15 Νοεμβρίου, 2012

24 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΥΡΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Α΄

(1905 - 1988)
  
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Ιερώνυμος Κοτσώνης γεννήθηκε το 1905 στα Υστέρνια της Τήνου από οικογένεια φτωχών ναυτικών. Ο πατέρας λεγόταν Ιερώνυμος και πέθανε δύο χρόνια μετά το γάμο του και μόλις τρεις μήνες πριν γεννηθεί το παιδί του. Η μητέρα του Ιερώνυμου χήρα και φτωχή με μια πενιχρή σύνταξη προσπαθούσε να ζήσει την χαροκαμένη οικογένειά της. Αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αθήνα όπου και εργάστηκε ως μαγείρισσα. Άφησε το μοναχοπαίδι της σε συγγενείς και ο μικρός Ιερώνυμος έμεινε διπλά ορφανός. Μετά από 2,5 χρόνια αποφάσισε να φέρει τον υιό της στην Αθήνα όπου και έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του. Η δίψα του για μάθηση ήταν μεγάλη. Αφού αποφοίτησε αριστούχος από τη Ριζάρειο Σχολή, γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι καθηγητές του τον παρακίνησαν να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, αλλά οι οικονομικές του δυνατότητες ήσαν πολύ περιορισμένες. Το όνειρό του για συνέχιση των σπουδών του στη Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο, Βόννη) και την Αγγλία, έγινε πραγματικότητα με τη βοήθεια της υποτροφίας του κληροδοτήματος Μανούση, ευεργεσία την οποία ποτέ δε λησμόνησε.

Από νεαρής ηλικίας γνωρίστηκε με τον προϊστάμενο της αδελφότητας θεολόγων «Η ΖΩΗ», Αρχιμανδρίτη π. Σεραφείμ Παπακώστα, ο οποίος γρήγορα έγινε πνευματικός του οδηγός και εξομολόγος. Ο πνευματικός του, τον συνέστησε στον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο - τον από Τραπεζούντος - ο οποίος εκτίμησε το χαρακτήρα και τα προσόντα του.  Εκάρη μοναχός στη μονή Πετράκη και στις 4 Ιανουαρίου 1939, ο Ιερώνυμος, λαμβάνει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης. Τοποθετείται ως διάκονος στο ναό της Αγίας Ειρήνης και ως δεύτερος γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο. Στις 23 Ιουνίου 1940 ο Χρύσανθος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον προχείρισε αρχιμανδρίτη. Ακολούθως μετατίθεται ως εφημέριος στον Άγιο Δημήτριο Κηφισιάς και στις 13 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους διορίζεται γενικός αρχιερατικός επίτροπος του τμήματος Κηφισιάς, που τότε υπαγόταν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Η κυβέρνηση Κατοχής τον απολύει από συνοδικό γραμματέα και ο Χρύσανθος, λίγο πριν εκδιωχθεί, τον διορίζει εφημέριο του νοσοκομειακού ναού του Ευαγγελισμού. Η διακονία του στο νοσοκομείο, εκείνες τις δύσκολες εποχές, ήταν για όλους τους ασθενείς μια ψυχική ανάταση.

Μετά την Κατοχή αποσύρεται από τα εφημεριακά του καθήκοντα για να αφοσιωθεί στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1945 υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή διατριβή για τη θέση του υφηγητή. Το 1946 αποσύρει την υποψηφιότητά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διαφωνία του με καθηγητές του. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1949 διορίζεται πρωθιερεύς των βασιλικών ανακτόρων, θέση στην οποία παραμένει μέχρι το 1967. το 1959 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα του Κανονικού Δικαίου, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέση που κατείχε μέχρι την εκλογή στο Αρχιεπισκοπικό αξίωμα.

Ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης. Η θερμή πατρική του αγάπη, εκφράστηκε με το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Ίδρυσε το νοσοκομείο των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, 186 φιλόπτωχα ταμεία, 47 ομάδες ελευθέρως διαβιούντων υπερηλίκων, ομίλους περιθάλψεως διασπάρτου γήρατος, 64 σπίτια «Γαλήνης Χριστού» υπερηλίκων, στέγη κατάκοιτων υπερηλίκων, 3 κέντρα απασχόλησης υπερηλίκων, 5 κινητές μονάδες περιθάλψεως κατακοίτων, θέρετρο ιερέων, θερινή εξοχή γερόντων, κέντρο συμπαραστάσεως οικογενείας, εόρτιες συνάξεις, κατασκηνώσεις για τα παιδιά των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, συνεστιάσεις, εκδρομές ιερέων, τιμή στους «κοιμηθέντας κληρικούς», «ημέραι περισσυλογής» ιερέων, «Ημέρα Αγάπης» για τους φτωχούς της Αρχιεπισκοπής κ.ά.. Ιδιαίτερο ήταν το ενδιαφέρον του για τα παιδιά, τους φυλακισμένους και τους χρονίως πάσχοντες.  Είχε ιδρύσει το «Κίνημα Αγάπης» όπου έκανε τη συλλογή και την εκποίηση άχρηστων ειδών, συγκεντρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε δύο χρόνια (1970-1972), το τεράστιο για την εποχή ποσό των 50 εκατομμυρίων δραχμών.

Στον τομέα της πνευματικής ανανεώσεως και της επιμόρφωσης των συνεργατών της Αρχιεπισκοπής, πραγματοποιήθηκαν συνάξεις εφημερίων, ιεροψαλτών, νεωκόρων και εκκλησιαστικών συμβούλων κατά αρχιερατικές περιφέρειες, σεμινάρια επιμόρφωσης νεοχειροτονούμενων εφημερίων, λειτουργικής επιμόρφωσης, εξομολόγων και στελεχών κατηχητικού έργου. Στον ποιμαντικό τομέα ιδρύθηκαν τα γραφεία «συμπαραστάσεως οικογενείας», «ποιμαντικής μέριμνας των εν φυλακαίς», «ποιμαντικής αποδήμων και διασποράς» και «φιλοξενίας». Ιδρύθηκαν τα Κέντρα Νεότητας, οργανώθηκαν τα κατηχητικά σχολεία, συγκεντρώσεις κατηχητών, κατασκηνώσεις, το γραφείο εργαζομένης νεολαίας, οι κατασκηνώσεις και η μέριμνα υπέρ των σπουδαστών- φοιτητών. Αναμφισβήτητα το έργο που επιτέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ ήταν μεθοδικό, πλούσιο με απτά μέχρι σήμερα αποτελέσματα. Πολλοί σχολίασαν δυσμενώς την εκλογή του από ολιγομελή σύνοδο, πολλοί τον κατηγόρησαν ως χουντικό, ως βασιλικό, πολλοί τον χαρακτήρισαν ως «αντικανονικό», αλλά κανείς δε μπορεί να τον κατηγορήσει ότι δεν άφησε έργο, ότι δεν αγάπησε την εκκλησία και ότι δεν έδωσε απλόχερα χέρι βοηθείας και την πυρωμένη από αγάπη καρδιά του. Αναμφίβολα ήταν και παραμένει σε πολλούς που τον έζησαν και τον θυμούνται, ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης.

 Το 1968 η ολομέλεια του Συμβουλίου σε απόφαση του πήρε θέση κατά της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η έντονη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου προκάλεσε την πρώτη κρίση ανάμεσα στο Π.Σ.Ε. και στην Εκκλησία της Ελλάδος το 1968, ο οποίος έκανε λόγο για υπέρβαση του ρόλου των Εκκλησιών. 

Το πρόβλημα ξεπεράστηκε γρήγορα καθώς ο ίδιος, όντας καθηγητής Πανεπιστημίου, συμμετείχε στο Συμβούλιο και αναγνώρισε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος όφειλε να συμμετέχει στον παγκόσμιο διάλογο των διαφορετικών χριστιανικών εκκλησιών.


Στις 14η Μαΐου 1967 εξελέγη, από 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και
 Πάσης Ελλάδος. 

Τον Δεκέμβριο του 1973, πικραμένος από τις ατελείωτες επιθέσεις των πολιτικών, και όχι μόνον αντιπάλων του, υποβάλλει την παραίτησή του την 15ην Δεκεμβρίου στην οποίαν γράφει πάρα πολλά γι’ αυτή του την απόφαση και αποσύρεται στον όρμο των Υστερνίων, της γενέτειράς του, Τήνου. 

Μετά από ένα χρόνο τον Ιανουάριο του 1975 εκδίδει βιβλίο με τίτλο: «Το Δράμα ενός Αρχιεπισκόπου», όπου αναφέρεται λεπτομερώς για την απόφαση της παραιτήσεώς τους καθώς και για τα τεκταινόμενα της Αρχιεπισκοπίας του.  Τον Αύγουστο του 1987 αρρώστησε και στις 15 Νοεμβρίου του 1988, ο Αρχιεπίσκοπος εκοιμήθη.


 

15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΕΞΙ

Το έκτακτο στρατοδικείο που δικάζει τους πρωταιτίους 
της μικρασιατικής καταστροφής, εκδίδει
 την ετυμηγορία του στις 6:40 το πρωί.

Στις 11:30 π.μ. εκτελούνται «6» από τους 8 κατηγορούμενους.

Πρόκειται για τους Δημήτριο Γούναρη (59 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (68 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Νικόλαο Στράτο (50 ετών, πρώην πρωθυπουργός), Νικόλαο Θεοτόκη (44 ετών, Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), Γεώργιο Μπαλτατζή (56 ετών, Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη) και Γεώργιο Χατζανέστη (59 ετών, Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης).

Με την ονομασία η δίκη των πρωταίτιων έμεινε στην ιστορία η δίκη των πρωταίτιων της Μικρασιατικής Καταστροφής από έκτακτο στρατοδικείο, που συγκρότησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί της Επανάστασης του 1922. Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός, από τους οποίους οι έξι καταδικάσθηκαν σε θάνατο και εκτελέσθηκαν. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 στην ειδικά διαρρυθμισμένη αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή) και ήταν ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού.

Το χρονικό και τι προηγήθηκε

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ενώ η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό τους συνταγματάρχες Πλαστήρα και Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου (14 Σεπτεμβρίου 1922) υπέρ του υιού του Γεωργίου Β’. Ο χαρακτήρας του βασιζόταν στην ανάγκη της πίστης ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε». Στην Αθήνα συγκροτήθηκε Επαναστατική Επιτροπή, η οποία ανέλαβε άμεση δράση, διατάσσοντας εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών πολιτικών, υπό την πίεση της κοινής γνώμης. Μία ογκώδης διαδήλωση 100.000 ανθρώπων στην Πλατεία Συντάγματος στις 9 Οκτωβρίου ζητά την εκτέλεση υπευθύνων της τραγωδίας. Ο Πλαστήρας, που είναι ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κινήματος, βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Οι αδιάλλακτοι στον στρατό (Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος), αλλά και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απαιτούν εκτελέσεις. Οι μετριοπαθείς (Πλαστήρας, Δαγκλής, Γονατάς), θέλουν κανονική δίκη, όπως και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που ζητούν από τον Πλαστήρα να αποφύγει τις βεβιασμένες ενέργειες και τις συνοπτικές διαδικασίες. Τελικά, οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν και αποφασίστηκε η ίδρυση εκτάκτου στρατοδικείου, που από τη φύση του δεν παρέχει τα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη. Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με βοηθούς τους συνταγματάρχες Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπο Λούφα. Στο πόρισμα της Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 24 Οκτωβρίου, παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ πρόσωπα, που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο την περίοδο 1920 – 1922:

Δημήτριος Γούναρης (πρώην Πρωθυπουργός)
Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης ( πρώην Πρωθυπουργός)
Νικόλαος Στράτος ( πρώην Πρωθυπουργός )
Νικόλαος Θεοτόκης (Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση
Πρωτοπαπαδάκη)
Γεώργιος Μπαλτατζής (Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και
 Πρωτοπαπαδάκη)
Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (Υπουργός Συγκοινωνιών στην
κυβέρνηση Γούναρη)
Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. ( Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση
Γούναρη)
Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος ( Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και
 Θράκης)

Το δίκαιο αίτημα των κατηγορουμένων να δικασθούν από το Ειδικό Δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών απορρίφθηκε από τον Πάγκαλο με εξωνομική αιτιολόγηση. Τρεις μέρες νωρίτερα (21 Οκτωβρίου) είχε συγκροτηθεί το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο. Στις 9 το πρωί της 31ης Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής (Παλαιά Βουλή). Τον πρόεδρο Αλέξανδρο Οθωναίο πλαισίωναν ως στρατοδίκες τρεις συνταγματάρχες, ένας πλοίαρχος, ένας αντισυνταγματάρχης, δύο αντιπλοίαρχοι, τρεις ταγματάρχες, ένας λοχαγός και ένας στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί επίτροποι ήταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Γραμματέας του δικαστηρίου ήταν ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων ανέλαβαν διαπρεπείς δικηγόροι ( Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Αναστάσιος Παπαληγούρας, Οικονομίδης, Δουκάκης, Νοταράς, Ρωμανός και Σωτηριάδης).

Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. Στις 6 Νοεμβρίου ο κατηγορούμενος Δημήτριος Γούναρης ασθένησε σοβαρά από τύφο και μεταφέρθηκε σε ιδιωτική κλινική. Υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, το οποίο απορρίφθηκε και έτσι δικαζόταν ωσεί παρών. Κοινή ήταν η πεποίθηση σε Ελλάδα και εξωτερικό ότι το δικαστήριο θα επιβάλει θανατικές ποινές. Οι διεθνείς πιέσεις υπέρ των κατηγορουμένων εντείνονται. Υπό το βάρος τους, η κυβέρνηση του μετριοπαθή Σωτηρίου Κροκιδά παραιτείται στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς, ηγετικό στέλεχος του στρατιωτικού κινήματος. Την ίδια μέρα ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των κατηγορουμένων και οι αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης. 

Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα της 15ης Νοεμβρίου, το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη για να εκδώσει την απόφασή του. Στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανέρχονται στην έδρα και ο Πρόεδρος του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος διαβάζει την ετυμηγορία του δικαστηρίου: «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη.

Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων». Αμέσως μετά, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ, όπου εκρατούντο οι κατηγορούμενοι και τους ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση. Είναι 9 το πρωί. Στους έξι θανατοποινίτες ανακοινώνει ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δύο ώρες. Υποβολή ενδίκων μέσων δεν προβλεπόταν για τους καταδικασθέντες. Στις 10:30 δύο φορτηγά τους παραλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στον χώρο εκτελέσεων στου Γουδή, πίσω από το νοσοκομείο «Σωτηρία». Μία ώρα αργότερα, 36 πυροβολισμοί αντηχούν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πέφτουν νεκροί. Στις 2:30 μ.μ. κηδεύονται στο Α’ Νεκροταφείο, κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας.

Η επίσπευση της εκτέλεσης των 6 έγινε με προτροπή του Πάγκαλου. Ο στρατηγός ήθελε να μην τους προλάβει ζωντανούς ο πλοίαρχος Τάλμποτ, που έφθασε λίγο αργότερα στην Αθήνα ως απεσταλμένος της Αγγλικής Κυβέρνησης για να πιέσει την κυβέρνηση να αναβάλει την εκτέλεση των θανατικών ποινών. Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένος. Ο ίδιος είχε αποσυρθεί της πολιτικής και ευρίσκετο στο εξωτερικό μη αναμιγνυόμενος, όπως έλεγε, στις κυβερνητικές υποθέσεις. Ένα τηλεγράφημά του προς την κυβέρνηση για τις δυσμενείς επιπτώσεις της εκτέλεσης έφθασε την επομένη (16 Νοεμβρίου). Η εκτέλεση των 6 έγινε, κυρίως, για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία σε βάρος της Ελλάδας. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου, χρόνια αργότερα: «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν… αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος».

Και πρόσφατη δικαίωση από τον Άρειο Πάγο

Τη μνήμη των έξι που εκτελέστηκαν στο Γουδή αποκατέστησε πριν 2 χρόνια, το Ζ΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, ακυρώνοντας την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών που είχε εκδοθεί στις 15 Νοεμβρίου 1922 στην Παλαιά Βουλή και οδήγησε, λίγες ώρες μετά, στην εκτέλεση τρεις πρωθυπουργούς, δύο υπουργούς και έναν στρατηγό ως ενόχους για τη Μικρασιατική καταστροφή.Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχ. Πρωτοπαπαδάκη, εγγονού του πρώην Πρωθυπουργού, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, και έπαυσε οριστικά την ποινική σε βάρος των «6», λόγω παραγραφής. Οι αρεοπαγίτες είχαν αποφασίσει την αναψηλάφηση της δίκης των «6», εκτιμώντας πως άγνωστα γεγονότα και στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα πως δεν ευθύνονταν δια «των παραλείψεων τους» για την Μικρασιατική καταστροφή.

Σύμφωνα μάλιστα με τα γεγονότα αυτά και τις αποδείξεις που προέκυψαν, και οι έξι ήταν αθώοι. Οι Αρεοπαγίτες απέρριψαν επίσης την παράσταση πολιτικής αγωγής της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος που θεωρούσαν τους έξι υπευθύνους για τον ξεριζωμό του ελληνισμού της Μικράς Ασίας.