15 Ιουλίου, 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ (Δ)

 1898-1909: ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Μετά την ανακοίνωση της χρεοκοπίας που θα έφερνε λίγο μετά και το πολιτικό (αλλά και το βιολογικό) τέλος του Χαρίλαου Τρικούπη, όπως άλλωστε και της πολιτικής σταθερότητας της προηγούμενης 15ετίας, θα ξεκινούσε μια περίοδος τεσσάρων ιδιαίτερα ταραγμένων και απρόβλεπτων χρόνων. Οι επόμενες κυβερνήσεις, που εναλλάσσονταν κάθε λίγους μήνες στην εξουσία, θα κληθούν να διαπραγματευτούν το «κούρεμα» της επένδυσης των ξένων ομολογιούχων εν μέσω της οργής των τελευταίων που είδαν να εξαιρούνται από το διακανονισμό οι Έλληνες δανειστές. 

Θα είναι μια περίοδος που θα χαρακτηριστεί από την έξαρση του εθνικιστικού πνεύματος το οποίο θα εκφράσει στην πιο ακραία του και επικίνδυνη μορφή η Εθνική Εταιρία. Η συνωμοτική αυτή ομάδα που είχε κυρίως τις βλέψεις της στο χώρο της Μακεδονίας και ξεκίνησε αρχικά ως κίνηση αξιωματικών του στρατού πριν συμπεριλάβει και πολίτες, βρισκόταν σε αγαστή σύμπνοια με την ελλαδική ορθόδοξη Εκκλησία δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για την εμπλοκή τού - εντελώς απροετοίμαστου - ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1897 με την οθωμανική αυτοκρατορία [10]. Το φιάσκο της κατάληξής του μπορεί να μην στοίχισε στην Ελλάδα κάποια εδαφική απώλεια, χάρη στην άμεση παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν αλλαγή του status quo στην περιοχή, επιβάρυνε όμως το ήδη χρεωκοπημένο κράτος με την καταβολή τής πολύ μεγάλης αποζημίωσης των 100 εκατ. φράγκων στην Πύλη.

Μετά και από αυτό, η έλευση της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτο γεγονός. Οι έξι δυνάμεις που αντιπροσωπεύονταν σε αυτή κατάφεραν να πετύχουν πολύ ευνοϊκούς όρους τόσο για την αποπληρωμή του χρέους (από φόρους, μονοπώλια, χαρτόσημα κ.ά., ορισμένα εκ των οποίων διήρκεσαν ως το τέλος του 20ου αιώνα) όσο και για την αποπληρωμή τής αποζημίωσης στο οθωμανικό κράτος. Κι ενώ θα περίμενε κανείς μετά από αυτό, σε συνδυασμό και με το ασταθές πολιτικό σκηνικό που το συνόδευε, να οδηγηθεί η χώρα σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης και εθνικής κατήφειας, εκείνο που ακολούθησε ήταν αντιθέτως μια απρόσμενη αναγέννηση. Χάρη και στη συνετή διαχείριση από την πλευρά του επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής Εδουάρδου Λω, τα δημοσιονομικά εξυγιάνθηκαν σχετικά γρήγορα και η δραχμή επανήλθε το 1909 στην ισοτιμία 1:1 με το γαλλικό φράγκο.

Η χρονιά αυτή θα σήμανε και την «εξυγίανση» του πολιτικού συστήματος με το κίνημα στο Γουδί και τη συνακόλουθη καταλυτική εμφάνιση του Ελευθερίου Βενιζέλου που άλλαξε συθέμελα την οργάνωση του πολιτικού πεδίου. Έτσι, μόλις μια 15ετία μετά από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το ελληνικό κράτος ήταν έτοιμο να πραγματώσει για πρώτη φορά με ρεαλιστικό τρόπο τη Μεγάλη Ιδέα που θα οδηγούσε στο διπλασιασμό της επικράτειάς του και στην απαρχή μιας νέας πολύ πιο γόνιμης περιόδου του.

ΚΡΑΧ 1929: ΠΩΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟΠΙΚΟ

Παρότι το εγχείρημα του βενιζελικού εκσυγχρονισμού δεν στηρίχτηκε σε τόσο βαθμό στον εξωτερικό δανεισμό (το δικό του πρόβλημα ήταν ο εθνικός διχασμός που προκλήθηκε από την ανάδυση ενός αντίπαλου σχεδίου ηγεμονίας το οποίο εξέφραζαν οι αντιβενιζελικοί), δεν έμελε ούτε αυτό να γλυτώσει την ταύτισή του με ένα ακόμη χρεοστάσιο στο κράτος. Η παρατεταμένη πολεμική περιπέτεια του ελληνικού κράτους είχε πλήξει όπως ήταν λογικό την πιστοληπτική του ικανότητα, με αποτέλεσμα να καταφύγει κυρίως στον εσωτερικό δανεισμό και μόλις μετά το 1916 στη (μικρή) αύξηση της φορολογίας ως τρόπους εξασφάλισης πόρων.

Μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, η ελληνική οικονομία που έπρεπε να σηκώσει και το δυσβάσταχτο βάρος της αποκατάστασης του 1,5 εκατ. προσφύγων, είχε μπει ξεκάθαρα σε ένα καθοδικό σπιράλ κρίσης. Αλλά το πρόβλημα ξεπερνούσε τις δυνατότητες του ήδη εξαντλημένου βενιζελισμού. Αφορούσε το σύνολο του δυτικού κόσμου και είχε πολλαπλές και αλληλοδιαπλεκόμενες διαστάσεις. Η συγκυρία τού μεσοπολέμου στο δυτικό κόσμο αποτέλεσε πρώτα και κύρια το σημείο τής εύφλεκτης συνάντησης τριών ανταγωνιστικών κοσμοθεωριών, του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, αλλά μαζί και το σημείο ανάδυσης της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε γνωρίσει ως τότε ο καπιταλισμός, παγκοσμίως. Οι τοπικές (εθνικές) οικονομίες που ήταν για πρώτη φορά τόσο αλληλεξαρτημένες μεταξύ τους, ήταν καταδικασμένες να ακολουθήσουν από κοινού τη μοίρα της παγκόσμιας τάσης.

Η απαρχή τής κρίσης προέκυψε από το χρηματιστηριακό κραχ της 19ης Οκτωβρίου 1929 στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Η κρίση της αμερικανικής οικονομίας, που σηματοδότησε και το τέλος του φιλελεύθερου καπιταλισμού του 19ου αιώνα, πέρασε σχετικά γρήγορα στη Γηραιά Ήπειρο, με την ηττημένη στον πρόσφατο Μεγάλο Πόλεμο Γερμανία να τη βιώνει πιο βαριά από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το 1931, το γερμανικό κράτος δήλωσε αδυναμία καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων ενώ μία μεγάλη γερμανική τράπεζα κήρυξε στάση πληρωμών. Στη Γαλλία, η κρίση έλαβε κυρίως μορφή δημοσιονομικής κρίσης λόγω της πτώσης των φορολογικών εσόδων από την ύφεση στην αγορά ενώ στη Μ. Βρετανία ο αντίκτυπος ήταν πολύ μεγαλύτερος, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1931 η αγγλική λίρα να εγκαταλείψει τον «κανόνα του χρυσού». Οι συνέπειες για την Ελλάδα ήταν άμεσες καθώς η δραχμή ήταν συνδεδεμένη με το χρυσό μέσω της λίρας.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου και ο ίδιος ο Κρητικός πολιτικός είχε επιστρέψει στην εξουσία με δύο βασικούς στόχους: την υπέρβαση, επιτέλους, του εθνικού διχασμού και την εκτέλεση μεγάλων παραγωγικών έργων που θα ολοκλήρωναν το πέρασμα από την αγροτική οικονομία του 19ου αιώνα στον αστικό εκσυγχρονισμό που ευαγγελιζόταν εξαρχής ο βενιζελισμός. Μέχρι την κατάρρευση της Γουόλ Στριτ, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φάνταζε εφικτή αφού είχε επιτευχθεί η νομισματική σταθερότητα, με την αρωγή και της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) από την οποία είχε ζητήσει βοήθεια η Αθήνα, σταθερότητα την οποία εγγυούνταν η προσφάτως ιδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδας, ενώ ταυτόχρονα είχε αρχίσει να δημιουργείται σε διάφορες πόλεις για πρώτη φορά ένας μικρός βιομηχανικός κλάδος.

Το όχημα για την ολοκλήρωση του οικονομικού εκσυγχρονισμού θα ήταν πάντως το κράτος, που για το λόγο αυτό είχε αναλάβει πολύ μεγάλο αναπτυξιακό ρόλο. Το στοίχημα -παρότι δεν ήταν μόνο ελληνικό καθώς αφορούσε ολόκληρη την Ευρώπη, αν και με διαφορετικές κατά τόπους προτεραιότητες- ήταν εξαιρετικά σύνθετο αφού στην ελληνική του εκδοχή βασιζόταν στο σαθρό έδαφος των μεγάλων δημόσιων ελλειμμάτων με δεδομένο ότι το ελληνικό κράτος είχε εν μέρει ακόμη ανοικτό το τιτάνιο ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων καθώς και της ουσιαστικής ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών στην επικράτειά του, μετά τη μεγάλη εδαφική επέκταση της προηγούμενης δεκαετίας.

Η κρίση του 1929 ερχόταν να υπονομεύσει τους στόχους αυτούς ενώ σε τούτο δεν βοηθούσε και μια αντικοινοβουλευτική κουλτούρα που είχε διαποτίσει την πολιτική ελίτ της εποχής [11], η οποία, όπως θα αποδεικνυόταν λίγο αργότερα και με την επιβολή της δικτατορίας από τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Ιωάννη Μεταξά, ήταν πολύ κατώτερη των κρίσιμων περιστάσεων.Το τοπίο περιέπλεκαν και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που έπαιζαν οι πενήντα τράπεζες που είχαν ιδρυθεί το προηγούμενο διάστημα στο μικρό αυτό κράτος της βαλκανικής (και μάλιστα χωρίς σαφές θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας), των οποίων το βασικό μέλημα ήταν η εκμετάλλευση της συναλλαγματικής αστάθειας και του πληθωρισμού προς όφελός τους [12].

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι μετά τις μάλλον αργές και περιορισμένης απόδοσης κινήσεις της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων για τη συγκράτηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων που είχαν σχεδόν εξαντληθεί, ο Βενιζέλος απευθύνθηκε τον Ιανουάριο του 1932 στη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία σε αναζήτηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων (σε 4 δόσεις των 12,5 εκατ.), με ταυτόχρονη αναστολή επί πενταετία του χρεολυσίου των εξωτερικών δανείων. Ωστόσο, η επακόλουθη έκθεση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚτΕ δεν ήταν ενθαρρυντική για ένα τέτοιο δάνειο.

Υπό την πίεση των καταστάσεων αλλά και του Τύπου που κατηγορούσε την κυβέρνηση ως διεφθαρμένη, κι ενώ το κυβερνών κόμμα έδειχνε να χάνει τη δημοτικότητά του (όπως αποδείχτηκε στην επαναληπτική εκλογή στο Δήμο Πειραιά το Φεβρουάριο του 1932), ο Βενιζέλος ζήτησε τη σύγκληση των πολιτικών αρχηγών στην οποία πρότεινε τη σύσταση οικουμενικής κυβέρνησης, στο όνομα της οποίας δεχόταν ακόμη και να μην είναι ο ίδιος πρωθυπουργός. Παρότι γενικώς η αντιπολίτευση δεν θεωρούσε λάθος την πολιτική τού πρωθυπουργού για τη διαχείριση της κρίσης, ο Π. Τσαλδάρης, αρχηγός των Λαϊκών, αρνήθηκε τη συμμετοχή σε μια τέτοια κυβέρνηση επειδή θεωρούσε ότι θα τον έφθειρε πολιτικά [13].

Μετά και τη δυσμενή απόφαση του Συμβουλίου της ΚτΕ που αποφαινόταν ότι το θέμα της αναστολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να το λύσει η Ελλάδα μόνη της με τους ξένους ομολογιούχους, το ελληνικό κράτος κήρυξε την 1η Μαΐου προσωρινό χρεοστάσιο. Θα ακολουθήσει η στροφή της Ελλάδας αλλά και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών στον οικονομικό εθνικισμό και στη λογική της αυτάρκειας -άλλο ένα λιθαράκι στο δρόμο της εθνικιστικής πόλωσης που οδήγησε την Ευρώπη στο δεύτερο και καταστροφικότερο «εμφύλιό» της στον 20ο αιώνα.

* * * *

Το χρεοστάσιο του 1843 το χωρίζει από εκείνο του 1893, 50 χρόνια και από εκείνο του 1932, 39 χρόνια. Από την παρ’ ολίγον στάση πληρωμών του 1985 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου (που αποφεύχθηκε χάρη στον άμεσο δανεισμό από την ΕΟΚ και στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα που τον συνόδευσε [14]) μεσολαβεί πάλι μια 50ετία και ως την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου το 2010, άλλα 25 χρόνια. Αν συμπεριλάβουμε και την περίοδο της γερμανικής κατοχής όπου κατέρρευσε πλήρως η οικονομία, δύσκολα θα συναντήσουμε στη νεοελληνική ιστορία μία γενιά που να μην έχει μνήμες κρατικής χρεοκοπίας. Το φαινόμενο παρουσιάζει, λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα επιμονή που ίσως να μπορεί να ενταχτεί στις μακρές συνέχειες του ελληνικού κράτους.

Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι ένα αμιγώς τεχνικό ζήτημα και ότι συνδέεται κάθε φορά με μια καθορισμένη πολιτική ενώ επηρεάζεται και από τις νοοτροπίες, τις ιδεολογίες και τις κοινωνικές πρακτικές τής εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Παρότι χρήζει εμβριθέστερης έρευνας θα μπορούσε κανείς ως υπόθεση εργασίας να αναρωτηθεί αν τα χρεοστάσια του ελληνικού κράτους και η αδυναμία της εκάστοτε πολιτικής ελίτ να διαχειριστεί με χρηστό τρόπο τα δημοσιονομικά ζητήματα συνδέονται με την εγγενή αδυναμία της κοινωνίας και των θεσμών της να αντιληφθούν και να απαντήσουν με ξεκάθαρο τρόπο στα διλήμματα που θέτει ήδη από τον 19ο αιώνα, σε δεδομένες στιγμές, η εξελισσόμενη πάντα μέσα από αντιφάσεις πορεία της νεοτερικότητας της Ελλάδας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1] J.A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, τ. Β’, σελ. 570-5.
[2] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936 (μτφρ Θ. Παρασκευόπουλος), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004, τ. Β. σελ. 694.
[3] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009 [5η εκδ.], τ. Β’, σελ. 856-7.
[4] Γ. Μαργαρίτης, «Οι πόλεμοι. Από τον Πόλεμο του 1897 στη Μικρασιατική Εκστρατεία», στο Χρ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σελ. 165-195.
[5] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους…, τ.Α’, σελ. 507-576.
[6] Λ. Παπαγιαννάκης, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882-1910), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982, σελ. 17-44.
[7] Γ.Β. Δερτιλής, ό.π., τ.Α’, σελ. 584-591.
[8] Χρ. Αγριαντώνη, «Η συγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, 1870-1909», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, τ. 5, σελ. 68.
[9] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους, 1830-1920…, τ. Α’, σελ. 603.
[10] Πιο αναλυτικά για την ταραγμένη αυτή περίοδο βλ. Γ. Γιανουλόπουλος, «Η ευγενής μας τύφλωσις…» Εξωτερική πολιτική και «εθνικά θέματα» από την ήττα του 1897 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1999.
[11] G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936…, βλ. το υποκεφάλαιο, «Τα κόμμα και οι πραιτοριανοί», τ. Β. σελ. 1194-1254.
[12] Χρ. Αγριαντώνη – Γ.Μ. Πανσέληνα, «Η ελληνική οικονομία. Διεθνής κρίση και εθνικός προστατευτισμός», στο Β. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000… τ.7, σελ. 121-134 και Γ. Μητροφάνης, «Η δημόσια οικονομία. Ανασυγκρότηση και κρίση», ό.π., σελ. 141-158.
[13] Γρ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940, Κάκτος, Αθήνα 1997, τ.2, σελ. 101-142.
[14] Π. Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000, Πατάκης, Αθήνα 2001 [9η εκδ.], σελ. 374-5.

ΤΕΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: