15 Νοεμβρίου, 2012

24 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΥΡΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Α΄

(1905 - 1988)
  
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Ιερώνυμος Κοτσώνης γεννήθηκε το 1905 στα Υστέρνια της Τήνου από οικογένεια φτωχών ναυτικών. Ο πατέρας λεγόταν Ιερώνυμος και πέθανε δύο χρόνια μετά το γάμο του και μόλις τρεις μήνες πριν γεννηθεί το παιδί του. Η μητέρα του Ιερώνυμου χήρα και φτωχή με μια πενιχρή σύνταξη προσπαθούσε να ζήσει την χαροκαμένη οικογένειά της. Αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αθήνα όπου και εργάστηκε ως μαγείρισσα. Άφησε το μοναχοπαίδι της σε συγγενείς και ο μικρός Ιερώνυμος έμεινε διπλά ορφανός. Μετά από 2,5 χρόνια αποφάσισε να φέρει τον υιό της στην Αθήνα όπου και έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του. Η δίψα του για μάθηση ήταν μεγάλη. Αφού αποφοίτησε αριστούχος από τη Ριζάρειο Σχολή, γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι καθηγητές του τον παρακίνησαν να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό, αλλά οι οικονομικές του δυνατότητες ήσαν πολύ περιορισμένες. Το όνειρό του για συνέχιση των σπουδών του στη Γερμανία (Μόναχο, Βερολίνο, Βόννη) και την Αγγλία, έγινε πραγματικότητα με τη βοήθεια της υποτροφίας του κληροδοτήματος Μανούση, ευεργεσία την οποία ποτέ δε λησμόνησε.

Από νεαρής ηλικίας γνωρίστηκε με τον προϊστάμενο της αδελφότητας θεολόγων «Η ΖΩΗ», Αρχιμανδρίτη π. Σεραφείμ Παπακώστα, ο οποίος γρήγορα έγινε πνευματικός του οδηγός και εξομολόγος. Ο πνευματικός του, τον συνέστησε στον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο - τον από Τραπεζούντος - ο οποίος εκτίμησε το χαρακτήρα και τα προσόντα του.  Εκάρη μοναχός στη μονή Πετράκη και στις 4 Ιανουαρίου 1939, ο Ιερώνυμος, λαμβάνει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης. Τοποθετείται ως διάκονος στο ναό της Αγίας Ειρήνης και ως δεύτερος γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο. Στις 23 Ιουνίου 1940 ο Χρύσανθος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και τον προχείρισε αρχιμανδρίτη. Ακολούθως μετατίθεται ως εφημέριος στον Άγιο Δημήτριο Κηφισιάς και στις 13 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους διορίζεται γενικός αρχιερατικός επίτροπος του τμήματος Κηφισιάς, που τότε υπαγόταν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Η κυβέρνηση Κατοχής τον απολύει από συνοδικό γραμματέα και ο Χρύσανθος, λίγο πριν εκδιωχθεί, τον διορίζει εφημέριο του νοσοκομειακού ναού του Ευαγγελισμού. Η διακονία του στο νοσοκομείο, εκείνες τις δύσκολες εποχές, ήταν για όλους τους ασθενείς μια ψυχική ανάταση.

Μετά την Κατοχή αποσύρεται από τα εφημεριακά του καθήκοντα για να αφοσιωθεί στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1945 υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή διατριβή για τη θέση του υφηγητή. Το 1946 αποσύρει την υποψηφιότητά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διαφωνία του με καθηγητές του. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1949 διορίζεται πρωθιερεύς των βασιλικών ανακτόρων, θέση στην οποία παραμένει μέχρι το 1967. το 1959 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα του Κανονικού Δικαίου, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέση που κατείχε μέχρι την εκλογή στο Αρχιεπισκοπικό αξίωμα.

Ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης. Η θερμή πατρική του αγάπη, εκφράστηκε με το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο. Ίδρυσε το νοσοκομείο των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, 186 φιλόπτωχα ταμεία, 47 ομάδες ελευθέρως διαβιούντων υπερηλίκων, ομίλους περιθάλψεως διασπάρτου γήρατος, 64 σπίτια «Γαλήνης Χριστού» υπερηλίκων, στέγη κατάκοιτων υπερηλίκων, 3 κέντρα απασχόλησης υπερηλίκων, 5 κινητές μονάδες περιθάλψεως κατακοίτων, θέρετρο ιερέων, θερινή εξοχή γερόντων, κέντρο συμπαραστάσεως οικογενείας, εόρτιες συνάξεις, κατασκηνώσεις για τα παιδιά των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, συνεστιάσεις, εκδρομές ιερέων, τιμή στους «κοιμηθέντας κληρικούς», «ημέραι περισσυλογής» ιερέων, «Ημέρα Αγάπης» για τους φτωχούς της Αρχιεπισκοπής κ.ά.. Ιδιαίτερο ήταν το ενδιαφέρον του για τα παιδιά, τους φυλακισμένους και τους χρονίως πάσχοντες.  Είχε ιδρύσει το «Κίνημα Αγάπης» όπου έκανε τη συλλογή και την εκποίηση άχρηστων ειδών, συγκεντρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε δύο χρόνια (1970-1972), το τεράστιο για την εποχή ποσό των 50 εκατομμυρίων δραχμών.

Στον τομέα της πνευματικής ανανεώσεως και της επιμόρφωσης των συνεργατών της Αρχιεπισκοπής, πραγματοποιήθηκαν συνάξεις εφημερίων, ιεροψαλτών, νεωκόρων και εκκλησιαστικών συμβούλων κατά αρχιερατικές περιφέρειες, σεμινάρια επιμόρφωσης νεοχειροτονούμενων εφημερίων, λειτουργικής επιμόρφωσης, εξομολόγων και στελεχών κατηχητικού έργου. Στον ποιμαντικό τομέα ιδρύθηκαν τα γραφεία «συμπαραστάσεως οικογενείας», «ποιμαντικής μέριμνας των εν φυλακαίς», «ποιμαντικής αποδήμων και διασποράς» και «φιλοξενίας». Ιδρύθηκαν τα Κέντρα Νεότητας, οργανώθηκαν τα κατηχητικά σχολεία, συγκεντρώσεις κατηχητών, κατασκηνώσεις, το γραφείο εργαζομένης νεολαίας, οι κατασκηνώσεις και η μέριμνα υπέρ των σπουδαστών- φοιτητών. Αναμφισβήτητα το έργο που επιτέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ ήταν μεθοδικό, πλούσιο με απτά μέχρι σήμερα αποτελέσματα. Πολλοί σχολίασαν δυσμενώς την εκλογή του από ολιγομελή σύνοδο, πολλοί τον κατηγόρησαν ως χουντικό, ως βασιλικό, πολλοί τον χαρακτήρισαν ως «αντικανονικό», αλλά κανείς δε μπορεί να τον κατηγορήσει ότι δεν άφησε έργο, ότι δεν αγάπησε την εκκλησία και ότι δεν έδωσε απλόχερα χέρι βοηθείας και την πυρωμένη από αγάπη καρδιά του. Αναμφίβολα ήταν και παραμένει σε πολλούς που τον έζησαν και τον θυμούνται, ο Αρχιεπίσκοπος της Αγάπης.

 Το 1968 η ολομέλεια του Συμβουλίου σε απόφαση του πήρε θέση κατά της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η έντονη αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου προκάλεσε την πρώτη κρίση ανάμεσα στο Π.Σ.Ε. και στην Εκκλησία της Ελλάδος το 1968, ο οποίος έκανε λόγο για υπέρβαση του ρόλου των Εκκλησιών. 

Το πρόβλημα ξεπεράστηκε γρήγορα καθώς ο ίδιος, όντας καθηγητής Πανεπιστημίου, συμμετείχε στο Συμβούλιο και αναγνώρισε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος όφειλε να συμμετέχει στον παγκόσμιο διάλογο των διαφορετικών χριστιανικών εκκλησιών.


Στις 14η Μαΐου 1967 εξελέγη, από 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και
 Πάσης Ελλάδος. 

Τον Δεκέμβριο του 1973, πικραμένος από τις ατελείωτες επιθέσεις των πολιτικών, και όχι μόνον αντιπάλων του, υποβάλλει την παραίτησή του την 15ην Δεκεμβρίου στην οποίαν γράφει πάρα πολλά γι’ αυτή του την απόφαση και αποσύρεται στον όρμο των Υστερνίων, της γενέτειράς του, Τήνου. 

Μετά από ένα χρόνο τον Ιανουάριο του 1975 εκδίδει βιβλίο με τίτλο: «Το Δράμα ενός Αρχιεπισκόπου», όπου αναφέρεται λεπτομερώς για την απόφαση της παραιτήσεώς τους καθώς και για τα τεκταινόμενα της Αρχιεπισκοπίας του.  Τον Αύγουστο του 1987 αρρώστησε και στις 15 Νοεμβρίου του 1988, ο Αρχιεπίσκοπος εκοιμήθη.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: