07 Αυγούστου, 2013

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ


Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - ΤΟ «ΕΥΚΤΗΡΙΟ
ΤΟΥ ΜΑΥΡΙΚΙΟΥ»

Υμνογραφικές μαρτυρίες.

Ο  τάφος της Παναγίας βρίσκεται στη Γεθσημανή. Τα κείμενα που στηρίζουν αυτή την άποψη, διάφοροι Κανόνες γνωστών ποιητών, ύμνοι διαφόρων αφανών και επιφανών υμνογράφων και άλλα έργα της θρησκευτικής ιστορίας, είναι πολύ διαφωτιστικά. Στην πρώτη ωδή του Κανόνα, που συνέθεσε για την Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Κοσμάς ο Ιεροσολυμίτης αναφέρει: «Η τάξη των Αγγέλων, που άυλοι περπατούν στον ουρανό, μαζεύτηκε στη Σιών γύρω από το θείο σώμα, Θεοτόκε…».

Η πέμπτη επίσης ωδή μνημονεύει τη Σιών (Ιερουσαλήμ): «Παρθένα, οι Απόστολοι λες και ταξίδεψαν πάνω στα σύννεφα, έφτασαν αμέσως από τα πέρατα της γης στη Σιών, για να σε ενταφιάσουν». Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που θεωρείται πατέρας της Δογματικής Θεολογίας, στα ποιητικά του έργα προσδιορίζει τη Σιών ως τόπο του επίμαχου τάφου: «Ο δήμος των θεολόγων από τα πέρατα της γης και το πλήθος των αγγέλων από τα ύψη του ουρανού, έτρεξαν στη Σιών από μήνυμα θεϊκό για να κάνουν το χρέος τους, την ταφή σου να λειτουργήσουν, Δέσποινα».

Ο Έλληνας υμνογράφος από τη Σικελία, Ιωσήφ, ιστορεί έμμετρα στον προεόρτιο Κανόνα που ψάλλεται στις 14 Αυγούστου:«Αφού ήρθαν από την άκρη της γης οι λαμπροί στύλοι των περάτων, βρέθηκαν στη Σιών για να σε κηδέψουν, Άχραντη, που τέλειωσες τη ζωή σου».Επίσης ο Στέφανος Σαββαΐτης, ανιψιός του Ιωάννη Δαμασκηνού, ομολογεί:«Η Άνασσα Θεοτόκος εξέπνευσε και μετήρενεν τη Σιών και ήρθη εκ Σιών».

Αλλά και ο Κοσμάς ο Μελωδός στην 1η, 5η, 8η, και 9η ωδή του Κανόνα του αναφέρει τη Σιών: «Η Χριστοτόκος εν Σιών μεθίσταται προς ουράνιον δόμον». Προσκαλεί μάλιστα ο ποιητής και τις θυγατέρες Σιών καθώς και τους Σιωνίτες «με ανημμένας λαμπάδας και άδοντες να σπεύσουν προς την Γεθσημανή και να προπέμψουν το Όρος το Άγιον εις τα επέκεινα», στην επουράνια κατοικία της. Δείχνοντας μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια από τους ποιητές, διάφοροι ιστορικοί προσδιορίζουν όχι μόνο την Ιερουσαλήμ, αλλά τη Γεθσημανή ως τοποθεσία ταφής της Παναγίας. 

Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ιεροσολύμων Γιουβενάλιος το 458, ο Ιωάννης Δαμασκηνός στους λόγους του, ο Γερμανός το 733 στον τρίτο λόγο του, ο Νικηφόρος στην εκκλησιαστική ιστορία του, τα συναξάρια και, μαζί με αυτά, η εκκλησιαστική ιστορία και η παράδοση της πρώτης χιλιετίας. Σοβαρές ιστορικές μαρτυρίες θεωρούνται ακόμη τα κείμενα του λόγιου μοναχού Στεφάνου, Επισκόπου Ευχαϊτών και του Μάρκου Ευγενικού. Τις ίδιες ιστορικές αναφορές για την Κοίμηση, τις συναντάμε και στη χριστιανική Υμνογραφία, που προηγείται χρονικά από τους Κανόνες.  

Στους ύμνους αυτούς, που είναι γραμμένοι στα ελληνικά και ψάλλονται μεταφρασμένοι σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες, αναφέρεται συνεχώς ως τόπος ταφής της Παναγίας, η Γεθσημανή. Ο Θ. Μέντζος, επίσης, στο έργο του «Ο Τάφος της Παναγίας» καταχωρίζει ένα εδάφιο του Γεωργίου Κεδρηνού σχετικά με τον βίο της Παναγίας, το οποίο αναφέρει: «Μετά τον θάνατον Ιωσήφ του τέκτονος, τελευτήσαντος δε και Ζεβεδαίου, ήγαγεν Ιωάννης (ο ευαγγελιστής) και Ιάκωβος την μητέραν αυτών και συνήν τη Θεοτόκω.

Την δε κτήσιν αυτών πωλήσαντες Καϊάφα ηγόρασαν τη Σιών, ένθα το μυστικόν Πάσχα ο Χριστός εποίησε και των θυρών κεκλεισμένων εισήλθε. Μετά την του Κυρίου ανάληψιν η Θεοτόκος εν Σιών διέτριβεν έως της τελευτής αυτής. Προ δε ημερών δέκα πέντε έγνω την έξοδον αυτής. Προ δε τριών ημερών ο Αρχάγγελος παρεγένετο προς αυτήν το βραβείον κομίζων. Παρέδωκε δε την αγίαν αυτής ψυχήν τω Κυρίω και Υιώ τω Θεώ αυτής, ετών ούσα εβδομήκοντα δύο. Οι δε φασίν πεντήκοντα οκτώ. Ώστε μετά την ανάληψιν του Χριστού είκοσι τέσσαρας χρόνους απεβίωσε».

Ιστορική μαρτυρία επίσης θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι η αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Πουλχερία άνοιξε τον τάφο, το 450, και μετέφερε μερικά νεκρικά αντικείμενα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού «…πολλάς εν Κωνσταντινούπολει ανήγειρε τω Χριστώ εκκλησίας η εν αγίοις Πουλχερία. Μία δε τούτων εστί και η εν Βλαχέρναις τού της θείας λήξεως Μαρκιανού.

Ούτοι τοιγαρούν εκείσε σεβάσμιον οίκον τη πανυμνήτω και Παναγία Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία οικοδομήσαντες και παντί κόσμω κοσμήσαντες το ταύτης πανάγιον Θεοδόχον ανεζήτουν σώμα. Και μετακαλεσάμενοι Ιουβενάλιον τον Ιεροσολύμων αρχιεπίσκοπον και τους από Παλαιστίνης επισκόπους, τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντες πόλει, διά την τηνικαύτα εν Χαλκηδόνι γενομένην Σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς: 

“Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας εκκλησίαν εν χωρίω Γεθσημανή καλουμένω, ένθα το ζωηφόρον αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Βουλόμεθα τοίνυν τούτο το λείψανον αγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως”. Υπολαβών δε Ιουβενάλιος απεκρίθη: “Τη μεν αγία και θεοπνεύστω Γραφή ουκ εμφαίνεται τα κατά την τελευτήν της αγίας Θεοτόκου Μαρίας. Εξ αρχαίας δε και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν ότι εν τω καιρώ της ενδόξου κοιμήσεως αυτής οι μεν άγιοι σύμπαντες Απόστολοι, επί σωτηρία των εθνών την Οικουμένην διαθέοντες, εν καιρού ροπή μετάρσιοι συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα και προς αυτήν ούσι οπτασία αυτοίς αγγελική γέγονε και θεία υμνωδία…

Το δε Θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας εκκομισθέν και κηδευθέν εν σορώ τη εν Γεθσημανή κατετέθη… ενός δε (των Αποστόλων) απολειφθέντος Θωμά, μετά την τρίτην ημέραν ελθόντος και το Θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες ησφαλήσαντο την σορόν…

Παρήν δε και ο αδελφόθεος Ιάκωβος και Πέτρος… (στιχ. 752). Και ταύτα οι βασιλείς (αμφότεροι ο τε Μαρκιανός και η Πουλχερία) ήτησαν αυτόν τον αρχιεπίσκοπον Ιουβενάλιον την αγίαν εκείνην σορόν μετά των εν αυτή της ενδόξου και Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας ιματίων βεβουλλωμένην ασφαλώς αυτοίς αποσταλήναι. Και ταύτην αποσταλείσαν κατέθεντο εν τω εν Βλαχέρναις δομηθέντι σεβασμίω Οίκω της αγίας Θεοτόκου».

Σχετικά με το παραπάνω εδάφιο και άλλα ίδια που είχαν ως θέμα τα άγια λείψανα που συγκέντρωναν οι Βυζαντινοί στις εκκλησίες τους, αλλά και την έμμεση αναγνώριση της κοίμησης της Θεοτόκου στη Γεθσημανή γράφει και ο ίδιος ο καθολικός ιερέας R.P.J. Pargoire στο έργο του «L’ Eglise Byzantine de 257 a 847» (Παρίσι 1923): «Οι Χριστιανοί του Ανατολικού Κράτους είχαν σε μεγάλο βαθμό ευλάβεια προς τα άγια λείψανα. Κάθε τι που συνδεόταν με τον Χριστό, με την Θεοτόκο και με τους Αγίους ήταν προσφιλές σε αυτούς. Η πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους είχε ως στόχο την απόκτηση όλων των σεπτών λειψάνων» (σελ. 117). 

Ο ίδιος συγγραφέας, που σε άλλο σημείο περιγράφει τον τάφο της Παναγίας στη Γεθσημανή (σελ. 355), γράφει και για τη μεγάλη γιορτή της Κοίμησης: «Ο κύκλος των γιορτών της Παρθένου, που εγκαινιάστηκε πιθανότατα με τη γιορτή του Ευαγγελισμού, πλουτίζεται τώρα και με τη γιορτή της Κοίμησης, γιορτή την οποία πρώτη από όλες τις χώρες γνωρίζει.

Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
 
Τις μισές από τις δεκαπέντε ημέρες πριν από την εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου στις Ορθόδοξες Εκκλησίες ψάλλεται ο Μέγας Παρακλητικός Κανόνας. Πρόκειται για εξαιρετικής έμπνευσης εκκλησιαστικό ύμνο του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Β΄ Δούκα Λασκάρεως, υιού του μεγάλου πατέρα του, αυτοκράτορα Αγίου Ιωάννη Βατάτζη.  Από τους ειδικούς θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της ύστερης Βυζαντινής περιόδου και είναι γραμμένο σε πρώτο ενικό πρόσωπο, κάτι όχι σύνηθες.

Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης ανήλθε στον θρόνο της Νικαίας το 1254, σε ηλικία 32 ετών και απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά. Η αιτία του θανάτου του δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί. Λέγεται ότι έπασχε από ανίατη ασθένεια, που τον οδήγησε στον τάφο, όμως δεν ήσαν λίγοι όσοι επιδίωξαν τον θάνατό του, μεταξύ των οποίων πιθανολογείται ότι ήταν και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.

Ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων για να καταλάβει τον θρόνο ετύφλωσε τον ανήλικο υιό του Θεοδώρου, Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη (1250-1305), ο οποίος έζησε το υπόλοιπο του βίου του ως μοναχός. Σημειώνεται πως πριν το τέλος της ζωής του Ιωάννη τον επισκέφθηκε ο υιός του Μιχαήλ Ανδρόνικος Παλαιολόγος και του ζήτησε ταπεινά συγγνώμην για την ενέργεια του πατέρα του.

Ο Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, όπως γράφει ο μέγας βυζαντινολόγος Κρουμβάχερ, «δεν απομακρύνθηκε των λαμπρών του πατρός του παραδόσεων εις την διοίκηση του κράτους, ιδίως δε απέκτησε ανθηρά οικονομικά χωρίς καταπιεστική φορολογία, παράλληλα δε ήταν φίλος της Παιδείας. Αν και φιλάσθενος, ήταν εξαίρετος στρατιώτης».

Μέσα σε μύριες δυσκολίες και υπονομεύσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης πέτυχε να διατηρήσει ισχυρή την σε εξορία Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Παράλληλα σπούδασε με πάθος τις επιστήμες της εποχής - φιλολογία, μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία - κοντά στους Νικηφόρο Βλεμμύδη και Γεώργιο Ακροπολίτη και συνέλεξε βιβλία που, κατά τον Κων. Σάθα, ήσαν τόσα «όσα ούτε ο υπερηφανευόμενος για την βιβλιοθήκη του στην Αλεξάνδρεια Πτολεμαίος δεν είχε συγκεντρώσει».

Κοντά στους πολέμους και στην αντιμετώπιση των σε βάρος του δολοπλοκιών εύρισκε χρόνο για να αναπτύξει την ελληνορθόδοξη Παιδεία στην αυτοκρατορία. Ο ίδιος παρομοίαζε τη χαρά του από το ενδιαφέρον που έδειχναν για την ελληνική Παιδεία οι υπήκοοι του με εκείνη του κηπουρού που βλέπει τον κήπο του γεμάτο από καρπούς.

Ο Βασίλιεφ, άλλος σπουδαίος βυζαντινολόγος, περιγράφει το πόση ελληνική υπερηφάνεια ένιωσε ο αυτοκράτορας όταν επισκέφθηκε την Πέργαμο. Τότε βεβαίως οι Γερμανοί δεν είχαν αφαιρέσει τον επιβλητικό ναό, που πιστεύεται πως ήταν αφιερωμένος στον Δία και βρίσκεται στο Μουσείο του Βερολίνου.

Η υπερηφάνεια αυτή για την καταγωγή του φαίνεται και από τα γνωμικά του που διασώθηκαν, όπως: «Απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και «Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα... Συ δε ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαχαύσαι;». Πέραν του ποιητικού του ταλέντου ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρης ήταν και έγκριτος θεολόγος και εν μέσω μυρίων δυσκολιών υπεράσπισε τα δίκαια της Ορθοδοξίας έναντι των Λατίνων.

Σε γράμμα του προς τον επίσκοπο Κορώνης γράφει, μεταξύ των άλλων: «... Απολογείται σοι η βασιλεία μου ότι η καθ’ ημάς αγιωτάτη του Θεού μεγάλη Εκκλησία, καθώς μέλλεις γνωρίσαι εκ των κατωτέρω ρηθησομένων εγγράφων, μαρτυριών και ρήσεων ευαγγελικών, το Πνεύμα το άγιον εκ του Πατρός και μόνου εκπορεύεσθαι δογματίζει, εκ του Υιού δε ουκ εκπορεύεσθαι μεν φαμέν, δια του Υιού δε χορηγείσθαι ημίν προς κάθαρσιν και αγιασμόν, και πιστεύομεν και δοξάζομεν...».

Λίγο προ του θανάτου του και έχοντας αντιληφθεί το τέρμα της επίγειας ζωής του ο Θεόδωρος αντάλλαξε τον αυτοκρατορικό μανδύα με το ταπεινό μοναχικό ένδυμα. Όπως γράψαμε ήδη, στη βραχύχρονη βασιλεία του ο Θεόδωρος γνώρισε πολλές πίκρες, τον βρήκαν συμφορές και ασθένειες, αντιμετώπισε δολοπλοκίες, πολέμους και προδοσίες. Καταφυγή του ήταν η Παναγία, όπως εκφράζεται και μέσα από τον Μεγάλο Παρακλητικό του Κανόνα.

 Αναφέρουμε πέντε χαρακτηριστικούς ύμνους:

«Καταιγίς με χειμάζει, των συμφορών Δέσποινα, και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσιν, αλλά προφθάσασα, χείρα μοι δος βοηθείας, η θερμή αντίληψις και προστασία μου».

«Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου και καταβιβάσαι προς γην, Αγνή επιζητούσιν, αλλ’ εκ τούτων προφθάσασα, σώσον με».

«Από πάσης ανάγκης, θλίψεως και νόσου και βλάβης με λύτρωσαι και τη ση δυνάμει, εν τη σκέπη σου φύλαξον άτρωτον, εκ παντός κινδύνου και εξ εχθρών των πολεμούντων και μισούντων με Κόρη πανύμνητε».

«Τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν, την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, και σκοτασμόν εμποιούσι μου Κόρη, αλλ΄ η γεννήσασα Φως το απρόσιτον, απέλασον ταύτα μακράν, τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου».

«Την δέησιν μου δέξαι την πενιχράν και κλαυθμόν μη παρίδης και δάκρυα και στεναγμόν, αλλ’ αντιλαβού μου, ως αγαθή, και τας αιτήσεις πλήρωσον. Δύνασαι γαρ πάντα ως πανσθενούς Δεσπότου Θεού Μήτηρ, ει νεύσεις έτι μόνον προς την εμήν οικτράν ταπείνωσιν».

Είναι βέβαιο πως ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας είναι δημοφιλέστερος του Μεγάλου και ψάλλεται σε κάθε περίσταση. Όμως και ο Μεγάλος αγγίζει τις καρδιές των πιστών, ενώ ο σπουδαίος ποιητής του και σημαντικός Έλληνας αυτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Δούκας Λάσκαρης παραμένει για τους πολλούς άγνωστος. Μακάρι να υπάρξουν ερευνητές που να τον μελετήσουν σε βάθος και να αναδείξουν το ήθος, τις ικανότητές και το έργο του.   

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ...........

Δεν υπάρχουν σχόλια: