13 Ιουλίου, 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ (Γ)

Πριν από το 1906-7, όταν και θα αρχίσει ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αυτές θύμιζαν ακόμη σε πολλά τους ατάκτους φουστανελάδες του 1821 [4]. Οι αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες είναι ένα φαινόμενο με αδιάλειπτη συνέχεια στα 180 χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους, άμεσα συνδεδεμένο ασφαλώς με τα υπαρκτά γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά δεδομένα της περιοχής στην οποία οι συχνές αναταράξεις λόγω του Οθωμανού «μεγάλου ασθενούς» και του Ψυχρού Πολέμου εν συνεχεία, προκαλούσαν αντίστοιχα συχνές αλλαγές του status quo. Ταυτόχρονα, όμως, είχε να κάνει και με τη ροπή της εγχώριας πολιτικής τάξης διαχρονικά σε μια εθνικιστική ρητορική που συνέπαιρνε μεν το εκλογικό Σώμα και δημιουργούσε λαοπρόβλητους «εθνεγέρτες», δεν ανταποκρινόταν όμως πάντοτε σε απτούς εθνικούς κινδύνους.

Σε κάθε περίπτωση, η άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις χρηματαγορές, το 1878 (μετά το συμβιβασμό με τους ομολογιούχους για το δάνειο του 1824-5) την βρήκε ενώπιον εντελώς νέων δεδομένων. Πολιτικά, ήταν η περίοδος που είχε αρχίσει να ανατέλλει το άστρο του φιλελεύθερου Χαρίλαου Τρικούπη ο οποίος, αφενός με τις απόψεις του περί της αρχής της δεδηλωμένης θα κατορθώσει να περιορίσει δραστικά την παρέμβαση του Θρόνου στο πολιτικό παιχνίδι, αφετέρου με την εμμονή του στη μετατροπή του πολιτικού συστήματος σε δικομματικό, θα μπορέσει να βάλει σε εφαρμογή, κάτω από συνθήκες σχετικής πολιτικής σταθερότητας, το μεγάλο του σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του κράτους.

Το σχέδιο αυτό απαιτούσε πριν από όλα μεγάλα κονδύλια για δημόσιες επενδύσεις αλλά η διεθνής οικονομική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για όλα αυτά. Ακριβώς επειδή η ευρωπαϊκή οικονομία βίωνε μια περίοδο ύφεσης μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1873, με αφορμή την κερδοσκοπία γύρω από τα γερμανικά χρεόγραφα, οι επενδυτές βρήκαν στις ανάγκες του ελληνικού κράτους για δανεισμό τον πιο ιδανικό πελάτη τους. Ας σημειωθεί ότι το πάτημα για την άνοδο του Τρικούπη στην εξουσία δόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870 μετά το μείζον θέμα των λαυρεωτικών, που ήταν συνώνυμο της μεγαλύτερης χρηματιστηριακής κρίσης του αιώνα στην Ελλάδα. Με τον τίτλο «λαυρεωτικά» περιγράφεται από τη μία η υπόθεση της εξαγοράς της εταιρείας διαχείρισης των μεταλλείων του Λαυρίου, ιδιοκτησίας του Ιταλού Giovani Battista Serpieri, από τον Ανδρέα Συγγρό το 1873, με τη συνδρομή και παρασκηνιακών παιχνιδιών του Θρόνου. Και από την άλλη, το χρηματιστηριακό σκάνδαλο γύρω από τη μετοχή της Πιστωτικής Τράπεζας συμφερόντων επίσης του μεγαλοτραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης, σκάνδαλο που οδήγησε σε οικονομική καταστροφή εκατοντάδες χιλιάδες μικροαστούς, μικρο-νοικοκυραίους αλλά και απλούς μεροκαματιάρηδες της Αθήνας ή της επαρχίας που είχαν εκστασιαστεί από την εκτόξευση της τιμής της μετοχής σε λίγες μόλις εβδομάδες και είχαν τρέξει αφελώς και αστόχαστα να μπουν στο χρηματιστηριακό πανηγύρι [5].

Η υπόθεση των λαυρεωτικών είναι ιστορικά σημαντική διότι αποτυπώνει το νέο φαινόμενο της διαπλοκής της πολιτικής με την επιχειρηματική τάξη, ιδίως με εκείνη των ομογενών του εξωτερικού με τις μεγάλες επενδυτικές δυνατότητες, ενώ φέρνει στην επιφάνεια και τη μαζική τάση της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας για γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Τάση που θα διαψευστεί και άλλες φορές (π.χ. κραχ του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999) καθώς η οικονομία θα εκχρηματίζεται και θα αποκτά πιο καθαρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, πάντα όμως χωρίς θεσμούς διαφάνειας και προστασίας για τους μικρούς επενδυτές και σε καθεστώς ατιμωρησίας για τους κερδοσκόπους.

ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ 1878-1893: Η ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΑ
ΤΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ

Μέσα από αυτό τον ορυμαγδό που θα προκαλέσει το σκάνδαλο, θα δοθεί η ευκαιρία στον Τρικούπη να νομιμοποιήσει ευρύτερα στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία την ανάγκη για εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις δυτικού τύπου. Είπαμε ότι η κατασκευή δημόσιων υποδομών από το κράτος (οδικό ή σιδηροδρομικό δίκτυο, λιμάνια, εγγειοβελτιωτικά έργα κλπ) θα αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό του τρικουπικού εγχειρήματος, και τα δάνεια των βορειοδυτικών επενδυτών, το μέσο για την πραγματοποίησή του. Η κάμψη του βιομηχανικού καπιταλισμού στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις του, το 1882-1896, θα συμπέσει με την πρώτη καταγεγραμμένη στην ιστορία «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και θα ωθήσει τους κεφαλαιούχους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ολλανδούς στην επένδυση κυρίως σε κρατικά ομόλογα, τράπεζες και σε σιδηροδρόμους που ήταν η νέα μεγάλη «ιδεολογία» της εποχής στο δυτικό κόσμο [6].

Παρότι είναι γεγονός ότι οι ξένοι κεφαλαιούχοι εξαρτούσαν το ύψος της επένδυσης από τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, δηλαδή απέφευγαν ή επένδυαν λίγα σε υπανάπτυκτες χώρες, το ελληνικό κράτος και τα χρεόγραφά του φάνταζαν -και ήταν πράγματι- θελκτικά για τους ίδιους. Έχει καταδειχτεί πειστικά από σχετική έρευνα [7] ότι η αποδοτικότητα των ελληνικών ομολόγων κυμαινόταν στο 19ο αιώνα ανάμεσα σε 9% με 15%, αν υπολογιστεί και ο ανατοκισμός των τόκων, ώστε ο κάτοχός τους ήταν δυνατόν να έχει αποσβέσει το κεφάλαιό του σε πέντε με οκτώ χρόνια. Αναμφισβήτητα, εξαιρετική απόδοση αν σκεφτεί κανείς ότι τα χρεόγραφα των περισσότερων κρατών της εποχής απέδιδαν από 1% έως 6%, και ότι οι προθεσμιακές καταθέσεις στις τράπεζες είχαν επιτόκιο το πολύ 2,5% στο εξωτερικό και 5% στην Ελλάδα.

Είναι αλήθεια βέβαια ότι το προηγούμενο του δανείου της επανάστασης, το 1824-5, και η αδυναμία αποπληρωμής του θα έπρεπε να είχαν κάνει επιφυλακτικούς τους επενδυτές με την (αν)αξιοπιστία του ελληνικού κράτους. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όσοι επένδυσαν στη μακρά διάρκεια και αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά τα χρεόγραφα αυτά, ιδίως την περίοδο 1827-1847, προφανώς σε εξευτελιστικές τιμές, είδαν (όχι οι ίδιοι αλλά οι κληρονόμοι τους) το κεφάλαιό τους έως και να εξαπλασιάζεται, μετά το συμβιβασμό του 1878-1879. Και τούτο διότι ως το 1930 –δηλαδή πάνω από έναν αιώνα μετά τη σύναψη του πρώτου δανείου- ο συμβιβασμός υποχρέωνε το ελληνικό κράτος να καταβάλει αδιαλείπτως στους ομολογιούχους 2,5% επί του κεφαλαίου.

Σημασία έχει τελικά ότι για 14 χρόνια, δηλαδή από το 1878 ως το 1892, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν πρόσβαση σε μια ανεξάντλητη και παγκόσμια αγορά κεφαλαίων. Στην περίοδο αυτή, οι κυβερνήσεις, κυρίως τρικουπικές, προχώρησαν στη σύναψη οκτώ εξωτερικών δανείων συνολικού ύψους 630 εκατ. δραχμών και σε πέντε εσωτερικά δάνεια, περίπου 65 εκατ. δραχμών. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης το μέγεθος των βαρών που έφθασε να αναλάβει τότε το κράτος ήταν υπερ-τετραπλάσιο σε σχέση με τη δεκαεξαετία 1862-1878 όπου (αποκλεισμένο όπως ήταν από τα ξένα χρηματιστήρια) είχε συνάψει μόλις 130 εκατ. δραχμών σε εσωτερικά δάνεια [8]. Αυτή η άνεση που προσέφεραν οι ξένοι πιστωτές ήταν η ευχή και η κατάρα του ελληνικού κράτους και του πολιτικού συστήματος που διαχειριζόταν τις τύχες του.

Το δημόσιο χρέος της χώρας από 60% του ΑΕΠ που ήταν το 1876, έφθασε να διπλασιαστεί σε απόλυτους αριθμούς το 1884 και να τετραπλασιαστεί το 1887. Το 1893, τη χρονιά της επίσημης χρεοκοπίας (ανακοινώθηκε 1η Δεκεμβρίου), είχε εκτιναχτεί στο επταπλάσιο και αντιστοιχούσε στο 230% του ΑΕΠ [9]. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι από κάποια στιγμή κι έπειτα, τα νέα δάνεια εξυπηρετούσαν ουσιαστικά την εξυπηρέτηση των παλαιών τοκοχρεολυσίων. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όπως επισημάνθηκε και προηγουμένως, τα δάνεια αυτά δεν πήγαν πάντα σε παραγωγικούς σκοπούς, ενώ πρέπει να συγκαταμετρηθεί ότι εξαιτίας των επαχθών όρων σύναψής τους, εκδίδονταν όλα κάτω του αρτίου. Έτσι, από το ονομαστικό κεφάλαιο των 630 εκατ. έφθασαν τελικά στα ελληνικά θησαυροφυλάκια μόνο τα 459 εκατ. Είναι γεγονός ότι ένα μέρος αυτών των χρημάτων πήγαν μεν στα δημόσια έργα, συνολικά 120 εκατ. δραχμές, αλλά η απόδοσή τους σε κρατικά έσοδα, μέσω της οικονομικής ανάπτυξης και επομένως των φόρων, είναι αυτονόητο ότι θα αργούσε να φανεί.

Από εκεί και πέρα όμως, άλλα 100 εκατ. πήγαν σε στρατιωτικές δαπάνες (το 1879-1884 αυτές υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με την προηγούμενη 5ετία), και τα υπόλοιπα, δηλαδή πάνω από τα μισά, για τη χρηματοδότηση των αναγκών του δημοσίου (το παιχνίδι των διορισμών δημοσίων υπαλλήλων από τα κόμματα έγινε ανεξέλεγκτο), για έκτακτα έξοδα και για την εξυπηρέτηση του χρέους.Τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής περιορίζονταν έτι περαιτέρω και από τη μονιμοποίηση της αναγκαστικής κυκλοφορίας χρήματος στην οποία οδηγήθηκε το κράτος το 1868 όταν η ανάγκη χρηματοδότησης της κρητικής εξέγερσης το υποχρέωσε στην άρση της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν αφενός η επιβάρυνση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, που ήταν μακράν η μεγαλύτερη τράπεζα εγχωρίως, ως βασικού χρηματοδότη του ελληνικού κράτους (ο Τρικούπης συνήθιζε να προεισπράττει από αυτή μέρος των δανείων), γεγονός που θα της στοίχιζε πολύ, μετά τη χρεωκοπία του 1893∙ αφετέρου η υποτίμηση της δραχμής (εξαιτίας και των κερδοσκοπικών παιχνιδιών εις βάρος της), η ισοτιμία της οποίας έναντι του γαλλικού φράγκου θα φθάσει στο κατώτατο σημείο της το 1895 (1,80:1).


Δεν υπάρχουν σχόλια: