτή τις ευχές του και την ευλογία του στον Ιερό Κλήρο της Καρδίτσας, σε όλες τις Καρδιτσιώτισσες και όλους τους Καρδιτσιώτες .





ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ - ΡΩΜΗΣ

 
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2013 ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Συνήλθε στην Πατριαρχική και Συνοδική κατοικία της Ιεράς Μονής Αγίου Δανιήλ Μόσχας, υπό την προεδρία του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κυρίλλου, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας σε τελευταία διά το έτος 2013 συνεδρία της, τη Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2013.

Τα μόνιμα μέλη της Ιεράς Συνόδου είναι: οι Μητροπολίτες Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Βλαδίμηρος, Αγίας Πετρουπόλεως και Λάντογκας Βλαδίμηρος, Μινσκ και Σλουτσκ Φιλάρετος, Κρουτίτσης και Κολόμνας Ιουβενάλιος, Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας Βλαδίμηρος, Αστανάς και Καζακστάν Αλέξανδρος, Τασκένδης και Κεντρικής Ασίας Βικέντιος, Σαράνσκ και Μορδοβίας Βαρσανούφιος, Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Μόσχας και Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας.  

Για να συμμετάσχουν στη συνεδρίαση χειμερινής περιόδου της Ιεράς Συνόδου(Σεπτέμβριος  Φεβρουάριος 2013 – 2014) επίσης προσεκλήθησαν οι Μητροπολίτες Τερνοπόλεως και Κρεμενέτς Σέργιος, Σταυρουπόλεως και Νεβιννομύσκ Κύριλλος, οι Αρχιεπίσκοποι: Κουργκάν και Σάντριν Κωνσταντίνος,  Μπιρομπιντζάν και Κουλντουρουϊ Ιωσήφ, ο Επίσκοπος Χερσώνος Νέστωρ.

Προ της ενάρξεως της συνεδρίας ο Προκαθήμενος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας προσφώνησε συντόμως τους Συνοδικούς Αρχιερείς ως εξής: «Εγκαρδίως προσαγορεύω τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, τα μόνιμα και τα εκ περιτροπής, κατά την τελευταία συνεδρία αυτού του έτους.  

Έχουμε μια διευρυμένη ημερήσια διάταξη και είναι πολύ πιθανόν ότι θα είμαστε απασχολημένοι και αύριο. Εκτός κειμένων της εκκλησιαστικής επικαιρότητας θα παρουσιασθεί σειρά εγγράφων, τα οποία θα πρέπει να προσέξουμε, να μελετήσουμε (έχουν προαποσταλεί) και να αποφανθούμε σχετικά.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΕΙΟΥ 
ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πολλάκις ανέκυπτε το θέμα πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο εντός της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια των εργασιών της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.  Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2007 ανέθεσε την εξέταση του θέματος στη Συνοδική Θεολογική Επιτροπή προκειμένου να εκπονηθεί η επίσημη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας (Πρακτικά № 26). Εν τ μεταξύ στη συνεδρία της 13ης Οκτωβρίου 2007 της Μικτής Επιτροπής στη Ραβέννα, απουσί της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Εκκλησίας και άνευ γνώμης αυτς, υιοθετήθη κείμενο υπό τον τίτλο:«Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της μυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας».

Αφού εξέτασε το κείμενο της Ραβέννας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δεν απεδέχθη το μέρος εκείνο, όπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας και πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας. Εφόσον το κείμενο της Ραβέννας διακρίνει μεταξύ τριών επιπέδων εκκλησιαστικής διοικήσεως, δηλονότι του τοπικού, του επαρχιακού και του παγκοσμίου, η ως κάτω θέση του Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου επί του παγκοσμίου επιπέδου εντός της Εκκλησίας εξετάζει το θέμα αυτό επίσης σε τρία επίπεδα.

 1.Στην Αγία του Χριστού Εκκλησία το πρωτείο κατά πάντα ανήκει στην Κεφαλή της τον Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού και Υιό του Ανθρώπου. Κατά τον Άγιον Απόστολο Παύλο, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στιν κεφαλ το σματος, τς κκλησας· ς στιν ρχ, πρωττοκος κ τν νεκρν, να γνηται ν πσιν ατς πρωτεων (Κολ. 1,18).

Κατά την αποστολική διδασκαλία, Θες το Κυρου μν ᾿Ιησο Χριστο, πατρ τς δξης, γερας ατν κ νεκρν, κθισεν ν δεξι ατο ν τος πουρανοις  περνω πσης ρχς κα ξουσας κα δυνμεως κα κυριτητος κα παντς νματος νομαζομνου ο μνον ν τ αἰῶνι τοτ, λλ κα ν τ μλλοντι…κα ατν δωκε κεφαλν πρ πντα τ κκλησίᾳ, τις στ τ σμα ατο (Εφ. 1, 17-23).

Η Εκκλησία, ούσα επί της γης, δεν είναι μόνο η κοινωνία των εις Χριστόν πιστευόντων, αλλά και ο Θεανθρώπινος οργανισμός: Υμες δ στε σμα Χριστο κα μλη κ μρους (Α΄Κορ. 12,27). Συνεπώς, οι ποικίλες μορφές του πρωτείου στην Εκκλησία εν τ ιστορική της πορεία σε αυτό τον κόσμο, είναι επουσιώδεις σε σχέση με το αιώνιο πρωτείο του Χριστού ως Κεφαλής της Εκκλησίας, διά του Οποίου ο Θεός Πατήρ ποκαταλλσσει τ πντα ες ατν, ερηνοποιών δι’ ατο ετε τ π τς γς ετε τ ν τος ορανος (Κολ. 1,20).

Το πρωτείο στην Εκκλησία πρέπει να είναι κυρίως διακονία καταλλαγής, αποβλέπουσα στη διασφάλιση της αρμονίας, συμφώνως προς τον Απόστολο, ο οποίος καλεί τηρεν τν ντητα το Πνεματος ν τ συνδσμ τς ερνης (Εφ. 4,3).

2.Το πρωτείο όπως και η συνοδικότητα, στην εν τ αιώνι τούτ Εκκλησία του Χριστο, είναι από τις θεμελιώδεις αρχές της δομής  της. Σε διάφορα επίπεδα της υπάρξεως της Εκκλησίας το ιστορικώς διαμορφωθέν πρωτείο έχει διαφορετική φύση και διαφορετικές πηγές. Αυτά τα επίπεδα είναι:  (1) η επισκοπή,  (2) η Αυτοκέφαλος Τοπική Εκκλησία και (3) η ανά την Οικουμένη Εκκλησία.

(1)Σε επίπεδο της επισκοπής το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο. Το πρωτείο του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού επισκοπή έχει σταθερά θεολογικά και κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας. Συμφώνως προς τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, τ Πνεμα  τ Αγιον θετο τους Επισκόπους ποιμανειν τν κκλησαν το Κυρου κα Θεο ν περιεποισατο δι το δου αματος (Πραξ. 20,28).

Η διά της χειροτονίας[1] μεταδιδόμενη αποστολική διαδοχή αποτελεί πηγή πρωτείου του Επισκόπου στην ιδίαν αυτού Επισκοπή. Το επισκοπικό λειτούργημα είναι το εκ των ων ουκ άνευ θεμέλιο της Εκκλησίας: «Ο Επίσκοπος είναι εν τ Εκκλησί και η Εκκλησία είναι εν τ Επισκόπ  και όποιος δεν είναι μεθ΄ Επισκόπου ευρίσκεται εκτός Εκκλησίας» (ιερομάρ. Κυπριανού Καρθαγένης[2]).

Ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρομοιάζει το πρωτείο του Επισκόπου εν τ Επισκοπή αυτο με την ηγεμονία του Θεού: «Παραιν, ν μονοί θεο σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου το πισκόπου ες τόπον θεο κα τν πρεσβυτέρων ες τόπον συνεδρίου τν ποστόλων, κα τν διακόνων τν μο γλυκυτάτων πεπιστευμένων διακονίαν ησο Χριστο, ς πρ αώνων παρ πατρ ν κα ν τέλει φάνη» (Προς Μαγνησιείς, ΣΤ΄).

Εν τ εκκλησιαστική αυτο περιοχή ο Επίσκοπος κατέχει την πληρότητα της μυστηριακής, της διοικητικής και της διδακτικής αυθεντίας. Διδάσκει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Μηδες χωρς το πισκόπου τι πρασσέτω τν νηκόντων ες τν κκλησίαν. κείνη· βεβαία εχαριστία γείσθω, π πίσκοπον οσα ν ατς πιτρέψ…οκ ξόν στιν χωρς το πισκόπου οτε βαπτίζειν οτε γάπην ποιεν· λλ ̓ ν κενος δοκιμάσ, τοτο κα τ· θε· εάρεστον, να σφαλς κα βέβαιον πν πράσσετε (Προς Σμυρναίους Η΄).

Εν τ Ευχαριστί με τον πλέον έντονο τρόπο φανερούται η μυστηριακή αυθεντία του Επισκόπου. Εν τ τελέσει αυτής ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, εκπροσωπών μεν την Εκκλησία των πιστών ενώπιον του Θεού και Πατρός, και ευλογών δε τους πιστούς και ανατρέφων αυτούς δι΄αληθινού πνευματικού βρώματος και πόματος του Μυστηρίου της Ευχαριστίας. Ως κεφαλή της επισκοπής του ο Επίσκοπος προΐσταται του συλλείτουργου, χειροτονεί και διορίζει κληρικούς σε εκκλησιαστκές ενορίες, παρέχων άδεια διά την τέλεση της Ευχαριστίας και λοιπών Μυστηρίων και ιεροπραξιών.

Η διοικητική αυθεντία του Επισκόπου εκδηλούται στην υποταγή σε αυτόν των κληρικών, των μοναχών και των λαϊκών της επισκοπής, των ενοριών και των Ιερών Μονών (εκτός σταυροπηγιακών) καθώς και των διαφόρων ιδρυμάτων της επισκοπής (εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών κλπ.).Ο Επίσκοπος είναι εκείνος ο οποίος εκδικάζει υποθέσεις εκκλησιαστικών παραβάσεων.

Οι Αποστολικοί Κανόνες αναφέρουν:«Πάντων τν κκλησιαστικν πραγμάτων πίσκοπος χέτω τν φροντίδα, κα διοικείτω ατά» (Κανών ΛΗ΄),«Ο πρεσβύτεροι, κα ο διάκονοι, νευ γνώμης το πισκόπου μηδν πιτελείτωσαν· ατς γρ στν πεπιστευμένος τν λαν το Κυρίου, κα τν πρ τν ψυχν ατν λόγον παιτηθησόμενος» (Κανών ΛΘ΄).

(2)Σε επίπεδο της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας το πρωτείο ανήκει στον Επίσκοπο, ο οποίος εκλέγεται Προκαθήμενος της Τοπικής Εκκλησίας υπό της Συνόδου των Επισκόπων αυτής[3]. Συνεπς, η εκλογή υπό της εχούσης την πληρότητα της εκκλησιαστικής αυθεντίας Συνελεύσεως (ή της Ιεράς Συνόδου)  του πρώτου Επισκόπου αποτελεί πηγή πρωτείου σε επίπεδο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. 

Το πρωτείο αυτό έχει σταθερά κανονικά ερείσματα, τα οποία ανάγονται στην εποχή των Οικουμενικών Συνόδων. Η αυθεντία του Προκαθημένου σε μια Τοπική Αυτοκέφαλο Εκκλησία διαφέρει από την αυθεντία του Επισκόπου στην εκκλησιαστική του περιοχή: πρόκειται για την αυθεντία του πρώτου μεταξύ ίσων Επισκόπων.

Ασκεί τη διακονία του πρώτου συμφώνως προς την κοινή κανονική παράδοση της Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα:«Τος πισκόπους κάστου θνους εδέναι χρή τν ν ατος πρτον, κα γεσθαι ατν ς κεφαλήν, κα μηδν τι πράττειν νευ τς κείνου γνώμης· κενα δ μόνα πράττειν καστον, σα τ ατο παροικί πιβάλλει, κα τας π’ ατν χώραις. λλ μηδ κενος νευ τς πάντων γνώμης ποιείτω τι. 

Οτω γρ μόνοια σται, κα δοξασθήσεται θεός, δι Κυρίου, ν γί Πνεύματι· Πατήρ, κα Υός, κα τ γιον Πνεμα».Οι αρμοδιότητες του Προκαθημένου της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας καθορίζονται από τη Συνέλευση (Σύνοδο) και κατοχυρώνονται στον Καταστατικό Χάρτη. Ο Προκαθήμενος της Τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι Πρόεδρος της Συνελεύσεως (ή της Συνόδου) αυτής. 

Τοιουτοτρόπως ο Προκαθήμενος εν τ Τοπική Αυτοκεφάλ Εκκλησία δεν έχει τη μονοπρόσωπη εξουσία, αλλά τη διοικεί συνοδικώς σε συνεργασία με τους υπόλοιπους Επισκόπους[4].

(3)Σε επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινότητας των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, διά της κοινής ομολογίας πίστεως ενωμένων  εν μία οικογενεί και τελούντων εν τ μυστηριακή μετ΄ αλλήλων κοινωνί, το πρωτείο καθορίζεται συμφώνως προς την παράδοση των Ιερών Διπτύχων και ειναι πρωτείο τιμής.

Η παράδοση αυτή ανάγεται στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων (Γ΄ της Β΄ Οικουμενικής, ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής και ΛΣΤ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής) και επιβεβαιούται κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής ιστορίας από τις πράξεις των Συνόδων των επιμέρους Τοπικών Εκκλησιών καθώς και από τη λειτουργική πράξη της μνημονεύσεως των Προκαθημένων των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών από τον Προκαθήμενο εκάστης Αυτοκεφάλου Εκκλησίας συμφώνως προς την κατάταξή των στα Ιερά Δίπτυχα.

Άλλαζε η κατάταξη αυτή κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Την πρώτη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας το πρωτείο τιμής ανήκε στο θρόνο της Ρώμης[5]. Μετά τη διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το δεύτερο ήμισυ του ΙΑ΄ αιώνος τα πρωτεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία περιήλθαν στον επόμενο κατά σειρά Ιερών Διπτύχων θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Έκτοτε έως και σήμερα τα πρωτεία τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο στην Ορθόδοξη Εκκλησία ανήκουν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως πρώτο μεταξύ ίσων Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Σε επίπεδο της ανά την Οικουμένη Εκκλησίας είναι η παγιωθείσα στα Ιερά Δίπτυχα και αναγνωρισμένη υφ’ όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιν κανονική παράδοση της Εκκλησίας η οποία αποτελεί πηγή πρωτείου τιμής. Το περιεχόμενο του πρωτείου τιμής σε παγκόσμιο επίπεδο δεν καθορίζεται από τους κανόνες των Οικουμενικών ή Τοπικών Συνόδων.

Οι κανόνες επί των οποίων στηρίζονται τα Ιερά Δίπτυχα, δεν παρέχουν σε πρώτο (ο οποίος την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων ήταν Επίσκοπος Ρώμης) κάποιες εξουσιαστικές αρμοδιότητες εντός πλαισίων της καθόλου Εκκλησίας[6]. Οι εκκλησιολογικές αλλοιώσεις, διά των οποίων στον πρώτο επί του παγκοσμίου επιπέδου αποδίδονται διοικητικές λειτουργίες, χαρακτηριστικές του πρώτου σε υπόλοιπα επίπεδα της εκκλησιαστικής οργανώσεως, στην πολεμική φιλολογία της δευτέρας χιλιετίας απέκτησαν την ονομασία του «Παπισμού».

3.Επειδή είναι διαφορετική η φύση του πρωτείου σε διάφορα επίπεδα της εκκλησιαστικής δομής (σε τοπικό, σε επαρχιακό και σε παγκόσμιο), δεν ταυτίζονται οι λειτουργίες του πρώτου σε διάφορα επίπεδα και είναι αδύνατο να μεταφερθούν από ένα επίπεδο σε άλλο. Η μεταφορά των λειτουργιών του πρώτου από το επίπεδο επισκοπής σε παγκόσμιο επίπεδο, επί της ουσίας σημαίνει την αναγνώριση ενός ιδιαίτερου είδους λειτουργήματος, δηλονότι εκείνου του «Παγκοσμίου Αρχιερέως», ο οποίος κατέχει την πληρότητα της διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας στην ανά την Οικουμενική Εκκλησία.

Η αναγνώριση τοιαύτη διά της καταργήσεως της μυστηριακής ισότητος των Επισκόπων, συνεπάγεται την εμφάνιση μιας δικαιοδοσίας του Παγκοσμίου Πρωθιεράρχου, την οποία ούτε οι ιεροί κανόνες  δεν αναφέρουν, αλλά ούτε η αγιοπατερική Παράδοση, και η οποία ως αποτέλεσμα έχει την ελάττωση ή ακόμα την άρση του αυτοκεφάλου των κατά τόπους Εκκλησιών.

Με τη σειρά της διά της επεκτάσεως σε παγκόσμιο επίπεδο[7] αυτού του πρωτείου, το οποίο είναι χαρακτηριστικό του  Προκαθημένου μιας Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας (συμφώνως  προς τον ΛΔ΄ Αποστολικό Κανόνα), στον πρώτο εν τ ανά την Οικουμένη Εκκλησί θα παρέχονταν ειδικές αρμοδιότητες ανεξαρτήτως της εξασφαλίσεως επί τούτ συγκαταθέσεως των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.  

Τοιαύτη η μεταφορά της κατανόησης της φύσεως του πρωτείου από το επαρχιακό σε παγκόσμιο επίπεδο θα ήθελε και τη σχετική  μεταφορά της διαδικασίας εκλογής του πρώτου Επισκόπου σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα το οποίο θα συνεπάγετο την καταπάτηση του δικαιώματος της πρωτόθρονης Αυτοκεφάλου τοπικής Εκκλησίας όπως εκλέγει ελευθέρως τον Προκαθήμενό της.

 4.Ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός προειδοποιούσε τους μαθητές του κατά της φιλαρχίας (πρβλ. Ματθ. 20, 25-28). Η Εκκλησία ήταν πάντα αντίθετη  στις αλλοιωμένες αντιλήψεις περί πρωτείου, οι οποίες από την αρχαιότητα διείσδυαν στην εκκλησιαστική ζωή[8]. Στους όρους των Συνόδων και τα αγιοπατερικά κείμενα αποδοκιμάζονταν οι καταχρήσεις εξουσίας[9].

Οι πρώτοι ως προς την τιμήν στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επίσκοποι Ρώμης, από απόψεως των Εκκλησιών της Ανατολής, πάντα ήταν Πατριάρχες της Δύσεως, δηλονότι Προκαθήμενοι της τοπικής Εκκλησίας της Δύσεως. Καίτοι από την πρώτη ήδη χιλιετία της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Δύση άρχισε να διαμορφούται το δόγμα περι ειδικής, θείας προελεύσεως, διδακτικής και διοικητικής αυθεντίας του Επισκόπου Ρώμης, η οποία επεκτεινόταν εφ΄ όλης της ανά την  Οικουμένη Εκκλησίας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέρριψε τη διδασκαλία της Εκκλησίας της Ρώμης περί του παπικού πρωτείου και της θείας προελεύσεως αυθεντίας του πρώτου ανά την Οικουμένη Εκκλησία Επισκόπου. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι πάντα επέμειναν στο ότι η Εκκλησία της Ρώμης ήταν μια από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και δεν είχε δικαίωμα επεκτάσεως της δικαιοδοσίας της επί των εδαφών των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών. Επίσης θεωρούσαν ότι το πρωτείο τιμής των Επισκόπων Ρώμης είναι ένας ανθρώπινος και όχι θεϊκός θεσμός[10].

Κατά τη διάρκεια όλης της δευτέρας χιλιετίας έως και τις ημέρες μας η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε εκείνη τη διοικητική δομή, η οποία ήταν χαρακτηριστική της Ανατολικής Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας.

Εντός πλαισίων αυτής της δομής η εκάστη τοπική Αυτοκέφαλος Εκκλησία, εν τ δογματική, τ κανονική και τ ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές τοπικές Εκκλησίες ούσα, είναι διοικητικά αυτοτελής. Δεν υπάρχει ούτε υπήρχε ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία ένα ενιαίο διοικητικό κέντρο σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αντίθετα, στη Δύση η εξέλιξη της διδασκαλίας περί ειδικής εξουσίας του Επισκόπου Ρώμης, συμφώνως προς την οποία η ύπατη εξουσία στην ανά την Οικουμένη Εκκλησία ανήκει στον Επίσκοπο Ρώμης ως διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου και επί της γης επίτροπο του Χριστού, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός εντελώς διαφορετικού προτύπου διοικήσεως της Εκκλησίας με ένα ενιαίο οικουμενικό κέντρο τη Ρώμη[11]. 

Συμφώνως προς τα δυο διαφορετικά πρότυπα της εκκλησιαστικής δομής, διαφορετικώς παρουσιάζονταν και οι προϋποθέσεις διά την αναγνώριση κανονικότητας μιας εκκλησιαστικής κοινότητας. Ως απαραίτητη προϋπόθεση της κανονικότητας η Ρωμαιοκαθολική παράδοση θέλει την ευχαριστιακή ενότητα της α΄ ή της β΄ εκκλησιαστικής κοινότητας μετά του θρόνου της Ρώμης.

Στην Ορθόδοξη παράδοση κανονική θεωρείται εκείνη η κοινότητα, η οποία αποτελεί μέρος μιας τοπικής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και δι΄ αυτού ευρίσκεται εν ευχαριστιακή ενότητι προς τις λοιπές κανονικές κατά τόπους Εκκλησίες.

Ως γνωστόν, οι προσπάθειες επιβολής του δυτικού προτύπου της διοικητικής δομής στην Εκκλησία της Ανατολής πάντα εύρισκαν αντίσταση στην Ορθόδοξη Ανατολή. Αυτή αποτυπώθηκε στα εκκλησιαστικά κείμενα[12] και την πολεμική φιλολογία, που στρέφονταν κατά του Παπισμού και αποτελούν μέρος της Παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

5.Το πρωτείο στην ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το οποίο από την ίδια τη φύση του αποτελεί πρωτείο τιμής και όχι εξουσίας, έχει μεγάλη σημασία διά την Ορθόδοξη μαρτυρία στο σύγχρονο κόσμο.

Η Πατριαρχική Καθέδρα της Κωνσταντινουπόλεως έχει πρωτεία τιμής επί τη βάσει των Ιερών Διπτύχων, τα οποία αναγνωρίζονται υφ΄ όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιν. Το περιεχόμενο δε αυτού του πρωτείου καθορίζει η συναίνεση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία εκφράζεται ειδικώς στις Διορθόδοξες Διασκέψεις επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας[13].

Ασκών το πρωτείο του ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως δύναται να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες διορθοδόξου και διαχριστιανικού εμβελείας και επίσης εκ μέρους του Ορθοδόξου πληρώματος να αποτείνεται στον έξω κόσμο, εξασφαλισθείσης επί τούτ της εξουσιοδοτήσεως υφ΄όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιν.

6.Το πρωτείο στην Εκκλησία του Χριστού καλείται να υπηρετεί την πνευματική ενότητα των μελών της και τη διευθέτηση της ζωής, διότι ο γρ στιν καταστασας Θες, λλ ερνης (Α Κορ. 14,33).

Η διακονία του πρώτου εν τ Εκκλησί, ξένη προς την κοσμική φιλαρχία, έχει σκοπό την οκοδομν το σματος το Χριστο, μχρι… ο πντες…ληθεοντες ν γπ αξσωμεν ες ατν τ πντα, ς στιν κεφαλ, Χριστς, ξ ο πν τ σμα…κατ’ νργειαν ν μτρ νς κστου μρους τν αξησιν το σματος ποιεται ες οκοδομν αυτο ν γπ (Εφ. 4, 12-16).

[1] Η οποία περιλαμβάνει την εκλογή, την επίθεση των χειρών και την αποδοχή εκ μέρους της Εκκλησίας.

[2] Ep. 69,8.PL 4, 406 A (στη ρωσική μετάφραση είναι η Επιστολή 54)

[3] Κατά κανόνα, ο πρώτος Επίσκοπος προΐσταται του κυριότερου (πρώτου) θρόνου στο κανονικό έδαφος εκάστης Εκκλησίας.

[4] Οι κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν τις σύνθετες εκκλησιαστικές οντότητες, λ.χ. εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας υπάρχουν Αυτόνομες και Αυτοδιοίκητες Εκκλησίες, Μητροπολιτικές Περιφέρειες, Εξαρχάτα και Ιερές Μητροπόλεις. Εκάστη εξ αυτών έχει την ιδίαν μορφή του πρωτείου, η οποία καθορίζεται από την Τοπική Κληρικολαϊκή Σύναξη και αποτυπούται στον Καταστατικό Χάρτη.

[5]Περί πρωτείου τιμής του θρόνου της Ρώμης και της δευτερείας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ομιλεί ο Γ΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως πίσκοπον χειν τ πρεσβεα τς τιμς μετ τν τς ώμης πίσκοπον, δι τ εναι ατν νέαν ώμην».

Ο ΚΗ΄ Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου διευκρινίζων τον ως άνω κανόνα, επικαλείται την κανονική αιτία, επί της οποίας στηρίζονται τα πρωτεία τιμής Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως: «Κα γρ τ θρόν τς πρεσβυτέρας ώμης, δι τ βασιλεύειν τν πόλιν κείνην, ο Πατέρες εκότως ποδεδώκασι τ πρεσβεα.

Κα τ ατ σκοπ κινούμενοι ο κατν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι πίσκοποι, τ σα πρεσβεα πένειμαν τ τς Νέας ώμης γιωτάτω θρόν, ελόγως κρίναντες, τν βασιλεί κα συγκλήτ τιμηθεσαν πόλιν, κα τν σων πολαύουσαν πρεσβείων τ πρεσβυτέρ βασιλίδι ώμ, κα ν τος κκλησιαστικος ς κείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ κείνην πάρχουσαν»

[6]Υπάρχουν κανόνες, στους οποίους καταφεύγει η πολεμική φιλολογία διά να δικαιολογήσει τα δικαστικά προνόμια του πρώτου θρόνου της Ρώμης: πρόκειται για τους Δ΄και Ε΄ κανόνες της εν Σαρδική Συνόδου (343 μ.Χ.). Εν τ μεταξύ δεν αναφέρουν οι κανόνες αυτοί ότι το δικαίωμα της έδρας της Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές ισχύει και δι΄όλη την ανά την Οικουμένη Εκκλησία. Από το σώμα των Ιερών κανόνων γνωρίζουμε ότι ακόμα και στη Δύση δεν ήσαν απεριόριστα τα δικαιώματα αυτά. Έτσι ακόμα η εν Καρθαγέν Σύνοδος του 256 μ.Χ., προεδρεύοντος του Αγίου Κυπριανού Καρθαγένης, διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη στις περί πρωτείου αξιώσεις της Ρώμης όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των Επισκόπων: 

«Ουδείς από μας πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του Επίσκοπο των Επισκόπων, ούτε με τυραννικές απειλές να καταναγκάζει τους συναδέλφους του σε υποταγή, διότι ο έκαστος Επίσκοπος λόγω ελευθερίας και εξουσίας που απολαμβάνει, έχει δικαίωμα ιδίας του επιλογής, και ούτε δυνατόν είναι να δικάζεται υπό του άλλου, ούτε και ο  ίδιος να δικάζει τον άλλο, αλλά όλοι μας ας αναμένουμε την κρίση του Κυρίου ημν Ιησού  Χριστού, ο Οποίος μόνος έχει την εξουσία να μας τοποθετήσει να διοικούμε την Εκκλησία Του και να κρίνει τις πράξεις μας» (Sententiae episcoporum, PL, 3, 1085 C; 1053-1054A).

Περί αυτών επίσης μιλάει η Επιστολή της ν φρικ Συνόδου πρς Κελεστνον τν πάπαν, τς ωμαίων πόλεως πίσκοπον (424 μ.Χ.), την οποία περιλαμβάνουν όλες οι έγκυρες εκδόσεις του σώματος των Ι. Κανόνων, π.χ. το Πηδάλιον, ως μέρος των Ιερών Κανώνων της εν Καρθαγέν Συνόδου.

Διά της Επιστολής αυτής η Σύνοδος απορρίπτει το δικαίωμα του Πάπα Ρώμης όπως δέχεται προσφυγές κατά των δικαστικών αποφάσεων της εν Αφρική Συνόδου Επισκόπων: «κετεύομεν, να το λοιπο πρς τς μετέρας κος τος ντεθεν παραγινομένους εχερς μ προσδέχησθε, μηδ τος παρ μν ποκοινωνητέους, ες κοινωνίαν το λοιπο θελήσητε δέξασθαι…».

Ο,ΡΕ΄ Κανών της εν Καρθαγένη Συνόδου περιλαμβάνει απαγόρευση ασκήσεως προσφυγής στις Εκκλησίες των υπερπόντιων χωρν, πράγμα το οποίο εν πάση περιπτώσει υπονοεί επίσης και τη Ρώμη: «στισδήποτε μ κοινωνν ν τ φρικ, ες τ περαματικ πρς τ κοινωνεν φερπύσει, τν ζημίαν τς κληρώσεως ναδέξεται».

[7] Όπως τυγχάνει γνωστόν, ουδείς κανόνας υπάρχει, ο οποίος να δικαιολογούσε τοιαύτη την πράξη.

[8] Ήδη στους αποστολικούς χρόνους στην Επιστολή του ο Άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος αποδοκίμασε τον φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή (Γ΄ Ιω. 1,9).

[9] Ούτως η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος υπερασπιζόμενος το δικαίωμα αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Κύπρου διά του Η΄ Κανόνα της θέσπισε: «ξουσι τ νεπηρέαστον κα βίαστον ο τν γίων κκλησιν, τν κατ τν Κύπρον, προεσττες, κατ τος κανόνας τν σίων Πατέρων, κα τν ρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ αυτν τς χειροτονίας τν ελαβεστάτων πισκόπων ποιούμενοι· τ δ ατ κα π τν λλων διοικήσεων, κα τν πανταχο παρχιν παραφυλαχθήσεται· στε μηδένα τν θεοφιλεστάτων πισκόπων παρχίαν τέραν, οκ οσαν νωθεν κα ξ ρχς π τν ατο, γον τν πρ ατο χερα καταλαμβάνειν λλ᾿ ε καί τις κατέλαβε, κα φ´ἑαυτν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ποδιδόναι· να μ τν Πατέρων ο κανόνες παραβαίνωνται, μηδ ν ερουργίας προσχήματι, ξουσίας τύφος κοσμικς περεισδύηται, μηδ λάθωμεν τν λευθερίαν κατ μικρν πολέσαντες, ν μν δωρήσατο τ δί αματι Κύριος μν ησος Χριστός, πάντων νθρώπων λευθερωτής».

[10]Έτσι κατά τον ΙΓ΄ αιώνα ο Άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως έγραφε: «Υπάρχουν πέντε Πατριαρχεία με καθορισμένα δια τον καθένα όρια, και εν τω μεταξύ τα τελευταία χρόνια  ανάμεσά τους εδημιουργήθη σχίσμα, αρχή της οποίας έθεσε μια τολμηρά χειρ, η οποία επιζητεί υπεροχή και κυριαρχία εν τ Εκκλησί.

Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, εν κάθε αξίωση πρωτείου είναι αντίθετη με τη διδασκαλία Του» (παρατίθεται από το I.I.Sokolov Lektsii po istorii Greko-Vostochnoi Tserkvi, S-Pb, 2005, σελ. 129).

Κατά τον ΙΔ΄ αιώνα ο Νείλος Καβάσιλας Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Δύο γάρ περ τν πάππαν θεωρουμένων, τό τε είναι Ρώμης πίσκοπον…κα τι τ πρτον [ως προς την τιμή] είναι των άλλων επισκόπων. Το μεν παρά του Πέτρου έχει λαβών, το είναι Ρώμης επίσκοπος, το δε, παρά των μακαρίων Πατέρων, και των ευσεβών βασιλέων, πολλοίς χρόνοις ύστερον, διά το δίκαιο είναι και τα εκκλησιαστικά υπό τάξιν τελείν» (De primate papae, PG 149, 701 CD).

Ακολουθών τους βυζαντινούς θεολόγους των ΙΓ΄- ΙΔ΄ αιώνων ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος δηλοί: «Όλοι εμείς, ως Ορθόδοξοι… είμαστε πεπεισμένοι ότι κατά την πρώτη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας, την εποχή της αδιαιρέτου Εκκλησίας, ανεγνωρίζετο το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, του Πάπα.

Όμως το πρωτείο εκείνο ήταν πρωτείο τιμής και αγάπης χωρίς να είναι νομική κυριαρχία εφ΄ όλης της χριστιανικής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη θεολογία μας, αυτό το πρωτείο είναι ανθρώπινου χαρακτήρος και θεσπίσθηκε λόγ ανάγκης να έχουν οι Εκκλησίες την κεφαλή και το συντονιστικό κέντρο» (απόσπασμα της συνεντεύξεως στα Βουλγαρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τον Νοέμβριο 2007).

[11]Οι διαφορές στην εκκλησιαστική οργάνωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν παρατηρούνται μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και σε επαρχιακό και σε τοπικό.

[12] Στην Εγκύκλιο τους (1848) οι Πατριάρχες της Ανατολής επικρίνουν την μετατροπή του υπό των Επισκόπων Ρώμης πρωτείου τιμής σε κυριαρχία εφ΄όλης της Οικουμενικής Εκκλησίας: «αυτό το πρωτείον… εξ αδελφικού τύπου και πρεσβείου ιεραρχικού εις κυριαρχικόν μεταπεπτωκός» (αρθ. ΙΓ).

Όπως αναφέρει η Εγκύκλιος, το αξίωμα της Εκκλησίας της Ρώμης, «ου κυριαρχικόν, ούτε μην διαιτητικόν, όπερ ουδ’ αυτός ο μακάριος Πέτρος ουδέποτε εκπληρώσατο, αλλ’ αδελφικόν τυγχάνει πρεσβείον εν τη Καθολική Εκκλησία και γέρας απονεμηθέν τοις Πάπαις δια το μεγαλώνυμον και πρεσβείον της πόλεως» (αρθ. ΙΓ΄).

[13] Βλ. λ.χ. την Απόφαση της Δ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1968), π.6,7, και τον Κανονισμό Λειτουργίας Προσυνοδικν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (1986) αρ.2,13.

*  *  *  *  *  * 
Το κείμενο υϊοθετήθη υπό της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας  
της Ρωσίας κατά τη συνεδρία της 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157).