03 Σεπτεμβρίου, 2013

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΕΙ Ο ΜΠΕΖΕΝΙΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΕΓΚΟΛΠΙΟ

 

1/Ο εν λόγω πρώην Μητροπολίτης και νυν Μοναχός Παντελεήμων Μπεζενίτης καθηρέθη κατ’ εφαρμογήν της ισχυούσης και υποχρεωτικώς υπό της Εκκλησίας εφαρμοσθείσης, διατάξεως του άρθρου 160 του ν. 5383/1932.

2/Η καθαίρεσις επήλθεν υποχρεωτικώς διά υποθέσεων αποφάσεως της Εκκλησίας κατ' ε­φαρμογήν της υπ' αριθμ. 1771/2008 καταδι­καστικής εις κακουργηματικήν ποινήν καθείρ­ξεως, αποφάσεως του 5μελούς Εφετείου Κα­κουργημάτων Αθηνών, επικυρωθείσης από την υπ' αριθμ. 778/2009 απόφασιν του αρμο­δίου Ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου.

3/Οκαταδικασθείς Πα­ντελεήμων (Αντώνιος) Μπεζενίτης κατεδικάσθη σε κάθειρξη έξι (6) ετών, η οποία συ­νεπιφέρει και αντίστοιχον στέρηση των πο­λιτικών του δικαιωμάτων, απεφυλακίσθη δε μετά διετίαν, περίπου διότι, προφανώς, διεκόπη, για κάποιον λόγον που επεκαλέσθη ούτος η έκτισις της ποινής, η οποία εποπτεύεται σε όλες τις φάσεις της από αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών. 

Η Δ.Ι.Σ. ερεύνησε ποια είναι η νομική κατάστασις της επιβληθείσης και με­ρικώς εκτιθείσης ποινής. Και τούτο διότι κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μία επιβληθείσα ποινή διά κα­κούργημα παύει να έχει τις συνέπειές της διά ωρισμένους, συγκεκριμένους εν τω νόμω λόγους, μεταξύ των οποίων δεν είναι η διακοπή. Άλλως αι συνέπειαί της είναι ισό­βιοι.

4/Είναι παντελώς αστήρικτον νομικώς το λεγόμενον σε μία «γνωμοδότηση  Εισήγη­ση», ότι δύναται να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας να αγνο­ήσει, ακυρώσει και μη εφαρμόσει τις άνω α­ποφάσεις του 5μελούς Εφετείου Κακουργη­μάτων και του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου ή, ακόμη χειρότερον, τις καταργήσει εκ των υστέρων, διότι, κατά την επικαλουμένην αστόχως διάταξιν του άρθρου 4 εδαφ. I του ν. 550/77, η Ι.Σ.Ι.«εκδικάζει αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά τελεσιδίκων αποφάσεων εκδοθεισών ενα­ντίον πρεσβυτέρων, Διακόνων ή Μοναχών, κατά τα ειδικότερον υπό του νόμου περί εκ­κλησιαστικών Δικαστηρίων ορισθησόμενα».

 Ό ισχυρισμός ήταν απαράδεκτος αφ' ε­νός διότι μετά το 1977 «ουδέν ορισθησόμενον ωρίσθη» και ουδείς νόμος εξεδόθη, ο οποίος να ισχύει περί του αντικειμένου τούτου και αφ' ετέρου, διότι η διάταξις ομιλεί μόνον περί Πρεσβυτέρων, Μοναχών και Δια­κόνων, και όχι περί Επισκόπων Μητροπολι­τών. Πώς, λοιπόν, γίνεται επίκλησις ταύτης;

5/Του άρθρου 44 παρ. 2 του Κ.Χ.Ε.Ε. η ε­πίκλησης προσβάλλει βαρύτερον ακόμη την κοινή και την νομικήν λογικήν.  Έφεσις (έκκλητον) ενώπιον του Πατριάρχου επιτρέπε­ται κατ' αποφάσεως Εκκλησιαστικού Δικα­στηρίου και όχι κατ' αποφάσεως 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων και Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Το νομικόν τούτο σκευώρημα, ότι δηλαδή η απόφασις του Πατριάρχου θα ηδύνατο, ε­ντός της ευνομουμένης Ελληνικής Πολιτεί­ας, να άρει τας συνεπείας αποφάσεων Κακουργιοδικείου και Αρείου Πάγου, είναι ανήκουστον.

6/Εντελώς άστοχος είναι και η αναφορά εις τα Βασιλικά. Πράγματι έτσι, «περί εκκλήτου» αρχίζει το 9ον βιβλίον των Βασιλικών (I. Ζέπου, σελ. 534), όπως παρατίθεται στο σχε­τικό κείμενο.  

Φαντασθείτε την έκτασιν και έντασιν της παρανομίας μίας κρίσεως της Ι.Σ.Ι., η οποία, προκειμένου να εφαρμόσει την αόριστον, νεφελώδη και άλλα εντελώς λέγουσαν ως άνω διάταξιν, θα αποφαίνεται, ως τετάρτου βαθμού Δικαστήριον, ότι το 5μελές Εφετείον και ο Άρειος Πάγος υπήρξαν άδικοι εις την κρίσιν τους και άπειροι εις το να εκδι­κάσουν κακούργημα υπεξαιρέσεως, πράγμα, που θα δύναται να πράξει δικαίως και εν ε­μπειρία ένας παντελώς αδαής περί το αντικείμενον επίσκοπος.

Η παραπάνω διάταξις αναφέρεται στο δι­καίωμα του διαδίκου να ασκήσει έφεσιν κα­τά της πρωτοδίκου δικαστικής αποφάσεως, και κατά την σύγχρονον, και όχι μόνον την βυζαντινήν (διατί άραγε αυτή η αναφορά;) ορολογίαν.

Εδώ και έφεσις ησκήθη κατά της υπ' αριθμ. 2104/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και Αναίρεσις  κατά της υπ' αριθμ. 1771/2008 α­ποφάσεως του εις δεύτερον βαθμόν δικάσαντος 5μελούς Εφετείου Κακουργημάτων.

Άλλωστε, χαρακτηριστικώς σχολιάζει την σχετικήν φράσιν ο εκδότης των Βασιλικών, σελ. 534, σημ. 2 «Αι των πρώτων δικαστών α­ποφάσεις δεν αποτελούσι κατά γενικόν κανό­να αλήθειαν αψευδή και ασάλευτον, αλλά τουναντίον ο νομίζων εαυτόν ηδικημένον διά­δικος δύναται να προσβάλη αυτάς επικαλού­μενος την εκ νέου της υποθέσεως εξέτασιν.

Έφεσις είναι το ένδικον μέσον δι' ου φέ­ρεται εις δικαστήριον ανώτερον η εκ νέου ανάκρισις και διάγνωσις διαφοράς εκδικασθείσης ήδη υπό δικαστού υποδεεστέρου.

Ή έφεσις ανοίγει δεύτερον δικαιοδοσίας βαθμόν». Πότε η έφεσις οδηγεί εις δικαστήριον τε­τάρτου βαθμού, δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Προσφέρει κακίστην υπηρεσίαν στην Εκκλησίαν μας, όποιος τοιαύτα εισηγείται προς τα όργανα αυτής.
  
7/Με τον θεσμόν της Οικονομίας θα ηδύναντο, ενδεχομένως και υπό όρους, ν' αρ­θούν αι συνέπειαι αποφάσεως Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, απαγγείλαντος καθαίρεσιν μετά δίκην και διάγνωσιν της υποθέσεως, πράγμα που εδώ δεν συνέβη. Αι συνέπειαι της επιβληθείσης ποινής υπό του Εφετείου Κακουργημάτων είναι νομικώς αδιανόητον ότι ημπορούν ν' αρθούν δι' εκκλησιαστικής οικονομίας. Δύνανται να αρ­θούν μόνον:  

α) Δια παραγραφής της επιβληθείσης ποινής μετά πάροδον 20ετίας (άρθ. 114 Π.Κ.),

β)Δι' απονομής χάριτος από τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας μετ' απόφασιν του Συμβουλίου Χαρίτων κατά την διαδικασίαν του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας,

γ)Δι' αμνηστίας. Άλλος τρόπος άρσεως των συνεπειών καταδικαστικής, διά κα­κούργημα, μάλιστα, αποφάσεως, δεν νοεί­ται.

Η Οικονομία εδώ, και συνεπώς και η Εκκλη­σία, δεν έχει καμμίαν θέσιν. Ποινή καθείρξε­ως, η οποία δεν εχαρίσθη, δεν ημνηστεύθη και δεν παρεγράφη αναδίδει διαρκώς και διά βίου όλας τας συνεπείας της.

Περιττόν να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο τα ενα­ντία αποφασίζων και πράττων διαπράττει το αξιόποινον αδίκημα, πλην άλλων ειδικοτέρων, της παραβάσεως καθήκοντος, της οποίας θα επιληφθεί πάραυτα ο καταστα­θείς διά την περίπτωσιν αυτήν καθ' ύλην αρμόδιος Εισαγγελεύς των Εφετών κατ' άρ­θρον 160 ν. 5383/1532, και το αντίστοιχόν του Κ.Π.Δ, ο οποίος δεν θα οκνήση να διώξη και τους τυχόν ηθικούς αυτουργούς.




 

Δεν υπάρχουν σχόλια: