21 Ιανουαρίου, 2013

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Αλεξάντρ Γκένις, ειδικά για τη RBTH

Οι συμπατριώτες μου με θεωρούν αρκετά δικό τους άνθρωπο για να κρίνω αμερόληπτα την Αμερική, και αρκετά ξένο ως προς αυτή, για να την δικαιολογώ. Μια τέτοια στάση με βάζει σε δύσκολη θέση. Το να συμφωνήσω με τα επιχειρήματα του συνομιλητή, δεν έχει ενδιαφέρον. Αν υπερασπιστώ την Αμερική, δείχνω ακόμη πιο ανόητος, καθώς είναι σαν να υπερασπίζομαι την κοσμοθεωρία της. Αν δείξω ανεκτικότητα σε αυτή την κοσμοθεωρία, είμαι αναγκασμένος να δικαιολογώ τα πάντα ανεξαιρέτως, τους τυφώνες, τη γενοκτονία, τις γειτονικές στη Ρωσία χώρες.

Πολλοί αντιαμερικανισμοί

Τους Αμερικανούς τους είχαν αγαπήσει περισσότερο εκεί, όπου δεν τους ήξεραν καθόλου. Κάτι ανάλογο συνέβαινε κάποτε με τη Ρωσία, αργότερα με την Κίνα, και τελευταία, όπως φαίνεται, με την Αλβανία. Σήμερα λοιπόν όλοι έχουν ανακαλύψει την Αμερική, αλλά καθένας που δεν την αγαπά έχει τους δικούς του λόγους. Όπως στα παλιά μυθιστορήματα -του Ιουλίου Βερν για παράδειγμα- τα εθνικά στερεότυπα χρωματίζουν με τον δικό τους τρόπο τις γεωπολιτικές προκαταλήψεις.

Ο ήπιος αντιαμερικανισμός των Άγγλων, οι οποίοι ηττήθηκαν στον καυγά με τον νεότερο αδελφό τους. Η παράδοξη, φιλειρηνικού χαρακτήρα αντιπάθεια των Γερμανών. Η πλούσια γαλλική ρητορική, που με δυσκολία κρύβει το γαστρονομικό κίνητρο, από το οποίο ωθείται η περιφρόνησή της (ακόμη και ο Ντε Γκολ είχε μείνει έκπληκτος με τον λαό που ήταν ικανός να αποβιβάζει άνθρωπο στη σελήνη και που μπορούσε να φτιάχνει δύο τυριά, λευκό και κίτρινο). Στη Λατινική Αμερική πιστεύουν ότι οι Γιάνκηδες είναι ξενόφερτοι, στην Ασία τους θεωρούν ανταγωνιστές, οι Άραβες τους βλέπουν όπως τους Εβραίους, οι Ιρανοί σαν διαβόλους. Στη Ρωσία όμως όλα είναι διαφορετικά. Εδώ η Αμερική προσωποποιεί το ανεκπλήρωτο όνειρο, την άπιστη νύφη.

Συμπεριλαμβάνομαι και εγώ σ’ αυτή την κατηγορία, καθώς μεγάλωσα στην Αμερική πολύ καιρό πριν εγκατασταθώ σε αυτή. Αν αυτό είναι κάτι το παράλογο, τότε, το μοιραζόμαστε μια ολόκληρη γενιά. Μπορεί κανείς να πειστεί γι’ αυτό μελετώντας την ιστορία του ζητήματος. Στην ουσία, αληθινό ζήτημα δεν υπήρξε. Υπήρχε μια απάντηση για το τι αντιπροσώπευε η Αμερική. Για τον Μπρόντσκι αυτή ξεκινούσε από τον Ταρζάν, για τον Ντοβλάτοφ από την τζαζ, και για όλους τους άλλους από τα βιβλία.

Οι Ρώσοι και η Αμερική

Η αμερικανική λογοτεχνία δεν αποκτούσε περιεχόμενο, αλλά ένα καλούπι. Δεν καταλαβαίναμε καλά σε τι αναφέρεται ο συγγραφέας. Μας αναστάτωνε ο τόνος του. Δηλαδή, ο συναισθηματικός κυνισμός, η σε αριστοτεχνική αναλογία «ειρωνεία και συμπόνια» που χαρακτήριζε τον Χέμινγουεϊ, γεγονός που αποτέλεσε για μας ένα σχολείο συναισθημάτων και παράλληλα, μια ένεση ελευθερίας.

Η Αμερική που προστάτευε από την ξένη επέμβαση και επίδειξη ισχύος, έγινε για εμάς ένας ιδιωτικός χώρος. Η έβδομη ήπειρος δεν ήταν τότε ένα σούπερ μάρκετ, αλλά μία ψυχή, την οποία ανακαλύψαμε μια και καλή μέσα από τον Μπρόντσκι και τον Σολζενίτσιν. Όπως έλεγε ο τελευταίος στην καθομιλουμένη της εποχής εκείνης, «ο κομμουνισμός δεν πρέπει να οικοδομηθεί πάνω σε πέτρες, αλλά στους ανθρώπους». «Θεός φυλάξοι», θα λέγαμε μαζί με αυτόν σήμερα. Εκεί ακριβώς είναι και το θέμα, δηλαδή οι πέτρες ξεχωριστά, και οι άνθρωποι ξεχωριστά. Τον συγκεκριμένο διαχωρισμό μας τον δίδαξε η Αμερική. Και προκειμένου να αγαπήσουμε την Αμερική, δεν είχαμε ανάγκη τους Αμερικάνους.

Μάλλον το αντίθετο, αυτοί μόνο μας ενοχλούσαν. Τον πρώτο από αυτούς, και μάλιστα γυμνό, τον είδα όταν ήμουν ακόμη φοιτητής, στα ντους της κατασκήνωσης «Ρέπινο», την οποία μοιραζόμασταν με μια αντιπροσωπεία συνδικάτων από το Ντιτρόιτ. Παρά το ότι φιλοξενούσαμε επισκέπτες από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το νερό ήταν κρύο, και ο Αμερικάνος ήταν μελανιασμένος εξαιτίας του γεγονότος αυτού. Αμίλητοι σαν τους Σπαρτιάτες χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο, αλλά δεν αρθρώναμε ούτε λέξη. Στα αγγλικά με είχαν μάθει να συζητώ μόνο για το «καλοκαίρι στο κολχόζ», ενώ αυτός το μόνο που έκανε ήταν να τρέμει από το κρύο.

Μίσος για τους Αμερικάνους  

Για πολλούς σήμερα η Αμερική έχει υποκαταστήσει τους «σοφούς σιωνιστές», ή έχει καταντήσει έτσι. Από την αγάπη και την αδιαφορία, έφτασε ο καιρός του μίσους. «Δεν φταίει η Αμερική. Είναι κάτι σαν το μικρόβιο, και καταλαμβάνουν τη ζώνη εκείνη που εμείς της έχουμε παραχωρήσει», μου εξήγησε ένας συγγραφέας.  

Ξέρω σίγουρα ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, επειδή στους Αμερικανούς δεν αρέσει να μένουν σε μια ζώνη με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ούτε ακόμη και σε ζώνη-τουριστικό θέρετρο. Είναι κακοί ιμπεριαλιστές, επειδή σε αντίθεση από εμάς δεν θέλουν να πάνε στο εξωτερικό, αλλά προτιμούν να ζουν στην πατρίδα τους. Ο απομονωτισμός δεν είναι μόνο το όνειρο, αλλά και το νόημα της Αμερικής, η οποία είναι γνωστή και ως «Νέος Κόσμος» για το γεγονός ότι αποφάσισε να αποσυρθεί από τον Παλαιό.

Το δυστύχημα είναι πως δεν έχω κατορθώσει να πείσω κανέναν γι’ αυτό. Είναι σαν το ποδόσφαιρο. Για την Αμερική όλοι έχουν τη δική τους γνώμη, όπως όλοι στο συγκεκριμένο άθλημα νομίζουν τον εαυτό τους δίκαιο διαιτητή. Τον μύθο είναι αδύνατο να τον καταρρίψεις. Μπορείς μόνο είτε να τον αντικαταστήσεις, είτε να τον σβήσεις από τη μνήμη. Εφόσον δεν τα καταφέραμε με το πρώτο, μείναμε στο δεύτερο.

Το μίσος για την Αμερική είναι αδύνατο να θεραπευτεί, μπορεί μονάχα να ξεχαστεί, και αυτό είναι ευκολότερο να συμβεί, καθώς χωρίς οι ίδιοι να το προσέχουμε, οι δυο χώρες αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Εξαφανίστηκαν οι κοινόβιες κομμουνάλκες, εμφανίστηκαν οι άνεργοι. Πολλοί απέκτησαν το δικό τους σπίτι, τον κήπο τους, τον γιατρό τους, τον λογιστή, τον λογαριασμό, την τράπεζα, τον δικηγόρο τους. Ο κινηματογράφος είναι κοινός πλέον για όλους, και πολύ περισσότερο τα ινδάλματα.

«Οι κάτοικοι του συνοικισμού Οκτιάμπρσκοε θέλουν να μετονομάσουν την μικρή πατρίδα τους σε χωριό του “Μάικλ Τζάκσον”», γράφουν οι εφημερίδες. Στην πορεία αυτής της αναπόφευκτης προσέγγισης η μια υπερδύναμη εμποτίζεται από την άλλη με εκείνη τη βαθιά, ειλικρινή, όχι αλαζονική, αλλά απλοϊκή αδιαφορία για τον υπόλοιπο κόσμο, με τον οποίο στην ουσία ούτε εμείς ούτε αυτοί δεν έχουμε καμιά δουλειά. Πριν όμως συγχωρέσουμε την Αμερική, πρέπει πρώτα να την θάψουμε, όπως την πρώτη αγάπη και τη χαμένη νεότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: