07 Φεβρουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Παραδοσιακός κόμβος συναντήσεως, επικοινωνίας και συμβιώσεως των βαλκανικών λαών, η Μακεδονία υπήρξε μία από τις δυναμικότερες περιοχές της Βαλκανικής, ο χώρος όπου αναπτύχθηκαν πολλές από τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες των βαλκανίων γειτόνων. Αποτέλεσε το θέατρο πολεμικών συγκρούσεων και μαζί το αντικείμενο διεκδικήσεως, με στρατιωτικά και διπλωματικά μέσα, από όλες τις γειτονικές χώρες. Υπήρξε επίσης το πεδίο σημαντικών - περιστασιακών ή μονίμων - μετακινήσεων ή μεταναστεύσεων πληθυσμών από τις χώρες αυτές.

Όσα ακολουθούν παρακάτω, φωτίζουν πτυχές της εξελίξεως του μεταναστευτικού φαινομένου στη Μακεδονία κατά κύριο λόγο, από το τέλος του ΙΘ΄ μέχρι το δεύτερο μισό του Κ΄ αιώνος. Ελάχιστη αναφορά γίνεται στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αιτίες που προκάλεσαν την εμφάνιση του φαινομένου και καθόρισαν κάθε φορά τον τρόπο, με τον οποίο εξελίχθηκε. Οι αιτίες αυτές, που έχουν άμεση σχέση με την ιστορική πορεία της περιοχής, αναλύονται αλλού ενδελεχέστερα.

Πρώτιστο ενδιαφέρον προκαλεί η μετανάστευση κατοίκων της Μακεδονίας σε χώρες του εξωτερικού, συνήθως σε αναζήτηση ευνοϊκοτέρων προοπτικών για την εξέλιξη του ατομικού και οικογενειακού τους βίου. Δεν θα μας απασχολήσουν εδώ άλλες ομαδικές μετακινήσεις πληθυσμών (είτε για εκούσια μετανάστευση πρόκειται είτε για βίαιη εκδίωξη), όπως προέκυψαν από τις πολιτικές εξελίξεις ή τις συνοριακές μεταβολές στη Βαλκανική κατά τον Κ΄ αιώνα, επακόλουθες συνήθως ενόπλων συρράξεων και διακρατικών συμφωνιών, όπως λ.χ. τα περισσότερα από δεκαεπτά μεταναστευτικά (στην ουσία προσφυγικά) ρεύματα που σημειώθηκαν στη Μακεδονία μεταξύ των ετών 1912-1924 ή η αποχώρηση περίπου 56.000 ατόμων, που κατέφυγαν στις χώρες του τότε Ανατολικού Συνασπισμού με το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.

Έξι βασικές χρονικές περιόδους διακρίνουμε στην μεταναστευτική ιστορία της Μακεδονίας (όπως, άλλωστε, στην μεταναστευτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος): κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, το 1890-1920, 1920-1940, 1941-1954, 1955-1977 και μεταξύ του 1977-1984.

Το μεταναστευτικό παρελθόν της Μακεδονίας

Ήδη από τον ΙΣΤ΄ αιώνα, η ανάγκη για καλλιεργητές στις χαμηλής γονιμότητος πεδινές περιοχές της Μακεδονίας (όπως και στα τσιφλίκια της πεδινής Θεσσαλίας) προκάλεσε τις πρώτες αξιοσημείωτες μετακινήσεις πληθυσμών εντός των ορίων των περιοχών αυτών. Αργότερα (τέλη του ΙΖ΄ και τον ΙΗ΄ έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος), με την διαδικασία του σχηματισμού των τσιφλικιών, οι φεουδαρχικές αναταραχές για την κατάληψη και τον έλεγχο μη καλλιεργήσιμων κρατικών γαιών προκάλεσαν ευρεία μετανάστευση του εντόπιου πληθυσμού της Μακεδονίας προς την Βουλγαρία.

Η φτώχεια και η αφόρητη σκλαβιά πύκνωσαν το ρεύμα των αποδημιών από την Μακεδονία προς τις χώρες εκείνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της ευρύτερης Βαλκανικής και της υπόλοιπης Ευρώπης, όπου οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Οι αιτίες για τους πρώτους που μετανάστευσαν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως έως τον ΙΗ΄ αιώνα, ήταν η αδυναμία των ορεινών, δασωμένων και απομονωμένων περιφερειών της Μακεδονίας να θρέψουν τον πληθυσμό που είχε καταφύγει εκεί για να διαφύγει από τις καταπιέσεις των Οθωμανών, η γενική έλλειψη ασφαλείας κυρίως στις βόρειες περιοχές της Ελλάδος μετά τον ΙΖ΄ αιώνα, η επανέναρξη οικονομικών επαφών μεταξύ Ανατολής και Δύσης που είχαν διακοπεί μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτευούσης καθώς και η μείωση του πληθυσμού στις γειτονικές ουγγρικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας της Αψβούργων.

Την τάση των Μακεδόνων για μετανάστευση διευκόλυνε η επίκαιρη θέση των πόλεων, κωμοπόλεων ή χωριών της Δυτικής κυρίως Μακεδονίας προς την Ιταλία και τη Βενετία, προς τις βόρειες χώρες της Βαλκανικής και την Κεντρική Ευρώπη μέσω των κοιλάδων του Αλιάκμονος, του Αξιού, του Μοράβα και του Δούναβη.

Μετά το 1600, το ρεύμα της μεταναστεύσεως από την Μακεδονία προς τη Σερβία, τη Ρουμανία και κυρίως την Αυστροουγγαρία μεγάλωσε σημαντικά. Τα καραβάνια από τη Σιάτιστα και την Καστοριά, από την Κοζάνη και τα Γρεβενά κατευθύνονταν προς Βελιγράδι, Σεμλίνο, Βιέννη, Βουδαπέστη. Άλλοι δρόμοι από την Θεσσαλονίκη οδηγούσαν στη Σόφια, στο Βιδίνι και από εκεί, στη Βιέννη ή στη Βλαχία και τη Μολδαβία. Μακεδόνες μετανάστες από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, τη Νάουσα, την Σέλιτσα αλλά και την Βέροια, την Καστοριά, το Βογατσικό, τη Δοϊράνη, τα Σέρβια, τη Μοσχόπολη, τις Σέρρες, την Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι, το Γάβροβο δημιούργησαν ήδη κατά τον ΙΗ΄ αιώνα εμπορικές και συντεχνιακές παροικίες, εμπορικούς και χρηματοπιστωτικούς οίκους στην Ουγγαρία και την Αυστρία.

Οι απόδημοι ξενιτεύονταν για μήνες ή και για χρόνια, κυρίως εποχιακοί εργάτες αλλά και τεχνίτες - κτίστες, ξυλουργοί, χαλκουργοί, πεπειραμένοι και μαθητευόμενοι- και εμπορευόμενοι, που παρέμεναν στο εξωτερικό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από πέντε έως και είκοσι χρόνια, με σκοπό κυρίως τον πλουτισμό. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο, μετανάστευση οικογενειακή σημειώνονταν ελάχιστες φορές. Συνηθέστερα αναχωρούσε ο άνδρας της οικογενείας, για να μετακαλέσει συν τω χρόνω και κάποιο ή κάποια από τα άρρενα μέλη της οικογενείας και σπανιότερα και τη σύζυγο. Η διαμονή κατέληγε να γίνει κάποτε μόνιμη.

Το επόμενο ρεύμα μεταναστεύσεως εγκαινιάσθηκε στα 1804 και κορυφώθηκε έως το 1830, με κύριες αιτίες την αναζήτηση πλούτου στην τότε ημιαυτόνομη Σερβία και την αποτυχία του επαναστατικού κινήματος στη Μακεδονία, το 1821-22. Οι σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν την κατάπνιξη του κινήματος, ώθησαν πολλούς Μακεδόνες από την Κλεισούρα, τη Σιάτιστα, το Πισοδέρι, την Σέλιτσα, τις Σέρρες, την Κατράνιτσα (Πύργοι) Εορδαίας, την Θεσσαλονίκη, το Βλάτσι και το Μελένικο να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, για να εγκατασταθούν σε πόλεις όπως η Νις, το Κραγκούγεβατς και άλλες μικρότερες, στο Βελιγράδι, στο Σεμλίνο, στο Νόβισαντ, στο Ζάγκρεμπ κ.ά. Οι κύριες ασχολίες τους ήταν το εμπόριο και άλλες παρεμφερείς εργασίες, τραπεζικές, ταχυδρομικές, μεταφορών και επικοινωνιών. Προσεκτική μελέτη επιβεβαιώνει την εγκατάσταση των Ελλήνων σε περιοχές κατάλληλες και πρόσφορες για εμπορική και οικονομική πρόοδο και επιχειρήσεις, ακριβώς όπως έμελλε να συμβεί στον Καναδά, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία αργότερα.

Η περίοδος 1890 - 1920

Κατά την τελευταία δεκαετία του ΙΗ΄ αιώνος, ξεκίνησε η μετανάστευση προς την αμερικανική ήπειρο από την Ευρωπαϊκή Τουρκία και από την τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία (περίπου την ίδια περίοδο που άρχισε γενικότερα η ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ). Την περίοδο εκείνη, είχε ήδη προχωρήσει η έντονη αφομοιωτική πολιτική των εθνικών κρατών της Βόρειας Βαλκανικής, της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης εις βάρος των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων αποδήμων, σε συνάρτηση με την βαθμιαία λήψη περιοριστικών μέτρων για τις οικονομικές και τις λοιπές δραστηριότητές τους.

Εξάλλου, η μετανάστευση προς τα Βαλκάνια και εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αρκούσε πλέον ως λύση στα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Μακεδονίας. Ο Μακεδών μετανάστης που είχε δοκιμάσει τις χώρες της υπόλοιπης Βαλκανικής (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία), είχε ιδρύσει παροικίες σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης προκειμένου να εξυπηρετήσει τους εμπορικούς του σκοπούς, είχε δοκιμάσει την Αίγυπτο και άλλες χώρες της μαύρης ηπείρου, αντιμετώπιζε τώρα το ενδεχόμενο της μεταναστεύσεώς του στην αμερικανική ήπειρο και ως προέκταση όσων ταξιδιών είχε ήδη γευθεί. Κάποιες από αυτές τις χώρες, όπως λ.χ. η Αίγυπτος, συχνά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο πρώτος ενδιάμεσος σταθμός πριν ο Μακεδών (ή ο Έλληνας γενικότερα) μετανάστης διαφύγει σε κάποια από τις νέες ηπείρους. Η υπερπόντια μετανάστευση στην Αμερική πραγματοποιήθηκε έτσι στο πλαίσιο του κύκλου των μετακινήσεών του καταρχήν γύρω από την μεσογειακή λεκάνη, αργότερα στην Ευρώπη και τέλος σε άλλες χώρες σε άλλες ηπείρους.

Περίπου μέχρι το 1903, η μετανάστευση προς την Αμερική κινήθηκε σε χαμηλούς ρυθμούς και αφορούσε κυρίως τους κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας. Μεταξύ των ετών 1895-1901, αναφέρεται ότι 500 άνδρες από την περιφέρεια Φλωρίνης έφυγαν για την Αμερική. Όμως η κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Μακεδονία μετά το 1903 και την βίαιη κατάπνιξη του Κινήματος του Ίλιντεν από τον οθωμανικό στρατό, κατέστησε τη μετανάστευση, κυρίως εκτός των Βαλκανίων, επιτακτική ανάγκη. Στη διάρκεια των έξι χρόνων πριν από το 1908, το ρεύμα προς τις ΗΠΑ σημείωσε αξιοσημείωτη διόγκωση. Παρά την αδυναμία του υπολογισμού του ακριβούς αριθμού των μεταναστών, κυρίως λόγω της αναξιοπιστίας των δεδομένων, υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 κάτοικοι της Μακεδονίας μετανάστευσαν προς τις ΗΠΑ κατά το 1903-1908. 

Υπολογίζεται επίσης ότι έως και το 80% από αυτούς κατάγονταν από τις περιφέρειες Φλωρίνης-Καστοριάς και Μοναστηρίου. Μέσα στη δίνη του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908) και των συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων ενόπλων ομάδων, η μετανάστευση προς την Αμερική εξαπλώθηκε από τις περιφέρειες αυτές και στα Βιλαέτια του Κοσσυφοπεδίου και της Θεσσαλονίκης. Από αυτούς επέστρεψαν και στα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, στο ίδιο χρονικό διάστημα των έξι χρόνων περίπου, 4.000 μετανάστες. Μόνο κατά τον χειμώνα του 1907-1908, υπολογίζεται ότι επέστρεψαν 2.200-2.300 μετανάστες. Οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν να αποθαρρύνουν την κίνηση, μη εκδίδοντας τα απαραίτητα διαβατήρια. Παρ' όλους τους περιορισμούς, ωστόσο, μετά την άνοιξη του 1905 οι ρυθμοί της μεταναστεύσεως Δυτικομακεδόνων προς την Αμερική εντάθηκαν κυρίως μέσω της μεταναστεύσεως προς την Αυστροουγγαρία και άλλες γειτονικές χώρες.

Σύμφωνα, εξάλλου, με «Στατιστική δεικνύουσα κατά προσέγγισιν τον αριθμόν των εν Αμερική ευρισκομένων μεταναστών και προερχομένων εκ των σαντζακίων Μοναστηρίου, Φλωρίνης, Καστορίας, Κορυτσάς, Πρεσπών, Ρέσνης, Αχρίδος, Κρουσόβου, Περλεπέ και λοιπών μερών», που συνέταξαν τον Ιανουάριο του 1910 για τον Λάμπρο Κορομηλά οι αδελφοί Αντώνιος και Νικόλαος Ταχιάος της εταιρείας «Αδελφοί Γ. Ταχιάου», αντιπρόσωποι για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία των μεταναστευτικών εταιρειών «Oceanic Steam Navigation Co. Ltd» (White Star Line) και «American Line», από το σύνολο των 20.306 μεταναστών της στατιστικής περίπου 5.500 κατάγονταν από το σαντζάκι Φλωρίνης.

Αλλά και στον Καναδά, οι πρώτοι Μακεδόνες μετανάστες έφθασαν αμέσως μετά το Ίλιντεν. Επρόκειτο πιθανότατα για κατοίκους του Ζελόβου (Ανταρτικό Φλωρίνης) και της Όσιμα (Τρίγωνο Φλωρίνης), που έφθασαν στο Τορόντο περίπου το 1903 και το 1904 αντίστοιχα. Στα 1909 υπολογίζονταν μεταξύ 1.000-2.000 συνολικά οι Μακεδόνες μετανάστες που βρίσκονταν στο Τορόντο, εκ των οποίων περίπου 500 κατάγονταν από την περιφέρεια της Καστοριάς. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι υπολογισμοί ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 6.000. Όπως και στις ΗΠΑ, η αρχική πρόθεση όσων μετανάστευσαν στον Καναδά, συνεχίζοντας την παράδοση στη Μακεδονία, ήταν να παραμείνουν για λίγα χρόνια, να κερδίσουν κάποια χρήματα και να επιστρέψουν στην πατρίδα το συντομώτερο δυνατό. Έτσι κι έκαναν, για να ανακαλύψουν σύντομα ότι τα χρήματα που έφερναν πίσω μαζί τους δεν επαρκούσαν παρά για ελάχιστο χρόνο, για να ακολουθήσουν και πάλι τον ίδιο δρόμο -όσο αυτός ήταν ανοικτός- χωρίς καταρχήν να φαίνονται πρόθυμοι να εγκατασταθούν μονίμως.

Οι περιορισμοί που οι αμερικανικές μεταναστευτικές αρχές επέβαλαν στην είσοδο μεταναστών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του Κ΄ αιώνος, με δεδομένη την υψηλή τάση για μετανάστευση στις ΗΠΑ κυρίως από το ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, συνέτειναν στην ανάπτυξη ενός δικτύου εκμεταλλεύσεως των μεταναστών από κερδοσκόπους, δίκτυο που είχε τις ρίζες του στη χώρα αποστολής αλλά απλωνόταν, παρ' όλους τους ελέγχους, και στα ενδιάμεσα ευρωπαϊκά λιμάνια της Μασσαλίας και του Λίβερπουλ και από εκεί έως τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Επειδή ελληνικά διαβατήρια και πιστοποιητικά ελληνικής ιθαγενείας βρέθηκαν επανειλημμένως σε χέρια Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Τούρκων υπηκόων, οι έλεγχοι έγιναν αυστηρότεροι στο λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέβαιναν πολλοί από την Μακεδονία και τη Θεσσαλία και επιπλέον στα λιμάνια του Βόλου και της Πάτρας αλλά και στα ευρωπαϊκά λιμάνια της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας ή της Γερμανίας.

Η παράνομη μετανάστευση με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα ήταν γενικώς γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, με ισχυρή παράδοση ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Καθώς λ.χ. η μετανάστευση Μουσουλμάνων μεταναστών (Οθωμανών υπηκόων) ήταν απαγορευμένη στις ΗΠΑ την πρώτη δεκαετία του Κ΄ αιώνος, ένεκα της πολυγαμίας, Αλβανοί που επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν, προμηθεύονταν διαβατήρια σε χριστιανικά ονόματα, πράγμα που γινόταν με κάθε μυστικότητα, καθώς και η Πύλη απαγόρευε την μετανάστευση Οθωμανών. Αντιθέτως, προστάτευε την μετανάστευση των Χριστιανών, που επανέρχονταν πλουσιότεροι, κατέβαλλαν όλους τους οφειλομένους φόρους τους, άνοιγαν καταστήματα ή αγόραζαν γαίες προς καλλιέργεια.

Το μοτίβο της υπερπόντιας μεταναστεύσεως από την Μακεδονία προς την Αμερική (κατά κύριο λόγο) την περίοδο έως το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο δεν έμελλε να διαφοροποιηθεί πολύ στις επόμενες δεκαετίες του πρώτου μισού του Κ΄ αιώνος, είχε περίπου ως εξής: Μετανάστευαν νέοι άρρενες, ηλικίας μεταξύ 18-35 ετών, στην απόλυτη πλειοψηφία τους (περίπου τα 3/4) Σλαβόφωνοι, σε ποσοστό έως 90% αγρότες και εργάτες γης, μικροϊδιοκτήτες ή ενοικιαστές γης, κάτοικοι μικρών αγροτικών κοινοτήτων. Μαζί με αυτούς, σταδιακά παρασύρθηκαν στο μεταναστευτικό ρεύμα και τεχνίτες ή ιδιοκτήτες κάποιων καταστημάτων. Συνεχίζοντας την παράδοση της εποχιακής μεταναστεύσεως, κινούνταν σε έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο ως προσωρινοί μετανάστες, με μικρότερο ή μεγαλύτερο χρόνο απουσίας (μετανάστευση - παλιννόστηση - ολιγόχρονη παραμονή στην πατρίδα - νέα αναχώρηση). Επέστρεφαν σε τακτά χρονικά διαστήματα στην πατρίδα τους (κατά μέσο όρο έως τρία χρόνια. η διάρκεια ποίκιλλε ανάλογα με τους δεσμούς τους στην πατρίδα, το είδος της επαγγελματικής τους απασχολήσεως στην Αμερική και τα κέρδη που είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν κατά τη διάρκεια της απουσίας τους), συνήθως κατά ομάδες (30-50 άνδρες) για να αποφεύγουν τις ληστείες από ένοπλες -βουλγαρικές- ομάδες και κατανάλωναν το κομπόδεμά τους καλύπτοντας τα χρέη που είχε στο μεταξύ δημιουργήσει η υπόλοιπη οικογένεια που παρέμενε στο χωριό, αγοράζοντας καταναλωτικά προϊόντα κυρίως εισαγωγής, αγοράζοντας γη, ανακαινίζοντας το σπίτι ή χτίζοντας καινούργιο, μεγαλώνοντας τα κοπάδια ή αγοράζοντας νέα οικόσιτα ζώα. 

Κάποτε-κάποτε συνεισέφεραν για την ανοικοδόμηση ή τη συντήρηση της εκκλησίας ή του σχολείου και μοίραζαν πληροφορίες από την δική του εμπειρία ο καθένας για την επαγγελματική του επιτυχία στο εξωτερικό. Η είσοδος μεγάλων χρηματικών κεφαλαίων αυτής της προελεύσεως επέφερε κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές πρωτόγνωρες για τις μικρές παραδοσιακές αγροτικές κοινότητες. Νέες συνήθειες, νέα ήθη ίσως, άλλα ντυσίματα και συμπεριφορές, νέο λεξιλόγιο της καθημερινότητος έρχονταν στη μικρή κοινωνία μαζί με τους παλιννόστες. Η επιστροφή τους όχι σπάνια σήμαινε ανατροπή της παραδοσιακής ταξικής (κάποτε και εθνικής) δομής στην αγροτική τους κοινωνία. Και ο πλούσιος Έλληνας επαγγελματίας και εμπορευόμενος δεν ήταν πλέον ο μόνος κυρίαρχος στην κοινότητα. Κατόπιν ανελάμβαναν το ίδιο ταξίδι, παίρνοντας μαζί τους αυτήν τη φορά και κάποιους άλλους (συγγενείς, φίλους, συγχωριανούς), στα χνάρια της αλυσιδωτής μεταναστεύσεως.

Ως βασικές αιτίες για την μετανάστευση από την Μακεδονία, στις αρχές του Κ΄ αιώνος, μπορεί κανείς να αναφέρει την μακρά παράδοση εποχιακής μεταναστεύσεως, την επικρατούσα πολιτική ανασφάλεια και την ένοπλη δράση των αλληλοσυγκρουομένων και αντεκδικουμένων ανταρτικών σωμάτων, καθώς η περιοχή διεκδικούνταν από όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες· τις κάθε είδους πολιτικές και οικονομικές πιέσεις και υπερβάσεις από την πλευρά της οθωμανικής διοικήσεως και των εκπροσώπων της, την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας στον οθωμανικό στρατό, με δυσβάστακτο κόστος εξαγοράς της υπηρεσίας· την μείωση της αγροτικής παραγωγής ήδη από τα τέλη του ΙΘ΄ και τα πρώτα χρόνια του Κ΄ αιώνος, την αξιοθρήνητη κατάσταση της υπαίθρου και την παρεμπόδιση των γεωργικών εργασιών, τις δυσκολίες προσαρμογής στις απαιτήσεις της οικονομίας της αγοράς, σε συνδυασμό με το δέλεαρ για βελτίωση των οικονομικών όρων της ζωής τους, καθώς ερέθιζαν την φαντασία τους τα τακτικά εμβάσματα όσων είχαν ήδη μεταναστεύσει στην Αμερική, προς τους οικείους τους. 

Το δίκτυο των πρακτόρων μεταναστεύσεως και των αντιπροσώπων των ατμοπλοϊκών εταιρειών διευκόλυνε την αναχώρηση όχι μόνον του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού αλλά και ιδιοκτητών ή ενοικιαστών γης σε μία μαζική αναχώρηση. Μελέτες μεταξύ Βουλγάρων και Μακεδόνων μεταναστών στο Σικάγο το 1909, έδειξαν ότι έως και σε ποσοστό 77% παρακινήθηκαν να μεταναστεύσουν στην Βόρειο Αμερική από τους πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών. Το 63% δήλωσε ως πρώτιστη αιτία για την μετανάστευση τις εγγυήσεις που τους παρείχαν οι πράκτορες, ότι θα έβρισκαν αμέσως εργασία και ικανοποιητικούς μισθούς. Μόλις το 12% ήλθε μέσω φίλων ή συγγενών και το 11% από δική του πρωτοβουλία.

Όπως διηγείται ο Καρλ Σάλεφ, ιδρυτικό μέλος της Macedonian Tribune, γεννημένος το 1891 στο Ξινό Νερό, η μητέρα του τον έσπρωξε στην μετανάστευση ήδη σε ηλικία 14 ετών, εξαιτίας του φόβου από την δράση των ενόπλων ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία. Δεν του επιτράπηκε ωστόσο να μεταναστεύσει, λόγω ηλικίας. Έτσι έφυγε και εργάσθηκε κοντά στον θείο του, στην Κωστάντζα της Ρουμανίας. Το 1909 κατάφερε επιτέλους να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκε στην Ινδιανάπολη.

Από το τέλος του ΙΘ΄ αιώνος, η μετανάστευση Ελλήνων από την Μακεδονία, είτε προς απελευθερωμένες περιοχές του ελληνικού κράτους (Θεσσαλία) είτε προς το εξωτερικό (ΗΠΑ), κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν από τις Ελληνικές Κυβερνήσεις. Η εγκατάλειψη της Μακεδονίας έθετε σε κίνδυνο τις εθνικές επιδιώξεις, με την αριθμητική μείωση του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.

Μέχρι την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, δύο παράμετροι καθόρισαν την στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στο φαινόμενο της μεταναστεύσεως Μακεδόνων στην αμερικανική ήπειρο: η ανησυχία για την μετανάστευσή τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η προσπάθεια συγκρατήσεώς τους. Έντονο προβληματισμό προκάλεσε επίσης η ανάγκη ενισχύσεως του φρονήματός τους, ιδιαίτερα των Σλαβοφώνων, μετά την εγκατάστασή τους στην Αμερική και αργότερα κατά την παλιννόστησή τους στην πατρίδα τους, που εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό οθωμανική διοίκηση. 

Οι Έλληνες μετανάστες από την Κυρίως Ελλάδα, Έλληνες πολίτες, αντιμετώπιζαν με προκατάληψη τους Σλαβοφώνους και εν γένει τους Μακεδόνες μετανάστες, Οθωμανούς υπηκόους, προκατάληψη που ενίσχυε το ενδεχόμενο αφελληνισμού τους. Τον κίνδυνο απομακρύνσεως των Μακεδόνων (κυρίως των σλαβοφώνων) μεταναστών από την ελληνική ομογενειακή κοινότητα εξαιτίας αυτής της προκαταλήψεως, επεσήμαιναν διαρκώς οι ελληνικές προξενικές αρχές, τουλάχιστον από το 1904 αλλά και οι αναφορές που συνέτασσαν διάφορα κυβερνητικά στελέχη στην Ελλάδα ή σε επισκέψεις τους στις ΗΠΑ, προκειμένου να διαμορφώσουν εικόνα για τον απόδημο ελληνισμό. Η εις βάρος τους προκατάληψη και ο κίνδυνος αφελληνισμού τους ενισχύονταν από δύο τουλάχιστον αιτίες: την έλλειψη προστασίας από τις ελληνικές προξενικές αρχές στη χώρα υποδοχής για την κατηγορία αυτή των μεταναστών και την παράλληλη δράση της βουλγαρικής προπαγάνδας στην Αμερική εν μέσω των ανοργάνωτων Μακεδόνων μεταναστών.

Από τις αρχές του Κ΄ αιώνος, Βαλκάνιοι μετανάστες στις ΗΠΑ και αλλού στην αμερικανική ήπειρο είχαν μεταφυτεύσει τις εθνικές διαφορές τους στη μακρινή γη και οι προξενικές αναφορές από την Αμερική μιλούσαν για έντονη αλβανική και μακεδονοβουλγαρική προπαγάνδα κτλ. Ειδικά η βουλγαρική προπαγάνδα στις ΗΠΑ εργαζόταν με συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο όχι μόνον για τον προσηλυτισμό των Μακεδόνων αλλά και για την οικονομική ενίσχυση του ενόπλου βουλγαρικού αγώνος στην οθωμανική Μακεδονία.

Επ' απειλή της ζωής μελών των οικογενειών τους στην πατρίδα και με βάση τον τρόπο με τον οποίο είχαν αναχωρήσει από την Μακεδονία (συνήθως όχι και τόσο νομότυπα), Μακεδόνες μετανάστες στις ΗΠΑ υποχρεώνονταν να συντηρούν το δίκτυο των πατρώνων εργασίας και των οργάνων της βουλγαρικής προπαγάνδας, που εκμεταλλεύονταν την εργασία τους και τα κέρδη τους ενισχύοντας οικονομικά το ταμείο για την χρηματοδότηση του ενόπλου βουλγαρικού αγώνος στην οθωμανική Μακεδονία ή για να διαλαλούν σε συλλαλητήρια την ανάγκη της αυτονομήσεως της Μακεδονίας. 

Ή ακόμη, να χρηματοδοτούν την αποστολή πρακτόρων του Βουλγαρικού Κομιτάτου στις ιδιαίτερες πατρίδες τους στη Μακεδονία, όπου θα προπαγάνδιζαν για να ξεσηκώσουν τον τοπικό πληθυσμό υπέρ της βουλγαρικής υποθέσεως. Στα μέσα Νοεμβρίου του 1906 λ.χ., αποκαλύφθηκε ότι Βούλγαροι Κομιτατζήδες εξεβίαζαν για χρήματα Μακεδόνες μετανάστες στην Πολιτεία της Ινδιάνα, επ' απειλή θανάτου των γονέων και των συγγενών τους στην ελληνική Μακεδονία. Οι εκβιαστές αποκαλύφθηκαν, καταγγέλθηκαν στην αμερικανική αστυνομία, δικάσθηκαν τον Μάρτιο του 1907 και καταδικάσθηκαν. Στα θύματα προσέφεραν την αρωγή τους οι ελληνικές προξενικές αρχές στις ΗΠΑ αλλά και ιδιώτες μετανάστες καθώς και ο Μακεδονικός Σύλλογος Νέας Υόρκης.

Μετά την χάραξη των εθνικών συνόρων στη Μακεδονία, το ρεύμα της μεταναστεύσεως γενικεύθηκε εκατέρωθεν των συνόρων. Τον Αύγουστο του 1913, η Νομαρχία Φλωρίνης ζητούσε οδηγίες εάν θα έπρεπε να εκδίδει ταξιδιωτικά έγγραφα-φύλλα πορείας για χωρικούς από το σερβικό τμήμα της Μακεδονίας που κινούνταν έως την Θεσσαλονίκη, με σκοπό να αναχωρήσουν για την Αμερική. Έτσι μετανάστευσε εκείνον τον καιρό, μαζί με φίλους και συγχωριανούς του από τη Σερβία, στις ΗΠΑ μέσω Φλωρίνης ο Χρίστο Ν. Νιζάμωφ, ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων των ΗΠΑ, χάρη στο κύκλωμα που λειτουργούσε στις δύο πλευρές των συνόρων με την ανοχή των αρχών. 

Η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ενέκρινε την έκδοση των αιτουμένων αδειών σε τέτοιες περιπτώσεις. Την ίδια πορεία με τους χωρικούς από τη σερβική Μακεδονία ακολουθούσαν και πολλοί χωρικοί της ελληνικής μεθορίου στη Δυτική Μακεδονία, οι οποίοι κατέρχονταν στη Θεσσαλονίκη κατά ομάδες επίσης για να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Για να το επιτύχουν αυτό, όχι σπάνια παρουσιάζονταν ως καταγόμενοι από περιοχές της σερβικής επικρατείας. Το γεγονός είχε θορυβήσει τις ελληνικές αρχές, που έβλεπαν την γειτονική χώρα να μεταβάλλεται σε άσυλο για κάθε φυγόστρατο και κάθε λιποτάκτη.

Οι αρχές της Φλωρίνης ανέφεραν επιπλέον πως κάτοικοι της περιφερείας Φλωρίνης απέρχονταν προς Αμερική διά Θεσσαλονίκης, μέσω Τεργέστης και Πειραιά, εξαπατώντας τις αρχές ότι μετέβαιναν στις εργασίες τους. Πολλούς από αυτούς φυγάδευε συγκεκριμένος πράκτορας μεταναστεύσεως (πιθανότατα από την Θεσσαλονίκη). Μόνον το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου του 1913 και μόνον από το χωριό Κονομπλάτι (Μακροχώρι Καστοριάς) ανεχώρησαν πενήντα νέοι. Οι ισχυροί φόβοι της για αραίωση μεταξύ του νεανικού πληθυσμού και για προβλήματα στο ζήτημα της στρατολογήσεως υποχρέωσαν την ελληνική διοίκηση να διατάξει τις τοπικές αρχές να παρακολουθούν την μετανάστευση προς την Αμερική, ιδιαίτερα ανδρών των στρατευσίμων ηλικιών.

Πολύ σύντομα άρχισε να παρατηρείται τάση για μετανάστευση και μεταξύ των μουσουλμανικών πληθυσμών, στην περίπτωσή τους προς την Ευρωπαϊκή και την Ασιατική Τουρκία. Γι' αυτό και η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ζήτησε να πληροφορηθεί από τις αρχές της περιφερείας Φλωρίνης εάν επρόκειτο για Οθωμανούς ή για Χριστιανούς, Σχισματικούς ή Πατριαρχικούς. Οι τοπικές αρχές ώφειλαν να εξακριβώνουν κάθε φορά αν οι αναχωρούντες ήταν γεωργοί και τί συνέβαινε με τις περιουσίες που εγκατέλειπαν πίσω τους και πάντως με κάθε τρόπο να παρακινούν τους πληθυσμούς αυτούς να παραμείνουν στις γαίες τους.

Την άνοιξη του 1916 επτά νεαρά αγόρια, όλοι σχεδόν συνομήλικοι, ξεκίνησαν από το χωριό τους, τη Βύσανη (Βυσσινιά) Καστοριάς, για να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Ανάμεσά τους ο Βασίλ Σπάσωφ, ηλικίας τότε 16 ετών. Ο Σπάσωφ όπως και τα άλλα μέλη της ομάδος εκείνης έφευγαν αναζητώντας καλύτερη ζωή, καθώς έβλεπαν πως «οι πόρτες της ζωής στην πατρίδα τους ήταν λιγοστές και βαριές για να τις σπρώξουν». Άλλωστε στις ΗΠΑ περίμεναν τον Σπάσωφ οι τρεις αδελφοί του, μετανάστες ήδη. 

Από εκείνους που ανεχώρησαν μαζί του, άλλοι επιθυμούσαν επιπλέον να αποφύγουν την στράτευση και άλλοι αναζητούσαν την περιπέτεια, παρακινημένοι από τις ιστορίες που άκουγαν. Αλλά και αργότερα, στα 1919, ανακαλύφθηκαν επιβαίνοντες στο ατμόπλοιο «Ισπανία» τέσσερις Έλληνες μετανάστες από την Δυτική Μακεδονία, δύο από τη Μόκραινη (Βαρικό Φλωρίνης) και από ένας από το Ναλμπάνκιοϊ (Περδίκκας Κοζάνης) και από το Νερέτι (Πολυπόταμος Φλωρίνης), κάτοχοι οι δύο πρώτοι ελληνικών διαβατηρίων και οι δύο τελευταίοι σερβικών διαβατηρίων, τα οποία είχαν εκδώσει παρατύπως και την τελευταία στιγμή έναντι 45 $ έκαστος.

Στα 1919 το ελληνικό κράτος, προφανώς στο πλαίσιο αναθεωρήσεως της σχετικής νομοθεσίας, ίσως και λόγω των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει μετά τις συνδιασκέψεις της Κοινωνίας των Εθνών περί μεταναστεύσεως στο Παρίσι, αποφάσισε να επιδείξει περιορισμένη έστω φροντίδα για την μετανάστευση. Το Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε τον Καθηγητή Α. Ανδρεάδη στην Αμερική, προς μελέτη του εν Αμερική ελληνισμού και της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπεύσεως εκεί. Τα αποτελέσματα της επισκέψεως Ανδρεάδη συμπυκνώθηκαν σε τρία ή τέσσερα υπομνήματα περί της καταστάσεως της εν Αμερική ελληνικής ομογενείας, περί της ανάγκης και των τρόπων αναδιπλώσεως της ελληνικής προπαγάνδας, κριτική για τις λάθος επιλογές προσώπων για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στην Αμερική κτλ.

Στην έκθεσή του σχετικά με την προπαγάνδα, ο Ανδρεάδης τόνιζε ότι οι Βούλγαροι είχαν δραστηριοποιηθεί στον τομέα αυτόν πολύ εξυπνότερα, ξεκινώντας από το 1902 να εργάζονται για την ικανοποίηση των εθνικών τους στόχων μέσω Αμερικανών και όχι μέσω Βουλγάρων. Κατά παρόμοιο τρόπο, ώφειλε το ελληνικό κράτος να εργάζεται όχι με ιεραποστόλους αλλά με επιστήμονες, επεσήμαινε ο Ανδρεάδης. Ο ίδιος παραδεχόταν στις εκθέσεις του ότι το σημαντικότατο έργο που είχε επιτελεσθεί επί πρεσβείας Κορομηλά στην Αμερική, παρέμεινε χωρίς συνέχεια, εξαιτίας των κακών επιλογών μεταξύ των Ελλήνων ομογενών αλλά και λόγω της ανεπιτυχούς επιλογής διπλωματικών αντιπροσώπων.

Με αφορμή την ένταση της δράσεως των εν Αμερική αποδήμων Σλαβοφώνων, καταγομένων από την περιφέρεια Καϊλαρίων, με σκοπό την αυτονόμηση της Μακεδονίας ή την προσάρτησή της στη Βουλγαρία, η υπομοιραρχία Καϊλαρίων συνέταξε, στο τέλος του 1921, «κατάλογο των εν Αμερική, Βουλγαρία και Κωνσταντινουπόλει διαμενόντων κατοίκων της περιφερείας», με την παράκληση να εξακριβωθεί η ακριβής διαμονή τους διαμέσου των προξενικών αρχών, προκειμένου να αναπτυχθεί η κατάλληλη δράση για την μεταστροφή του φρονήματός τους.

Συνολικά από την Περιφέρεια Υποδιοικήσεως Καϊλαρίων, η οποία με βάση την απογραφή του 1920 είχε 43.767 κατοίκους, εκ των οποίων 7.845 Σλαβόφωνοι, 30.169 Μουσουλμάνοι, 4.855 Έλληνες και Πρόσφυγες, 885 Ρουμανίζοντες και 13 Ισραηλίτες, είχαν μεταναστεύσει 535 Σλαβόφωνοι, οι 141 στη Βουλγαρία 46 εκ των οποίων οικογενειακώς, 79 στην Κωνσταντινούπολη και 309 στην Αμερική. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν και έξι λιποτάκτες από τον ελληνικό στρατό: τέσσερις από την στρατιά της Θράκης και δύο από την Θεσσαλονίκη. Πολλοί από αυτούς είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική ή την Βουλγαρία, ήδη από το 1913. Πολλοί από τους μεταναστεύσαντες προς την Αμερική ήταν έμποροι και ξενοδόχοι και σχεδόν όλοι είχαν αλλάξει το όνομά τους.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, το Υπουργείο Εξωτερικών ενδιαφέρθηκε να καταγράψει το ελληνικό δυναμικό εκτός των συνόρων σε ολόκληρο τον κόσμο. Λόγοι εθνικής ωφελείας επέβαλλαν, σύμφωνα με το Υπουργείο, την σαφή και λεπτομερή γνώση του αριθμού και του ποιού των απανταχού εθνικών δυνάμεων. Έτσι ξεκίνησε η διαδικασία για την κατάρτιση λεπτομερούς στατιστικής. Μεταξύ των ζητημάτων που τέθηκαν ως στόχοι της καταγραφής (οργανωτικό πλαίσιο των ομογενών, ατομικά, οικογενειακά, κοινωνικά, οικονομικά, εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ζητήματα, γενικά το σύνολο του βίου του αποδήμου ελληνισμού), το πρώτο-πρώτο αφορούσε τον αριθμό των Ελλήνων στις περιφέρειες των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών στην ξένη, την καταμέτρηση των «Βουλγαροφώνων» (sic), «Βουλγάρων», «Μουσουλμάνων» κ.ά.

Έχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε ότι η καταγραφή αυτή ολοκληρώθηκε με επιτυχία, καθώς από πολύ νωρίς παρουσιάσθηκαν τεχνικά και ουσιαστικά προβλήματα στην διεξαγωγή της καταγραφής: τοπικές αντιδράσεις, προσωπικές δυσαρέσκειες και ανταγωνισμοί για λόγους μικροσυμφερόντων και μικροφιλοδοξιών, καχυποψία για τους σκοπούς της καταγραφής, όξυνση των πολιτικών παθών μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών, ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή και οργάνωση, ανεπάρκεια χρημάτων, απουσία διαθέσεως για εργασία εκ μέρους ιδιωτών, κοινοτικών εκπροσώπων και των εμμίσθων ή αμίσθων προξενικών αρχών, έλλειψη συνεργασίας και αλληλοενημερώσεως μεταξύ των διπλωματικών αντιπροσώπων, πέρα από την διασπορά των Ελλήνων σε αχανείς εκτάσεις με μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις.

Η περίοδος 1920/22-1940

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, οι αμερικανικές αρχές θέσπισαν αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό των νεοεισερχομένων μεταναστών. Με την σταδιακή εισαγωγή του συστήματος των ποσοστώσεων, επιβλήθηκε ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος στις εισόδους νέων μεταναστών στις ΗΠΑ. Ο Μεταναστευτικός Νόμος των ποσοστώσεων του 1924, που έμελλε να διατηρηθεί σε ισχύ έως το 1952, καθόρισε ποσοστό έως 2% ετησίως στη βάση των εισελθόντων μεταναστών από κάθε εθνική ομάδα κατά το 1890. Το ποσοστό για τους Έλληνες ορίσθηκε στα 308 άτομα ετησίως. Ούτως ή άλλως, η ελληνική υπερπόντια μετανάστευση κατά τον Μεσοπόλεμο μειώθηκε σε περίπου το 1/4 της προγενεστέρας περιόδου.

Παρ' όλους τους περιοριστικούς κανονισμούς και τις ποσοστώσεις όμως, έφθαναν τελικά στο αμερικανικό έδαφος έως και 2.000 Έλληνες τον χρόνο, συνήθως παράνομα. Κορυφαίες περιοχές μεταναστεύσεως κατά την μεσοπολεμική περίοδο υπήρξαν το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, τα νησιά του Αιγαίου (κυρίως οι Κυκλάδες και η Χίος), τα Ιόνια Νησιά και ιδιαίτερα η Δυτική Μακεδονία, πρωτίστως ο νομός Φλωρίνης. Η υπερπόντια μετανάστευση των Μακεδόνων την περίοδο μετά το 1923 εξακολουθούσε να στρέφεται κυρίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σε ποσοστό έως πάνω από 65%. Μεταξύ των υπολοίπων χωρών, δημοφιλείς προορισμοί αποδείχθηκαν ο Καναδάς, η Αυστραλία και χώρες της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής. Μάλιστα, πολλές από τις υπόλοιπες χώρες της αμερικανικής ηπείρου, στις οποίες κατευθύνονταν Μακεδόνες μετανάστες, δεν αποτέλεσαν τίποτε άλλο παρά ενδιάμεσο σταθμό πριν τελικά καταφέρουν, με νόμιμο ή παράνομο τρόπο, να εισέλθουν στο έδαφος των ΗΠΑ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η τάση των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας για μετανάστευση προς τον Καναδά αυξήθηκε ακριβώς μετά την επιβολή του μέτρου των ποσοστώσεων στις ΗΠΑ από το 1924 έως το 1928, οπότε και οι αρχές του Καναδά έλαβαν περιοριστικά μέτρα για την προστασία του δικού τους εργατικού δυναμικού.

Άλλωστε, οι περισσότεροι από τους πρώτους Μακεδόνες που μετανάστευσαν στην Αυστραλία, ήταν πρώην μετανάστες στην Αμερική που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς Πολέμους, παρέμειναν σε όλη τη διάρκεια της εμπόλεμης περιόδου στην πατρίδα και όταν αργότερα θέλησαν να γυρίσουν στις ΗΠΑ, βρήκαν τις πόρτες κλειστές. Μετανάστευσαν λοιπόν στην Αυστραλία για λόγους οικονομικούς -κάποτε και πολιτικούς- σε δύο μεγάλα ρεύματα, μεταξύ των ετών 1924-1928 και 1935-1939. 

Το 1921, οι Μακεδόνες μετανάστες στην πέμπτη ήπειρο υπολογίζονταν σε πενήντα. Οι Κοζανίτες μετανάστες που περιλαμβάνονταν στους περίπου 250 Δυτικομακεδόνες του πρώτου ρεύματος στα 1924, οι οποίοι κατάγονταν κυρίως από τον Βυθό, τον Πεντάλοφο, την Αγία Σωτήρα κ.α., εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη-Βικτόρια, ενώ οι περίπου σαράντα νέοι από την περιφέρεια Φλωρίνης εγκαταστάθηκαν στην πλειοψηφία τους στη Δυτική Αυστραλία και μόνον μετά το 1928-29 έφθασαν κάποιοι από αυτούς στη Βικτόρια και την Μελβούρνη, συνήθως πάλι μέσω Δυτικής Αυστραλίας, σπρωγμένοι από την οικονομική κρίση και την σπανιότητα εργασίας.

Από το 1924, άλλωστε, οι ελληνικές προξενικές αρχές στην Αυστραλία ζητούσαν να μην εκδίδονται διαβατήρια για την Αυστραλία, καθ' ότι υπήρχαν εξαιρετικές δυσκολίες επαγγελματικής αποκαταστάσεως, ακόμη περισσότερο καθώς οι Έλληνες μετανάστες αγνοούσαν την γλώσσα και δεν διέθεταν κάποια τεχνική, εμπορική ή αγροτική ειδίκευση.

Μετά το 1935, οι Μακεδόνες μετανάστες στην Αυστραλία άρχισαν να μετακαλούν κυρίως μέλη των οικογενειών τους (συζύγους και τέκνα) στο πλαίσιο της οικογενειακής επανενώσεως. Όπως και στην αμερικανική περίπτωση, η μετάκληση αυτή εξαρτήθηκε στενά από την επαγγελματική ασχολία του μετανάστη, η οποία επέβαλλε την εξασφάλιση δωρεάν εργατικών χεριών. Το ξέσπασμα του πολέμου έμελλε να ανακόψει αυτή την ευκαιρία για αρκετούς, έως την επομένη μεταπολεμική περίοδο. Πάντως υπολογίζεται πως μέχρι το 1940, 1.290 άρρενες Μακεδόνες είχαν εγκατασταθεί στην Αυστραλία. Από αυτούς, το 52% (670) προερχόταν από την περιφέρεια Φλωρίνης και άλλο περίπου 29% (370) από την περιφέρεια Καστοριάς. Σχεδόν στο σύνολό τους είχαν αγροτική προέλευση. Έως το 1947, ο αριθμός των Μακεδόνων στην Αυστραλία έφθασε τους 1.900.

Η μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες παρέμεινε ουσιαστικά υπόθεση των ατόμων νεαρής και οπωσδήποτε παραγωγικής ηλικίας και κατά την περίοδο αυτή. Σε ποσοστό έως πάνω από 65% οι μετανάστες ανήκαν στις ηλικίες μεταξύ 15-40 ετών. Έγραφε στα 1931 ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Χρυσόστομος:

«Εκείνο, εις ο δέον να περιστραφεί η προσοχή του κράτους, είναι να θέσει ένα φραγμόν εις το ρεύμα το μεταναστευτικόν. Είναι δε ευτύχημα, ότι τον φραγμόν τούτον έθηκεν η κυβέρνησις της Αμερικής, διότι άλλως η Δυτική Μακεδονία συν τω χρόνω θα απεγυμνούτο τελείως των εργατικών ανδρικών χειρών και θα έμενε μόνον μετά των γερόντων και των γυναικών. Εγώ αυτός διεπίστωσα κατά την περιοδείαν μου, ότι από έκαστον χωρίον, αριθμούν κατά μέσον όρον 100-200 οικογενείας, λείπουσιν εις την Αμερικήν ή την Αυστραλίαν 50 τουλάχιστον νέοι ή και έγγαμοι, οίτινες αποδημούντες, εγκαταλείπουσι τας οικογενείας των εις την τύχην των. Ιδίοις δ' ήκουσα ωσίν, ότι και οι λοιποί αναμένουσι την άρσιν της απαγορεύσεως, όπως μεταναστεύσωσιν εις την Αμερικήν…».

Ανάμεσα στους μετανάστες εκείνους και μάλιστα στις νεαρότερες ηλικίες (κάτω των 35 ετών) περιλαμβάνονταν αρκετές γυναίκες ή παιδιά, μέλη των οικογενειών μεταναστών σε υπερπόντιες χώρες, κυρίως στις ΗΠΑ, που επιχείρησαν να εκμεταλλευθούν την σχετική πρόνοια της αμερικανικής μεταναστευτικής νομοθεσίας για προτίμηση στη χορήγηση αδειών εισόδου σε συζύγους ή άλλους συγγενείς ήδη εγκατεστημένων μεταναστών. Αλλά και προς την Αυστραλία οι περισσότεροι των μεταναστών ήταν νέοι, συνήθως παντρεμένοι, αν και ελάχιστοι έφερναν μαζί τους τις συζύγους τους.

Η τάση των εντοπίων κατοίκων της Μακεδονίας για μετανάστευση παρέμεινε ισχυρή σε όλη τη διάρκεια της περιόδου μετά το 1923. Μόνο το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1927 έως τον Ιούνιο του 1927, η Νομαρχία Φλωρίνης εξέδωσε περίπου 1.000 διαβατήρια, 500 για την Αμερική και την Αυστραλία και άλλα τόσα για την Σερβία και τη Βουλγαρία, από τα οποία το 70% πάλι για να μεταναστεύσουν από εκεί υπερποντίως. Οι μετανάστες αυτής της τελευταίας κατηγορίας συχνά προέβαλλαν ψεύτικες δικαιολογίες -λόγους υγείας, επισκέψεις σε συγγενείς στις χώρες αυτές κτλ.- προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση του διαβατηρίου τους. Το Προξενικό Τμήμα της Πρεσβείας της Σόφιας είχε γνώση ότι τελικά με τον τρόπο αυτόν πολλοί μετανάστευαν στις ΗΠΑ και τον Καναδά, κάποτε μάλιστα για να καταστούν όργανα του Βουλγαρομακεδονικού Κομιτάτου και των οργανώσεών του για την επίτευξη της αυτονομίας της Μακεδονίας.

Σύμφωνα πάλι με στοιχεία της Νομαρχίας Φλωρίνης, κατά τον μήνα Ιανουάριο του 1929 αποδήμησαν ή μετανάστευσαν από την περιφέρεια 159 άτομα (151 άρρενες και 8 θήλεις), τον μήνα Απρίλιο του 1929 αποδήμησαν ή μετανάστευσαν 150 άτομα (122 άρρενες και 28 θήλεις), ενώ τον Σεπτέμβριο της ιδίας χρονιάς αποδήμησαν ή μετανάστευσαν 78 άτομα (59 άρρενες και 19 θήλεις) από την επαρχία Φλωρίνης. Για την μεταναστευτική κίνηση της επαρχίας Φλωρίνης μόνον κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 1929, οι αστυνομικές αρχές Φλωρίνης συνέταξαν και υπέβαλαν στις 6 Απριλίου του 1929 τρεις καταλόγους, στους οποίους προφανώς περιλαμβάνονται σχεδόν όλοι οι άρρενες που εξέδωσαν διαβατήριο από τη Νομαρχία Φλωρίνης το εν λόγω τρίμηνο για τους συγκεκριμένους προορισμούς. 

Η «Κατάστασις ονομαστική των μέσω Βουλγαρίας εις Καναδάν μεταναστευσάντων κατά το α΄ τρίμηνον έτους 1929» περιελάμβανε 24 άρρενες μετανάστες. Η δεύτερη «Κατάστασις ονομαστική των απ' ευθείας διά Καναδάν μεταναστευσάντων εκ περιφερείας Φλωρίνης κατά το α΄ τρίμηνο έτους 1929» περιελάμβανε 92 άρρενες μετανάστες από διάφορα χωριά της περιφερείας Φλωρίνης και η τρίτη «Κατάστασις ονομαστική των διά την Ρουμανίαν αναχωρησάντων κατοίκων της περιφερείας Φλωρίνης» 9 άρρενες.

Η επιθυμία των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας για μετανάστευση παρέμενε ισχυρή, όπως αποδεικνύεται από τις επανειλημμένες αιτήσεις τους για την έκδοση διαβατηρίου και από την προσπάθεια αποκτήσεως αδείας εισόδου (βίζας), κυρίως για τις ΗΠΑ. Καθώς μάλιστα συγκεκριμένο νομοθετικό διάταγμα του Οκτωβρίου του 1925, που κυρώθηκε το 1927, προέβλεπε ότι τα υπό των νομαρχιών εκδιδόμενα διαβατήρια εκδίδονταν για ένα μόνο ταξίδι και χρησιμοποιούνταν άπαξ εντός ενός έτους από της εκδόσεώς τους (με ελάχιστες εξαιρέσεις για εμπόρους ή πολυταξιδεύοντες), οι Δυτικομακεδόνες ζητούσαν κάποτε αλλαγή στην χώρα προορισμού, προκειμένου να μεταναστεύσουν. 

Τέτοιες αλλαγές, που συνήθως καταδεικνύουν τον βαθμό ευκολίας ή δυσκολίας εξασφαλίσεως μίας αδείας εισόδου σε κάποια από τις χώρες υποδοχής των μεταναστών, δεν είναι άσχετες με την δράση των πρακτόρων μεταναστεύσεως, οι οποίοι κατηύθυναν τα ρεύματα των μεταναστών προς συγκεκριμένες χώρες ανάλογα με τις υφιστάμενες συγκυρίες είτε με τις γενικότερες τάσεις αναχωρήσεως, όπως περιστασιακά ίσχυαν στην πατρίδα. Μεταξύ των ετών 1922-1930, οι καταγόμενοι λ.χ. από την πόλη της Καστοριάς επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν συνηθέστερα στις ΗΠΑ όπως και πολλοί από τους μετανάστες που κατάγονταν από το Άργος Ορεστικό, την Βυσσινιά, το Νεστόριο ή το Μαυροχώρι και τον Τρίλοφο Καστοριάς. 

Αντίθετα, οι εκ Δενδροχωρίου καταγόμενοι ή από την Βασιλειάδα, τον Γάβρο, την Κρανιώνα ή τη Χαλάρα (όλα χωριά της τότε επαρχίας Καστοριάς του νομού Φλωρίνης) επιθυμούσαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία να μεταναστεύσουν προς τον Καναδά. Οι μεταναστεύοντες κάτοικοι του χωριού Ανταρτικό Φλωρίνης σημείωσαν εξαιρετικά πυκνή συγκέντρωση στο Τορόντο του Καναδά, ενώ οι περισσότεροι Μακεδόνες στη Νότιο Αυστραλία κατάγονταν από το Κότορι (Υδρούσα Φλωρίνης) και την Βύσενη (Βυσσινιά Καστοριάς).

Τα κύρια λιμάνια εξόδου από την χώρα παρέμεναν, όπως και στις αρχές του αιώνος, ο Πειραιάς και η Πάτρα. Όσοι από τους μετανάστες δεν εκμεταλλεύονταν τις απ' ευθείας γραμμές των εταιρειών από την Ελλάδα προς την αμερικανική ήπειρο, εξακολουθούσαν να ταξιδεύουν ατμοπλοϊκώς μέχρι την Μασσαλία και από εκεί με τον σιδηρόδρομο έως τα λιμάνια της Βόρειας Γαλλίας στον Ατλαντικό, απ' όπου με τα υπερωκεάνια της τακτικής γραμμής προς Αμερική αποβιβάζονταν τελικά στη Νέα Υόρκη, την πύλη εισόδου στις ΗΠΑ, είτε βορειότερα στα ανατολικά λιμάνια του Καναδά. Οι κάτοικοι των βορείων επαρχιών της χώρας μπορούσαν εναλλακτικά να αναχωρήσουν με τον σιδηρόδρομο προς κάποιο γαλλικό συνήθως λιμάνι, πριν επιβιβασθούν στα μεγάλα υπερωκεάνια.

Όπως αποκαλύπτουν δημοσιεύματα της τοπικής εφημερίδος Καστοριά, η διαδικασία αναχωρήσεως στο εξωτερικό κάθε άλλο παρά απλή υπόθεση ήταν, τουλάχιστον στην επαρχία Καστοριάς. Οι ανυπέρβλητες, όπως τις παρουσιάζει η εφημερίδα, διαδικαστικές δυσκολίες και η συνακόλουθη ταλαιπωρία του κοινού κατά την έκδοση διαβατηρίου μάλλον σχετίζονταν με την αυστηρή τήρηση του γράμματος του νόμου από τις αρμόδιες υπηρεσίες της επαρχίας Καστοριάς παρά με άλλους λόγους. Με αγανάκτηση μάλιστα και παράπονο η σύνταξη της εφημερίδος συνέκρινε την ανάλογη διαδικασία στην επαρχία Φλωρίνης (αν και στον ίδιο νομό, Φλωρίνης) και διετύπωνε το συμπέρασμα ότι «…άλλοι νόμοι διέπουν την περιφέρειά μας και άλλοι την Φλώριναν. Ο εστί μεθερμηνευόμενον Κράτος εν Κράτει». Προσπάθειες για εξομάλυνση της διαδικασίας εκδόσεως διαβατηρίων και αναχωρήσεως με μεταβολή στην μεταναστευτική νομοθεσία δεν φαίνεται ότι τελικά βελτίωσαν την κατάσταση στην επαρχία.

Στα χρόνια αυτά η οικονομική θέση των αγροτών της Μακεδονίας, ιδιαίτερα της Δυτικής, δεν βελτιώθηκε σημαντικά και η οικονομία παρέμενε εκείνη της στοιχειώδους αγροτικής παραγωγής. Το μοντέλο της αγροτικής ζωής στην περιοχή της Φλωρίνης δεν έμελλε να μεταβληθεί σε όλη την περίοδο μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μακεδών μετανάστης, ο οποίος είχε μεταναστεύσει παλαιότερα στις ΗΠΑ και μετά το 1924 έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Αυστραλία, ομολογούσε πως «εάν η Ελλάδα μπορούσε να μας θρέψει, δεν θα έφευγα». Σειρά κακών εσοδειών στη Δυτική Μακεδονία, στο τέλος της δεκαετίας του 1910 και στη δεκαετία του 1920, καθιστούσε την μετανάστευση και την αναζήτηση ευκαιριών έξω από την περιοχή, κατά την μεσοπολεμική περίοδο, ίσως την μοναδική διέξοδο για την επιβίωση των κατοίκων.

Στα 1931, ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Χρυσόστομος παρατηρούσε πως χωρικοί της περιφερείας του μετανάστευαν στην Αμερική και στην Αυστραλία με ρυθμούς τόσο ανησυχητικούς, που η Δυτική Μακεδονία κόντευε να απογυμνωθεί από εργατικά ανδρικά χέρια και να απομείνει μόνον με τους γέροντες και τις γυναίκες. Οι ίδιοι οι χωρικοί ομολογούσαν ότι αδυνατούσαν να ζήσουν στην πατρίδα τους, καθώς η Δυτική Μακεδονία παρουσίαζε αδυναμία γεωργικής παραγωγής και καλλιέργειας, ενώ στερούνταν τελείως βιομηχανίας και κρατικής μερίμνης στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Αλλά και ο εναπομείνας πληθυσμός με δυσκολία κατάφερνε να επιβιώσει.

Εκπρόσωποι των τοπικών αρχών αναφέρονταν επανειλημμένως στην κακή οικονομική κατάσταση της περιοχής και στην οικονομική δυσπραγία των κατοίκων της, που τους ανάγκαζε να μεταναστεύουν σε ξένα κράτη, κυρίως στις ΗΠΑ και στον Καναδά, προς βελτίωση της οικονομικής τους καταστάσεως. Έγραφε στα 1934 αξιωματικός της Διοικήσεως Χωροφυλακής Φλωρίνης, αναφερόμενος στους μετανάστες της περιφερείας του:

«Είναι γνωστόν ότι εις τον νομόν Φλωρίνης δεν υπάρχει βιοτεχνία ή βιομηχανία αξία λόγου, το δε έδαφος δεν καθίσταται επαρκές να διαθρέψη τον πληθυσμόν της υπαίθρου ιδία. Λόγω οικονομικής δυσπραγίας των χωρικών αναγκάζονται ούτοι να μεταναστεύωσι εις ξένα κράτη και ιδία εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και τον Καναδά, προς καλλιτέρευσιν της οικονομικής των καταστάσεως, λόγω της νομισματικής διαφοράς».

Αλλά και ο Νομάρχης Φλωρίνης Ιωάννης Τσακτσίρας παραδεχόταν στα 1936 ότι ο νομός του ήταν ορεινός και άγονος. ως εκ τούτου, οι κάτοικοι άπαντες κατά περιόδους αναχωρούσαν στο εξωτερικό (στην Αμερική, τον Καναδά ή την Αυστραλία), όπου παρέμεναν έως και πάνω από εικοσαετία εργαζόμενοι προς δημιουργίαν περιουσίας. Όλοι όσοι έφευγαν, εγκατέλειπαν τα κτήματά τους και τις οικογένειές τους με την πρόθεση να επιστρέψουν μετά την απόκτηση περιουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι χάρη στα εμβάσματα των μεταναστών τους, τα χωριά της περιφερείας Φλωρίνης ένιωσαν πολύ αργά την οικονομική κρίση του 1929 και μόνον μετά το 1932, όταν τα ποσά των εμβασμάτων μειώθηκαν είτε επειδή κάποιοι μετανάστες έμειναν άνεργοι είτε επειδή αναγκάσθηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα, ακριβώς λόγω της προϊούσης ανεργίας.

Η βουλγαρική εφημερίδα Μακεδονία της Σόφιας, στο φύλλο της της 30ής Σεπτεμβρίου του 1929, σε ανταπόκριση από την Φλώρινα με τον τίτλο «Εν τη περιοχή Φλωρίνης υποδοχή και προπομπή των Ελλήνων υπουργών» στην οποία, εκτός των άλλων, καταμαρτυρούσε πολλά εις βάρος της ελληνικής διοικήσεως σχετικά με την κατάσταση στην περιφέρεια Φλωρίνης, παρατηρούσε πως το κατ' ευφημισμόν «εύφορο» έδαφος της περιοχής μόλις που επαρκούσε για να εξασφαλίζει στον γεωργό τον σπόρο της επομένης χρονιάς, οπότε αυτός πλέον, όχι ως γεωργός αλλά ως «πάμφτωχος», αναγκαζόταν να μεταναστεύει, κάποτε με την οικογένειά του, χωρίς να σκέπτεται να επιστρέψει ποτέ στον τόπο του.

Λίγο καιρό αργότερα, η ίδια βουλγαρική εφημερίδα έγραφε ότι ο «βουλγαρικός» πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας είχε υποστεί διωγμούς από την ελληνική διοίκηση. Στην Καστοριά, οι αρχές εφάρμοζαν σειρά μέτρων για να καταστρέψουν οικονομικά τον πληθυσμό και να τον εξαναγκάσουν να εγκαταλείψει τα κτήματά του. Οι εγκατεστημένοι στο νομό Καστοριάς πρόσφυγες από την Ανατολία, συνέχιζε η Μακεδονία, ενθαρρύνονταν να διαρπάζουν τη σοδειά των εντοπίων, στους οποίους άλλωστε καμία οικονομική χορήγηση ή πίστωση δε δίνονταν. Απεναντίας, τιμωρούνταν με πρόστιμα και φορολογία.

Είναι αλήθεια πως η άφιξη και η εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία προκάλεσε -προσωρινά έστω- πιέσεις εξόδου στους εγκατεστημένους γηγενείς Μακεδόνες, καθώς μεταξύ των ετών 1920 και 1928 ο πληθυσμός της περιοχής σημείωσε αριθμητική αύξηση 30,7% (και 24,8% μεταξύ του 1928-1940) κατά 275.355 άτομα, ενώ η πυκνότητά του ανήλθε απότομα από 22,8 σε 30,9 το 1920, σε 41,5 στα 1928, για να φθάσει στο 51,6 έως το 1940. Επτά νομοί της περιλαμβάνονται στους δέκα του συνόλου της χώρας, που γνώρισαν την μεγαλύτερη δημογραφική αύξηση.

Κρίθηκε μάλιστα στα 1932 πως ο πληθυσμός στο νομό Φλωρίνης «υπερπλεονάζει», καθώς η αδυναμία μεταναστεύσεως κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσεως και η έλλειψη μεταναστευτικών πόρων είχαν δημιουργήσει εκρηκτικές καταστάσεις σε οικονομικό και σε δημογραφικό επίπεδο στη Δυτική Μακεδονία. Επομένως, ο πληθυσμός της περιοχής έπρεπε να αφεθεί να διαρρεύσει, προκειμένου να επιβιώσει. Αλλά και αργότερα, τον Αύγουστο του 1936, ο Νομάρχης Φλωρίνης Τσακτσίρας ισχυριζόταν ότι η «αραίωσις των ασφυκτιόντων χωρίων» αποτελούσε «εκ των ουκ άνευ» μέτρο, για να βελτιωθεί η κακή οικονομική κατάσταση χωριών της περιφερείας της νομαρχίας του.

Άλλωστε, οι γηγενείς είχαν σημαντική παράδοση στην υπερπόντια μετανάστευση, παράδοση την οποία σε γενικές γραμμές δεν διέθεταν οι πρόσφυγες. Οι γηγενείς είχαν ήδη εγκατεστημένους συγγενείς στο εξωτερικό, οι οποίοι λειτουργούσαν ως γέφυρες για την αναχώρησή τους, είχαν την τάση να αναχωρούν προς υπερπόντιες χώρες και εμφανίζονταν εν γένει πιο προετοιμασμένοι ψυχολογικά να αναχωρήσουν στο εξωτερικό ως μετανάστες, ακόμη και πέρα από την ύπαρξη ανθρωπίνων γεφυρών επικοινωνίας. Αντίθετα, οι πρόσφυγες και υπό το άγχος της αποκαταστάσεως και με την ανάμνηση του ξεριζωμού, παρουσιάζονταν οι πλέον ανασταλτικοί για αναχώρηση.

Η καχυποψία των αρχών έναντι του εντοπίου πληθυσμού δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα: Οποιαδήποτε κίνηση και επιλογή του πληθυσμού ή των αιρετών αρχόντων του κρίνονταν και ερμηνεύονταν ως αμφισβήτηση της ελληνικής παρουσίας, ως υπονόμευση του «εθνικού» συμφέροντος ή ως «αντεθνική» δράση. Η απογοήτευση των (σλαβοφώνων) κατοίκων από την αυθαιρεσία και την καχυποψία αρκετών από τους εκπροσώπους της δημοσίας διοικήσεως στη Μακεδονία, ενισχυόμενη από τις υπόλοιπες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μετέτρεψε την μετανάστευση σε διαφυγή από ένα περιβάλλον, που από οικείο και «δικό» τους είχε καταστεί για τους εντόπιους ξένο και «άλλο».

Παρόμοιες δυσκολίες, σε συνδυασμό με την περιοριστική πολιτική των χωρών υποδοχής των μεταναστών, οδήγησαν αρκετούς επίδοξους Μακεδόνες μετανάστες στις ατραπούς της παράνομης μεταναστεύσεως. Η όλη διαδικασία παράνομης αναχωρήσεως στο εξωτερικό αποτελούσε καταρχήν ουσιαστική οικονομική αφαίμαξη για το ισχνό ατομικό ή οικογενειακό τους βαλάντιο, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι χρηματικές απαιτήσεις πλαστογράφων και παρανόμων διακινητών.

Παράλληλα, ως παρανόμως εισελθόντες στην ξένη χώρα, διέτρεχαν διαρκώς τον κίνδυνο της απελάσεως από τις αρχές μεταναστεύσεως της χώρας αυτής. Κι αν ακόμη διέφευγαν τον κίνδυνο αυτόν, διάφοροι επιτήδειοι στη χώρα αφίξεως καραδοκούσαν για να αποσπάσουν εκβιαστικά, υπό την απειλή της καταδόσεως στις αρχές, διάφορα χρηματικά ποσά. Αναφορές που έφθαναν στο Υπουργείο Εξωτερικών, κατήγγελλαν ότι σε τέτοιου είδους δραστηριότητες επιδίδονταν συχνά αρκετά μέλη των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων στην αμερικανική ήπειρο. 

Επετύγχαναν έτσι να στρατολογούν νέα μέλη για τις οργανώσεις τους και να εξοικονομούν συνεχώς χρήματα υπέρ του ταμείου του Κομιτάτου αλλά και του προσωπικού τους ταμείου. * Φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920, το φαινόμενο είχε λάβει εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας και απασχόλησε τις ελληνικές πολιτικές, διπλωματικές και διοικητικές αρχές. Οι διεθνείς διαστάσεις του κυκλώματος παράνομης διακινήσεως μεταναστών, τα προβλήματα που δημιουργούνταν στις σχέσεις της Ελλάδος με τις χώρες υποδοχής σε περιπτώσεις αποκαλύψεως παρανόμων μεταναστών, η παραβίαση της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας και οι επιπλοκές στη νομίμως εξελισσόμενη μετανάστευση υποχρέωσαν το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών να ασχοληθεί επισταμένως με το ζήτημα, προκειμένου να εξευρεθούν λύσεις και μέτρα προς περιορισμό του φαινομένου. 

Το Υπουργείο, μάλιστα, ζήτησε από τις αρμόδιες αστυνομικές και δικαστικές αρχές να εντείνουν τις σχετικές έρευνες και να οδηγήσουν το συντομώτερο δυνατόν ενώπιον των δικαστηρίων τους ενόχους. Παράλληλα, ενημερώθηκε και το ενδιαφερόμενο μεταναστευτικό κοινό, προκειμένου να μην πέφτει θύμα παρομοίων απατεώνων. Καταρχήν επιχειρήθηκε η διάλυση του δικτύου της παρανομίας στο εσωτερικό της χώρας. Οι επισταμένες έρευνες των αστυνομικών αρχών της Φλωρίνης αποκάλυψαν τους πράκτορες που συνεργάζονταν με πράκτορες στον Καναδά, στη Σερβία και στη Βουλγαρία, με σκοπό την λαθραία μεταφορά μεταναστών στον Καναδά και στις ΗΠΑ έναντι υψηλού χρηματικού αντιτίμου. 

Πράκτορες του εξωτερικού εξαγόραζαν τις προσκλήσεις-άδειες εισόδου που οι ήδη εγκατεστημένοι μετανάστες στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία μπορούσαν να εκδώσουν για συγγενείς τους στην πατρίδα, συχνά εκδομένες για λογαριασμό ανύπαρκτων γονιών ή αδελφών, έναντι 70 $, τις οποίες απέστελλαν στην Ελλάδα, την Βουλγαρία ή τη Σερβία. Οι εκεί πράκτορες πωλούσαν τις άδειες έναντι 200-300 $, σε όσους επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν. Οι τιμές άγγιζαν και τα 600-750 $, στις περιπτώσεις που οι πράκτορες ανελάμβαναν όλη την διαδικασία της αναχωρήσεως του μετανάστου (διαβατήριο, εισιτήρια, απαραίτητα πιστοποιητικά, γνήσια ή συνηθέστερα πλαστά ή παραχαραγμένα). Ως αποτέλεσμα, πράκτορες μεταναστεύσεως από την περιφέρεια Φλωρίνης που ενέχονταν σε υποθέσεις παράνομης μεταναστεύσεως, οδηγήθηκαν ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και αρκετοί από αυτούς καταδικάσθηκαν σε διάφορες ποινές.

Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η αποκάλυψη και η εξάρθρωση του δικτύου της παράνομης μεταναστεύσεως και των πλοκάμων του στο εξωτερικό. Η αποστολή στο Παρίσι (όπου βρισκόταν η έδρα της καναδικής επιτροπής εξετάσεως και επιλογής των μεταναστών, βάσει των αδειών εισόδου που εξέδιδε και των ονομαστικών καταλόγων που συνέτασσε η Καναδική Κυβέρνηση) του Ανθυπομοιράρχου Γεωργίου Ξυπολυτά, ανησύχησε τους ανθρώπους του Κομιτάτου. Η βουλγαρική πρεσβεία στην Αθήνα διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ελληνική κίνηση, ωστόσο άνευ αποτελέσματος. Η έρευνα του Ανθυπομοιράρχου Ξυπολυτά αποκάλυψε σημαντικά στοιχεία για το κύκλωμα, που ήλθαν να επαληθεύσουν ή να συμπληρώσουν πολλά από όσα είχε αποκαλύψει η πρώτη έρευνα των αστυνομικών αρχών Φλωρίνης.

Η αναφορά Ξυπολυτά άφηνε κάποιες, έστω συγκεκαλυμμένες, υπόνοιες ότι στο δίκτυο πιθανόν να ενέχονταν και στελέχη του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών και κατέληγε με προτάσεις περί αξιοποιήσεως δοκιμασμένων και μορφωμένων αξιωματικών στα σημεία ελέγχου των επιβατών, κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά, και περί θεσπίσεως αυστηροτέρων ποινών για τους ηθικούς αυτουργούς της πλαστογραφίας και τους συνεργάτες τους, ώστε το ελληνικό κράτος να πάψει να εκτίθεται και οι μετανάστες να πάψουν να περιέρχονται σε αθλία θέση, στην περίπτωση που αποκαλύπτονταν η πλαστότητα των πιστοποιητικών τους. Ίσως ο φόβος των κυρώσεων και οι αυστηροί έλεγχοι να επέφεραν μείωση -αν όχι εξουδετέρωση- της προπαγανδιστικής δραστηριότητος των πρακτόρων μεταξύ των Μακεδόνων μεταναστών, παρόλο που έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι η Βουλγαρία, το Κομιτάτο και Καναδοί υπάλληλοι θα συνέχιζαν τη δράση τους.

Πράγματι, παρά τα σχετικώς επιτυχημένα αποτελέσματα των διωκτικών αρχών, πράκτορες μεταναστεύσεως συνέχισαν να περιοδεύουν στην περιφέρεια επαγγελλόμενοι ότι μπορούσαν να διευκολύνουν στην μετανάστευσή τους χωρικούς της περιοχής, οι οποίοι, αδαείς καθώς ήταν, φυσικά δεν μπορούσαν να γνωρίζουν ότι οι πραγματικές άδειες για μετανάστευση στην αμερικανική ήπειρο ήταν πλέον εξαιρετικά σπάνιες για να κυκλοφορούν ευρέως στην περιφέρεια Φλωρίνης ούτε είχαν την ικανότητα να διακρίνουν ότι οι είκοσι άδειες εισόδου στον Καναδά, που διαφήμιζαν οι πράκτορες, ήταν πλαστογραφημένες, με χαρτί μικρότερο και λεπτότερο του κανονικού, χωρίς τα απαραίτητα υδατόσημα και με άσχημα πλαστογραφημένη υπογραφή, δημιουργήματα πιθανότατα σπείρας πλαστογράφων εξ Αθηνών, που τις είχαν πουλήσει στους πράκτορες της Φλωρίνης έναντι 140-170 $ την καθεμιά.

Εκτός από αστυνομικά μέτρα, οι ελληνικές αρχές έλαβαν επιπλέον και διοικητικά μέτρα προς ανατροπή της καταστάσεως. Από το τέλος του 1928 λ.χ., η Νομαρχία Θεσσαλονίκης δεν χορηγούσε διαβατήρια σε όσους κατάγονταν από το νομό Φλωρίνης ή άλλους νομούς, παρά μόνον εάν κατοικούσαν μόνιμα στο νομό Θεσσαλονίκης, ενώ δεν επέφερε οιανδήποτε αλλαγή στοιχείων σε διαβατήρια. Επομένως, τυχόν αλλοιώσεις (ατομικών και οικογενειακών στοιχείων ή στη χώρα προορισμού) διαπιστώνονταν σε διαβατήρια που είχε εκδώσει η Νομαρχία Φλωρίνης και είχαν γίνει από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους ή από άλλα άτομα, που επιδίδονταν σε τέτοιες ασχολίες. 

Διαβατήρια είχε δικαίωμα να εκδίδει μόνον ο νομάρχης Φλωρίνης και αστυνομική θεώρηση εξόδου από την χώρα για τους μετανάστες του νομού χορηγούσε μόνον η Διοίκηση Χωροφυλακής Φλωρίνης. Η έξοδος από την χώρα ήταν δυνατή μόνον από τα λιμάνια των Πατρών, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης και από τις μεθοριακές διαβάσεις της Ειδομένης, του Πυθίου και της Φλωρίνης, όπου οι αστυνομικές αρχές ώφειλαν να υποβάλλουν σε λυσιτελή έλεγχο γνησιότητος τα ταξιδιωτικά έγγραφα. Στις περιπτώσεις που τα διαβατήρια εκδίδονταν για ενδιάμεσες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σερβία, η Βουλγαρία ή η Γαλλία, από εκεί μόνον με θεώρηση των κατά τόπους ελληνικών προξενικών αρχών μπορούσαν να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, στον Καναδά ή αλλού και μόνον εφόσον πληρούνταν οι τρεις προαναφερόμενοι όροι. Οι προξενικές αρχές ώφειλαν να ελέγχουν τα ταξιδιωτικά έγγραφα και να ενημερώνουν αναλόγως την Κεντρική Υπηρεσία Αλλοδαπών. Σχετικώς θα ενημερώνονταν και η Καναδική Επιτροπή Μεταναστεύσεως, στο Παρίσι.

Εκτός από την καταπάτηση της ελληνικής νομοθεσίας περί μεταναστεύσεως και την δράση του Βουλγαρομακεδονικού Κομιτάτου εις βάρος Ελλήνων πολιτών, το ελληνικό κράτος ανησύχησε ιδιαιτέρως και η διεθνής διάσταση του κυκλώματος της παρανομίας. Οι συχνές αποκαλύψεις περιπτώσεων πλαστογραφημένων διαβατηρίων και αδειών μεταναστεύσεως στο εξωτερικό αποτελούσαν πραγματική δυσφήμιση για το ελληνικό κράτος και την ικανότητά του να ελέγχει επιμελώς τα σύνορα και τις εξόδους από αυτά. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη χειρότερα στις περιπτώσεις που οι παράνομοι μετανάστες ήταν πολίτες άλλων κρατών (της Γιουγκοσλαβίας ή της Βουλγαρίας), οι οποίοι συλλαμβάνονταν να κατέχουν πλαστά ελληνικά διαβατήρια και άλλα έγγραφα. Πέρα από τους λόγους εθνικής ασφαλείας της Ελλάδος, το δίκτυο των πλαστογράφων εκμεταλλευόταν και υπηκόους γειτονικών χωρών και καταστρατηγούσε τους νόμους των χωρών υποδοχής, οι κυβερνήσεις των οποίων ζήτησαν την ελληνική συνδρομή για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Έτσι συνέβη λ.χ. στα τέλη Αυγούστου του 1930, όταν εργάτες καταγόμενοι από το Μοναστήρι αναχώρησαν για τον Καναδά με ελληνικά διαβατήρια εκδομένα από πράκτορες της Φλωρίνης, οι οποίοι χρέωσαν έκαστο Γιουγκοσλάβο με 600-700 $ ή και 800 $ συνολικά για όλη την διαδικασία (έκδοση διαβατηρίων, εξασφάλιση θεωρήσεων και εισιτηρίων, άδειες εισόδου στην ξένη χώρα κτλ.).

Τον Μάιο του 1934, το Αμερικανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης ανέλαβε κάποια δράση στο ζήτημα της παράνομης μεταναστεύσεως Ελλήνων υπηκόων στις ΗΠΑ. Έλληνας υπάλληλος του προξενείου επισκέφθηκε την περιφέρεια Φλωρίνης, προκειμένου να διεξάγει επιτόπια έρευνα σχετικά με το θέμα της παράνομης εισόδου μεταναστών από την εν λόγω περιφέρεια στο αμερικανικό έδαφος με πλαστά διαβατήρια, το οποίο απασχολούσε τον καιρό εκείνο τις αμερικανικές αρχές μετά την σύλληψη παράνομων μεταναστών, οι οποίοι είχαν δηλώσει Έλληνες πολίτες με βουλγαρική όμως εθνική καταγωγή (race).

Η άποψη των αστυνομικών αρχών Φλωρίνης ήταν ότι όσοι μετανάστευαν με παράνομο τρόπο από την περιφέρεια, ακόμη και μέσω της Βουλγαρίας, της Σερβίας ή και της Ρουμανίας, ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την μετάβασή τους στις ΗΠΑ και στον Καναδά και δεν τους απασχολούσε αν είχαν βουλγαρικό ή άλλο διαβατήριο. Προκειμένου να μεταναστεύσουν, άλλαζαν και την υπηκοότητα και την θρησκεία τους κι αν αυτό μπορούσε σε κάποιες περιπτώσεις να σημαίνει πως είχαν ρευστή εθνική συνείδηση, παρ' όλα αυτά δεν εσήμαινε ότι στο εξωτερικό συνεργάζονταν όλοι ανεξαιρέτως με το Κομιτάτο και τις τοπικές οργανώσεις του, έστω και από φόβο ή προφύλαξη για τους συγγενείς τους που είχαν αφήσει πίσω στην πατρίδα και από ανάγκη και ελπίδα ότι κάποτε θα επέστρεφαν στα χωριά τους. Πολλοί από τους καταγόμενους από τα χωριά Τρίγωνο, Ανταρτικό, Άλωνα, Αρμενοχώρι ή Γάβρος που καταγγέλλονταν ότι ήταν μέλη του Κομιτάτου στο Τορόντο, είχαν αποδημήσει πριν από το έτος 1912, όταν ακόμη η δράση και η επιρροή του Κομιτάτου στο φρόνημα των κατοίκων της περιφερείας Φλωρίνης ήταν ισχυρή.

Οι κατηγορίες σε βάρος πρακτόρων μεταναστεύσεως της περιφέρειας Φλωρίνης ότι συνεργάζονταν με το Κομιτάτο της Σόφιας και του Καναδά για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας ή για την βουλγαροποίηση της «ελληνικής Μακεδονίας» ήταν μάλλον αναληθείς, επέμεναν οι ίδιες αρχές. Η συνεργασία με πράκτορες στη Βουλγαρία ή στη Σερβία βασιζόταν κυρίως στην κοινή καταγωγή τους από χωριά της περιφερείας Φλωρίνης, εξασφάλιζε την προμήθεια αδειών εισόδου ή την λαθραία αποστολή μεταναστών στον Καναδά και αποσκοπούσε στο κοινό κέρδος.

«Εξ όλων των ανωτέρων ο Τομεύς εξάγει το συμπέρασμα ότι εις την προκειμένην υπόθεσιν ουδέν τι το σοβαρόν γεγονός ενυπήρχε εκτός το της εκδόσεως πλαστού διαβατηρίου, πράγμα όπερ τυγχάνει από τα συνηθισμένα, διενεργούμενον εις τας περιοχάς ταύτας της Μακεδονίας λόγω των πολλών και σατανικών μεθόδων, αίτινες χρησιμοποιούνται υπό διαφόρων πρακτόρων μεταναστεύσεων και του καταναλισκομένου αφειδώς νομίσματος προς επιτυχίαν εκδόσεως τοιούτων…», ήταν η διαπίστωση της Αστυνομικής Διευθύνσεως Φλωρίνης.

Αλλά και η Νομαρχία Φλωρίνης συνηγορούσε πως η μέσω Βουλγαρίας μετανάστευση στην αμερικανική ήπειρο δεν αποτελούσε καταρχήν απόδειξη εθνικού φρονήματος παρά μόνον απλό μέσο διευκολύνσεως της εισόδου στην Αμερική, καθώς το βουλγαρικό ποσοστό επιτρεπομένων μεταναστών ήταν μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ελληνικό. Επιπλέον, έκρινε η Νομαρχία Φλωρίνης, στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου ελληνικές μακεδονικές οργανώσεις δεν υφίσταντο τουλάχιστον στο πρότυπο δράσεως του Κομιτάτου, ήταν εύκολο να επηρεασθεί για οποιονδήποτε λόγο κανείς και να γίνει όργανο της βουλγαρομακεδονικής προπαγάνδας.

Από τις αρχές του 1927, ήδη διαφορετικοί φορείς της ελληνικής διοικήσεως (Υπουργείο Εξωτερικών, Υπουργείο Εσωτερικών, Διευθύνσεις Αστυνομίας και Τοπικές Διοικήσεις Χωροφυλακής, Υπουργείο Δικαιοσύνης, Υπουργείο Στρατιωτικών και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, Νομαρχία Φλωρίνης) συμφωνούσαν ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να αποτρέπεται η μετανάστευση σλαβοφώνων κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας, αρκεί αυτή να διεξάγεται με ελληνικά διαβατήρια και νόμιμο τρόπο. Το Υπουργείο των Εξωτερικών συνέστησε εμμονή στην μη παρεμπόδιση της εξόδου των Σλαβοφώνων από την περιφέρεια Φλωρίνης προς την Αμερική και την Αυστραλία, ακόμη και μέσω Βουλγαρίας αλλά και προσεκτική και επιλεκτική εφαρμογή των διατάξεων περί στερήσεως της ελληνικής ιθαγενείας, διαγραφής από τα μητρώα του κράτους και απαγορεύσεως εισόδου στη χώρα.

Όμως, οι προξενικές αρχές του εξωτερικού ανέφεραν πως πολλοί από τους σλαβόφωνους μετανάστες από την περιφέρεια Φλωρίνης στις ΗΠΑ και στον Καναδά ξεπερνούσαν τους αρχικούς δισταγμούς τους και τους φόβους αντεκδικήσεων, ποινικών διώξεων, αποκλεισμών επανόδου στην πατρίδα, όπου είχαν ακόμη συγγενείς, κτήματα και άλλα περιουσιακά συμφέροντα, ειδικά εάν ήταν πολιτογραφημένοι Αμερικανοί πολίτες και από παλαιά εγκατεστημένοι στην Αμερική, εκδηλώνονταν με φανατισμό υπέρ της Βουλγαρίας και εργάζονταν μέσω συλλόγων και οργανώσεων στην Αμερική προς όφελος της αυτονομήσεως της Μακεδονίας, δαπανώντας αφειδώς άφθονο χρήμα. Ακόμη και «ελληνικής μάλλον συνειδήσεως μετανάσται μεταβαίνοντες εις Καναδάν αναγκάζονται να προσποιώνται τους Βουλγαρικής συνειδήσεως διά να επιτυγχάνουν της προστασίας των Βουλγαρικών οργανώσεων. Είναι δυνατόν ν' αποφύγωσιν υπό τοιούτους όρους την επίδρασιν της Βουλγαρικής προπαγάνδας;» διερωτόνταν η Διοίκηση Χωροφυλακής Φλωρίνης, στα 1934.

«Οι εκ της ελληνικής Μακεδονίας τοιούτοι μετανάσται, αν και ως παρετήρησα ομιλούν την ελληνική, εις ουδεμίαν κοινωνικήν επαφήν μετά των άλλων ομογενών έρχονται. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ούτοι ούτε εις τα ελληνικάς Ορθοδόξους Κοινότητας ανήκουν ούτε εις άλλην ελληνικήν οργάνωσιν ή σωματείον. Κατά πληροφορίας μου, προσπάθειαι εκ μέρους των ελληνικών σωματείων και οργανώσεων, όπως τους εγγράψουν μέλη, έμειναν άνευ αποτελέσματος. Η τοιαύτη στάσις των δέον να αποδοθεί κυρίως εις την προπαγάνδαν των δύο βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων, MPO και MPL και ιδιαιτέρως της πρώτης, ήτις διαθέτει περισσότερα μέσα.

Προς εξουδετέρωσιν της τοιαύτης μεταξύ των εκ της ελληνικής Μακεδονίας σλαβοφώνων μεταναστών προπαγάνδας των οργανώσεων αυτών, εφόσον αι γενόμεναι προσπάθειαι παρά των ήδη υφισταμένων ελληνικών οργανώσεων και σωματείων απέτυχον, ίσως η σύστασις σωματείου Ελλήνων εκ της Μακεδονίας να ήτο ενδεδειγμένος τρόπος», διεπίστωνε διπλωματικός εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους στις ΗΠΑ, το 1935.

Αλλά και στην Αυστραλία, όσοι από τους Μακεδόνες ταυτίζονταν με την ελληνική υπόθεση, μετανάστες από την Φλώρινα και την Καστοριά, έτειναν να σχηματίζουν ισχυρούς εθνοτοπικούς συλλόγους χωριστά από τους υπολοίπους Έλληνες, προφανώς λόγω της στάσεως των νησιωτών και των νοτιοτέρων Ελλήνων, οι οποίοι με καχυποψία, υποτιμητικά, με φόβο ή με τρόπο υπερβολικά πατερναλιστικό αντιμετώπιζαν ακόμη και τους φανατικότερους ελληνοφρονούντες από αυτούς. Οι δίγλωσσοι ή σλαβόφωνοι Φλωρινιώτες είχαν αποτύχει να πείσουν την υπόλοιπη μακεδονική και την ελληνική κοινότητα ότι ο όρος «Μακεδών» ή η χρήση του ιδιώματος δε σήμαιναν την υιοθέτηση βουλγαρικής ή άλλης αντεθνικής ταυτότητος. Από την άλλη, δεν ήταν λιγοστές οι περιπτώσεις που στο εσωτερικό ιδρυομένων μακεδονικών συλλόγων προέκυπταν δυσάρεστες καταστάσεις, οι οποίες αναστάτωναν την κοινωνική ζωή των Μακεδόνων. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελληνομακεδόνων και Βουλγαρομακεδόνων, μελών των ιδίων συλλόγων, δεν έλειπαν.

Ο σύλλογος των μεταναστών από το Ζέλοβο (Ανταρτικό) Φλωρίνης, που είχε ιδρυθεί στο Τορόντο του Καναδά ήδη πριν από το 1907, περιέπεσε σε αδράνεια, πιθανότατα χωρίς να διαλυθεί τυπικά, για αδιευκρίνιστους λόγους. Ανασυστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα, περίπου στα 1921, ως «Αλληλοβοηθητικός Σύλλογος Ζελοβιτών Τορόντο» και αρχικά συμμετείχαν σε αυτόν όλοι όσοι ανήγαν την καταγωγή τους από το Ζέλοβο. Γρήγορα όμως ξέσπασε διαμάχη. Στο φύλλο της 20ής Ιουλίου του 1929 της εφημερίδος Έλεγχος Φλωρίνης δημοσιεύθηκε «διαμαρτυρία Ελλήνων μεταναστών εξ Ανταρτικού (Ζελόβου) εν Τορόντω Καναδά». Η «επιτροπή των Ελλήνων μεταναστών» από το Ανταρτικό στο Τορόντο κατήγγελλε, στις 2 Ιουλίου του 1929, τα διευθύνοντα μέλη του συλλόγου τους ως συνεργαζομένους και μέλη του Βουλγαρομακεδονικού Κομιτάτου, επειδή στο αίτημα της Νομαρχίας Φλωρίνης για πληροφορίες από τον Σύλλογο Ζελοβιτών σχετικά με το ζήτημα των πλαστών μεταναστευτικών πιστοποιητικών, απάντησαν βουλγαριστί. 

Οι διαμαρτυρόμενοι δήλωναν, εκ μέρους των περισσοτέρων από πενήντα μελών του συλλόγου και συμπατριωτών τους, ότι ουδεμία σχέση θέλουν να έχουν με τον σύλλογο, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους και στιγμάτιζαν την ηγεσία του συλλόγου ενώπιον των Ελλήνων Ζελοβιτών για την αντεθνική της ενέργεια. Το 1930, στην Πέρθη της Δυτικής Αυστραλίας σημειώθηκαν βίαιες συμπλοκές στους δρόμους της πόλεως μεταξύ ελληνοφρονούντων και μεταναστών οπαδών της βουλγαρικής ιδεολογίας από χωριά της ευρύτερης περιοχής της Φλωρίνης. Κατά την ιδρυτική συνέλευση του Αλληλοβοηθητικού Συλλόγου Ελλήνων Μακεδόνων Πέρθης Δυτικής Αυστραλίας «Ο Μέγας Αλέξανδρος» με πρωτεργάτες Κοζανίτες από την Εράτυρα και την Πέλκα και Καστοριανούς μετανάστες, στα τέλη Οκτωβρίου του 1931, μεταξύ των περίπου σαράντα πέντε παρισταμένων υπήρχαν δύο Βουλγαρομακεδόνες και τρεις Βούλγαροι. 

Τα άτομα αυτά πρότειναν την ίδρυση όχι ελληνομακεδονικού συλλόγου αλλά καθαρά μακεδονικού συλλόγου. Η πρότασή τους απορρίφθηκε και αυτοί διαμαρτυρόμενοι αποχώρησαν χωρίς επεισόδια ή εχθρικές εκδηλώσεις. Οι εναπομείναντες σαράντα ψήφισαν το καταστατικό του συλλόγου χωρίς άλλα έκτροπα. Στο θέμα έδωσε έκταση η γαλλόφωνη εφημερίδα Μακεδονία της Γενεύης στις 6 Δεκεμβρίου του 1931, ως «αποτυχούσα ελληνική απόπειρα εν Αυστραλία σχετικά με την ίδρυση συλλόγου Ελλήνων Μακεδόνων ομογενών στο Περθ» και το Έθνος της Φλωρίνης στο φύλλο του της 31ης Οκτωβρίου 1931.

Η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, που έσπευσε να συγχαρεί τους πρωτεργάτες του συλλόγου, αναγνώρισε την αξία της ιδρύσεως ενός τέτοιου συλλόγου στην Αυστραλία σε αντίβαρο των βουλγαρομακεδονικών προπαγανδιστικών ενεργειών, κάτι που («φευ!») δεν είχε καταστεί εφικτό στις ΗΠΑ και στον Καναδά.

Παρά τα συγχαρητήρια και τις ευχές, οι προξενικές αρχές στην Αυστραλία αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τα ζητήματα της οργανώσεως των Ελληνομακεδόνων της Αυστραλίας. Θεωρήθηκε πως η ίδρυση τέτοιων ελληνικών συλλόγων (το 1932 μετανάστες από τα χωριά της Σιάτιστας, της Εράτυρας και του Τσοτυλίου, την Αγία Σωτήρα, το Αγίασμα, τον Πεντάλοφο, την Φλώρινα και την Καστοριά ίδρυσαν και στη Μελβούρνη την πρώτη τοπική μακεδονική αδελφότητα, με την επωνυμία «Ελληνική Μακεδονική Αδελφότης Ό Μέγας Αλέξανδρος'») θα προκαλούσε το πιθανότερο παρόμοιες ανακλαστικές κινήσεις από την πλευρά των Βουλγαρομακεδόνων της Αυστραλίας, οι οποίοι θα είχαν μάλιστα την υποστήριξη και την άφθονη χρηματοδότηση των αντιστοίχων οργανώσεων της Αμερικής. Επομένως, ο ελληνικός σύλλογος θα περιπλεκόταν σε ανταγωνισμό, που δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Άλλωστε το ποιόν, τα συναισθήματα και οι σκοποί των ιδρυτών και μελών του ελληνομακεδονικού συλλόγου παρέμεναν νεφελώδη.

Όντως, τον Σεπτέμβριο του 1934, ομάδα Μακεδόνων της Μελβούρνης υπέβαλε αίτηση για την χορήγηση αδείας ιδρύσεως Μακεδονικής Πολιτικής Λέσχης (Macedonian Political Club), κατά το πρότυπο των Μακεδονικών Πολιτικών Οργανισμών των ΗΠΑ και του Καναδά.

Στο ίδιο πλαίσιο αντιδράσεως της ελληνικής πλευράς στην βουλγαρομακεδονική προπαγάνδα μεταξύ των Μακεδόνων μεταναστών στις υπερπόντιες χώρες προορισμού, τέθηκε το ζήτημα της αναδιοργανώσεως των προξενικών αντιπροσωπειών στις χώρες αυτές. Από το τέλος του 1928, ο Έλληνας Πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Χ. Σιμόπουλος είχε θέσει μετ' επιτάσεως το θέμα της αναδιοργανώσεως των προξενικών αντιπροσωπειών στην Αμερική προς καλύτερη αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας και την εν γένει εκπροσώπηση του ελληνικού κράτους. 

Το «ατύχημα», όπως χαρακτηρίσθηκε, ότι οι αντιπρόσωποι του κράτους σε ΗΠΑ και Καναδά (αλλά και στην Αυστραλία) δεν είχαν κατορθώσει να οργανώσουν τους πολυαρίθμους Ελληνομακεδόνες μετανάστες σε συνδέσμους για την αντιμετώπιση της βουλγαρομακεδονικής προπαγάνδας, είχε προκαλέσει αλγεινή εντύπωση και έντονη απογοήτευση μεταξύ των μεταναστών αυτών. Η «κατώτερη του μηδενός» δράση των διπλωματικών αντιπροσωπειών στην Οτάβα και το Τορόντο του Καναδά και η ουσιαστική εγκατάλειψη από την πατρίδα είχαν προκαλέσει την αδράνεια των Ελλήνων Μακεδόνων μεταναστών στο Τορόντο. Από τους 320 που κατάγονταν από το Ζέλοβο (Ανταρτικό) και κατοικούσαν στα 1928 στο Τορόντο, μόνον οι 30 είχαν ελληνικά φρονήματα, ενώ οι υπόλοιποι ήταν φανατικοί βουλγαρόφρονες. Αλλά και οι μετανάστες από το χωριό Τύρσια (Τρίβουνο) της Φλωρίνης αποτελούσαν επίσης φανατικά στελέχη της βουλγαρομακεδονικής προπαγάνδας.

Στην ίδια έκθεσή του, στο τέλη του 1928, ο Χ. Σιμόπουλος έκρινε πως στο ζήτημα της καταπολεμήσεως της βουλγαρικής δράσεως μεταξύ των Μακεδόνων μεταναστών οποιαδήποτε επίσημη πολεμική από την ελληνική πλευρά θα διευκόλυνε απλώς τους Βουλγάρους στη δημιουργία θορύβου σχετικά με την κατάσταση στην ελληνική Μακεδονία. Οι προξενικές αρχές παρέμεναν απροετοίμαστες, από αντικειμενικούς και άλλους λόγους, να προστατέψουν τους Μακεδόνες μετανάστες από την αντεθνική προπαγάνδα και να ενισχύσουν το φρόνημά τους. οποιαδήποτε προσπάθεια αντικρούσεως από τις κατά τόπους προξενικές αρχές ή την πρεσβεία στην Ουάσιγκτον ήταν ανώφελη, λόγω της κακής πίστεως των συντακτών και των εκδοτών των αμερικανικών εφημερίδων. 

Η καλύτερη αντιμετώπιση θα ήταν ίσως η δημοσιοποίηση της προόδου που συντελούνταν στη Μακεδονία στον εκπαιδευτικό, διοικητικό και γεωργικό τομέα αλλά και στον τομέα της ασφαλείας καθώς και η ενεργοποίηση θεσμών όπως η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με την τοποθέτηση «καλών ιερέων» υπό την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρα, ο οποίος, γνωρίζοντας καλά το πρόβλημα (είχε διατελέσει Μητροπολίτης Πελαγονίας-Μοναστηρίου μεταξύ των ετών 1910-18) «θέλει δράση καρποφόρως και εθνικότατα εν Αμερική», ώστε να αποσπάσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες μετανάστες από την επιρροή των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων, με κατάλληλη προπαγάνδα, με νουθεσίες και ηθική περίθαλψη, που θεωρήθηκαν τα προσφορώτερα μέσα για να μην παρασύρονται από την ανθελληνική προπαγάνδα.
_________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: