Ο συγκεκριμένος αριθμός των 73.531 Μουσουλμάνων
περιλαμβάνει μόνον εκείνους που αναχώρησαν με νόμιμο τρόπο από τη χώρα,
κάνοντας δηλαδή χρήση των διαβατηρίων τους. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν και
ορισμένες χιλιάδες ακόμη, που έφυγαν κατά μόνας. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των
Μουσουλμάνων προσφύγων από την Μακεδονία, τη διετία 1913-1914, πρέπει να
προσέγγιζε τα 100.000 άτομα.
Η απομάκρυνση όμως από την Μακεδονία περίπου 140.000
Σλαβοφώνων και Μουσουλμάνων τη χρονική περίοδο 1912-1919, συνοδεύτηκε από παράλληλη
μαζική άφιξη Ελλήνων προσφύγων από διάφορες περιοχές. Κατά τους υπολογισμούς
του Πάλλη, οι Έλληνες που μετακινήθηκαν προς τη Μακεδονία την περίοδο 1913-1914
ανέρχονταν σε 155.000, από τους οποίους οι 80.000 προέρχονταν από την Ανατολική
Θράκη, οι 40.000 από τη Δυτική Θράκη και οι 20.000 από τη Μικρά Ασία. Περίπου
5.000 Έλληνες πρόσφυγες ήρθαν επίσης από τη Σερβία και άλλοι 5.000 από τον
Καύκασο. Σύμφωνα με μία συγκεντρωτική έκθεση, έως τις 12 Ιουλίου 1914 κατέφυγαν
στην Ελλάδα 28.529 οικογένειες, που αριθμούσαν 108.601 άτομα. Αναλυτικά, τα
στοιχεία έχουν ως εξής:
Περιοχές
προέλευσης
|
Οικογένειες
|
Άτομα
|
Χωριά
προέλευσης (αριθμός)
|
Θράκη (Ανατολική και Δυτική) 14.552 54.292 232
Μικρά Ασία 6.817 24.771 276
Βουλγαρία-Σερβία 6.127 24.954 76
Μικρά Ασία 6.817 24.771 276
Βουλγαρία-Σερβία 6.127 24.954 76
Βόρειος Ήπειρος 180 827 12
Καύκασος 853 3.757 -
Σύνολο 28.529 108.601 596
Καύκασος 853 3.757 -
Σύνολο 28.529 108.601 596
Αυτός ο ελληνικός προσφυγικός πληθυσμός ανέβηκε, έως
τις 19 Αυγούστου του ίδιου χρόνου (1914), σε 117.090 άτομα. Αυτό σημαίνει ότι
από τους 155.000 Έλληνες που, σύμφωνα με τον Πάλλη, έφτασαν στη Μακεδονία ως τα
τέλη του 1914, οι 117.000 μετακινήθηκαν έως τις 19 Αυγούστου. Η εγκατάσταση των
προσφύγων αυτών έγινε με τον ακόλουθο τρόπο:
Αριθμός
Προσφύγων Εγκατάσταση κατά επαγγέλματα Επαρχίες εγκατάστασης Οικογένειες Άτομα
Γεωργοί Άλλα επαγγέλματα Χωρίς επάγγελμα
Ανασελίτσα 230 942 13 929
Βέροια 212 862 269 9 584
Έδεσσα 413 1.648 681 82 885
Γιαννιτσά 682 2.841 794 142 1.905
Γρεβενά 64 300 300
Σιδηρόκαστρο 1.331 5.482 1.204 80 4.198
Δράμα 3.197 12.907 1.602 152 11.153
Ελασσόνα 43 178 178
Ζίχνη 1.281 5.180 1.009 25 4.146
Θάσος 216 848 848
Θεσσαλονίκη 9.197 36.578 3.980 1.330 31.268
Καβάλα 1.379 5.857 427 140 5.290
Καϊλάρια 321 1.275 419 5 851
Καστοριά 25 88 88
Κατερίνη 908 3.626 1.623 65 1.938
Κιλκίς 3.301 13.788 6.080 16 7.692
Λαγκαδάς 1.994 8.104 2.851 291 4.962
Νιγρίτα 905 3.639
Βέροια 212 862 269 9 584
Έδεσσα 413 1.648 681 82 885
Γιαννιτσά 682 2.841 794 142 1.905
Γρεβενά 64 300 300
Σιδηρόκαστρο 1.331 5.482 1.204 80 4.198
Δράμα 3.197 12.907 1.602 152 11.153
Ελασσόνα 43 178 178
Ζίχνη 1.281 5.180 1.009 25 4.146
Θάσος 216 848 848
Θεσσαλονίκη 9.197 36.578 3.980 1.330 31.268
Καβάλα 1.379 5.857 427 140 5.290
Καϊλάρια 321 1.275 419 5 851
Καστοριά 25 88 88
Κατερίνη 908 3.626 1.623 65 1.938
Κιλκίς 3.301 13.788 6.080 16 7.692
Λαγκαδάς 1.994 8.104 2.851 291 4.962
Νιγρίτα 905 3.639
Ελευθερούπολη 610 2.766 868 26 1.872
Σαρή Σαμπάν 597 2.663 874 120 1.669
Σέρβια 165 684 382 302
Σέρρες 611 2.265 4.202 23 6.419
Τζουμαγιά 1.190 4.710
Φλώρινα 31 126 126
Χαλκιδική 17 97 97
Σαρή Σαμπάν 597 2.663 874 120 1.669
Σέρβια 165 684 382 302
Σέρρες 611 2.265 4.202 23 6.419
Τζουμαγιά 1.190 4.710
Φλώρινα 31 126 126
Χαλκιδική 17 97 97
28.920
117.454 27.265 2.519 87.700
Οι Έλληνες πρόσφυγες της περιόδου έφτασαν στις
ελληνικές επαρχίες σε άθλια κατάσταση. Σύμφωνα με έκθεση της Υγειονομικής
Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, στις 24 Ιουλίου 1914, οι περισσότεροι από τους
νεοφερμένους ήταν ασθενείς και τραυματισμένοι. Οι πρόσφυγες μάλιστα από την
Βουλγαρία είχαν εκδιωχθεί βίαια από την περιοχή της Αγαθούπολης και τα χωριά
Προβίδον, Κωστή και Βασιλικόν και προωθήθηκαν με καράβια μέσω
Κωνσταντινουπόλεως στη μακεδονική πρωτεύουσα. Για τις ανάγκες της περιθάλψεως
και της εγκαταστάσεώς τους συστάθηκε ειδική Υπηρεσία, με έδρα την Θεσσαλονίκη.
Η ολοκλήρωση των δημογραφικών μεταβολών της χρονικής
περιόδου 1912-1920 δημιούργησε μία νέα εθνολογική εικόνα της Μακεδονίας. Με
βάση την επίσημη απογραφή του 1920, ο πληθυσμός της Μακεδονίας ανήλθε σε 1.078.748
άτομα. Εν τούτοις, η επίσημη απογραφή δεν περιείχε στατιστικά στοιχεία για την
εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού, γεγονός που ενίσχυε τις αμφιβολίες για την
αξιοπιστία της. Μια πιο αξιόπιστη εθνολογική εικόνα της ελληνικής Μακεδονίας
αναπαριστά ίσως η ανεπίσημη και απόρρητη στατιστική που εκπόνησε η Γενική
Διοίκηση Μακεδονίας, στις αρχές του 1923.
Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Αχιλλέας Λάμπρος, τα
στοιχεία της απογραφής αυτής, η οποία περιορίζεται μόνο στη Δυτική και την Κεντρική
Μακεδονία, προέρχονταν από τρεις πηγές: α΄) από την εθνολογική στατιστική που
διενήργησε το 1920 το Υπουργείο των Εξωτερικών, θέλοντας να εξακριβώσει τη
δυνατότητα εφαρμογής στην ελληνική Μακεδονία ενός συστήματος αυτοδιοικήσεως, β΄) από την επίσημη απογραφή του 1920 και γ΄) από
πληροφορίες των διαφόρων υποδιοικήσεων. Οι παραπάνω πηγές βοήθησαν ώστε,
σύμφωνα με τον Γενικό Διοικητή, η στατιστική του 1923 να απεικονίζει «την
πραγματικήν εθνολογικήν σύνθεσιν και κατάστασιν του πληθυσμού… προσεγγίζουσα μάλλον
και προς την αριθμητικήν πραγματικότητα».
Οι απόψεις του Αχιλλέα Λάμπρου επιβεβαιώνονται πλήρως
από την συγκριτική μελέτη δύο στατιστικών, της επίσημης απογραφής του 1920 και
της εθνολογικής στατιστικής της Κεντρικής Μακεδονίας του 1923, χωρίς όμως να
υπολογίζονται οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο. Στις περισσότερες
περιπτώσεις ο συνολικός πληθυσμός των διαφόρων υποδιοικήσεων είναι περίπου ίσος
και στις δύο στατιστικές, σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις ακριβώς ο ίδιος. Πιο
συγκεκριμένα, το άθροισμα των κατοίκων στις υποδιοικήσεις Κατερίνης, Λαγκαδά,
Χαλκιδικής και Εδέσσης είναι το ίδιο και στις δύο στατιστικές (31.696, 42.544,
49.444 και 24.218 άτομα αντίστοιχα), ενώ στις υποδιοικήσεις Πτολεμαΐδος και
Νότιας παρουσιάζει μικρή μόνο απόκλιση (32.299 άτομα σύμφωνα με τη στατιστική
του 1920 και 32.560 κατά τη στατιστική του 1923 στην υποδιοίκηση Νότιας, ενώ οι
αντίστοιχοι αριθμοί για την υποδιοίκηση Πτολεμαΐδος είναι 40.343 και 42.438
άτομα).
Εξάλλου, τους ισχυρισμούς του Γενικού Διοικητή για χρησιμοποίηση
στατιστικών στοιχείων που είχαν υποβάλει οι κατά τόπους υποδιοικήσεις,
επιβεβαιώνουν διάφορα έγγραφα των τοπικών υποδιοικήσεων, τα απογραφικά στοιχεία
των οποίων αξιοποιήθηκαν κατά τη σύνταξη της γενικής στατιστικής.
Αναλυτικά, τα στοιχεία της απογραφής του 1923 έχουν ως
εξής:
Τέως
Πατριαρχικοί Τέως Σχισματικοί Γενικό Σύνολο Καστοριάς 7.519 22.079 68.340
Υποδιοίκηση
|
Σλαβόφωνοι
|
Φλώρινας 9.027 48.443 82.408
Νότιας 0 9.710 40.617
Πέλλας 3.000 15.886 29.218
Νότιας 0 9.710 40.617
Πέλλας 3.000 15.886 29.218
Γιαννιτσών 0 13.366 22.915
Γουμένισσας 0 16.155 23.361
Κιλκίς 0 2.255 32.245
Γουμένισσας 0 16.155 23.361
Κιλκίς 0 2.255 32.245
Λαγκαδά 5.000 0 55.896
Θεσσαλονίκης 4.000 0 289.985
Χαλκιδικής 0 0 51.114
Θεσσαλονίκης 4.000 0 289.985
Χαλκιδικής 0 0 51.114
Κατερίνης 150 0 35.169
Βέροιας 1.927 0 54.255
Ανασελίτσας 1.794 0 40.092
Βέροιας 1.927 0 54.255
Ανασελίτσας 1.794 0 40.092
Πτολεμαΐδας 4.578 3.008 53.329
Κοζάνης 0 0 61.882
Γρεβενών 0 0 46.898
Κοζάνης 0 0 61.882
Γρεβενών 0 0 46.898
Σύνολο 36.995 130.902 987.724
Όμως η συγκεκριμένη στατιστική περιορίζεται μόνο στη
Δυτική και την Κεντρική Μακεδονία, γεγονός που κατέστησε επιτακτική την ανάγκη
εξεύρεσης στατιστικών στοιχείων και για την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας.
Δυστυχώς, η αντίστοιχη στατιστική έρευνα που πιθανότατα διενεργήθηκε για την
Ανατολική Μακεδονία, δεν ανεβρέθηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των
Εξωτερικών, οπότε οι σχετικές πληροφορίες αντλήθηκαν από άλλες έγκυρες πηγές,
οι οποίες όμως δεν είναι του 1920.
Όσον αφορά το νομό Σερρών, οι πληροφορίες προέρχονται
από τη στατιστική που εκπόνησε το Γενικό Επιτελείο Στρατού τον Αύγουστο του
1915. Η χρονολογία της απογραφής αποκτά ιδιαίτερο
ενδιαφέρον και διασφαλίζει κατά μεγάλο ποσοστό την ακρίβεια των δημοσιευμένων
στοιχείων γιατί: α΄) είχε προηγηθεί η μεγάλη μετανάστευση Σλαβοφώνων από την
Ανατολική Μακεδονία την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και β΄) μετά το 1915 και
έως το 1924 δεν σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στην πληθυσμιακή σύνθεση της
περιοχής, με εξαίρεση την απομάκρυνση ικανού αριθμού Σλαβοφώνων, στη
συντριπτική πλειοψηφία τους όμως παλιννοστησάντων, κατά την αποχώρηση του
βουλγαρικού στρατού στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα,
τα δεδομένα της απογραφής αυτής, η οποία διακρίνει τους «Σλαβόφωνους Έλληνες»
από τους «Βούλγαρους», είναι τα ακόλουθα:
Υποδιοίκηση
|
Σλαβόφωνοι
Έλληνες
|
Βούλγαροι
|
Σύνολο
πληθυσμού
|
Σερρών
|
4.283
|
6.445
|
51.190
|
Ζίχνας 3.466 1.623 31.406
Νιγρίτας 964 258 27.515
Σιδηροκάστρου 4.010 11.648 35.629
Νιγρίτας 964 258 27.515
Σιδηροκάστρου 4.010 11.648 35.629
Σύνολο 12.723 19.974 145.740
Αναφορικά με τους υπόλοιπους νομούς της Ανατολικής
Μακεδονίας, δηλαδή της Δράμας και της Καβάλας, οι σχετικές πληροφορίες
αντλήθηκαν από τη στατιστική που διενήργησε το 1924 η Γενική Διοίκηση Θράκης,
στην οποία ανήκαν οι δύο νομοί την περίοδο αυτή. Η συγκεκριμένη
απογραφή μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αξιόπιστη, παρόλο που διενεργήθηκε το 1924,
γιατί δεν είχε αρχίσει ακόμη η μαζική μετανάστευση Σλαβοφώνων, βάσει των
προβλεπομένων διατάξεων της Συνθήκης του Νεϊγύ. Η απογραφή του 1924 παρουσιάζει
τα εξής δεδομένα:
Υποδιοίκηση
|
Σλαβόφωνοι
Έλληνες
|
Βούλγαροι
|
Σύνολο
πληθυσμού
|
Δράμας
|
4.905
|
929
|
93.748
|
Νευροκοπίου 2.736 6.403 15.352
Καβάλας 0 0 49.553
Νέστου 0 0 15.628
Καβάλας 0 0 49.553
Νέστου 0 0 15.628
Ελευθερούπολης 0 0 19.607
Θάσου 0 0 16.294
Σύνολο 7.641 7.332 210.182
Θάσου 0 0 16.294
Σύνολο 7.641 7.332 210.182
Σλαβόφωνοι
τέως Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι τέως Εξαρχικοί Σύνολο πληθυσμού Γενικό Σύνολο
Ελληνικής Μακεδονίας 57.359 158.208 1.343.646
Ανταλλαγές πληθυσμών (1920-1930)
Όμως η δεκαετία του 1910 δεν ήταν η μόνη εποχή, κατά
την οποία συντελέσθηκαν ποικίλες εθνολογικές μεταβολές. Και η δεκαετία του 1920
σφραγίσθηκε από έντονη πληθυσμιακή κινητικότητα, αποτέλεσμα τόσο των πολεμικών
αναμετρήσεων όσο και διπλωματικών διευθετήσεων. Καραβάνια προσφύγων και
μεταναστών συνωστίζονταν στα λιμάνια, στα μεθοριακά περάσματα και στα
λοιμοκαθαρτήρια, θύματα των πολιτικών και διπλωματικών διαπραγματεύσεων των
παρασκηνίων. Εξυπηρετώντας κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες, την ανάγκη δηλαδή να
διασφαλισθεί η περίφημη «πληθυσμιακή ομοιογένεια», πραγματοποιήθηκαν την
περίοδο αυτή δύο ανταλλαγές πληθυσμών. Η πρώτη, η οποία αποφασίσθηκε με τη
Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, ήταν εθελοντική και αφορούσε την αμοιβαία
μετανάστευση των «φυλετικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών» μειονοτήτων ανάμεσα στην
Ελλάδα και την Βουλγαρία.
Η δεύτερη αποφασίσθηκε στη Λωζάννη τον Ιανουάριο του
1923, ήταν υποχρεωτική και προέβλεπε την αμοιβαία μετανάστευση των Ορθοδόξων
Χριστιανών της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδος. Εξαιρούνταν οι
Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι
της Δυτικής Θράκης. Και οι δύο ανταλλαγές πληθυσμών πραγματοποιήθηκαν στη
δεκαετία του 1920 υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία συνέστησε
δύο μικτές Επιτροπές -Ελληνοβουλγαρικής και Ελληνοτουρκικής Μετανάστευσης
αντίστοιχα- για να επιβλέψουν τη διαδικασία της μετακίνησης των πληθυσμών.
Περίπου 56.000 Βούλγαροι που ζούσαν στην Ελλάδα έναντι 30.000 Ελλήνων της
Βουλγαρίας και 190.000 Χριστιανοί από την Τουρκία έναντι 350.000 Μουσουλμάνων
της Ελλάδος, επωφελήθηκαν των σχετικών διατάξεων και μετανάστευσαν εκποιώντας
παράλληλα τις περιουσίες τους. Εκατοντάδες υπάλληλοι της Κ.τ.Ε.,
συνεπικουρούμενοι από ντόπιους αξιωματούχους, διηύθυναν για μία ολόκληρη
δεκαετία έναν δαιδαλώδη μηχανισμό μετανάστευσης. Το έργο τους υπήρξε αναμφίβολα
κολοσιαίο και εξαιρετικά δύσκολο, στέφθηκε όμως με επιτυχία και «χρεώθηκε» στη
θετική συνεισφορά της Κ.τ.Ε.
1. Συνθήκη Νεϊγύ
Παρόλο που η Συνθήκη του Νεϊγύ για την αμοιβαία,
εθελοντική μετανάστευση των μειονοτήτων της Ελλάδος και της Βουλγαρίας
υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 1919, η ουσιαστική εφαρμογή της άρχισε τρία χρόνια
αργότερα, μόλις στα τέλη του 1922. Το χρονικό διάστημα
που μεσολάβησε, αναλώθηκε στις διαδικασίες για τη συγκρότηση της μικτής
Επιτροπής και των τοπικών Υποεπιτροπών καθώς και στη διεκπεραίωση διαδικαστικών
θεμάτων.
Η διαδικασία συλλογής αιτήσεων μεταναστεύσεως ξεκίνησε
τον Νοέμβριο του 1922. Όμως η απήχησή της στους κόλπους των Σλαβοφώνων κατοίκων
της Μακεδονίας ήταν αρχικά μικρή. Έτσι, από τον Νοέμβριο του 1922 έως την 1η
Ιουλίου 1923, υποβλήθηκαν συνολικά μόνον 166 αιτήσεις μεταναστεύσεως.
Η κατάσταση όμως άλλαξε ριζικά από τα μέσα του 1923. Η
Μικρασιατική Καταστροφή και η συνακόλουθη συρροή χιλιάδων προσφύγων στην
ηπειρωτική Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία και την Θράκη, επέφερε θεαματικές
αλλαγές στη θέση των Σλαβοφώνων. Έτσι, η αρχική απροθυμία για τη σκοπιμότητα
και την αναγκαιότητα της Συνθήκης του Νεϊγύ εξελίχθηκε γρήγορα σε αναγκαστική
αποδοχή της, με αποτέλεσμα μόνο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1923 να
υποβληθούν 288 και 349 αιτήσεις μεταναστεύσεως αντίστοιχα.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1923 και τους πρώτους
μήνες του 1924, η επιθυμία της αποχωρήσεως εντάθηκε. Έτσι, έως τα τέλη Ιουνίου
του 1924 υποβλήθηκαν 3.997 αιτήσεις μεταναστεύσεως που αντιστοιχούσαν σε 10.756
άτομα, από τα οποία 7.983 είχαν ήδη εγκαταλείψει την Ελλάδα.
Έως τα τέλη Οκτωβρίου του ιδίου έτους, οι αιτήσεις μεταναστεύσεως είχαν
υπερδιπλασιασθεί. Συγκεκριμένα, υποβλήθηκαν 9.013 αιτήσεις που αφορούσαν 22.816
άτομα και κατανέμονταν κατά γεωγραφικές περιοχές ως εξής:
Περιοχή
|
Αιτήσεις
|
Άτομα
|
Θεσσαλονίκη
|
926
|
2.206
|
Βέροια 25 99
Γιαννιτσά 1.865 5.275
Γουμένισσα 1.203 3.526
Γιαννιτσά 1.865 5.275
Γουμένισσα 1.203 3.526
Κιλκίς 929 2.432
Έδεσσα 214 466
Φλώρινα - Καστοριά 388 826
Έδεσσα 214 466
Φλώρινα - Καστοριά 388 826
Σιδηρόκαστρο 1.723 5.025
Δράμα - Καβάλα 821 2.200
Σέρρες 286 761
Δράμα - Καβάλα 821 2.200
Σέρρες 286 761
Σύνολο 8.380 22.816
Από τον παραπάνω πίνακα εξάγεται το συμπέρασμα πως οι
Σλαβόφωνοι κάτοικοι της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα
όσοι διέμεναν στις περιοχές των Γιαννιτσών, της Γουμενίσσης και του
Σιδηροκάστρου, έδειξαν εξ αρχής μεγαλύτερη προθυμία να μεταναστεύσουν σε σχέση
με όσους ζούσαν στη Δυτική Μακεδονία, οι οποίοι ίσως δέχονταν λιγότερες πιέσεις
από τις ελληνικές αρχές, καθώς οι συγκεκριμένες περιοχές γειτνίαζαν με την
σύμμαχο ακόμη τότε Γιουγκοσλαβία και όχι με την αναθεωρητική Βουλγαρία.
Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, τον
Σεπτέμβριο του 1924, προκάλεσε εντυπωσιακή μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος
από την ελληνική Μακεδονία προς την Βουλγαρία. Από τον Σεπτέμβριο του 1924 έως
τον Φεβρουάριο του 1925, όταν το ελληνικό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να επικυρώσει τη
σχετική συμφωνία, η υποβολή δηλώσεων μεταναστεύσεως κυμάνθηκε σε χαμηλά
επίπεδα. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1925, εκδόθηκαν φύλλα πορείας μόνο για 160
άτομα, τον Φεβρουάριο για 570 και τον Μάρτιο για 627 άτομα. Η καταγγελία του
πρωτοκόλλου καθώς και η διάψευση των προσδοκιών των Σλαβοφώνων για παραμονή
στην Ελλάδα υπό μειονοτικό καθεστώς έδωσαν νέα ώθηση στο μεταναστευτικό κύμα
προς την Βουλγαρία. Μόνο τον Απρίλιο του 1925 εκδόθηκαν φύλλα πορείας για 2.639
άτομα, τον Μάιο για 5.637 και τον Ιούνιο για 936.
Συνολικά, στα τέλη του 1925 περίπου 30.000 «Βούλγαροι» από την Μακεδονία είχαν
υποβάλει αιτήσεις μεταναστεύσεως και η συντριπτική πλειοψηφία τους είχε ήδη
αποχωρήσει από την Ελλάδα.
Αντίθετα, κατά τα επόμενα χρόνια η υποβολή δηλώσεων
μειώθηκε σημαντικά και σχεδόν εκμηδενίσθηκε. Έτσι, ενώ έως τα τέλη Φεβρουαρίου
του 1926, 33.674 άτομα από την Μακεδονία είχαν καταθέσει αιτήσεις
μεταναστεύσεως και 32.620 από αυτούς μάλιστα είχαν πάρει φύλλα πορείας
αναχωρώντας για την Βουλγαρία, τα μεγέθη δεν
μεταβλήθηκαν σημαντικά κατά τα επόμενα χρόνια. Κατά συνέπεια, στα τέλη του 1926
ο αριθμός των ατόμων που είχαν υποβάλει αιτήσεις μεταναστεύσεως ήταν 33.677 και
32.778 από αυτά είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, ενώ στα
τέλη Μαρτίου του 1927 οι αριθμοί ανέρχονταν σε 33.685 και 32.827 άτομα
αντίστοιχα.
Συνολικά, περίπου 34.000 Σλαβόφωνοι νέοι μετανάστες
αποχώρησαν από τη Μακεδονία μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ. Εκτός
όμως από εκείνους που μετακινήθηκαν μετά τη Συνθήκη του Νεϊγύ, δηλώσεις
μεταναστεύσεως, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορούσαν να υποβάλλουν και όσοι είχαν
αναχωρήσει μετά την 18η Δεκεμβρίου 1900. Η μικτή Επιτροπή στην τελική έκθεσή
της, η οποία δημοσιεύθηκε το 1932, ανέφερε ότι συνολικά 66.260 άτομα -νέοι και
παλαιοί μετανάστες από την Μακεδονία- είχαν καταθέσει σχετικές αιτήσεις. Η
γεωγραφική κατανομή των μεταναστών έχει ως εξής:
Περιοχή
|
Άτομα
|
Φλώρινα
|
1.290
|
Καστοριά
|
4.090
|
Πτολεμαΐδα
|
600
|
Έδεσσα 1.800
Νότια 106
Γιαννιτσά 6.670
Βέροια 30
Γουμένισσα 7.500
Νότια 106
Γιαννιτσά 6.670
Βέροια 30
Γουμένισσα 7.500
Κιλκίς 5.000
Θεσσαλονίκη 2.590
Σιδηρόκαστρο 9.640
Σέρρες 10.400
Ζίχνα 175
Θεσσαλονίκη 2.590
Σιδηρόκαστρο 9.640
Σέρρες 10.400
Ζίχνα 175
Ελευθερούπολη 20
Δράμα 16.050
Καβάλα - Νέστος 165
Σύνολο 66.126
Δράμα 16.050
Καβάλα - Νέστος 165
Σύνολο 66.126
Από τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα προκύπτουν τα
ακόλουθα συμπεράσματα:
α΄) Η πλειοψηφία των μεταναστών προέρχεται από την
Ανατολική και την Κεντρική Μακεδονία. Συγκεκριμένα, από την Ανατολική Μακεδονία
υποβλήθηκαν αιτήσεις μεταναστεύσεως από 36.450 άτομα, ποσοστό 55% επί του
συνολικού αριθμού των ατόμων. Από την Κεντρική Μακεδονία αιτήσεις κατέθεσαν
23.696 άτομα, ποσοστό 35,8%, ενώ από τη Δυτική Μακεδονία 5.980 άτομα, ποσοστό
9%.
β΄) Οι περισσότεροι μετανάστες κατοικούσαν στις
επαρχίες Δράμας, Σερρών, Σιδηροκάστρου, Γουμενίσσης και Κιλκίς και ανέρχονταν
συνολικά σε 48.590 άτομα, ποσοστό 73,5% επί του συνολικού αριθμού των
μεταναστών.
γ΄) Δεν αναφέρονται μετανάστες από τους νομούς
Γρεβενών, Κατερίνης και Χαλκιδικής, ενώ ελάχιστοι αποχώρησαν από τις επαρχίες
Καβάλας, Ελευθερούπολης, Ζίχνας, Βεροίας, Νότιας και Πτολεμαΐδος.
Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί αναλυτικά στοιχεία για
τον αριθμό των Σλαβόφωνων μεταναστών, κατά χωριό. Υπάρχουν μόνο αποσπασματικές
πληροφορίες για ορισμένες περιοχές, όπως για τα εξής χωριά της Δράμας:
1923 1924
1925 Σύνολο
Άτομα Αιτήσεις Άτομα Αιτήσεις Άτομα Αιτήσεις Άτομα
Κατάφυτο 5 7 334 962 81 222 1.191
Εξοχή 138 435 29 80 515
Εξοχή 138 435 29 80 515
Γρανίτης 68 119 64 180 299
Κάτω Νευροκόπι 45 119 92 324 443
Κάτω Νευροκόπι 45 119 92 324 443
Κάτω Βροντού 65 168 210 578 746
Βαθύτοπος 9 17 64 187 225 601 805
Βαθύτοπος 9 17 64 187 225 601 805
Πανόραμα 4 9 27 47 56
Βώλακας 4 8 8
Βώλακας 4 8 8
Καβάλα 2 2 1 1 3
Δράμα 3 3 3
Δράμα 3 3 3
Οχυρό 1 4 32 66 70
Παγονέρι 11 31 118 282 313
Παγονέρι 11 31 118 282 313
Αλιστράτι 3 7 22 57 64
Δασσώτο 45 124 115 355 479
Δασσώτο 45 124 115 355 479
Προσωτσάνη 5 14 1 5 19
Λευκόγεια 2 3 401 1.159 1.162
Λευκόγεια 2 3 401 1.159 1.162
Ακρινό 340 1.060 1.060
Λιβαδάκι 113 279 279
Λιβαδάκι 113 279 279
Κριθαράς 51 160 20 55 215
Περιθώρι 47 119 158 446 565
Περιθώρι 47 119 158 446 565
Ψαθοχώρι 2 2 12 30 2 9 41
Καλή Βρύση 8 20 20
Καλή Βρύση 8 20 20
Θερμά 3 3 3
Πετρούσσα 3 3 1 1 4
Πετρούσσα 3 3 1 1 4
Κρασοχώρι 1 2 2
Σύνολο 28 3.869 4.468 8.365
Σύνολο 28 3.869 4.468 8.365
Επίσης, διασώζονται αποσπασματικές πληροφορίες και για
ορισμένα χωριά των νομών Φλωρίνης, Καστοριάς, Πέλλης και Κιλκίς. Σύμφωνα με τα
στοιχεία αυτά, για τη Βουλγαρία μετανάστευσαν έως το 1925, βάσει της Συνθήκης
του Νεϊγύ, εννέα οικογένειες από το Πευκωτό Πέλλης, ενώ από τους νομούς
Φλωρίνης και Καστοριάς έφυγαν 22 οικογένειες από το Ξυνό Νερό, 52 από την
Κρυσταλλοπηγή, 40 από την Ιεροπηγή, 20 από το Δενδροχώρι, 26 από το Βατοχώρι,
37 από το Μοσχοχώρι, επτά από το Ποιμενικό, έξι από το χωριό Μελάς και 48 από
το Μακροχώρι. Ακόμη, από το νομό Κιλκίς επρόκειτο να
αναχωρήσουν για τη Βουλγαρία 125 οικογένειες από τη Γουμένισσα, 17 από τον
Γρίβα, 11 από την Καστανερή και μία από τη Γοργόπη.
Όμως η απομάκρυνση από την Ελλάδα όσων θεωρούσαν
εαυτούς Βουλγάρους, υπήρξε η μία μόνο όψη της Συνθήκης του Νεϊγύ. Ταυτόχρονα το
ίδιο δικαίωμα διατηρούσαν και όσοι Έλληνες κατοικούσαν σε βουλγαρικές περιοχές.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων διαβιούσε στην Ανατολική Ρωμυλία. Σύμφωνα με τις
επίσημες βουλγαρικές στατιστικές, οι οποίες είχαν κάθε λόγο να περιορίζουν τον
αριθμό των Ελλήνων μειονοτικών, ο αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις 70.887,
ποσοστό 1,89% επί του συνολικού πληθυσμού το 1900, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα,
το 1920, είχαν περιορισθεί σε 48.507 άτομα. Από την πλευρά τους, οι ελληνικές
στατιστικές αυξάνουν τον μειονοτικό πληθυσμό.
Σύμφωνα με τον Έλληνα Πρόξενο στη
Φιλιππούπολη Ν. Φουντούλη, οι Έλληνες κάτοικοι της Βουλγαρίας ανέρχονταν το
1903 σε 81.923 άτομα. Σύμφωνα επίσης με τα στατιστικά στοιχεία της Κ.τ.Ε.,
συνολικά 33.977 Έλληνες της Βουλγαρίας έφυγαν για την Ελλάδα τη δεκαετία του
1920, ενώ ο συνολικός αριθμός των μεταναστών και προσφύγων από τις αρχές του
αιώνα ανήλθε σε 62.109 άτομα. Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί πως η συντριπτική
πλειοψηφία των Ελλήνων μετανάστευσε έως το 1926, σε αντίθεση με τους
Σλαβοφώνους της Ελλάδος, δείγμα ασφαλώς της επιθυμίας τους για κάθοδο στην
Ελλάδα αλλά και των αφόρητων πιέσεων που ασκούσαν σε βάρος τους βουλγαρικοί
κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί.
2. Συνθήκη Λωζάννης
Με τη Συνθήκη της Λωζάννης, που υπογράφηκε στις 30
Ιανουαρίου 1923, θεσπίσθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών
της Τουρκίας και των Μουσουλμάνων της Ελλάδος. Εξαιρούνταν οι Έλληνες της
Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα με
το άρθρο 8 της σύμβασης, οι ανταλλάξιμοι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους όλη την
κινητή τους περιουσία, ενώ ό,τι άφηναν πίσω θα περιέρχονταν στη δικαιοδοσία του
κράτους. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι χριστιανικοί πληθυσμοί βρίσκονταν σε
εμφανώς δυσχερέστερη θέση, όσον αφορά τον τρόπο και τις προϋποθέσεις της
μεταναστεύσεως. Από το 1.221.849 των προσφύγων, μόνο οι 139.000 μετανάστευσαν
μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, κατορθώνοντας έτσι να επωφεληθούν
από τις διατάξεις της και να επιτύχουν μία αξιοπρεπή αποχώρηση.
Αντίθετα, η
πλειοψηφία των Ελλήνων προσφύγων έφυγε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή
και έφτασε στην Ελλάδα σε κατάσταση πλήρους ένδοιας και απελπισίας.
Συνοψίζοντας τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων προσφύγων ο Henry Morgenthau,
πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, σημειώνει: «Τα τραύματά τους
δεν ήταν απλώς φυσικά και δεν αφορούσαν μεμονωμένα άτομα. Ήταν η διάλυση ενός
πολιτισμένου λαού, η καταστροφή της οικογενειακής ζωής, η ερήμωση χωριών και
πόλεων και η εκβολή των επιζόντων φίρδην-μίγδην σε νέους τόπους διαμονής. Οι
τελευταίοι έχασαν όλα τα αγαθά τους, τις διοικούσες αρχές τους, τις παραδόσεις
τους, τις οικογένειές τους και όλες εκείνες τις σχέσεις που αποτελούν τον
κοινωνικό βίο».
Χονδρικά, ο αριθμός των προσφύγων από τη Μικρά Ασία
προς την Ελλάδα έχει ως εξής:
Περίοδος
|
Αριθμός
Προσφύγων
|
Τρόπος
αναχώρησης
|
1912-1920
|
435.000
|
Ξεριζωμός
|
Έως τα
τέλη του 1922
|
900.000
|
Ξεριζωμός
|
Μέχρι τον Μάρτιο του 1923 1.150.000 Ξεριζωμός
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1924 214.000 75.000 με ξεριζωμό
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1924 214.000 75.000 με ξεριζωμό
139.000 με ανταλλαγή
Με βάση τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, στη
Μακεδονία εγκαταστάθηκαν συνολικά 428.353 πρόσφυγες (115.728 οικογένειες),
κατανεμημένοι σε 1.385 οικισμούς (942 αμιγείς και 443 μικτούς). Πρόκειται για
πρόσφυγες αποκλειστικά της δεκαετίας του 1920. Αναλυτικά, η εγκατάσταση των
προσφύγων του 1922 στη Μακεδονία έγινε ως εξής:
Υποδιοίκηση
|
Αριθμός
συνοικισμών
|
Οικογένειες
|
Άτομα
|
Ανασελίτσας
|
34
|
1.465
|
5.291
|
Βέροιας 58 3.917 14.680
Γουμένισσας 27 2.793 10.000
Γρεβενών 34 1.961 6.589
Γουμένισσας 27 2.793 10.000
Γρεβενών 34 1.961 6.589
Γιαννιτσών 39 6.713 26.549
Δράμας 160 12.592 46.736
Έδεσσας 35 1.940 7.129
Δράμας 160 12.592 46.736
Έδεσσας 35 1.940 7.129
Νότιας 43 5.026 18.548
Ζυρνόβου 34 2.361 7.952
Ζίχνας 38 3.309 12.901
Ζυρνόβου 34 2.361 7.952
Ζίχνας 38 3.309 12.901
Θεσσαλονίκης 80 9.412 35.886
Θάσου 2 275 1.155
Καβάλας 24 2.787 10.148
Θάσου 2 275 1.155
Καβάλας 24 2.787 10.148
Καϊλαρίων 38 6.697 26.257
Καστοριάς 32 1.944 7.120
Κατερίνης 24 3.066 12.014
Καστοριάς 32 1.944 7.120
Κατερίνης 24 3.066 12.014
Κιλκίς 159 11.325 38.496
Κοζάνης 63 4.595 17.088
Λιαριγκόβης 19 1.857 6.641
Κοζάνης 63 4.595 17.088
Λιαριγκόβης 19 1.857 6.641
Λαγκαδά 80 5.685 21.059
Νιγρίτας 39 1.727 6.429
Νέστου 56 4.282 15.390
Νιγρίτας 39 1.727 6.429
Νέστου 56 4.282 15.390
Πραβίου 40 3.620 13.703
Σερρών 53 5.070 19.295
Σιδηροκάστρου 74 5.254 17.956
Σερρών 53 5.070 19.295
Σιδηροκάστρου 74 5.254 17.956
Φλώρινας 33 1.864 7.016
Χαλκιδικής 43 4.540 16.692
Χαλκιδικής 43 4.540 16.692
Σύνολο 1.361 116.077 428.720
Συγκεντρωτικά, όλοι μαζί οι πρόσφυγες που
εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, σύμφωνα με
την απογραφή του 1928, ανέρχονται σε 638.253 άτομα.
ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
|
Αριθμός
Προσφύγων
|
Ποσοστό %
επί του προσφυγικού πληθυσμού
|
Στερεά
Ελλάδα - Εύβοια
|
306.193
|
25,60
|
Θεσσαλία 34.659 2,84
Ιόνια Νησιά 3.309 0,27
Κυκλάδες 4.782 0,39
Ιόνια Νησιά 3.309 0,27
Κυκλάδες 4.782 0,39
Πελοπόννησος 28.362 2,32
Μακεδονία 638.253 52,24
Ήπειρος 8.179 0,67
Μακεδονία 638.253 52,24
Ήπειρος 8.179 0,67
Νησιά Αιγαίου 56.613 4,63
Κρήτη 33.000 2,77
Δυτική Θράκη 107.607 8,81
Κρήτη 33.000 2,77
Δυτική Θράκη 107.607 8,81
Σύνολο 1.220.957 100
Από τη Μακεδονία, επίσης, αναχώρησαν με την Ανταλλαγή
329.098 Μουσουλμάνοι, οι οποίοι πρέπει να προστεθούν σε άλλους 130.000 που
αποχώρησαν νωρίτερα αλλά συμπεριλήφθηκαν στις διατάξεις της. Ωστόσο, παρόλο που
με σχετική απόφαση είχε καθορισθεί ως ημερομηνία έναρξης της ανταλλαγής η 1η
Μαΐου 1924, περίπου 85.278 Μουσουλμάνοι έφυγαν από την ελληνική επικράτεια πριν
την ημερομηνία αυτή. Η πλειοψηφία τους προέρχονταν μάλιστα από την Ανατολική
Μακεδονία. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που
υπέβαλαν οι Υποεπιτροπές Μεταναστεύσεως, η αναχώρηση των Μουσουλμάνων από την
Μακεδονία πραγματοποιήθηκε ως εξής:
Υποεπιτροπή
|
1923
|
1924
|
1925
|
Σύνολο
|
Θεσσαλονίκης 18.044 91.533 109.577
Δράμας 69 75.978 76.047
Δράμας 69 75.978 76.047
Καβάλας 2.184 43.343 45.527
Κοζάνης 13 26.610 26.623
Κοζάνης 13 26.610 26.623
Καϊλαρίων 10 30.770 30.780
Κοζάνης & Καϊλαρίων 34.653 34.653
Κοζάνης & Καϊλαρίων 34.653 34.653
Σύνολο 20.320 302.887 323.207
Η ολοκλήρωση των ανταλλαγών των πληθυσμών και των
προσφυγικών ρευμάτων την περίοδο 1912-1930 δημιούργησε μία νέα εθνολογική
εικόνα στη Μακεδονία. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, ο αριθμός των προσφύγων
που κατέφυγαν στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ανήλθε σε 1.221.849
άτομα και ήταν κατανεμημένος, ανά περιοχή προελεύσεως, ως εξής:
Περιοχές
προελεύσεως
|
Αριθμός
Προσφύγων
|
Ποσοστό % επί του προσφυγικού πληθυσμού
|
Μικρά Ασία
|
626.954
|
51,31
|
Ανατολική
Θράκη
|
256.635
|
21,00
|
Πόντος 182.169 14,91
Βουλγαρία 49.027 4,01
Καύκασος 47.091 3,85
Βουλγαρία 49.027 4,01
Καύκασος 47.091 3,85
Κωνσταντινούπολη 38.458 3,15
Ρωσία 11.435 0,94
Σερβία 6.057 0,50
Ρωσία 11.435 0,94
Σερβία 6.057 0,50
Αλβανία 2.498 0,20
Δωδεκάνησα 738 0,06
Ρουμανία 722 0,06
Δωδεκάνησα 738 0,06
Ρουμανία 722 0,06
Κύπρος 57 0,01
Αίγυπτος 8 -
Σύνολο 1.221.849 100
Αίγυπτος 8 -
Σύνολο 1.221.849 100
Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις της δεκαετίας του 1920
στη Μακεδονία ολοκληρώθηκαν με τη μετανάστευση 7.000 περίπου ατόμων για
οικονομικούς λόγους, κυρίως από το νομό Φλωρίνης-Καστοριάς, προς το εξωτερικό.
Αναλυτικά, η μετανάστευση είχε ως εξής:
Προς
|
1926
|
1927
|
1928
|
1929
|
Βουλγαρία 67 68 158 179
Καναδά 62 186 368 347
Καναδά 62 186 368 347
Αυστραλία 401 554 183 21
Β. Αμερική 73 110 74 102
Β. Αμερική 73 110 74 102
Λοιπές χώρες 1.701 1.028 813 927
Σύνολο 2.304 1.946 1.596 1.676
Σύνολο 2.304 1.946 1.596 1.676
Αναλυτικά στοιχεία για την μεσοπολεμική αποδημία των
κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας υπάρχουν μόνο για την περιοχή της Καστοριάς.
Σύμφωνα με αυτά, συνολικά από την περιοχή της Καστοριάς μετανάστευσαν 967
άτομα, κατανεμημένα ως εξής:
1922 1923
1924 1925 1926 1927 1928 1929 1930 Σύνολο
Καστοριά 32 47 43 30 7 106 44 55 25 389
Δενδροχώρι 14 12 4 11 10 26 17 6 2 102
Γάβρος 8 12 13 6 13 16 10 8 1 87
Κρανιώνα 2 11 6 5 5 21 13 6 4 73
Χαλάρα 2 4 10 4 27 9 2 5 63
Δενδροχώρι 14 12 4 11 10 26 17 6 2 102
Γάβρος 8 12 13 6 13 16 10 8 1 87
Κρανιώνα 2 11 6 5 5 21 13 6 4 73
Χαλάρα 2 4 10 4 27 9 2 5 63
Βυσσινιά 4 5 12 12 6 12 5 5 61
Άργος Ορεστικό 9 4 4 6 6 6 6 8 3 52
Βασιλειάδα 6 2 7 4 1 11 6 5 1 43
Ιεροπηγή 7 3 5 5 1 7 2 2 1 33
Βογατσικό 5 9 1 5 4 2 4 2 32
Άργος Ορεστικό 9 4 4 6 6 6 6 8 3 52
Βασιλειάδα 6 2 7 4 1 11 6 5 1 43
Ιεροπηγή 7 3 5 5 1 7 2 2 1 33
Βογατσικό 5 9 1 5 4 2 4 2 32
Νεστόριο 7 6 7 6 3 3 32
Σύνολο 89 112 99 100 64 240 119 100 44 967
Σύνολο 89 112 99 100 64 240 119 100 44 967
Στις προτιμήσεις των Καστοριανών μεταναστών οι ΗΠΑ και
ο Καναδάς κατείχαν τη μερίδα του λέοντος, προφανώς λόγω και της προϋπάρχουσας
εκεί κοινότητας Δυτικομακεδόνων, ήδη από τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνος.
ΗΠΑ Καναδάς
Μεξικό Κούβα Νότιος Αμερική
Καστοριά 383 5 1 0 0
Δενδροχώρι 50 39 13 0 0
Δενδροχώρι 50 39 13 0 0
Γάβρος 19 59 7 2 0
Κρανιώνα 24 39 0 10 0
Κρανιώνα 24 39 0 10 0
Χαλάρα 20 43 0 0 0
Βυσσινιά 48 9 0 0 4
Βυσσινιά 48 9 0 0 4
Άργος Ορεστικό 51 1 0 0 0
Βασιλειάδα 6 35 0 2 0
Βασιλειάδα 6 35 0 2 0
Ιεροπηγή 26 6 0 0 0
Βογατσικό 20 12 0 0 0
Βογατσικό 20 12 0 0 0
Νεστόριο 24 0 0 3 3
Σύνολο 671 248 21 17 7
Σύνολο 671 248 21 17 7
Οι ανταλλαγές των πληθυσμών οδήγησαν σε μεγάλη
εθνολογική ομογενοποίηση την ελληνική Μακεδονία. Με βάση τα στοιχεία της
απογραφής του 1928, οι «Έλληνες» της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 1.237.000
(ποσοστό 88,1%), οι «Σλαβόφωνοι» περιορίσθηκαν σε 80.789 (ποσοστό 5,8%) και οι
«Άλλοι» σε 93.000 άτομα (ποσοστό 6,1%). Ειδικότερα, η συγκριτική εικόνα της
εθνολογικής συστάσεως της ελληνικής Μακεδονίας, ανά επαρχία, έχει ως εξής:
Έλληνες %
Άλλοι % Έλληνες % Άλλοι %
Επαρχία
|
1912
|
1928
|
Πιερία 80 20 100 -
Κοζάνη 71 29 98 2
Κοζάνη 71 29 98 2
Καστοριά 56 44 78 22
Φλώρινα 32 68 61 39
Φλώρινα 32 68 61 39
Εορδαία 20 80 93 7
Ημαθία 55 45 89 11
Ημαθία 55 45 89 11
Πέλλα 56 44 96 4
Αλμωπία 18 82 74 26
Αλμωπία 18 82 74 26
Κιλκίς 2 98 97 3
Θεσσαλονίκη 33 67 90 10
Θεσσαλονίκη 33 67 90 10
Χαλκιδική 86 14 97 3
Σιντική 19 81 84 16
Σιντική 19 81 84 16
Σέρρες 47 53 94 6
Δράμα 15 85 97 3
Δράμα 15 85 97 3
Καβάλα 49 51 99 1
Η παραπάνω εθνολογική εικόνα, με την ενδυνάμωση του
ελληνικού στοιχείου και τη συρρίκνωση των αλλοεθνών, αποτυπώνεται πλήρως σε
διπλωματικές εκθέσεις της εποχής. Μαζί της αποτυπώνεται επίσης και η ευεργητική
επίδραση του προσφυγικού στοιχείου στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική
ζωή του τόπου. Τον Μάιο του 1929 ο τότε Αντιπρόεδρος της Επιτροπής
Αποκαταστάσεως Προσφύγων Τζον Κάμπελ (Campbell), περιέγραψε σε έκθεσή του το
έργο που είχε συντελεσθεί: «Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όταν επισκέπτεται
κανείς τους προσφυγικούς συνοικισμούς των πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης,
έχει την εντύπωση ότι η Ελλάδα πήδησε με ένα βήμα από τον 17ο στον 20ό αιώνα… Η
όψη της χώρας άλλαξε βαθειά. Παντού βλέπει κανείς τη χαρά στα πρόσωπα των
προσφύγων… τα δείγματα προόδου είναι φανερά παντού. Νέες οικοδομές που
χτίσθηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες, αύξηση των κτηνών, καλλιέργεια
σιτηρών ανώτερης ποιότητας, χρήση σύγχρονων μεθόδων καλλιέργειας. Εξαιρετικά
σχολεία και εκκλησίες χτίστηκαν και χτίζονται… Είμαι βέβαιος ότι οι πρόσφυγες
θα γίνουν παράγοντες προόδου στην Ελλάδα».
Στο ίδιο κλίμα, Έκθεση της Κοινωνίας
των Εθνών παρατηρούσε πως «άλλαξε ριζικά ο εθνικός χαρακτήρας της περιοχής με
τον μόνιμο και οριστικό εξελληνισμό της». Τέλος και ο
Αμερικανός Χένρι Μόργκενταου (Henry Morgenthau) παρατηρούσε ότι «οι πρόσφυγες
αποδεικνύονται ευλογία για την Ελλάδα… οι Έλληνες ζουν σε μια ενοποιημένη
περιοχή στον κορμό της Βαλκανικής Χερσονήσου και στα νησιά του Αιγαίου, στα
οποία κατοικούσαν από τις πιο πρώιμες ιστορικές περιόδους. Όχι μόνο οι Έλληνες
συγκεντρώθηκαν σ' αυτή τη φυσικά δική τους περιοχή, αλλά ουσιαστικά όλοι οι
επήλυδες ξένοι έχουν φύγει απ' αυτήν».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το πρώτο τέταρτο του Κ΄
αιώνος υπήρξε για την ελληνική Χερσόνησο -αλλά και γενικότερα για τη Νότιο
Βαλκανική- μία περίοδος κοσμογονίας, έντονων πληθυσμιακών, κοινωνικών,
πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών αλλαγών. Η δεκαετία του 1930, η πρώτη
ειρηνική περίοδος μετά από αλλεπάλληλες πολεμικές αναμετρήσεις, επέτρεψε την
αποτίμηση των όσων είχαν συντελεσθεί. Αν και πολλοί θεωρούσαν πως ο κόσμος είχε
οριστικά επιστρέψει στην «Μπελ Επόκ» των αρχών του αιώνα, τα δραματικά γεγονότα
της δεκαετίας του 1940 απέδειξαν πως οι εκατόμβες των νεκρών και τα καραβάνια
των προσφύγων ελάχιστους είχαν διδάξει και συνετίσει.
_____________________
Αύριο η συνέχεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου