08 Φεβρουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Παρόμοια άποψη για τα μέσα στηρίξεως των Μακεδόνων μεταναστών συμμεριζόταν και η σύνταξη της εφημερίδος Καστοριά, η οποία θεωρούσε πως:

«Μέγα μέρος αυτών είναι θύματα των επιτηδείων της Σόφιας. Μικρά διαφώτηση των εν Αμερική συμπολιτών θα ήταν ωφέλιμος. Θα εξήγαγε τους πλανωμένους εκ της πλάνης και θα διεφώτιζεν αυτούς ότι η ζωή εν Μακεδονία δεν είναι όπως την περιγράφουν οι εφημερίδες της βουλγαρικής προπαγάνδας. Όλοι οι ξένοι που επεσκέφθησαν τη Μακεδονία διεπίστωσαν ότι όλοι εν Μακεδονία διάγουν εν απολύτω ελευθερία, ασφαλεία και ισότητι».

Κοινή ήταν άλλωστε η παραδοχή ότι «ουδείς εκ των μεταναστών» από την ελληνική Δυτική Μακεδονία ήταν δυνατόν να γλιτώσει από τα δίχτυα των πρακτόρων του Κομιτάτου. Θεωρήθηκε, λοιπόν, σημαντικότατη ανάγκη να υπάρξουν στελέχη -και δη κληρικοί- που να μιλούν το ιδίωμα, ώστε με την κατάλληλη χειραγώγηση οι σλαβόφωνοι μετανάστες να επανέλθουν στην ιδεολογία και την εκκλησία «ημών», όπου άλλωστε ανήκαν. Ήδη η ομιλία του Αθηναγόρα σε βουλγαροφώνους Μακεδόνες στην διάλεκτό τους είχε ενθουσιάσει το εκκλησίασμα. Βρισκόταν άλλωστε ακόμη σε «ψυχική κατάσταση δεκτική καλλιεργείας».

Στο τέλος του 1929 και στις αρχές του 1930, οι αστυνομικές και νομαρχιακές υπηρεσίες στη Μακεδονία επιφορτίσθηκαν με το καθήκον να συντάξουν καταλόγους «των αλλογενών Ελλήνων», που από το 1926 είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και στην Αυστραλία. Κριτήρια για την εγγραφή τους στον κατάλογο θα ήταν ο τρόπος της μεταναστεύσεώς τους (συνηθέστερα παράνομα μέσω Βουλγαρίας), η άποψη των αρχών για το εθνικό τους φρόνημα, με βάση τον βίο τους στην Ελλάδα και πολύ σπάνια οι πληροφορίες για την εθνική διαγωγή τους στο διάστημα της παραμονής τους στο εξωτερικό. Όσοι βρέθηκαν να περιλαμβάνονται στον κατάλογο (περίπου 1.000 άτομα) θεωρήθηκε ότι στερούνταν ελληνικής συνειδήσεως, πως δεν είχαν καμία πρόθεση να επανέλθουν και πως αν ποτέ επανέρχονταν, είτε ως Έλληνες είτε ως ξένοι υπήκοοι, θα εργάζονταν κατά των ελληνικών συμφερόντων. Γι' αυτό προτάθηκε η διαγραφή τους από τα οικεία μητρώα και η απαγόρευση εισόδου στη χώρα. Για να είναι εξασφαλισμένη η διοίκηση για τις κινήσεις αυτές, προτάθηκε να αποσπάται δήλωση μη επανόδου από όσους πολίτες ανήκαν στη συγκεκριμένη κατηγορία και είχαν την πρόθεση να μεταναστεύσουν, ώστε να εφαρμοσθεί ευχερέστερα ο νόμος.

Ο «χρυσός αιώνας» της ευρωπαϊκής μεταναστεύσεως στην Αμερική είχε παρέλθει και σε όλη την περίοδο μεταξύ των ετών 1922-1938, το ρεύμα της ελληνικής παλιννοστήσεως από την Αμερική υπήρξε ιδιαιτέρως αυξημένο, σε βαθμό που επήλθε εξισορρόπηση στο μεταναστευτικό ισοζύγιο της χώρας. Το ελληνικό κράτος τήρησε μάλλον καχύποπτη στάση απέναντι σε Μακεδόνες μετανάστες που επανέρχονταν στην πατρίδα. Πληροφορίες από την Αμερική αλλά και από τις τοπικές αρχές της Δυτικής Μακεδονίας ανέφεραν, από την αυγή ήδη της δεκαετίας του 1920, ότι πολλοί φανατικοί «Βούλγαροι», ιδιαίτερα από την περιφέρεια Φλωρίνης, που είχαν φύγει στις ΗΠΑ και τον Καναδά μετά το 1913 ή ακόμη νωρίτερα, επί Τουρκοκρατίας, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις είχαν χρηματίσει μέλη των βουλγαρομακεδονικών συλλόγων στην Αμερική και προπαγάνδιζαν υπέρ της βουλγαρικής υποθέσεως στη Μακεδονία ή έστω αναγκάζονταν να προσποιούνται τους Βουλγάρους για να κερδίζουν την προστασία των βουλγαρομακεδονικών συλλόγων, επέστρεφαν διαθέτοντας πολλά χρήματα, με την υποχρέωση-στόχο να οργανώσουν τα χωριά τους στην ελληνική Μακεδονία υπέρ της βουλγαρικής υποθέσεως.

Η ελληνική διοίκηση, λοιπόν, θεώρησε αρχικά πως ο έλεγχος και ο περιορισμός της επανόδου για όποιον υπήρχε η υποψία ότι στο εξωτερικό είχε μεταβληθεί σε όργανο του Κομιτάτου, θα ήταν λυσιτελής μέθοδος. Το άρθρο 5 του Νόμου 4310 του 1929 ανέφερε, βέβαια, ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα σε πρόσωπα που αποδεδειγμένα με επίσημα έγγραφα κατείχαν την ελληνική υπηκοότητα. Συνδυασμός, ωστόσο, των διατάξεων του νόμου και προεδρικών ή νομοθετικών διαταγμάτων περιόριζε με διάφορα μέσα την επάνοδο σε όσους για διαφόρους λόγους (εθνικής ασφαλείας, παρανόμου αναχωρήσεως, αποβολής ή στερήσεως της ελληνικής υπηκοότητος, αντεθνικής συμπεριφοράς στην ξένη κτλ.) είχαν χαρακτηρισθεί από την ελληνική διοίκηση ως ανεπιθύμητοι για επάνοδο.

Φαίνεται ότι παρόμοια μέτρα αποτροπής της επιστροφής ανεπιθυμήτων ή επικινδύνων μεταναστών ίσχυαν και στη Σερβία. Η εφημερίδα της Σόφιας Μακεδονία σε άρθρο της ανέφερε τις διαμαρτυρίες της Μακεδονικής Πολιτικής Οργανώσεως ΗΠΑ και Καναδά προς τον Υπουργό των Εξωτερικών των ΗΠΑ καθώς και τις επιστολές διαμαρτυρίας που δημοσιεύθηκαν σε αμερικανικές εφημερίδες, όπως οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ή που απεστάλησαν σε προσωπικότητες των ΗΠΑ, σχετικά με την απαγόρευση που επέβαλαν οι σερβικές αρχές σε Αμερικανό πολίτη σερβικής καταγωγής, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ ήδη είκοσι χρόνια πριν, επί Τουρκοκρατίας ακόμη, και θέλησε να επισκεφθεί την πατρίδα του, τον Περλεπέ της σερβικής Μακεδονίας, για να πάρει μαζί του στις ΗΠΑ την μητέρα του, με το αιτιολογικό ότι στις ΗΠΑ χρημάτισε ταμίας επαναστατικής οργανώσεως στην Πενσιλβάνια.

Έτσι, η Κεντρική Υπηρεσία Αλλοδαπών του Ελληνικού Υπουργείου των Εσωτερικών υπέβαλε τον Αύγουστο του 1930 στο Υπουργείο των Εξωτερικών κατάλογο, που περιελάμβανε όσους Σλαβοφώνους είχαν μεταναστεύσει από την Μακεδονία προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά έως το πρώτο εξάμηνο του 1930, με την πρόταση να διαγραφούν από τα μητρώα ως Έλληνες υπήκοοι. Το Υπουργείο των Εξωτερικών, μπροστά στις «απειλές» που οι πληροφορίες ανέφεραν ότι ελλόχευαν από την επιστροφή Μακεδόνων μεταναστών, συμφώνησε στην εφαρμογή των απαγορευτικών διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας στις περιπτώσεις αλλογενών εμφορουμένων υπό μισελληνικά αισθήματα και «λίαν επικινδύνων» για την ασφάλεια της χώρας. Επέστησε, ωστόσο, στις αρμόδιες αρχές την προσοχή για την αποφυγή του υπερβολικού ζήλου των κατωτέρων διοικητικών οργάνων και τις σοβινιστικές υπερβολές καθώς και την εξασφάλιση προσεκτικής διερευνήσεως και την εφαρμογή του μέτρου της δήλωσης προθέσεως μεταναστεύσεως των αναχωρούντων αλλογενών κατά την αναχώρησή τους.

Τον Ιανουάριο του 1931, το Υπουργείο Στρατιωτικών και το Υπουργείο Εσωτερικών διέταξαν τις νομαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας να διαγράψουν από τα μητρώα αρρένων τους Έλληνες σλαβόφωνους υπηκόους, που είχαν χαρακτηρισθεί επικίνδυνοι από εθνικής απόψεως και βρίσκονταν στο εξωτερικό. Σε όσους είχαν επανέλθει, θα γίνονταν οι απαραίτητες υποδείξεις να αναχωρήσουν από την χώρα στο διάστημα που όριζε η άδεια παραμονής τους. Μόνο για να μη μειώνεται το εθνικό γόητρο και το κρατικό συμφέρον αποφασίσθηκε ότι εφόσον έφθαναν τέτοιοι μετανάστες στα σύνορα της χώρας με κανονικά διαβατήρια, τίποτε άλλο δεν μπορούσε να γίνεται από το να επιτρέπεται η είσοδός τους στη χώρα. Γι' αυτό διατάχθηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου διαβατηρίων στις εισόδους της χώρας να μην παρεμποδίζουν την επάνοδό τους.

Τον ίδιο μήνα, Ιανουάριο του 1931, αντίγραφο του καταλόγου των «σλαβοφώνων εκ Μακεδονίας και αποδημησάντων στο εξωτερικό και διαγραφέντων εκ των μητρώων του κράτους» κοινοποιήθηκε στις ελληνικές διπλωματικές αντιπροσωπείες του εξωτερικού, κυρίως της Βορείου Αμερικής, με τη σύσταση στους εγγεγραμμένους του καταλόγου να μην χορηγείται ελληνικό διαβατήριο ή θεώρηση για την Ελλάδα ή για κάποια από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, ως ενδιάμεσο σταθμό στο ταξίδι της επιστροφής τους στην Ελλάδα. Απ' όσους πάλι δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο, οι προξενικές αρχές, εφόσον είχαν υπόνοιες ότι επρόκειτο για αλλογενείς Σλαβοφώνους, ώφειλαν να ζητούν πρόσφατο πιστοποιητικό της οικείας κοινοτικής ή δημοτικής αρχής στην Ελλάδα, που να βεβαιώνει ότι ο ενδιαφερόμενος παρέμενε εγγεγραμμένος στα μητρώα του κράτους και μόνον τότε θα εκδίδονταν ελληνικό διαβατήριο ή θεώρηση επανόδου.

Κατά την εφαρμογή του μέτρου, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι οι κατά τόπους Διοικήσεις Χωροφυλακής είχαν χαρακτηρίσει ορισμένους μάλλον αβασάνιστα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι νομάρχες είχαν διαφορετική γνώμη. Ζητήθηκε λοιπόν η σύνταξη νέου καταλόγου, μετά την επανεξέταση των στοιχείων, προς αποφυγήν εφαρμογής υπερβολικών μέτρων αποκλεισμού. Η σχετική σύσταση πρότεινε ως ασφαλές κριτήριο αν ο μεταναστεύων είχε εγκαταλείψει πίσω του την οικογένειά του και τυχόν ακίνητη περιουσία.

Έτσι, την άνοιξη του 1931 το Υπουργείο Εξωτερικών, υιοθετώντας και σχετική πρόταση του Νομάρχου Φλωρίνης Β. Μπάλκου, ζήτησε από τις νομαρχίες των Γενικών Διοικήσεων Μακεδονίας (και Θράκης), όπου διαβιούσαν σλαβόφωνοι πληθυσμοί, την «όλως αθορύβως» σύνταξη ονομαστικών καταλόγων των μεταναστών στην Αμερική, ανά χωριό καταγωγής (με τα στοιχεία της ημερομηνίας αναχωρήσεως, τον τόπο διαμονής τους στην Αμερική, τον χρόνο της εκεί παραμονής τους κτλ.).

Η Νομαρχία Φλωρίνης έκρινε ότι ο αρχικός κατάλογος είχε συνταχθεί βάσει τυχαίων και μη διασταυρωμένων πληροφοριών που είχαν συλλέξει οι τοπικοί σταθμοί Χωροφυλακής, ότι περιελάμβανε πρόσωπα τελείως ακίνδυνα, ενώ παρέλειπε άλλα εξαιρετικά επικίνδυνα από εθνικής απόψεως και ότι στα πιστοποιητικά φρονημάτων χαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι «δικοί μας» και τανάπαλιν, με κίνδυνο να δημιουργήσουν οι ίδιες οι αρχές Βουλγάρους «εκ των ημετέρων». Η απαγόρευση επανόδου καλώς ίσχυε σε ορισμένες περιπτώσεις εξακριβωμένως επικινδύνων ατόμων, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε η δυνατότητα επανερχόμενος ο μετανάστης στην Ελλάδα, να μεταστρέψει εθνικά αισθήματα. Γι' αυτό, λοιπόν, το καλοκαίρι του 1931 η Νομαρχία Φλωρίνης, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεωρήσεως των καταλόγων, προχώρησε στην εξής κατηγοριοποίηση των εγγεγραμμένων:

α) Οι ξεκάθαρα και αποδεδειγμένα «βουλγαροφρονούντες», για τους οποίους δεν υπήρχε καμία αντίρρηση για άμεση διαγραφή τους, εφόσον βρίσκονταν στο εξωτερικό. Σε όσους, ωστόσο, είχαν επανέλθει στην Ελλάδα, καλό θα ήταν να τους επιτραπεί να παραμείνουν, καθώς ήταν πλέον εύκολη η παρακολούθησή τους.

β) Οι «κυμαινόμενοι», τους οποίους το ελληνικό κράτος θα έπρεπε με κατάλληλη πολιτική να προσεγγίσει και όχι να αποξενώσει ακόμη περισσότερο. Άλλωστε, με τον τρόπο αυτόν ήταν ευκολώτερη η παρακολούθηση και ο έλεγχος των φρονημάτων τους, ενώ στο εξωτερικό έπεφταν απλώς θύματα της φανατικά εχθρικής βουλγαρικής προπαγάνδας.

γ) Οι «ελληνοφρονούντες», των οποίων οι οικογένειες είχαν λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, είχαν μάλιστα προσφέρει και θύματα στον εθνικό αγώνα υπέρ της πατρίδος, τους οποίους χώριζε χάσμα βαθύ από τους βουλγαρόφρονες. Ακόμη και αν αυτοί στην Αμερική είχαν ενταχθεί σε βουλγαρομακεδονικούς συλλόγους, το γεγονός δε σήμαινε αναγκαστικά ότι είχαν μεταστραφεί τα εθνικά τους αισθήματα. Επρόκειτο μάλλον για κίνηση ανάγκης για ηθική και υλική υποστήριξη, την οποία η Ελλάς αδυνατούσε να παράσχει μέσω των ανύπαρκτων ή υποτυπωδώς λειτουργούντων συλλόγων του εξωτερικού.

Αφού ανέλυε το σκεπτικό, βάσει του οποίου προωθούνταν η ανασύνταξη του καταλόγου και τις σκοπιμότητες που έπρεπε να εξυπηρετηθούν, ο Νομάρχης Φλωρίνης Β. Μπάλκος πρότεινε ως βασικό εργαλείο-κριτήριο για την επιλογή των ανεπιθυμήτων οι προξενικές αρχές της Αμερικής να χορηγούν διαβατήρια επανόδου μόνον σε όσους Έλληνες υπηκόους (ανεξαρτήτως αν αναγράφονταν στους πίνακες διαγραπτέων) οι πρόεδροι των οικείων κοινοτήτων στην Ελλάδα εφοδίαζαν, μετά την έγκριση της νομαρχίας, με πιστοποιητικό ιθαγενείας.

Το Υπουργείο Εξωτερικών προφανώς αποδέχθηκε τις προτάσεις της Νομαρχίας Φλωρίνης για αναθεώρηση του πίνακα ανεπιθυμήτων, τη χορήγηση αδειών επανόδου και τις μεθοδεύσεις για την προσέγγιση των Σλαβοφώνων, τις οποίες προώθησε στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Φαίνεται ότι η διαδικασία αναθεωρήσεως του καταλόγου των ανεπιθυμήτων Σλαβοφώνων, διαγραφέντων από τα μητρώα του κράτους ως επικινδύνων για την δημόσια ασφάλεια, διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι το 1933. Ο αρχικός κατάλογος των 924 εγγεγραμμένων, που είχε ξεσηκώσει γενική αντίδραση για το αβάσιμο και τα αβασάνιστο της συντάξεώς του, κατέληξε να περιλαμβάνει, μετά από ελέγχους και διασταυρώσεις στοιχείων, 344 σλαβόφωνους μετανάστες από την περιφέρεια Φλωρίνης, οι οποίοι, με βάση το παρελθόν τους στην Ελλάδα και την διαγωγή τους στο εξωτερικό, κρίθηκαν ανεπιθύμητοι λόγω των φιλοβουλγαρικών αισθημάτων που κρίθηκε πως διακατείχαν τους ιδίους και τις οικογένειές τους.

Στα μέσα του 1934 νομάρχης Φλωρίνης ανέλαβε ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης, γνώστης της καταστάσεως στην περιοχή ήδη από την εποχή της δράσεώς του στον Μακεδονικό Αγώνα. Το γεγονός ότι κάποιες από τις πρώτες του εκθέσεις (μαζί με άλλες για την εθνολογική σύσταση του νομού του και το φρόνημα των κατοίκων του) αφορούσαν το ζήτημα της επανόδου μεταναστών της περιφέρειάς του και την ανάγκη αναθεωρήσεως του καταλόγου των ανεπιθυμήτων, αποκαλύπτει πόσο οξύ παρουσιαζόταν το πρόβλημα για την διοίκηση, ίσως και για την τοπική κοινωνία. «Κατάστασις των εις το εξωτερικόν ευρισκομένων και επιθυμούντων να επανέλθωσιν εις Ελλάδα», που βρέθηκε στο αρχείο του Νικολαΐδη χωρίς χρονολόγηση αλλά το πιθανότερο μεταξύ Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου του 1934, προδίδει ότι η εμβριθής ενασχόληση με το ζήτημα οδήγησε τον νομάρχη Φλωρίνης να υιοθετήσει ηπιότερες πρακτικές.

Η κατάσταση περιέχει τις περιπτώσεις 40 ατόμων, που ζητούσαν από τη Νομαρχία Φλωρίνης έγκριση επανόδου, βάσει των ισχυουσών διατάξεων. Οι 40 αυτοί μετανάστες καταγόταν από 28 οικισμούς (πόλεις και χωριά της τότε Νομαρχίας Φλωρίνης που περιελάμβανε και την Καστοριά) και βρισκόταν εγκατεστημένοι στις ΗΠΑ (15), στην Αυστραλία (9), στον Καναδά (6), στη Βουλγαρία (6), στην Τουρκία (2) καθώς και στην Γιουγκοσλαβία (1) και στην Αγγλία (Λονδίνο, 1). Η κατάσταση, εκτός από τα βασικά στοιχεία όσων είχαν υποβάλει αίτηση επανόδου (ονοματεπώνυμο, τόπος καταγωγής, έτος γεννήσεως και τόπος παραμονής στο εξωτερικό), περιλαμβάνει και ολιγόλογες πληροφορίες για το φρόνημα και την διαγωγή καθενός στο εξωτερικό και μαζί μία εγκριτική ή αρνητική γνωμάτευση περί επανόδου τους (χειρόγραφο «ναι» ή «όχι»).

Η νομαρχία αποφάσισε ότι η τακτική αναθεώρηση του καταλόγου των «ανεπιθυμήτων» ήταν απαραίτητη για την αποφυγή οιασδήποτε πλάνης κατά τη σύνταξή του, καθώς έκρινε ότι η «εθνική ψυχολογία» ήταν κάτι ευμετάβλητο. Η γνώση, εξάλλου, σχετικά με την κατάσταση των εν Αμερική σλαβοφώνων μεταναστών θεωρήθηκε απαραίτητη «διότι εξ αύτης λαμβάνει τις και ιδέαν τινά περί του πώς δι' αυτών ενθαρρύνονται οι ενταύθα [στην Ελλάδα] Σλαβόφωνοι εις το να εμμένωσι συμπαθούντες εις τον βουλγαρισμόν».

Προς τα τέλη του 1934, η Νομαρχία Φλωρίνης προέβη σε επανεξέταση του πίνακα των ανεπιθυμήτων προς επάνοδο σλαβοφώνων μεταναστών και μείωσε τον αριθμό τους σε 279 άτομα, καταγόμενα από το νομό Φλωρίνης. Μάλιστα, κατένειμε τους εγγεγραμμένους σε τέσσερις κατηγορίες και ισάριθμους πίνακες.

Ο πρώτος πίνακας περιελάμβανε 94 άτομα, τα οποία, κατά τη Νομαρχία Φλωρίνης, έπρεπε με κάθε τρόπο να διαγραφούν από τα μητρώα και να παραμείνουν σε ισχύ τα ερυθρά δελτία που είχαν καταρτισθεί εις βάρος τους, αν και κάποιοι φέρονταν ως πεθαμένοι. Σε όλους αυτούς με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να εκδίδεται άδεια επανόδου στη χώρα.

Ο δεύτερος πίνακας περιελάμβανε 17 πρόσωπα, τα οποία συμπεριλαμβάνονταν στους παλαιοτέρους πίνακες, ωστόσο δε φαίνονταν ποτέ ως εγγεγραμμένοι στα μητρώα των κοινοτήτων εκείνων που οι παλαιότεροι κατάλογοι ανέφεραν ως τόπο καταγωγής τους. Ουσιαστικά, επρόκειτο για άτομα τελείως άγνωστα. Είτε επρόκειτο λοιπόν για ψευδώνυμα ή ήταν άτομα από καιρό ξενιτεμένα. Παρ' όλα αυτά, η διατήρηση των ερυθρών δελτίων και η ισχύς των απαγορεύσεων κρινόταν φρονιμότερη.

Ο τρίτος πίνακας περιελάμβανε 63 πρόσωπα, τα οποία βαρύνονταν με πληροφορίες περί κακής διαγωγής τους στο εξωτερικό. Οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν επαρκείς για την διαγραφή τους από τα μητρώα, επομένως έπρεπε να παραμείνουν εγγεγραμμένοι στα μητρώα και να καταστραφούν τα ερυθρά δελτία που είχαν καταρτισθεί εις βάρος τους. Τα προξενεία θα επιλαμβάνονταν της εξακριβώσεως του φρονήματος και της διαγωγής τους και σε κάθε περίπτωση θα συνεννοούνταν με το Υπουργείο Εξωτερικών για τυχόν έκδοση διαβατηρίου επανόδου τους.

Τέλος, ο τέταρτος πίνακας περιελάμβανε 105 πρόσωπα, τα οποία θεωρούνταν ακόμη ύποπτα μόνο και μόνο επειδή περιλαμβάνονταν στον πίνακα των 344 του 1933, χωρίς όμως να έχει διευκρινισθεί εάν αυτό είχε συμβεί με βάση εξακριβωμένες πληροφορίες για την διαγωγή τους στο εξωτερικό. Τα πρόσωπα αυτά καλό θα ήταν να παραμείνουν εγγεγραμμένα στα μητρώα της χώρας και να καταστραφούν τα ερυθρά δελτία εις βάρος τους. Απλώς, σε κάθε περίπτωση αιτήματός τους για άδεια επανόδου στη χώρα, οι προξενικές αρχές έπρεπε να συνεννοούνται με το Υπουργείο Εξωτερικών, προκειμένου μετά από έρευνα και τη σχετική έγκριση του Υπουργείου να εκδίδεται η αιτουμένη άδεια. Η γνώση λ.χ. της ελληνικής ήταν κριτήριο σημαντικό για το ανεπιθύμητο ή όχι.

Με βάση την πρότασή της, την οποία έθεσε σε άμεση εφαρμογή, πιστοποιητικά ιθαγενείας δεν θα έπρεπε να εκδίδονται για όσους δικαιολογημένα και μόνον είχαν διαγραφεί από τους καταλόγους ιθαγενείας (τους εγγεγραμμένους στους δύο πρώτους πίνακες, συνολικά περίπου 110 άτομα). Στους υπολοίπους, τους οποίους βάραιναν μόνον υποψίες και ανεξακρίβωτες πληροφορίες, θα ήταν δυνατό να επιτρέπεται να επιστρέψουν στην Ελλάδα, με μόνη επιφύλαξη ότι προηγουμένως τα σχετικά πιστοποιητικά θα αποστέλλονταν στο Υπουργείο Εξωτερικών μαζί με όλες τις υπάρχουσες πληροφορίες, ώστε τελικά το Υπουργείο να κρίνει και να τα αποστέλλει μέσω των κατά τόπους προξενικών αντιπροσωπειών.

Παρά τις αναθεωρήσεις προς το δικαιότερο και ακριβέστερο, στα 1936 η κατάσταση πρακτικά δεν είχε βελτιωθεί πολύ. Άνθρωποι που κατά κύριο λόγο είχαν μεταναστεύσει για λόγους καθαρά οικονομικούς, για την δημιουργία κάποιας περιουσίας στο εξωτερικό κτλ. δουλεύοντας χρόνια ολόκληρα, συναντούσαν πλείστα όσα προβλήματα στην επιστροφή τους. Οι ελληνικές αρχές δεν ήταν ακόμη σε θέση να αποφαίνονται με πεποίθηση σε ποιούς μπορούσε να επιτρέπεται η επάνοδος και να απαγορεύεται στους υπολοίπους, επομένως υπήρξαν περιπτώσεις που δεν επιτράπηκε η επάνοδος στη χώρα σε άτομα που είχαν στην Ελλάδα κτήματα και οικογένεια. Ήταν όμως «λυπηρόν» τόσοι Έλληνες [Μακεδόνες] μετανάστες να εκπατρίζονται ως εχθροί της πατρίδος, με εξαίρεση κάποιους λίγους που ήταν όντως εγγεγραμμένοι στις βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις.

Γι' αυτό, ο νέος Νομάρχης Φλωρίνης Ιωάννης Τσακτσίρας πρότεινε την αντίστροφη διαδικασία ελέγχου των καταλόγων. η νομαρχία, δηλαδή, να συντάξει η ίδια λεπτομερείς πίνακες τοιούτων ατόμων, με διευθύνσεις και στοιχεία για την εν γένει δράση τους στην Ελλάδα. Οι πίνακες θα διαβιβάζονταν στις οικείες προξενικές αρχές, οι οποίες θα εξέδιδαν διαβατήρια επανόδου βάσει των πινάκων και αφού εξακριβώνονταν η δράση στο εξωτερικό από εθνικής απόψεως. Τα κατά τόπους προξενεία, αξιοποιώντας τις πληροφορίες των αστυνομικών αρχών Φλωρίνης, μπορούσαν να εξακριβώνουν την εν γένει δράση ατόμων που κατάγονταν από το νομό Φλωρίνης στο εξωτερικό και μπορούσαν με ασφάλεια να αρνούνται την έκδοση διαβατηρίων σε άτομα, για τα οποία η Ασφάλεια Φλωρίνης μπορεί να μην διέθετε επιβαρυντικά στοιχεία, ήταν δυνατόν όμως να εμφορούνται από αντεθνικά φρονήματα και να εργάζονται ποικιλοτρόπως εις βάρος των εθνικών ιδεών στο εξωτερικό.

Το Υπουργείο Εξωτερικών, όμως, έκρινε την εξακρίβωση από τις προξενικές αρχές του εξωτερικού της διαγωγής του καθενός και του εθνικού του φρονήματος ως δυσεφάρμοστη, καθ' όσον οι Έλληνες στις ΗΠΑ και τον Καναδά (αλλά και στην Αυστραλία) βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε όλες τις μεγάλες πόλεις και πολιτείες και δεν ήταν εύκολο να αναζητηθούν στοιχεία για τον καθένα ξεχωριστά. Άλλωστε, το δίκτυο των ελληνικών προξενικών αρχών δεν κάλυπτε σε καμία περίπτωση όλη την έκταση των χωρών αυτών, ενώ οι πληροφορίες που μπορούσαν να παρέχουν οι άμισθοι κατά τόπους πρόξενοι δεν ήταν οι ασφαλέστερες για να στηριχθεί κανείς και να ασκήσει πολιτική.

Υπενθύμιζε, λοιπόν, το Υπουργείο την υποχρέωση που είχε η Νομαρχία Φλωρίνης και οι λοιπές νομαρχίες να μην εκδίδουν πιστοποιητικά ιθαγενείας για Σλαβοφώνους, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει με βουλγαρικά διαβατήρια και, σύμφωνα με τους κείμενους νόμους, είχαν διαγραφεί υποχρεωτικά από τα οικεία μητρώα αρρένων ως αναχωρήσαντες άνευ πνεύματος επιστροφής, στερούμενοι πλέον κάθε δικαιώματος επανόδου στη χώρα. Το Υπουργείο Εξωτερικών διατηρούσε πάντα την ευθύνη τελικής επικυρώσεως των απαιτουμένων πιστοποιητικών. Αν και ήταν γνωστό ότι συνέβαιναν αδικίες εις βάρος προσώπων που ποτέ δεν είχαν αναμιχθεί σε αντεθνικές ενέργειες ενώ αντιθέτως ήταν δυνατόν να επανέρχονται ορισμένα άτομα που ήταν ανεπιθύμητα από κάθε άποψη, ωστόσο αυτή παρέμενε η μόνη ενδεδειγμένη μέθοδος και κανένα λάθος -αναπόφευκτο, άλλωστε, από τη φύση και την έκταση των μέτρων αλλά και την δυσκολία εφαρμογής τους- δεν δικαιολογούσε την αναθεώρηση των απαγορευτικών μέτρων. Άλλο σύστημα δεν φαινόταν δυνατό να εφαρμοσθεί.

Όμως, το ζήτημα της επανόδου Δυτικομακεδόνων μεταναστών δεν προκάλεσε προβλήματα ή έλλειψη συντονισμού μόνον ανάμεσα στις υπηρεσίες της ελληνικής διοικήσεως στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό. Περιπλοκές σημειώθηκαν και στις σχέσεις της Ελλάδος με τις χώρες υποδοχής Ελλήνων μεταναστών, κυρίως με τις ΗΠΑ, με αφορμή περιπτώσεις Δυτικομακεδόνων μεταναστών, οι οποίοι, απελαυνόμενοι για οποιονδήποτε λόγο από την χώρα αυτή, βρίσκονταν κυριολεκτικά χωρίς πατρίδα, καθώς δεν είχαν δικαίωμα να επανέλθουν ούτε στην Ελλάδα, εφόσον περιλαμβάνονταν στους πίνακες των διαγραπτέων και ανεπιθυμήτων.

Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας είχε υποχρεωθεί να επιτρέψει την αποβίβαση σε τέτοιου είδους επανερχομένους μετανάστες, ακριβώς για να αποφευχθούν επιπλοκές στη συνεργασία με τις εν Ελλάδι ξένες αντιπροσωπείες. Στο τέλος του 1931, το αμερικανικό προξενείο Θεσσαλονίκης ήλθε σε απ' ευθείας επικοινωνία με προέδρους κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας της περιφερείας Φλωρίνης σχετικά με τα στοιχεία ταυτότητος μεταναστών γεννημένων εκεί, ζητώντας επιβεβαίωση των στοιχείων τους και ημερομηνίες αναχωρήσεώς τους καθώς και εάν ήταν εγγεγραμμένοι στα μητρώα ως Έλληνες πολίτες. Λίγες ημέρες αργότερα, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα επέδωσε στο Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών τρεις διακοινώσεις και ζητούσε να δοθεί εντολή στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον να εκδώσει διαβατήρια επανόδου από τις ΗΠΑ σε Έλληνες πολίτες εγγεγραμμένους στα μητρώα των κοινοτήτων, από τις οποίες κατάγονταν.

Οι ενέργειες του αμερικανικού προξενείου προκάλεσαν την οργή των αρμοδίων ελληνικών αρχών, που τις χαρακτήρισαν «απαράδεκτες». Σύμφωνα με το Διοικητικό Τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών, σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητες του προξενείου να ελέγχει με τον τρόπο αυτόν τη λειτουργία των ελληνικών προξενικών αρχών στις ΗΠΑ, οι οποίες αρνούνταν να χορηγήσουν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα (διαβατήρια επανόδου) σε άτομα από την Ελλάδα που βρισκόταν υπό διαδικασία απελάσεως. Οι ενέργειες του αμερικανικού προξενείου Θεσσαλονίκης θεωρήθηκαν εκβιαστικές, προκειμένου η Ελλάς να δεχθεί την επιστροφή ατόμων που είχαν θεωρηθεί ανεπιθύμητα και επικίνδυνα για την εθνική της ασφάλεια. Η γνώμη της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας ήταν ότι ο Αμερικανός πρόξενος Θεσσαλονίκης δεν είχε κανένα δικαίωμα, σύμφωνα με τις υφιστάμενες διμερείς και διεθνείς συμβάσεις, να αλληλογραφεί απ' ευθείας με ελληνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές για θέματα άλλα από την υπεράσπιση των συμφερόντων Αμερικανών πολιτών ή προς διαμαρτυρία για τυχόν παραβίαση υφισταμένων συνθηκών και συμβάσεων. Για τον λόγο αυτόν, έπρεπε να γίνουν οι απαραίτητες υποδείξεις στην αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών ότι μόνον το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ήταν αρμόδιο να αποφασίζει και να πληροφορεί σχετικά τις αμερικανικές αρχές για το ποιός είναι Έλληνας υπήκοος και ποιός όχι.

Μεταπολεμική μετανάστευση

Μεταξύ των ετών 1940-44, δεν παρουσιάζονται σημαντικές μεταναστευτικές εκροές, με εξαίρεση όσους εκτοπίσθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής στη Μακεδονία ή λίγο αργότερα τους κατοίκους των βορείων επαρχιών της χώρας, που εξαιτίας των επιχειρήσεων του Εμφυλίου Πολέμου υποχρεώθηκαν κατά τη λήξη του να εγκαταλείψουν την χώρα. Όμως αυτοί δεν έχουν θέση σε αυτήν εδώ την αναφορά. Εθελούσια εξωτερική μετανάστευση επαναλήφθηκε από το 1946 και εξής, αρχικά με σχετικώς βραδύ ρυθμό: Λιγότερα από 10.000 άτομα κατ' έτος μετανάστευαν από την Ελλάδα μέχρι το 1953 με εξαίρεση το 1951, οπότε μετανάστευσαν 14.155. Από τους υπερπόντιους μετανάστες, οι λιγότεροι κατευθύνονταν από το 1948 προς τις ΗΠΑ, ενώ τα 2/3 αυτών ταξίδεψαν προς τον Καναδά και κυρίως προς την Αυστραλία. Επρόκειτο όχι μόνον για ακτήμονες αγρότες αλλά πλέον και για τεχνίτες και όχι μόνον από τις οικονομικά καθυστερημένες περιοχές της χώρας αλλά και από τις πιο ανεπτυγμένες, όπως η Μακεδονία και η περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος-Ευβοίας. Αλλά και η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση, που άρχισε να εντείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1960, προέρχονταν κυρίως από την Μακεδονία, τη Στερεά, την Εύβοια και την Πελοπόννησο και αφορούσε κατά κύριο λόγο τεχνίτες-εργάτες, ειδικευμένο τμήμα του εργατικού δυναμικού και όχι υποαπασχολούμενο αγροτικό δυναμικό.

Αμέσως μετά τον Πόλεμο, άρχισαν να φθάνουν στα χέρια των αρμοδίων κυβερνητικών υπηρεσιών της Αυστραλίας υπομνήματα και επιστολές ιδιωτών αλλά και φορέων από την Ελλάδα με διάφορα αιτήματα, συνηθέστερα ζητώντας διευκρινίσεις για τις δυνατότητες μεταναστεύσεως. Τον Σεπτέμβριο του 1945, οι κάτοικοι της κοινότητος Ριζού Πέλλης έστειλαν επιστολή στο Υπουργείο Εσωτερικών της Αυστραλίας ζητώντας να τους επιτραπεί να μεταναστεύσουν εκεί. Όπως έγραφαν, πληροφορήθηκαν από εφημερίδα της Θεσσαλονίκης για την πρόθεση της κυβερνήσεως της Αυστραλίας να επιτρέψει την μετανάστευση Ελλήνων. Οι 35 οικογένειες -συνολικά 200 άτομα, ενήλικοι και παιδιά- του Ριζού αποφάσισαν να μεταναστεύσουν προς μόνιμη εγκατάσταση στην Αυστραλία για οικονομικούς κυρίως λόγους. Προβλήματα αντιμετώπιζαν και παλαιότερα, έγραφαν, ωστόσο μετά τον πόλεμο τα πράγματα είχαν χειροτερέψει, καθ' όσον οι εισβολείς είχαν κάψει το χωριό τους και είχαν λεηλατήσει το βιος τους. Η μικρή σε έκταση γη που διέθεταν και καλλιεργούσαν, δεν επαρκούσε για να επιβιώσουν. Μπορεί η ψυχή τους να γέμιζε θλίψη που θα εγκατέλειπαν την πατρίδα τους, ωστόσο επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στη χώρα, με τα τέκνα της οποίας είχαν πολεμήσει πλάι-πλάι για την ελευθερία των λαών.

Τάση για αθρόα μετανάστευση στην Αυστραλία εκδηλωνόταν και από την περιφέρεια της Δράμας, ήδη τον Ιούλιο του 1945. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους, οι κάτοικοι του Δοξάτου Δράμας απέστειλαν επιστολή-αίτηση προς τον υπουργό Εσωτερικών της Αυστραλίας δηλώνοντας την επιθυμία τους να μεταναστεύσουν προς εγκατάσταση στην Αυστραλία. Επειδή δεν διέθεταν συγγενείς μετανάστες εκεί για να τους προσκαλέσουν, απευθύνθηκαν απ' ευθείας στον υπουργό, με την ελπίδα ότι θα επετύγχαναν τον στόχο τους, να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους να καταφέρουν να ζουν εργαζόμενοι, όπως έγραφαν. Ήταν αγρότες με παράλληλη κτηνοτροφική δραστηριότητα και εξέφραζαν την πρόθεσή τους να εργασθούν στην Αυστραλία ως αγροτοκαλλιεργητές, για την ευημερία της χώρας και των οικογενειών τους. Επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν οικογενειακώς, καθ' όσον έκριναν πως εάν κάποια μέλη των οικογενειών τους έμεναν πίσω στην Ελλάδα, δεν θα κατάφερναν να επιβιώσουν.

Προς το τέλος του 1945 οι κάτοικοι του Δοξάτου επανήλθαν με νέα επιστολή, αυτή την φορά προς το Αυστραλιανό Υπουργείο των Εξωτερικών, ζητώντας να μεταναστεύσουν, για να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αυστραλία. Επειδή είχαν μάθει πως η κυβέρνηση της χώρας θα δεχόταν Έλληνες μετανάστες, έστελναν κατάλογο με τα ονόματα και τον αριθμό μελών των οικογενειών τους και απηύθυναν έκκληση στα «αισθήματα αγάπης» και ανθρωπισμού των Αυστραλών για την Ελλάδα.

Αντιμέτωπη με τις φήμες που διέτρεχαν απ' άκρου εις άκρον την Ελλάδα (και την Μακεδονία) και την πλημμυρίδα των αιτήσεων -συχνά μάλιστα ομαδικών, που αφορούσαν ολόκληρα χωριά- για μετανάστευση προς την Αυστραλία, η αντιπροσωπεία του Αυστραλιανού Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη ενημέρωνε, τον Δεκέμβριο του 1945, την Γενική Διοίκηση Δυτικής Μακεδονίας πως καμία απόφαση δεν είχε ληφθεί σχετικά με την μετανάστευση Ευρωπαίων στην Αυστραλία για μόνιμη διαμονή, οπότε καμία πιο συγκεκριμένη απάντηση δεν μπορούσε να δοθεί σε όσους ρωτούσαν σχετικά.

Από την αλληλογραφία της Γενικής Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας, από τις διακηρύξεις και τις ανακοινώσεις που δημοσιεύονταν στον ημερήσιο τύπο της Θεσσαλονίκης την εποχή εκείνη καθώς και από στοιχεία που προέρχονται από τα αρχεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προκύπτει πως από το τέλος του 1945 μέχρι το 1947 ιδρύθηκαν στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον τέσσερις σύλλογοι μεταναστών: η «Ένωση Ελλήνων Μεταναστών δι' Αυστραλίαν Μακεδονίας - Θράκης», ο «Σύλλογος των προς Μετανάστευσιν εις το Εξωτερικόν Ελλήνων», ο Σύνδεσμος Ελλήνων Μεταναστών «Ο Μετανάστης» και ο «Σύλλογος Ελλήνων Μεταναστών Βορείου Ελλάδος». Επίσης πληροφορούμαστε την ύπαρξη και την δράση της «Ενώσεως Μεταναστών Βερροίας και Περιφερείας». Όλοι τους είχαν σκοπό την διευκόλυνση της ομαδικής μεταναστεύσεως των μελών τους στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Νότιο Αφρική, τον Καναδά, την Αργεντινή, τη Βραζιλία και τη Μαδαγασκάρη.

Δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο πόσο δραστήριοι υπήρξαν οι σύλλογοι αυτοί, εάν αποτέλεσαν ομάδες πιέσεως για την εξυπηρέτηση της επιθυμίας των μελών τους να μεταναστεύσουν -που ήταν και ο σκοπός της ιδρύσεώς τους- και πόσο συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των εξελίξεων. Γνωρίζουμε όμως ότι τον Αύγουστο του 1950, κάποιος Αλέξανδρος Θανόπουλος από την Θεσσαλονίκη απέστειλε στους υπουργούς Εξωτερικών και Μεταναστεύσεως στην Καμπέρα επιστολή και μαζί κατάλογο, ο οποίος (εφόσον βρέθηκε ολόκληρος στα αυστραλιανά αρχεία) περιλαμβάνει 455 οικογένειες, συνολικά 2.567 άτομα κάθε ηλικίας, που κατάγονταν ή κατοικούσαν σε 35 διαφορετικούς οικισμούς της Κεντρικής και της Δυτικής Μακεδονίας (νομοί Θεσσαλονίκης, Ημαθίας, Πέλλης, Δράμας, Κιλκίς, Πιερίας, Γρεβενών και Κοζάνης). Όπως ενημέρωνε στην επιστολή, όλοι αυτοί επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία ως αγροτοκαλλιεργητές ειδικευμένοι σε διάφορες καλλιέργειες, πρόθυμοι να υπερασπισθούν τη νέα τους πατρίδα και να φανούν απολύτως χρήσιμοι σε αυτήν. Ήταν όλοι τους τίμιοι και καλοί άνθρωποι, σκληρά εργαζόμενοι αγρότες, τα χωριά και οι περιουσίες τους όμως είχαν καταστραφεί στον Εμφύλιο. Διέθεταν ήδη άδεια μεταναστεύσεως από την Ελληνική Κυβέρνηση, έγραφε και αναρωτιόνταν, εφόσον η Αυστραλία την περίοδο εκείνη δεχόταν μετανάστες από τις βαλκανικές χώρες, γιατί να μη δεχόταν και αυτούς τους τόσο καλούς και φιλήσυχους αγρότες. Το γεγονός πως ο Α. Θανόπουλος διετέλεσε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της «Ενώσεως Ελλήνων Μεταναστών δι' Αυστραλίαν Μακεδονίας - Θράκης», ίσως αποτελεί μία απάντηση στα παραπάνω ερωτηματικά. Παραμένουν όμως απορίες: Υπό ποιές συνθήκες ενώθηκαν όλοι αυτοί για να υποβάλλουν από κοινού αίτηση χορηγήσεως αδείας εισόδου στην Αυστραλία; Ποιό κοινό στοιχείο τους έφερε μαζί και ποιός συντόνιζε την δράση τους, όταν διαβιούσαν σε τόσο πολλές, διαφορετικές και διεσπαρμένες περιοχές; Αμφιβολίες προκαλεί, εξάλλου, ο ισχυρισμός τους ότι είχαν εξασφαλίσει άδειες μεταναστεύσεως από την Ελληνική Κυβέρνηση.

Παραδόξως, ο ημερήσιος τύπος της εποχής δεν έδωσε παρά ελάχιστη δημοσιότητα στην δραστηριότητα των μεταναστευτικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης. Τον Ιανουάριο του 1947 λ.χ., η εφημερίδα Μακεδονία, σε άρθρο της με τον τίτλο «Ποιαι δυσχέρειαι παρουσιάζονται προς μετανάστευσιν εις Αυστραλίαν / Δεν λαμβάνονται υπ' όψιν αιτήσεις εκ μέρους διαφόρων 'ενώσεων'», έγραφε μεταξύ άλλων:

«Συμπληρωματικαί πληροφορίαι αναφέρουν ότι υπεβλήθησαν εκ μέρους των Ελλήνων 15.000 αιτήσεις, αι οποίαι υπό τους εκτεθέντας όρους θα εξετασθούν ευνοϊκώς. Προς τούτοις, ότι υπεβλήθησαν εκ μέρους διαφόρων οργανισμών και Μεταναστευτικών Γραφείων εκ Μακεδονίας αιτήσεις μεταναστεύσεως, αι οποίαι δεν πρόκειται να ληφθούν υπ' όψιν».

Εκτός όμως από αυτές τις ομαδικές προσπάθειες, το 1950 έφθασαν στην Αυστραλία από την Γιουγκοσλαβία, ως θύματα πολέμου, συνολικά περίπου 140 Μακεδονόπουλα (από χωριά της Φλωρίνης και της Καστοριάς), από τα περίπου 28.000 Ελληνόπουλα που μετά τη λήξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκαν διεσκορπισμένα σε διάφορες λαϊκές δημοκρατίες (Αλβανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση, Τσεχοσλοβακία), μόνα ή με τις οικογένειές τους. Μετά τις απ' ευθείας επαφές της με χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, στο πλαίσιο εφαρμογής των εκκλήσεων και των ψηφισμάτων της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών των ετών 1948-1952 για την επιστροφή των παιδιών στις εστίες τους, η Αυστραλία έστησε δύο επιχειρήσεις για την μεταφορά παιδιών, για να ενωθούν με τους γονείς ή με άλλους συγγενείς τους που ήταν μετανάστες εγκατεστημένοι εκεί (στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από την Δυτική Μακεδονία και είχαν εγκατασταθεί στη Δυτική Αυστραλία) ήδη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πρώτα 20 παιδιά έφθασαν στο Σίδνεϊ, στις 14 Ιουνίου του 1950. Τα μέλη της δεύτερης αποστολής, παιδιά αλλά και νεαρά ενήλικα άτομα, αναχώρησαν από την Γιουγκοσλαβία σε δύο ομάδες, η πρώτη -αποτελούμενη από 58 παιδιά και ενήλικες- στις 26 Οκτωβρίου και η δεύτερη -αποτελούμενη από 60 άτομα- στις 9 Νοεμβρίου του 1950. Ο ρόλος της παρουσίας τους στην Αυστραλία για τη διαμόρφωση, την εξέλιξη και τη διάσταση που εξέλαβε το Μακεδονικό Ζήτημα στην πέμπτη ήπειρο αλλά και διεθνώς στα χρόνια που ακολούθησαν, μένει ακόμη να διευκρινισθεί. Γενικότερα, πάντως, το 90% των Μακεδόνων μεταναστών που έφθασαν στην Αυστραλία μέχρι το 1960, καταγόταν από την ελληνική Μακεδονία. Η μετανάστευση από την τότε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ξεκίνησε μετά το 1960 και με μεγαλύτερη ένταση μετά το 1964-65. Από τους πρώτους μάλιστα που ταξίδεψαν κατόπιν προσκλήσεως από συγγενείς τους, ήδη μετανάστες στην Αυστραλία, ήταν φυγάδες του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη γειτονική ομοσπονδιακή χώρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η μετανάστευση από την Μακεδονία (όπως και από την υπόλοιπη Ελλάδα) άρχισε βαθμιαία να διαφοροποιείται. Η προπολεμική τάση για μετακίνηση, κατά κύριο λόγο προς τις υπερπόντιες χώρες, συνεχίσθηκε έως το 1959. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1950 και με ένταση από το 1960 και εξής, οι Έλληνες μετανάστες στράφηκαν κυρίως προς ευρωπαϊκές χώρες. Η μεταναστευτική ροή προς μεσογειακές χώρες, εξάλλου, η οποία ήταν ακόμη αισθητή πριν από το 1960, ελαχιστοποιήθηκε. Από τις υπερπόντιες χώρες, σημαντικότεροι προορισμοί κατά σειρά ήταν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και ο Καναδάς, που προσήλκυσαν την μεγαλύτερη μάζα των Ελλήνων μεταναστών. Η μετανάστευση προς την Ευρώπη είχε ως κύριους προορισμούς το 1955-59 το Βέλγιο και μετά το 1960, την Δυτική Γερμανία. Παράλληλα, εκδηλώθηκε μετανάστευση δευτερευούσης σημασίας προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Σουηδία, Ιταλία κ.ά.). Δειγματοληπτική έρευνα σε κοινότητες του νομού Κοζάνης για την περίοδο 1961-1982, έδωσε τα εξής στοιχεία για την εξωτερική μετανάστευση κατά χώρα προορισμού και κατά φύλο του μετανάστου:

Χώρα προορισμού         % μεταναστών
στο σύνολο των χωρών  % μεταναστών

στο σύνολο των φύλων Σύνολο         Άνδρες        Γυναίκες     Άνδρες        Γυναίκες ΗΠΑ 7,0          6,3     7,9     51,4   48,6

Αυστραλία 14,7    14,5   15,1   56,0   44,0
Δ. Γερμανία 71,1  70,8   71,5   56,9   43,1

Αραβία 2,5 4,3     0,1     98,0   2,0
Βέλγιο 1,9   1,8     2,1     53,9   46,1

Καναδάς 2,6         2,1     3,1     48,1   51,9
Σουηδία 0,1 0,1     0,1     50,0   50,0

Ελβετία 0,1 0,1     0,1     50,0   50,0
Σύνολο 100,00     100,00        100,00        57,1   42,9

Ο γεωγραφικός προσανατολισμός της μεταναστεύσεως υπήρξε συναρτησιακά συνδεδεμένος με τις διάφορες επιμέρους χρονικές φάσεις της μεταναστευτικής συγκυρίας: το 1955-59 επικρατεί η παραδοσιακή υπερπόντια μετανάστευση, το 1960-66 υπερέχει αισθητά η ευρωπαϊκή μετανάστευση, τα έτη 1967-68 κυριαρχεί πάλι η υπερπόντια μετανάστευση, το 1969-72 σημειώνεται νέα έξαρση της ευρωπαϊκής μεταναστεύσεως, ενώ μεταξύ των ετών 1973-77 τα δύο ρεύματα ευρωπαϊκής και υπερπόντιας μεταναστεύσεως ισορροπούν μεταξύ τους ποσοτικά. Στο σύνολο της μεταπολεμικής περιόδου, οι μετανάστες από την Μακεδονία και τη Θράκη αλλά και από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη κατευθύνονται κυρίως προς τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ οι μετανάστες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά, την Εύβοια και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου κατευθύνονται σε μεγαλύτερη αναλογία προς τις υπερπόντιες χώρες. Τα γεωγραφικά διαμερίσματα δεν συμμετείχαν ισόποσα ούτε στα ρεύματα της αποδημίας ούτε στα ρεύματα της παλιννοστήσεως. Η υψηλότερη ροπή αποδημίας μεταπολεμικά εκδηλώθηκε στη Βόρειο Ελλάδα (Μακεδονία και Θράκη, Ήπειρος), όπως άλλωστε και η υψηλότερη ροπή προσελκύσεως παλιννοστούντων. Επιπλέον, η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση αποκλίνει σε γενικές γραμμές από τις τάσεις της συνολικής μεταναστεύσεως, ανάλογα με το γεωγραφικό διαμέρισμα. Οι πιο χαρακτηριστικές διαφορές παρατηρούνται στη Μακεδονία, η οποία συμβάλλει κατά 44% στην ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση έναντι 36% στη συνολική. Η διαφορά που παρατηρείται γενικότερα στους ρυθμούς μεταναστεύσεως από τις διάφορες περιοχές, κατά μεγάλο μέρος μπορεί να αποδοθεί στην διαφορετική συμπεριφορά που υιοθέτησε ο κάθε πληθυσμός έναντι των οικονομικών αλλά και των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν. Η τάση για μετανάστευση στις χώρες του εξωτερικού υπήρξε ιδιαιτέρως ισχυρή ειδικά στις συνοριακές περιοχές της χώρας, ακριβώς εκεί που θα έπρεπε να αποτρέπεται.

Κατά τη χρονική περίοδο 1951-1960, η αριθμητική συμμετοχή των νομών της Μακεδονίας στην μεταναστευτική κίνηση διαμορφώθηκε ως εξής:

Νομός         Αριθμός μεταναστών
1951-1960  Μετανάστευση

επί 1.000

κατοίκων    Ετήσια αύξηση πληθυσμού
Δράμας 4.646       24,1   -11,3
Ημαθίας 1.286      7,7     4,5

Θεσσαλονίκης 14.335    6,9     2,4
Καβάλας 3.908     15,0   -5,6
Καστοριάς 4.788  21,4   -9,1

Κιλκίς 1.466         12,7   0,9
Κοζάνης 5.314     13,7   0,3
Πέλλας 1.855       9,7     4,7

Πιερίας 2.523       16,3   -0,1
Σερρών 3.164       8,0     5,0
Φλώρινας 12.827 30,5   -16,5

Χαλκιδικής 2.143 5,6     4,9
Σύνολο        58.255

Κατά το έτος 1962, η ποσοστιαία συμμετοχή στη μετανάστευση από τις γεωγραφικές περιφέρειες της χώρας προς τους κύριους προορισμούς διαμορφώθηκε ως εξής:

ΗΠΑ Καναδάς     Αυστραλία  Βέλγιο         Γερμανία     Λοιπές χώρες
Περιοχή πρωτεύουσας 10,6     5,9     8,0     1,3     46,3   27,9
Κεντρική Ελλάδα 11,7   7,5     22,9   10,5   37,1   10,3

Πελοπόννησος 10,6       15,8   41,0   0,7     23,5   8,4
Νησιά Ιονίου 5,6  4,8     23,2   2,6     44,8   19,0

Ήπειρος 1,4          0,3     4,4     5,5     84,7   3,7
Θεσσαλία 1,9        1,7     4,2     3,6     81,6   7,0

Μακεδονία  1,5     1,6     8,2     5,3     77,8   5,6
Θράκη 0,2  0,1     0,5     16,6   70,5   12,1

Νησιά Αιγαίου 9,5         3,8     43,3   6,9     19,0   17,5
Κρήτη 3,8   4,6     10,8   11,2   56,0   13,6

Από τους επτά νομούς της χώρας που παρουσίασαν αξιοσημείωτη μετανάστευση μεταξύ των ετών 1956-59, δύο ήταν νομοί της Μακεδονίας: ο νομός Φλωρίνης, με ποσοστό 21,64‰ επί του πληθυσμού και ο νομός Καστοριάς, με ποσοστό 9,70‰. Μέχρι το 1962 ο αριθμός των Μακεδόνων μεταναστών είχε σχεδόν εξαπλασιασθεί, όταν στην υπόλοιπη χώρα απλώς είχε τριπλασιασθεί ενώ και τα κατά νομούς ποσοστά συμμετοχής στην μεταναστευτική κίνηση είχαν μεταβληθεί. Το ποσοστό του νομού Φλωρίνης, ο οποίος εξακολουθούσε να διατηρεί την πρώτη θέση, ανήλθε σε 39,43‰ κατά το έτος 1962 (4% του συνολικού πληθυσμού μετανάστευσε εντός ενός έτους), όταν ο εθνικός μέσος όρος κυμαινόταν από 3,56‰ έως 9,61‰. Αλλά και οι μισοί από τους 19 νομούς που ξεπερνούσαν τότε τον εθνικό μέσο όρο, βρίσκονταν στη Μακεδονία. Κατά την περίοδο 1959-64 ο νομός Φλωρίνης, με πληθυσμό μόλις 0,8% του συνόλου του πληθυσμού της χώρας με βάση την απογραφή πληθυσμού του 1961, συμμετείχε στο σύνολο της μεταναστεύσεως από την Ελλάδα με ποσοστό 2,76% και κατατασσόταν πρώτος μεταξύ των νομών της χώρας, όσον αφορά την αναλογία μεταξύ των κατοίκων και των μεταναστών από το νομό. Κατά τη χρονική περίοδο 1961-1977, πάλι, από τους τέσσερις νομούς της Δυτικής Μακεδονίας ο νομός Κοζάνης σημείωνε πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό εξωτερικής μεταναστεύσεως (44,6% ή 35.991 άτομα). Συνολικά, από τη Δυτική Μακεδονία μετανάστευσαν αυτή την περίοδο 80.833 άτομα:

Νομός         Αριθμός μεταναστών     %
Γρεβενών    7.788 9,6
Καστοριάς 11.811         14,6
Φλωρίνης    25.243        31,2
Κοζάνης 35.991   44,6

Σύνολο Δυτικής Μακεδονίας 80.833 100,00

Πλην των ορεινών νομών της Δυτικής Μακεδονίας, έντονη την έλξη προς το εξωτερικό, κυρίως προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αισθάνθηκαν και οι πλούσιοι καπνοπαραγωγοί νομοί της Ανατολικής Μακεδονίας (Δράμα, Καβάλα).

Στις περισσότερες περιπτώσεις υπερπόντιας μεταναστεύσεως οι γέφυρες επικοινωνίας και μετακινήσεως από την παλαιά στη νέα πατρίδα παρέμειναν ανοικτές και λειτούργησαν όπως ακριβώς κατά την προπολεμική περίοδο. Μικρό αλλά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από την μετανάστευση προς τη Νέα Ζηλανδία: από τους 1.178 Έλληνες που εισήλθαν στην μακρινή αυτή χώρα κατά το 1966, 121 κατάγονταν από την Μακεδονία και συγκεκριμένα 10 από την Καβάλα, 34 από τον Βυθό Κοζάνης (από όπου κατάγονταν και ο Βασίλειος Βλαδές, ο πρώτος Μακεδών που έφθασε στη Νέα Ζηλανδία το 1924, αφού προηγουμένως είχε περάσει από τη Μελβούρνη), 28 από την Θεσσαλονίκη και 49 από άλλες περιοχές.

Στη Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα στο νομό Φλωρίνης οι γηγενείς, συνεχίζοντας μία παράδοση που πήγαινε πίσω στα 1890-1910, την οποία δεν διέθεταν οι πρόσφυγες, συνέχισαν να αναχωρούν σε υπερπόντιες χώρες προορισμού (κυρίως στον Καναδά και την Αυστραλία). Η τάση τους για μετανάστευση θεμελιώθηκε στην αξεπέραστη φτώχεια και στο αίσθημα πολιτικής ανασφάλειας που επικρατούσε από την περίοδο ακόμη που την περιοχή διεκδικούσαν οι τρεις γειτονεύουσες βαλκανικές χώρες, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Γιουγκοσλαβία. Από τα χρόνια του Εμφυλίου, το 1947-1949 και με όσα επακολούθησαν, αυτό το αίσθημα ανασφάλειας εντάθηκε μεταξύ των γηγενών. Αντίθετα οι πρόσφυγες, η μετανάστευση των οποίων αποτελεί σχετικά πρόσφατη υπόθεση, άνοιξαν νέους, δικούς τους δρόμους, για να καταλήξουν κατά κύριο λόγο στις ευρωπαϊκές χώρες (όπως άλλωστε και οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι των υπολοίπων τμημάτων της Μακεδονίας).

Το μοτίβο της μεταναστεύσεως, στα βασικά του χαρακτηριστικά δεν μεταβλήθηκε πολύ σε σχέση με την προπολεμική περίοδο. Εξακολούθησε να αναχωρεί το πιο δυναμικό, προοδευτικό και παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού. Τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε μετανάστου διαφοροποιούνταν μάλλον ανάλογα με τη φάση της μεταναστευτικής συγκυρίας, χωρίς όμως σε γενικές γραμμές να αλλοιώνεται αισθητά το γνωστό στερεότυπο του μετανάστου, ο οποίος ήταν νέος στην ηλικία (σε ποσοστό έως 80% με 85%), συνήθως άγαμος, με περιορισμένες γενικές και επαγγελματικές γνώσεις, που προερχόταν κατά το πλείστον από αγροτικές περιοχές και μετανάστευε επειδή δεν υπήρχε καμία εναλλακτική λύση για πρόοδο και στοιχειώδη ασφάλεια στη ζωή του. Κατά τη φάση της εξάρσεως, η μετανάστευση είχε χαρακτήρα μάλλον οικονομικό (μετακινήσεως εργατικού δυναμικού) και κατά τη φάση της υποχωρήσεως, η οποία ακολουθείται συχνά από αθρόα παλιννόστηση, απέκτησε δημογραφικό χαρακτήρα (μετακινήσεως οικογενειακού τύπου) ή μεικτό (οικονομικό - δημογραφικό) χαρακτήρα.

Εξαιτίας της εξωτερικής μεταναστεύσεως, η μείωση του πληθυσμού σε ορισμένους νομούς έλαβε τρομακτικές διαστάσεις: Δράμα -24,8%, Φλώρινα -22,4%, Σέρρες -18,2%, Γρεβενά -18,9%.

Από το νομό Δράμας (που το 1961 είχε πληθυσμό 121.000 κατοίκους) μετανάστευσαν μεταξύ των ετών 1959-1964 16.359 άτομα, ποσοστό 13,51% επί του συνολικού πληθυσμού του νομού. Μόνο προς την Δυτική Γερμανία μετανάστευσαν από το νομό το 1961 1.852 άτομα, το 1962 4.287, το 1963 2.539 και το 1964 4.200 άτομα. Ο πληθυσμός του νομού αντιστοιχούσε στο 1,44% του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού, ενώ οι μετανάστες από αυτόν στο 3,89% του συνολικού αριθμού των μεταναστών κατά την πενταετία 1959-1964.

Στο νομό Φλωρίνης, πολλές ήταν οι κοινότητες που εξαιτίας των μεταναστευτικών ρευμάτων (και των δημογραφικών πληγμάτων που υπέστησαν κατά την προηγούμενη ταραχώδη δεκαετία του 1940) έχασαν πάνω από το 50% του πληθυσμού τους, καθώς η εξωτερική (αλλά και η εσωτερική) μετανάστευση από την περιοχή έλαβε τη μορφή εξόδου. Οι 875 κάτοικοι της ημιορεινής κοινότητος του Παρωρίου του 1950, στα 1965-67 είχαν μειωθεί στους 210 και στην ημιορεινή Πρώτη από τους 500 κατοίκους του 1950 απέμεναν στα 1965-67 περίπου 180 κάτοικοι. Η κοινότητα της Αγίας Παρασκευής, από τις πλουσιότερες της πεδιάδος της Φλωρίνης, είδε μεταξύ των ετών 1950-1965 τον μισό πληθυσμό της να μεταναστεύει. Στις Κάτω Κλεινές, την έδρα διαφόρων κρατικών υπηρεσιών, η μετανάστευση υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς προσφέρονταν εκεί διάφορες εξωγεωργικές απασχολήσεις που επέτρεπαν την αύξηση του μέσου οικογενειακού εισοδήματος. Στην ορεινή κοινότητα της Ατραπού ο συνδυασμός της παραδοσιακής μεταναστεύσεως, που έχει τις ρίζες της στο 1890, των πολιτικών γεγονότων (σημαντική συμμετοχή στον Εμφύλιο, το 1947-49) και της οικονομικής στασιμότητος (περιορισμένες καλλιεργήσιμες γαίες, άγονο έδαφος) δημιούργησαν τάση για υψηλή μετανάστευση μέχρι το 1955, οπότε η κατάσταση άλλαξε άρδην με την κατασκευή ενός μικρού φράγματος, που επέτρεψε την καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων και την εφαρμογή εξειδικευμένων και αποδοτικών καλλιεργειών. Η μετανάστευση από την Ατραπό συνεχίσθηκε βέβαια με σημαντικούς ρυθμούς, αφορούσε όμως πρωτίστως μέλη οικογενειών ήδη μεταναστών. Στο Ανταρτικό, πάλι, ίσχυε η ακριβώς αντίστροφη κατάσταση: καμία σημαντική αλλαγή δεν είχε σημειωθεί τα τελευταία χρόνια και το 40% του πληθυσμού, βάσει της απογραφής του 1961, μετανάστευσε στο εξωτερικό. Η Λακκιά Αμυνταίου, καθαρά προσφυγικό χωριό, παρουσίασε πολύ χαμηλά ποσοστά μεταναστεύσεως. Όσοι αναχώρησαν, ήταν όσοι ακτήμονες ή μικροϊδιοκτήτες μετανάστευσαν στη Γερμανία. Πέρα από την προσφυγική νοοτροπία απέναντι στη μετανάστευση, άλλοι παράγοντες που συνέβαλαν στην περιορισμένη μετανάστευση από τη Λακκιά, ήταν οι παρεχόμενες ή οι αναμενόμενες προοπτικές απασχολήσεως, κυρίως στα γειτονικά ορυχεία της Βεγόρας και φυσικά στην περιοχή της Πτολεμαΐδος, όπου ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία ήλπιζε να βρει εργασία. Παρομοίως στο Σκλήθρο (75% γηγενείς, 25% πρόσφυγες), όπου η μετανάστευση υπήρξε μεγάλη πριν από το 1960, στα 1965 η ροή ήταν πλέον ελεγχόμενη. Και αυτό οφείλεται στο κλίμα αισιοδοξίας που είχε προκαλέσει η δημιουργία του ενεργειακού πεδίου της Πτολεμαΐδος, μαζί με την επεκτεινόμενη αποδοτική καλλιέργεια πατάτας.

Στο νομό Γρεβενών, με το ορεινό και άγονο έδαφος και τον μικρό γεωργικό κλήρο, δημιουργήθηκε σημαντικό δημογραφικό πρόβλημα εξαιτίας της εξωτερικής μεταναστεύσεως. Μέσα σε μία δεκαετία, από το 1961 έως το 1971, σημειώθηκε σημαντική μείωση του πληθυσμού, σε ποσοστό 20,50%. Ποσοστό 88,7% από τα 6.343 άτομα που μετανάστευσαν στο εξωτερικό από το νομό μεταξύ των ετών 1965-1971, μετανάστευσε στη Γερμανία. Η ανησυχητική μείωση του πληθυσμού έπληξε κυρίως 24 αγροτικές περιοχές. Μετανάστευση κατοίκων σε ποσοστό πάνω από 40% παρουσιάσθηκε στους οικισμούς Αναβρυτά, Δασύλλιο, Ελεύθερο, Καλλιθέα, Κυδωνιές, Παναγία, Πυλωροί, Ταξιάρχης, Τρίκορφο και Τρίκωμο. Μικρότερη μετανάστευση (25%-35%) είχαν οι οικισμοί Κοκκινιά, Κοσμάτιο, Κυπαρίσσιο, Κυρακαλή, Μαυραναίοι, Μ. Σειρήνιο, Μοναχίτιο, Οροπέδιο, Σιταράς, Ροδιά και Βατόλακκος.

Ο νομός Κοζάνης είχε περίπου 30.000 μετανάστες εξωτερικού κατά την περίοδο 1961-1971 (ποσοστό 20,0% του πληθυσμού του 1961 και 22,5% του πληθυσμού του 1971). Εξαιτίας της μεταναστεύσεως, μειώθηκε κατά πολύ ο πληθυσμός των ορεινών και άγονων περιοχών της επαρχίας Βοΐου. Στο νομό, όπως και σε άλλους νομούς της Μακεδονίας, η μετανάστευση στο εξωτερικό υπερίσχυσε της τάσεως για μετακίνηση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθ' όσον στις πόλεις υπήρχε ανεργία, ενώ στο εξωτερικό υπήρχε ζήτηση για εργατικά χέρια, ενώ ούτε τα αστικά κέντρα του νομού Κοζάνης μπορούσαν να απορροφήσουν το πλεονάζον εργατικό δυναμικό του πρωτογενούς τομέα παραγωγής. Επομένως, η εξωτερική μετανάστευση φαινόταν η μόνη λύση -έστω προσωρινή- καθώς όλοι είχαν σκοπό να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό για την αγορά κατοικίας και την δημιουργία κάποιας επιχειρήσεως και κατόπιν να επιστρέψουν.

Στο νομό Ημαθίας, έναν από τους πλουσιοτέρους της χώρας με συνολικό πληθυσμό 114.515 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1961, καταμετρήθηκαν 7.969 μετανάστες εξωτερικού την περίοδο 1959-1964, ποσοστό περίπου 7% επί του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς, 4.953 ήταν άνδρες (62%) και 3.016 γυναίκες (38%). 

Επί συνόλου εξήντα ενός κοινοτήτων και τριών μεγάλων πόλεων (Νάουσα, Βέροια, Αλεξάνδρεια), οι δώδεκα ορεινές κοινότητες και η θεωρούμενη ορεινή πόλη της Ναούσης, με συνολικό πληθυσμό 23.146 άτομα (ποσοστό 20,20% επί του συνόλου του νομού), είχαν 1.722 μετανάστες (μόνον η Νάουσα είχε 1.170 μετανάστες), ποσοστό 21% επί του συνόλου των μεταναστών. Οι τέσσερις ημιορεινές κοινότητες, με πληθυσμό 3.419 κατοίκων (2,98% του συνόλου), είχαν 359 μετανάστες, ποσοστό 4,55% επί του συνόλου των μεταναστών. Οι δύο πεδινές πόλεις της Βεροίας και της Αλεξάνδρειας καθώς και τα 45 χωριά της πεδιάδος με συνολικό πληθυσμό 87.950 κατοίκων (76,82%), είχαν 5.888 μετανάστες (μόνον η Βέροια είχε 2.606 μετανάστες), που αντιπροσώπευαν το 74,45% του συνόλου των μεταναστών. Στις ορεινές περιοχές ο αριθμός των μεταναστών αντιστοιχεί στο 7,47% του πληθυσμού τους (71% άνδρες, 29% γυναίκες), στις ημιορεινές περιοχές στο 10,5% (57% άνδρες, 43% γυναίκες) και στις πεδινές περιοχές, εκτός της Βεροίας, στο 5,40% (63% άνδρες και 37% γυναίκες). Μόνον στη Βέροια, ο αριθμός των μεταναστών της αντιστοιχεί στο 9,6% του πληθυσμού της (60% άνδρες και 40% γυναίκες). Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν πως οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νομού είχαν αντίστοιχα 50% και 100% περισσοτέρους μετανάστες από τις πεδινές.

Στις χώρες στις οποίες εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες μετανάστες, εργάσθηκαν σκληρά και κατόρθωσαν να ευημερήσουν. Τα μέλη της δεύτερης και της τρίτης γενεάς ανελίχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρείχε κάθε φορά το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον των χωρών υποδοχής (πολυπολιτισμικό στην Αυστραλία και τον Καναδά, αφομοιωτικό στις ΗΠΑ, με άλλες παραλλαγές στις διάφορες φιλοξενούσες χώρες). Πολλοί από αυτούς διαδραμάτισαν σημαντικό εθνικό ρόλο, αρκετοί ευεργέτησαν την ομογένεια αλλά και τους συντοπίτες τους ή επένδυσαν από τα κέρδη τους στην πατρίδα. Συνέχισαν να αποστέλλουν εμβάσματα, τα οποία παρέμειναν πολύ σημαντικά για την τοπική οικονομία, όμως το ύψος τους δεν αντιστάθμισε την μείωση των καλλιεργουμένων εκτάσεων και του παραγομένου αγροτικού προϊόντος, ενώ μεγάλη σημασία έχει πώς τελικά αξιοποιήθηκαν αυτά τα εμβάσματα: αντί για την αγορά γης, όπως συνέβαινε παλαιότερα και εν γένει την κυκλοφορία τους στην τοπική αγορά, αυτήν τη φορά κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, κυρίως για την αγορά διαμερισμάτων-καταστημάτων ή άλλων ακινήτων. Η αγορά αγροτικής γης ήταν σπάνια, όπως σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις επενδύσεων σε αγροτικά μηχανήματα κτλ.

Στόχος και επιδίωξη των ελλαδογεννημένων παρέμεινε η διατήρηση της ελληνικής παραδόσεως και παιδείας στη δεύτερη και την τρίτη γενεά και η συνέχιση του δεσμού της πολιτιστικής εξαρτήσεως από την Ελλάδα. Τα μέλη της δεύτερης και της τρίτης γενεάς, κυρίως σε χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς αλλά και σε αρκετούς από τους ενδοευρωπαϊκούς προορισμούς, εξακολουθούν να συμμετέχουν στην ελληνομακεδονική παράδοση, αναζητώντας συνηθέστερα την διαμόρφωση μίας μεικτής πολιτιστικής ταυτότητος. Συνήθως είναι οργανωμένοι σε εθνοτοπικούς συλλόγους και σωματεία, που σκοπούς τους έχουν την προβολή της εθνοτοπικής τους ιδιαιτερότητος, την αλληλοβοήθεια και την ανάπτυξη λειτουργικών κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των μελών αλλά και την εξυπηρέτηση των αναγκών της παλαιάς πατρίδος. Οι περισσότεροι από αυτούς τους συλλόγους και τα σωματεία είναι μέλη των Παμμακεδονικών Ενώσεων των πολιτειών τους ή των χωρών όπου διαμένουν και επιδίδονται σε σκληρό αγώνα για την διαφύλαξη του ονόματος και της ιστορικής παραδόσεως της Μακεδονίας, όποτε χρειάζεται.

Ιδιαιτέρως ανήσυχοι από τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Βαλκανική και από τις πληροφορίες που διαχέονταν στην αμερικανική ήπειρο για τις προσπάθειες κατασκευής «μακεδονικού έθνους», «μακεδονικής εθνικής συνειδήσεως» και «μακεδονικής μητέρας-πατρίδος», αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι εκεί εγκατεστημένοι Μακεδόνες μετανάστες κατάφεραν -μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, είναι αλήθεια- να ιδρύσουν την «Παμμακεδονική Ένωση ΗΠΑ-Καναδά», τον Απρίλιο του 1946. Σκοποί της ενώσεως ήταν να φέρει σε επικοινωνία μεταξύ τους τους Μακεδόνες της διασποράς, να προβάλλει την εθνική ιστορία αντιμετωπίζοντας τις πλαστογραφήσεις και τυχόν αλλοιώσεις της, να διαιωνίσει την μακεδονική πολιτιστική κληρονομιά, να ενημερώσει την αμερικανική και καναδική κοινή γνώμη για να μην πέφτουν θύματα παραπληροφορήσεως και ακόμη να ενδυναμώσει τους μορφωτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ των ΗΠΑ και της Ελλάδος.

Οδυνηρές στάθηκαν για τους προπολεμικούς μακεδονικούς συλλόγους οι συνέπειες από τις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στη Βαλκανική, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ελληνικό Εμφύλιο. Με την άφιξη των πρώτων μεταναστών από την τότε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, εντάθηκε η διαμάχη με την μερίδα των Ελληνομακεδόνων και η προσπάθεια της σλαβομακεδονικής πλευράς να δημιουργήσει μία χωριστή μακεδονική ταυτότητα, βασισμένη στον μύθο του αλυτρωτισμού και της καταπιέσεως από τους Έλληνες, βρήκε μεγάλη απήχηση μεταξύ των Μακεδόνων μεταναστών, κυρίως στην Αυστραλία και στον Καναδά, που προπολεμικά ταυτίζονταν με την βουλγαρομακεδονική υπόθεση. Είναι σημαντικό πως οι πρωτεργάτες και τα μέλη των πρώτων σλαβομακεδονικών οργανώσεων μεταναστών στην Αυστραλία και τον Καναδά κατάγονταν από την ελληνική Μακεδονία. Πολλοί μάλιστα υπήρξαν προηγουμένως μέλη των ελληνομακεδονικών συλλόγων. Στην Αυστραλία λ.χ., πολλοί από αυτούς είχαν φθάσει ήδη προπολεμικά και αρκετοί είχαν ήδη πολιτογραφηθεί Αυστραλοί πολίτες. Ήταν δραστήριοι και αναγνωρισμένοι Κομμουνιστές, κάποτε μάλιστα συμμετείχαν και στους ελληνικούς κομμουνιστικούς συλλόγους ή συνεργάζονταν άρτια με αυτούς, μέσα από τους δικούς τους συλλόγους.

Όταν τον Μάιο του 1960 ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Ιεζεκιήλ ζήτησε την κατάρτιση καταλόγου με τα μακεδονικά σωματεία στην Αυστραλία (με διευκρινίσεις αναφορικά με την εθνική συνείδηση και τα φρονήματα των μελών τους), του παραδόθηκε κατάσταση που βεβιασμένα κατέτασσε κάποιες οργανώσεις στην βουλγαρομακεδονική ή σλαβομακεδονική πλευρά, εξαιτίας του γλωσσικού εργαλείου των μελών τους ή της θεωρούμενης «κομμουνιστικής» (μάλιστα καμουφλαρισμένης) πολιτικής τους στάσεως. «Χάριζαν», λοιπόν, στην σλαβομακεδονική/ βουλγαρομακεδονική πλευρά οι συντάκτες εκείνης της εκθέσεως 5 οργανώσεις στη Μελβούρνη (εκ των οποίων, η μία ήταν η Αδελφότητα Αρμενοχωρητών και η άλλη η Αδελφότητα Φλωρινιωτών), ενώ αναγνώριζαν άλλες 6 ως ταγμένες στην ελληνική υπόθεση (με περίπου 2.500 μέλη συνολικά). Από την Πέρθη καταγράφονταν στην ίδια έκθεση η «Οργάνωσις Μέγας Αλέξανδρος», με 2.000 μέλη Έλληνες από την Καστοριά και η «Makedonska Trubuna» με 500 βουλγαρόφρονα μέλη από την Φλώρινα με έντονη ανθελληνική δράση, ενώ στην Αδελαΐδα υπήρχε μόνο μία οργάνωση βουλγαριζόντων, με 500 μέλη και δύο οργανώσεις Ελλήνων Μακεδόνων, ο «Μέγας Αλέξανδρος» και η «Ποντιακή Αδελφότης».

Τα μέλη της πρώτης μεταπολεμικής γενεάς μεταναστών, φορείς των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου, συντηρούσαν -αν δεν συντηρούν ακόμη σε κάποιες περιπτώσεις- μία αναχρονιστική και εν πολλοίς ψευδή πραγματικότητα για την πατρίδα, αφού για πολλούς ο χρόνος έχει σταματήσει αρκετές δεκαετίες πίσω, την εποχή που μετανάστευσαν. Η σταδιακή αποχώρησή τους από το ομογενειακό προσκήνιο στις χώρες όπου διαβιούν, κυρίως στον Καναδά και την Αυστραλία και η ενεργοποίηση της δεύτερης και τρίτης γενεάς μπορεί να ανοίξει νέους προσανατολισμούς για τους μακεδονικούς συλλόγους και να οδηγήσει σε νέες μορφές υπερασπίσεως των εθνικών δικαιωμάτων και της ελληνικότητος, χωρίς αυτό να σημαίνει ιδεολογική απομάκρυνση από τους έως τώρα επιδιωχθέντες στόχους.

Εκτός από την ολοένα πιο ισχνή συμμετοχή στους μακεδονικούς συλλόγους, σημαντικό πρόβλημα αποτελεί η πολυδιάσπαση που παρατηρείται εντός της μακεδονικής πατριάς. Στα 1970, υπήρχαν ιδρυμένες στη Μελβούρνη της Αυστραλίας 36 διαφορετικές αδελφότητες, τρεις για ολόκληρη την Μακεδονία (εκ των οποίων δύο είχαν πάψει να λειτουργούν ήδη από το 1968) και 33 για μικρότερες περιοχές (χωριά, πόλεις, επαρχίες, νομούς). Στα μέσα του 1973 λειτουργούσαν στην Αυστραλία, ανά πολιτεία: 6 μακεδονικοί σύλλογοι στη Νέα Νότια Ουαλία (εκ των οποίων δύο γενικοί, 1 της Χαλκιδικής, 1 της Καβάλας, 1 του Κιλκίς, 1 της Κοζάνης), 45 στην Βικτόρια (4 γενικοί, 2 της Χαλκιδικής, 1 της Δράμας, 1 της Εδέσσης, 2 της Ημαθίας, 5 της Φλωρίνης, 4 της Καστοριάς, 13 της Κοζάνης, 2 της Πέλλης, 3 της Πιερίας, 1 των Σερρών, 5 της Θεσσαλονίκης), 8 στη Νότιο Αυστραλία (1 γενικός, 1 της Χαλκιδικής, 3 της Φλωρίνης, 2 της Κοζάνης και 1 ως Δυτικομακεδονικός) και 2 μακεδονικοί σύλλογοι στη Δυτική Αυστραλία (ένας γενικός και ένας Φλωρινιωτών). Στην Κουηνσλάνδη, στη Βόρεια Επικράτεια και στην περιοχή της πρωτευούσης δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή ιδρυμένοι μακεδονικοί σύλλογοι.

Η κατάσταση δεν άλλαξε σημαντικά στο πέρασμα των χρόνων. Το 1999 λειτουργούσαν στην Αυστραλία και στον Καναδά είκοσι πέντε περίπου συλλογικά όργανα των μεταναστών από την ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης και των Γρεβενών και δύο ομοσπονδίες. Μόνο στη Μελβούρνη λειτουργούσαν έξι συλλογικά όργανα των Κοζανιτών με μία ομοσπονδία, που ιδρύθηκε το 1993 για να έχει τη συντονιστική τους ευθύνη.

Ο ελληνομακεδονικός τύπος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια των μεταναστών να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να μεταφέρουν νέα και ειδήσεις από την ιδιαίτερή τους πατρίδα και τα αθλητικά σωματεία των μακεδονικών κοινοτήτων λειτούργησαν επίσης ως μέσο για την κοινωνικοποίησή τους. Όμως τα οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα και ο κοινός τόπος των προσωπικών και κομματικών ανταγωνισμών δεν επέτρεψαν, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, μία επιτυχημένη και κυρίως μακρόχρονη παρουσία εντός της ομογένειας αλλά και της χώρας υποδοχής. Ο Mακεδονικός Κήρυξ (1962-1969), όργανο του Εθνικού Παμμακεδονικού Οργανισμού, η Φλώρινα, που εκδόθηκε το 1963 ως όργανο του φιλανθρωπικού και ψυχαγωγικού Συλλόγου Φλώρινας,ο Ακρίτας του Βορρά, επίσημο όργανο του Συλλόγου Θεσσαλονικέων Μελβούρνης (1969), η Μακεδονία (που εκδόθηκε σε τρεις διαφορετικές προσπάθειες καθ' όλη την δεκαετία του 1970, ως όργανο της Παμμακεδονικής Ενώσεως Μελβούρνης), η Μακεδονική Φωνή (1982, επανεκδόθηκε τον Μάιο του 1991), όργανο της Ομοσπονδίας Παμμακεδονικών Ενώσεων Αυστραλίας και τα Μακεδονικά Νέα (1981-1982) που εξέδωσε πρώην πρόεδρος της Παμμακεδονικής Ενώσεως Μελβούρνης σε αντιπολίτευση της προαναφερομένης Μακεδονικής Φωνής που εξέδιδε η επίσημη Παμμακεδονική, η νέα εκδοτική προσπάθεια της Παμμακεδονικής Ενώσεως Μελβούρνης, με τον τίτλο Η Παμμακεδονική, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1985, η Μακεδονική Φωνή (εκδόθηκε το 1985) της Παμμακεδονικής Ενώσεως Νοτίου Αυστραλίας, το Μακεδονικό Δελτίο, επίσημο όργανο του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών που πρωτοεκδόθηκε το 1991 (το οποίο μετά το 2001 συνεχίζει ως Μακεδονικός Λόγος), υπήρξαν στις περισσότερες των περιπτώσεων έντυπα περιορισμένης κυκλοφορίας, βραχύβια, τα οποία εξέδωσαν διάφορες παμμακεδονικές οργανώσεις ή μεμονωμένοι εθνοτοπικοί σύλλογοι με κύριο σκοπό τους την ενημέρωση των αναγνωστών τους σε θέματα που αφορούσαν την μακεδονική πατριά στην Αυστραλία ή τις εξελίξεις στο Μακεδονικό Ζήτημα.

Οι εγκατεστημένοι στην Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ μετανάστες από την Μακεδονία αλλά και οι υπόλοιποι ομογενείς είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι και ενημερωμένοι σχετικά με το μακεδονικό πρόβλημα και τις δραστηριότητες της κυβερνήσεως της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Ειδικά αυτοί της Αυστραλίας, λόγω του πολυπληθούς και πολιτικά ενεργού πληθυσμού που κατάγεται από την γειτονική δημοκρατία και κατοικεί χρόνια στην ίδια ήπειρο αλλά και λόγω των πολλών εθνοτοπικών συλλόγων μεταναστών από την Μακεδονία, παραμένουν οι πλέον δραστήριοι. Στον Καναδά οι ομογενείς εμφανίζονται αρκετά ευαισθητοποιημένοι και ενημερωμένοι για το Μακεδονικό όπως και στις ΗΠΑ, αν και αυτοί οι τελευταίοι υστερούν σε σχέση με την Αυστραλία και τον Καναδά, για λόγους που προκύπτουν από τις διαφορές της πολιτικής που ακολούθησε κάθε μία χώρα σχετικά με την μετανάστευση και τις εθνικές μειονότητες μεταναστών αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η μετανάστευση στην Αυστραλία και στον Καναδά είναι νεώτερη από εκείνη των ΗΠΑ. Σύλλογοι Μακεδόνων του εξωτερικού συνέχισαν, εξάλλου, να ιδρύονται μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, κυρίως με αφορμή την επιβουλή της ελληνικότητος της Μακεδονίας από την ασκούμενη πολιτική της κάποτε Σοσιαλιστικής και νυν Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Έτσι, ιδρύθηκε το 1984 στο Γουέλιγκτον η «Παμμακεδονική Αδελφότητα Νέας Ζηλανδίας» και το 1989 στο Λονδίνο η «Μακεδονική Ένωση Μεγάλης Βρετανίας».

Εκτός όμως από όσους παραμένουν στην ξένη, σημαντικός υπήρξε ο αριθμός εκείνων που παλιννόστησαν και εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. Με εξαίρεση την περιφέρεια της πρωτευούσης, οι περισσότεροι από τους παλιννόστες της περιόδου 1968-1977 εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, σε ποσοστό 32,2%. Οι παλιννόστες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (50%) και από τη Σουηδία (60%) εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο στη Μακεδονία. Αντιθέτως, μετανάστες από τις υπερπόντιες χώρες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην πρωτεύουσα και την Πελοπόννησο και ακολούθως στη Μακεδονία. Πρόσφυγες που επέστρεψαν από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία και κατόπιν στην πρωτεύουσα.

Μεταξύ των δώδεκα νομών της χώρας, στους οποίους καταγράφηκε μεγάλος αριθμός παλιννοστούντων (πάνω από 10.000), πέντε ανήκουν στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας: νομός Σερρών (18.009), Καβάλας (17.337), Κοζάνης (13.754), Πιερίας (13.178), Δράμας (12.040). Από την άλλη, σχετικά μικρός αριθμός παλιννοστούντων (κάτω από 4.000) καταγράφηκε μεταξύ άλλων στο νομό Χαλκιδικής. Η κατανομή των παλιννοστούντων κατά νομό της Μακεδονίας έχει ως εξής:

Νομός         Αριθμός παλιννοστούντων      %
Γρεβενών 6.992   1,1
Δράμας 12.040     1,9
Ημαθίας 9.475      1,5

Θεσσαλονίκης 82.609    13,2
Καβάλας 17.337   2,8
Καστοριάς  5.737 0,9

Κοζάνης 13.754   2,2
Πέλλας 8.790       1,4
Πιερίας 13.178     2,1

Σερρών 18.009     2,9
Φλώρινας 5.092   0,8
Χαλκιδικής 2.197 0,4

Σύνολο χώρας 627.625  100,00

Συμπεράσματα

Η μετανάστευση αποτέλεσε για την Μακεδονία φαινόμενο ενδημικό και διαχρονικό σε όλη τη διάρκεια από το τέλος του ΙΘ΄ μέχρι τουλάχιστον το τρίτο τέταρτο του Κ΄ αιώνος. Κάθε γενιά πήρε τον δρόμο της αναχωρήσεως ακολουθώντας τα χνάρια της προηγουμένης, διαδικασία που διευκολύνθηκε από την πολιτική των προσκλήσεων που εφάρμοσαν οι χώρες υποδοχής μεταναστών από την μεσοπολεμική περίοδο ακόμη και επιτάθηκε από την αλυσιδωτή μετανάστευση, όπως εξελίχθηκε στα μεταπολεμικά χρόνια.

Αυτή η εθιμική πρακτική αλυσιδωτής μεταναστεύσεως, στην οποία «δέθηκαν» τα μέλη της ιδίας οικογενείας, το σόι και οι υπόλοιποι συγχωριανοί και φίλοι, έπαιξε τον δικό της ρόλο στην αναχώρηση εξίσου με τους άλλους παράγοντες.

Τα αίτια της μεταναστευτικής κινήσεως των Μακεδόνων υπήρξαν οικονομικά, ταυτόχρονα όμως και πολιτικά. Όχι σπάνια, βέβαια, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς τις πολιτικές από τις οικονομικές αιτίες της μεταναστεύσεως. Ακόμη και τα ίδια τα άτομα συχνά δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν πώς κατέληξαν στην απόφαση να μεταναστεύσουν.

Η αδυναμία της γης να τους εξασφαλίσει ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο ασφαλώς ώθησε τους Δυτικομακεδόνες, που είχαν στο ενεργητικό τους άλλωστε σημαντική μεταναστευτική παράδοση, να συνεχίσουν να μεταναστεύουν. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις ως αίτιο της μεταναστεύσεως λειτούργησε το σύνδρομο της φτώχειας και όχι η φτώχεια καθ' εαυτή, καθώς η υποαπασχόληση στον γεωργικό τομέα, που έχει να κάνει με την εποχικότητα και τα άλλα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών καλλιεργειών, υπήρξε ενδημικό φαινόμενο της ελληνικής γεωργίας στο σύνολο της χώρας και όχι μόνον στη Μακεδονία.

Αποτέλεσε επίσης η μετανάστευση εκδήλωση της αδυναμίας τους να προσαρμοσθούν στα νέα οικονομικά δεδομένα της εκμηχάνισης και της εμπορευματοποιήσεως της παραγωγής, που με τρόπο ραγδαίο εισήχθησαν στη δεκαετία του 1920 στην μακεδονική οικονομία. Μπορεί ακόμη να ερμηνευθεί ως έκφραση της απογοητεύσεώς τους από την ελληνική διοίκηση, καθώς οι συνθήκες διαβιώσεώς τους δε βελτιώθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Ο γεωργικός κλήρος τους δεν μεγάλωσε, το προϊόν της γεωργικής παραγωγής δεν αυξήθηκε ούτε βελτιώθηκαν οι τιμές, ενώ άλλες διέξοδοι οικονομικής προόδου δε φαίνονταν από πουθενά. Και η σύγκριση με το οικονομικό και βιοτικό επίπεδο των χωρών υποδοχής, όπως λ.χ. παρουσιαζόταν μπροστά τους κάθε φορά που κάποιος μετανάστης επέστρεφε στην πατρίδα για κάποια ολιγόχρονη επίσκεψη, ήταν αρνητική για την δική τους θέση. Όσο μεγαλύτερη φάνταζε κάθε φορά αυτή η διαφορά, τόσο εντονώτερο εμφανιζόταν το κύμα της μεταναστεύσεως.

Όμως η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης σε μία χώρα μπορεί να εντείνει ή να επιδεινώσει μία τοπική διαμάχη και η αποτυχία της εξουσίας να εξεύρει λύσεις που θα επιτρέψουν τη συμβίωση και θα αποτρέψουν τις ρήξεις στον κοινωνικό ιστό της χώρας από οικονομικούς ή άλλους ανταγωνισμούς μεταξύ των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού, είναι ικανή να οδηγήσει σε σύγκρουση -έστω λανθάνουσα- ή σε εξωτερική μετανάστευση όσων αδυνατούν να βελτιώσουν την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Η περίπτωση της εξωτερικής μεταναστεύσεως από την Μακεδονία αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια, μάλιστα, ανέστειλε την διαδικασία ενσωματώσεως των εντοπίων κατοίκων της περιοχής, ειδικά των Σλαβοφώνων της Δυτικής Μακεδονίας, στο ελληνικό κράτος, ενώ διευκόλυνε την εκδήλωση εθνοτικής διαφοροποιήσεως στο εξωτερικό από την δεκαετία του 1950 και εξής. Η γεωγραφική απόσταση και η αδέξια στάση της γενέτειρας σε αρκετές περιπτώσεις ενίσχυσαν παρά εξάλειψαν αυτήν την διαφοροποίηση.

Το ελληνικό κράτος δεν έλαβε σοβαρά υπόψη του το μεσοπολεμικό ούτε το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα από την Μακεδονία (όπως άλλωστε και από την υπόλοιπη χώρα). Οι ελάχιστες πρωτοβουλίες που έλαβε, αποσκοπούσαν άλλοτε στην προστασία των μεταναστών από τα κυκλώματα της παρανομίας και της εκμεταλλεύσεως, άλλοτε στην αντιμετώπιση της πιεστικής απαιτήσεως των πολιτών να επιτραπεί η μετανάστευση προς συγκεκριμένες χώρες και κάποτε στην κατασίγαση της μεταναστευτικής επιθυμίας μεταξύ των κατοίκων της Μακεδονίας.

Στην πραγματικότητα, η εξωτερική (υπερπόντια) μετανάστευση της περιόδου μετά το 1922 από την Μακεδονία ελάχιστα απασχόλησε ως κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο την Ελληνική Πολιτεία και μόνον οι πολιτικές και οι εθνικές διαστάσεις της προσήλκυσαν το ενδιαφέρον της τοπικής εξουσίας και της κεντρικής διοικήσεως. Αφοσιωμένο στην διαδικασία της αποκαταστάσεως των προσφύγων, με έμφαση στη Βόρειο Ελλάδα, στην προώθηση του οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της χώρας αλλά και στο εξωτερικό, στην τήρηση των ισορροπιών στον βαλκανικό περίγυρο, το ελληνικό μεσοπολεμικό κράτος πολύ λίγο ασχολήθηκε με ένα φαινόμενο που ούτως ή άλλως βρισκόταν σε φάση υφέσεως σε πανελλαδικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Ακολούθησε απλώς ανακλαστική πολιτική κάθε φορά που εκ των πραγμάτων υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις. Το ίδιο έπραξε και από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν όχι μόνον δεν κατέβαλε καμία ουσιαστική προσπάθεια αναχαιτίσεως, αλλά ούτε έλαβε μέτρα κατάλληλα για την δημιουργική και πλήρη αξιοποίηση των μεταναστών, είτε κατά την παραμονή τους στην ξένη είτε -περισσότερο- κατά την επάνοδό τους, για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας και οικονομίας. Αντίθετα, ο εκθειασμός των θετικών επιπτώσεων της μεταναστεύσεως κυρίως για την ελληνική οικονομία ενίσχυσε την τάση για αναχώρηση εργατικών χεριών στο εξωτερικό.

Η ελλιπής, ασυντόνιστη ή αυτοαναιρούμενη στάση της ελληνικής διοικήσεως σε όλες τις φάσεις της μεταναστευτικής διαδικασίας, από την αναχώρηση και την παραμονή στο εξωτερικό έως την παλιννόστηση, που έως έναν βαθμό αφορούσε το σύνολο της ελληνικής υπερπόντιας μεταναστεύσεως, αυτή η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξεως στη χάραξη και την άσκηση πολιτικής στο ζήτημα της μεταναστεύσεως από την Μακεδονία από τη μια μεριά εμπόδισε την υλοποίηση συγκεκριμένων διοικητικής φύσεως μέτρων περιορισμού, ενώ από την άλλη απέτρεψε τυχόν δυσμενή αποτελέσματα από την αυστηρή εφαρμογή παρομοίων μέτρων.

Ως εναλλακτική της αντιπαραθέσεως, η εξωτερική μετανάστευση κατά μία έννοια καταλήγει να γίνει ένας μηχανισμός, κατά τον οποίο ο μεταναστεύων μετατρέπεται σε «άλλον», σε «απειλή». Αυτή η «απειλή», οι φόβοι της ελληνικής διοικήσεως που ανήγαν τις ρίζες τους σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις και η απειλή που θεωρούσε πως υφίστατο εις βάρος των συνόρων από τις βαλκανικές γείτονες χώρες ήταν που κινητοποίησαν τον κρατικό μηχανισμό να αντιμετωπίσει την μετανάστευση από την Μακεδονία. Η ελληνική διοίκηση στάθηκε εν τέλει απέναντι στο μεταναστευτικό φαινόμενο με τον ίδιο αμήχανο και αναποτελεσματικό τρόπο που αντιμετώπισε τον γηγενή -κυρίως τον σλαβόφωνο- πληθυσμό της περιοχής.

Η ταραγμένη πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη Μακεδονία (αλλά και στην Ελλάδα) του Μεσοπολέμου και στη συνέχεια μετά τον Εμφύλιο, αποτελούσε αιτία για εξωτερική μετανάστευση. Οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα προελεύσεως αλλά και στη χώρα παραμονής τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητος των Μακεδόνων μεταναστών στο εξωτερικό και η μεταφορά και καλλιέργεια πολιτικών προηγουμένων και καταστάσεων από την παλαιά στη νέα πατρίδα προκάλεσε τρομακτική αναστάτωση στις κοινότητες των μεταναστών στο εξωτερικό.

Όσοι από τους μετανάστες είχαν ήδη από την πατρίδα διαμορφωμένη πολιτική συνείδηση και μαζί την συνήθεια ή το τάλαντο ενασχολήσεως με τέτοια ζητήματα, ήταν πολύ πιθανόν ότι θα συνέχιζαν το ίδιο και στη νέα χώρα. Οι υπόλοιποι, η μεγάλη πλειοψηφία προφανώς, στάθηκαν μάλλον αδιάφοροι ή αδύναμοι στο εξωτερικό όσο αδύναμοι φάνηκαν μπροστά στις κοσμοϊστορικές αλλαγές που είχαν συμβεί στην πατρίδα τους, από τις αρχές του Κ΄ αιώνος. Στους οργανισμούς των μεταναστών, μικρή μερίδα μόνο αναμείχθηκε στη διαχείριση της εξουσίας και των κοινοτικών πραγμάτων. Σκληρά εργαζόμενοι οι Μακεδόνες μετανάστες, μικρό ενδιαφέρον διατηρούσαν για την ανάμειξη σε συλλόγους και οργανώσεις. Πληροφορούνταν όσα συνέβαιναν στην πατρίδα συνήθως φιλτραρισμένα μέσω της αλληλογραφίας τους με τους δικούς τους ή από την αρθρογραφία κάποιας ομογενειακής εφημερίδος, όποτε κάποιο φύλλο της έπεφτε στα χέρια τους.

Και αν μεταξύ των παραγόντων απωθήσεως συμπεριλαμβανόταν η αντίδραση σε καθετί ελληνικό, η μετανάστευση δεν αποτέλεσε κατ' ανάγκη -όχι εξ αρχής τουλάχιστον- εκδήλωση προσδιοριστική κάποιας άλλης ταυτότητος (βουλγαρικής, βουλγαρομακεδονικής ή μακεδονικής). Η Ελλάς μετατράπηκε σε «εχθρό» για μερίδα των Μακεδόνων μεταναστών μόνον μεταπολεμικά, υπό το φως των δεδομένων που προέκυψαν από τα γεγονότα κυρίως της Κατοχής και του Εμφυλίου στη Μακεδονία. Τότε, ένα μέρος της αλυτρωτικής ιδεολογίας του Μακεδονισμού αναζήτησε την θεμελίωσή του στη στάση του ελληνικού κράτους και στις σχέσεις του με τον σλαβόφωνο πληθυσμό στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Εν τέλει, πολιτικά και οικονομικά αίτια έπαιξαν περισσότερο τον ρόλο της σκανδάλης στην απόφαση για μετανάστευση. Η επιλογή να παραμείνουν στην Ελλάδα ή να αναζητήσουν καλύτερη μοίρα σε κάποια από τις χώρες υποδοχής μεταναστών, παρέμεινε σε σημαντικό βαθμό καθαρά προσωπικό ζήτημα για τους κατοίκους της Μακεδονίας, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδος.

Σήμερα, πολλές από τις εν γένει αρνητικές επιδράσεις της μεταναστεύσεως έχουν αμβλυνθεί και άλλοτε τελείως εξαλειφθεί. Μονιμότερα ίχνη μπορούσε να εντοπίσει κανείς μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνος, ίσως σε νομούς που παρουσίασαν έντονη αποδημητική ροπή και δεν ανέκτησαν τον πληθυσμό τους μετά το ρεύμα της παλιννοστήσεως.
 _______________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: