04 Φεβρουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η Γερμανία

Η Γερμανία, η μεγάλη ηττημένη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει να ασκεί παρεμβατική πολιτική στα Βαλκάνια, όπως γινόταν στις αρχές του Κ΄ αιώνος. Η αδυναμία της Γερμανίας αντικατοπτρίζονταν και στην πολιτική της στο Μακεδονικό. Στη διάρκεια της Μεσοπολέμου, η εικόνα των Βουλγαρομακεδόνων στη Γερμανία ήταν αυτή του υπερήφανου λαού-επαναστάτη, ενώ η ΕΜΕΟ παρουσιάζονταν ως μία εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση και ο αρχηγός της, Ιβάν Μιχαήλωφ, ως ένας ήρωας. Όλα τα κόμματα, από τους Κομμουνιστές -με επιφυλάξεις- έως την εξτρεμιστική Δεξιά, καλλιεργούσαν σχέσεις και υποστήριζαν τον αγώνα της ΕΜΕΟ, αλλά η Γερμανία ως κράτος δεν μπορούσε να ασκήσει ενεργό πολιτική και να επηρεάσει καταστάσεις. Μέχρι το 1929 προσπαθούσε να καλλιεργήσει σχέσεις φιλίας και συνεργασίας σε οικονομικό επίπεδο ταυτόχρονα με την Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, παρ' όλο που γνώριζε ότι το Μακεδονικό Ζήτημα μπορούσε να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών. Μετά το 1929, η πολιτική της στα Βαλκάνια κατέστη σαφώς πιο δραστήρια και είχε ως κύριο στόχο την ακύρωση της μικρής Αντάντ, που προωθούσε η Γαλλία.

Η Σοβιετική Ένωση

Η πολιτική που υιοθέτησε η Σοβιετική Ένωση στο Μακεδονικό Ζήτημα έχει τις ρίζες της στις ιδέες του Λένιν για την αυτοδιάθεση των λαών και την ένταξή τους σε Σοσιαλιστικές Ομοσπονδίες αλλά και στη σύνδεση του Εργατικού Κινήματος με εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των αποικιών. Έτσι, η Κομμουνιστική Διεθνής, οργάνωση στην οποία μετείχαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα και βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Σοβιετικής Ενώσεως, εκτίμησε ότι η υφιστάμενη κατάσταση στα Βαλκάνια το 1922 μπορούσε να οδηγήσει στην επικράτηση του Κομμουνισμού στη Βουλγαρία. Όμως, η ήττα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας το 1923 έδειξε ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του χωρίς εξωτερική βοήθεια. Γι' αυτό και η Κομμουνιστική Διεθνής καλούσε όλα τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα να στηρίξουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, ώστε να καταλάβει την εξουσία. 

Ο Βούλγαρος Κομμουνιστής ηγέτης Βασίλ Κολάρωφ, εκπρόσωπος της Κομμουνιστικής Διεθνούς και επικεφαλής της Ομοσπονδίας των Βαλκανικών Κομμουνιστικών Κομμάτων, εκτιμούσε ότι το σημείο στο οποίο μπορούσαν να συσπειρωθούν όλες οι μάχιμες δυνάμεις στη Βουλγαρία και να προσφέρουν την υποστήριξή τους τα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα, ήταν το Μακεδονικό. Και ως λύση προκρίνονταν η δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας -και μιας ανεξάρτητης Θράκης- με εργατο-αγροτική κυβέρνηση. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγούσε στην επικράτηση των Κομμουνιστών στη Βουλγαρία και ακολούθως και στις άλλες χώρες, έτσι ώστε να δημιουργηθεί στη συνέχεια μία εθελοντική Ένωση Ανεξάρτητων Βαλκανικών Δημοκρατιών. Το περίεργο είναι ότι σε μεταγενέστερα κείμενα (τα ντοκουμέντα της Βιέννης) η δημιουργία της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας, η οποία μάλιστα θα εκτείνονταν στα γεωγραφικά της όρια, θεωρούνταν προϋπόθεση για τη δημιουργία της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα σχετικά κείμενα έκαναν λόγο για «λαό της Μακεδονίας» [μακεντόνσκι νάροντ (makedonski narod)] και όχι για «μακεδονικό έθνος» και μάλιστα ανέφεραν ονομαστικά τις εθνότητες που κατοικούσαν στο χώρο της Μακεδονίας και αποτελούσαν τον μακεδονικό λαό.

Όμως, η βιαστική δημοσίευση των κειμένων της συμφωνίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων με τους Βουλγαρομακεδόνες Επαναστάτες της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργανώσεως (ΕΜΕΟ) και με άλλες μικρότερες ομάδες έστρεψε από τη μια την ΕΜΕΟ εναντίον τους, η οποία και δολοφόνησε τους περισσότερους ηγέτες της σχετικής κινήσεως και απομάκρυνε, από την άλλη, όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα από τους λαούς τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν, καθώς είτε τέθηκαν εκτός νόμου, είτε στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Παρ' όλα αυτά, οι απεσταλμένοι των Σοβιετικών επέμειναν και επέβαλλαν στα Κομμουνιστικά Κόμματα να συνεχίσουν να υποστηρίζουν το σύνθημα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης, αν και στα τέλη της δεκαετίας του 1920 αυτό είχε τεθεί σιωπηρά στο περιθώριο.

Η εξάπλωση του Φασισμού στην Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, επέφερε αλλαγές στην πολιτική της Σοβιετικής Ενώσεως και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ζητήματα όπως η αυτοδιάθεση των μειονοτήτων και η δημιουργία ομοσπονδιών αλλά και το Μακεδονικό ειδικότερα, τέθηκαν στο περιθώριο, καθώς προείχε η απόκρουση του κινδύνου του Φασισμού. Η πολιτική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 1934 και αποκρυσταλλώθηκε σε δόγμα το επόμενο έτος. Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ζ΄ Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Ιούλιος-Αύγουστος 1935), τα Κομμουνιστικά Κόμματα έπρεπε να συνεργασθούν με άλλα συγγενή κόμματα και πολιτικές και κοινωνικές ομάδες, να δημιουργήσουν λαϊκά μέτωπα, ώστε να αντισταθούν ιδεολογικά και πολιτικά στη λαίλαπα του Φασισμού. Στον αγώνα αυτό έπρεπε να συστρατευθούν οι εθνικές μειονότητες, τα δικαιώματα των οποίων όφειλαν να προστατεύουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής ο «λαός της Μακεδονίας» βαφτίσθηκε «μακεδονικό έθνος», έτσι ώστε να βρίσκεται σε συμφωνία με την κεντρική γραμμή. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα απεμπόλησαν την πολιτική της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», αλλά αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν «μακεδονικές» μειονότητες. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας. Τo ΚΚΕ στο ΣΤ΄ Συνέδριό του αναγνώρισε δύο εθνικές μειονότητες στην ελληνική Μακεδονία, την εβραϊκή και τη «μακεδονική», για τις οποίες άρχισε να ζητά προστασία των δικαιωμάτων τους.

Όπως το 1923 οι Βούλγαροι Κομμουνιστές προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τη γραμμή της Σοβιετικής Ενώσεως για να επιτύχουν τους στόχους τους, έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές επεξεργάστηκαν τη νέα θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τους δικούς τους στόχους. Διατήρησαν δηλαδή την χωριστή «μακεδονική» εθνότητα, προσαρμόζοντας την ιδέα της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας στα δεδομένα της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1940, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας κάλεσε τον «μακεδονικό λαό» να αγωνιστεί εναντίον των Σέρβων, των Βουλγάρων και των Ελλήνων.

Οι αποφάσεις αυτές, που πέρασαν απαρατήρητες μέσα στις προετοιμασίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδείχθηκαν αργότερα καθοριστικές, καθώς το 1942 το ΚΚΓ ανέλαβε, με την υποστήριξη της Σοβιετικής Ενώσεως, να συμπεριλάβει στο πρόγραμμα της δημιουργίας μιας νέας Γιουγκοσλαβίας και την επίλυση των θεμάτων του Κοσσυφοπεδίου και της Μακεδονίας. Το 1943, στη δεύτερη Σύνοδο του AVNOJ τέθηκαν οι βάσεις της μετέπειτα Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, που θα αποτελούνταν από έξι κράτη και στα οποία περιλαμβάνονταν και η Μακεδονία. Μάλιστα, στη δεύτερη Σύνοδο του AVNOJ είχαν εκλεγεί και αντιπρόσωποι της ελληνικής και της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι οποίοι όμως δεν παρέστησαν στις εργασίες της συνόδου.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος - Εμφύλιος

Οι δυνάμεις του Άξονος

Η συνθηκολόγηση της Ελλάδος με την Γερμανία στις 23 Απριλίου 1941, είχε ως αποτέλεσμα η Μακεδονία να μοιρασθεί σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική ζώνη, η οποία εκτείνονταν μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Στρυμώνα, με τη Θεσσαλονίκη ως έδρα της Στρατιωτικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης-Αιγαιίδος. Η ιταλική ζώνη κατοχής περιελάμβανε τη Δυτική Μακεδονία, η οποία, μαζί με την Αλβανία και την Ήπειρο, αποτέλεσε μια ενιαία περιοχή υπό ιταλική διοίκηση, ενώ η βουλγαρική ζώνη περιελάμβανε την Μακεδονία ανατολικά του Στρυμώνα και όλη τη Δυτική Θράκη. Παράλληλα, στους Βουλγάρους είχε δοθεί το μεγαλύτερο μέρος της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, με εξαίρεση την περιοχή του Τετόβου, η οποία προσαρτήθηκε -όπως και το Κοσσυφοπέδιο- στην ιταλοκρατούμενη Αλβανία. Οι Γερμανοί έβλεπαν την Μακεδονία ως το κέντρο της γερμανικής κατοχής στα Βαλκάνια και την Θεσσαλονίκη ως τον κόμβο στις επικοινωνίες του Άξονος από την Γερμανία προς τη Βόρειο Αφρική.

Οι Βούλγαροι θεωρούσαν την Κατοχή ως την πλήρη ανατροπή των αποφάσεων της Συνθήκης του Βουκουρεστίου και του Νεϊγύ και την υλοποίηση της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Γι' αυτό προχώρησαν αμέσως στην κατάλυση των ελληνικών αρχών και στην αντικατάστασή τους από βουλγαρικές, με σκοπό την πλήρη ενσωμάτωση των παραπάνω αναφερόμενων περιοχών στο βουλγαρικό κράτος. Μάλιστα, στις 14 Μαΐου 1941 η Βουλγαρία προσάρτησε τα εδάφη αυτά με επίσημη πράξη, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από την Γερμανία.

Παράλληλα, φρόντισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, με την τοποθέτηση Βούλγαρων αξιωματικών συνδέσμων στις ιταλικές και γερμανικές φρουρές και με τη σύσταση «Επιτροπών Απελευθέρωσης» σε ορισμένα σλαβόφωνα χωριά. Κέντρο της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Θεσσαλονίκη φιλοδοξούσε να γίνει η «Βουλγαρική Λέσχη». Μάλιστα, το 1943 η Βουλγαρία προσπάθησε να επιτύχει την επέκταση της κυριαρχίας της σε όλη την Μακεδονία. Οι Γερμανοί αποδέχθηκαν αρχικά στις 8 Ιουλίου 1943 την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής από τον Στρυμώνα μέχρι τον Αξιό, καθώς επιζητούσαν να αποδεσμεύσουν στρατιωτικές δυνάμεις από την Μακεδονία για να τις προωθήσουν προς το Ανατολικό Μέτωπο. Όμως η αντίδραση των Ελλήνων, τόσο του απλού κόσμου όσο και των επισήμων φορέων, απέτρεψε την επέκταση της βουλγαρικής κατοχής στην Κεντρική και στη Δυτική Μακεδονία μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943. Μόνο το 1944, όταν πλέον υπήρχε λειψανδρία στον γερμανικό στρατό στα μέτωπα, οι γερμανικές αρχές επέτρεψαν στους Βουλγάρους να αναλάβουν τον έλεγχο της περιοχής ανατολικά του Αξιού. Επίσης, στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους επέτρεψαν τη δημιουργία ενός -θνησιγενούς- ανεξάρτητου μακεδονικού κράτους, με επικεφαλής τον αρχηγό της ΕΜΕΟ και ευνοούμενο του Χίτλερ, Ιβάν Μιχαήλωφ.

Η Γαλλία

Παρ' ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου αναπτύχθηκε έντονη δραστηριότητα σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα, η Γαλλία δεν τοποθετήθηκε στις τρέχουσες εξελίξεις. Περισσότερο την απασχολούσε η θέση της Ελλάδος στην αρχή του πολέμου και στην μεταπολεμική εποχή των ισορροπιών, παρά τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία και στο διπλωματικό πεδίο.

Κατά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γάλλοι πρότειναν την επανάληψη του Βαλκανικού Μετώπου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου με την οχύρωση της Θεσσαλονίκης, η οποία θα λειτουργούσε ως βάση εξόρμησης προς τα πετρέλαια της Ρουμανίας, που χρησιμοποιούσε για ανεφοδιασμό η Γερμανία. Η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη να συζητήσει το σχέδιο αυτό, αλλά οι Γάλλοι διέθεταν ελάχιστες δυνάμεις για την υλοποίησή του. Αντίθετα, οι Βρετανοί προωθούσαν τη δημιουργία ενός συνασπισμού ουδετέρων κρατών στα Βαλκάνια, γι' αυτό και η ιδέα των Γάλλων εγκαταλείφθηκε γρήγορα.

Μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία συντάχθηκε με τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ στις συζητήσεις σχετικά με την Ελλάδα, στα πλαίσια του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα, καταψήφισε μαζί με τις υπόλοιπες Δυνάμεις -εκτός της Σοβιετικής Ενώσεως και της Πολωνίας- την προσφυγή της Ουκρανίας κατά της εισβολής του ελληνικού στρατού στην Αλβανία και υποστήριξε την αντίστοιχη προσφυγή της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά της βοήθειας που παρείχαν τα γειτονικά κομμουνιστικά κράτη στους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και στην ανάμειξή τους στις ελληνικές υποθέσεις. Συγκεκριμένα, υποστήριξε την πρόταση των Αμερικανών για τη σύσταση επιτροπής με έργο τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών (UNSCOB) καθώς και τα πορίσματα και το έργο της UNSCOB αλλά και τις προτάσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ για να σταματήσουν η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία να ενισχύουν τους αντάρτες του ΔΣΕ.

Η Μεγάλη Βρετανία

Το σημερινό καθεστώς που υφίσταται στο χώρο της Μακεδονίας με τη διατήρηση της συνοριακής γραμμής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ενέργειες της Μεγάλης Βρετανίας, το 1944. Η ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούμενη από τον Πρωθυπουργό Ουίστον Τσώρτσιλ και τον Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν, όχι απλά τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της επανόδου στο προ του πολέμου καθεστώς για την Μακεδονία, αλλά αγωνίστηκε για να το επιτύχει. Φυσικά, από τη δική τους πλευρά, οι Βρετανοί ανησυχούσαν για την προέλαση των Σοβιετικών στη Ρουμανία και για το ενδεχόμενο της αφίξεώς τους μέχρι τις ακτές του Αιγαίου.

Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1944 η κατάρρευση του Άξονος και η προέλαση του σοβιετικού στρατού στη Ρουμανία δημιουργούσαν νέα δεδομένα. Στη Βουλγαρία, στις 2 Σεπτεμβρίου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Αγροτικού Κόμματος Κώστα Μοράβιεφ, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή εισήλθε στη Βουλγαρία ο σοβιετικός στρατός. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το Πατριωτικό Μέτωπο, με πρωθυπουργό τον Κίμωνα Γκεοργκίεφ. Οι κυβερνήσεις αυτές διατήρησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, αποβλέποντας σε εδαφικά οφέλη στην περιοχή. Μάλιστα ο Γκεοργκίεφ έθεσε τις μονάδες του βουλγαρικού στρατού στη διάθεση του Σοβιετικού Στρατάρχη Τομπούλχιν.

Ήδη από τον Μάιο του 1944 ο Τσώρτσιλ είχε στείλει σχέδιο στον Στάλιν, με το οποίο πρότεινε την πλήρη ελευθερία κινήσεων των Σοβιετικών στη Ρουμανία και αντίστοιχη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα και το οποίο είχε αποδεχθεί ο σοβιετικός ηγέτης. Επίσης ο Ήντεν, σε τηλεγράφημα προς τον Τσώρτσιλ της 6ης Σεπτεμβρίου 1944, σημείωνε χωρίς περιστροφές ότι «αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε δυο χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) είναι φανερό ότι πρώτη έρχεται η Ελλάδα, διότι είναι σύμμαχός μας και αγωνίστηκε στον πόλεμο και αφετέρου, διότι όσον αφορά τη μεταπολεμική μας θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα μας ενδιαφέρει πιο πολύ από την Βουλγαρία». Ο Τσώρτσιλ, πάλι, στις 21 Σεπτεμβρίου πληροφόρησε τους Σοβιετικούς ότι επρόκειτο να στείλει βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα και ζητούσε να μην εισέλθει σοβιετικός στρατός στο ελληνικό έδαφος, παρά μόνον ύστερα από δική του συγκατάθεση.

Η τελική ρύθμιση των συνόρων στη Μακεδονία φαίνεται ότι αποφασίστηκε στη συνάντηση που είχαν στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου 1944, ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ. Εκεί η Ελλάδα πέρασε στη βρετανική ζώνη επιρροής, καθώς ο Τσώρτσιλ πρότεινε 90% επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως στη Ρουμανία, 75% στη Βουλγαρία, 90% επιρροή των Βρετανών στην Ελλάδα και 50-50% επιρροή και των δυο στη Γιουγκοσλαβία, κάτι που αποδέχθηκε ο Στάλιν.

Οι Σοβιετικοί τίμησαν τις συμφωνίες με τους Βρετανούς, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1944 η σοβιετική στρατιά του Τολμπούχιν σταμάτησε στη συνοριακή γραμμή Ελλάδος-Βουλγαρίας, αρνούμενη να περάσει τη γραμμή και να τερματίσει την γερμανική κατοχή στη Μακεδονία ή να βοηθήσει τον «σύμμαχο» πλέον βουλγαρικό στρατό στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα στις 11 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά τις συμφωνίες Στάλιν-Τσώρτσιλ, ο βουλγαρικός στρατός διατάχθηκε να εκκενώσει το ελληνικό έδαφος εντός δεκαπέντε ημερών, κάτι που έπραξε εντός της προθεσμίας. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, ο Στάλιν βεβαίωσε εκ νέου τον Τσώρτσιλ για την μη ανάμειξή του στην Ελλάδα.

Η συνεργασία των Σοβιετικών με τους Βρετανούς έδωσε τη δυνατότητα στους δεύτερους να ζητήσουν από τον Τίτο να απέχει από κάθε ενέργεια κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Στις 9 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της βρετανικής αποστολής Μακλίν, ζήτησε εξηγήσεις από τον Τίτο για την συγκρότηση της «Μακεδονικής Ταξιαρχίας» προειδοποιώντας τον να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Ελλάδος. Ο Τίτο διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδος. Έτσι, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το αίτημα του ΚΚΕ προς τον Τίτο για ενίσχυση δεν έγινε αποδεκτό και οι μονάδες του Γκότσεφ διατάχθηκαν από τον Τίτο αντί να περάσουν την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, να κινηθούν βορειότερα προς καταδίωξη των γερμανικών δυνάμεων και των Αλβανών εθνικιστών στο Κοσσυφοπέδιο. Αρνητική ήταν και η απάντηση του Γκιόργκι Δημητρώφ, αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, σε παρόμοιο αίτημα του ΚΚΕ.

Αλλά και γενικότερα οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποτρέψουν την αναμόχλευση του Μακεδονικού Ζητήματος. Έτσι, στις αρχές του 1945 τάχθηκαν κατά της ενώσεως της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, όπως και κατά της διεκδικήσεως εδαφών από την Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στο θέμα της δημιουργίας μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», που προέβαλε ο Τίτο και οι ηγέτες του νεοπαγούς ομόσπονδου κράτους, η βρετανική πολιτική ήταν αρνητικά διακείμενη, καθώς θεωρούσε ότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να συμβιώσουν Σλάβοι και Έλληνες στο ίδιο κράτος, οπότε θα υπήρχε διαρκής ένταση και ότι θα αναβίωναν οι εθνικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας τα ίδια προβλήματα που υφίσταντο στις αρχές του Κ΄ αιώνος.

Την άνοιξη του 1945 παρατηρήθηκε σημαντική αλλαγή στην πολιτική της Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα, καθώς ο Τίτο προέβη σε πληθώρα δηλώσεων ότι θα δεχόταν την ένωση των Σλαβομακεδόνων των ελληνικών επαρχιών με τη Γιουγκοσλαβία, κατηγορώντας παράλληλα την Ελλάδα για συστηματική καταπίεσή τους. Οι Βρετανοί, όπως και οι Αμερικανοί, υποψιάζονταν ότι η επιθετικότητα του Τίτο ήταν απότοκος της αλλαγής της στάσεως της Σοβιετικής Ενώσεως. Συμβούλεψαν την Ελλάδα να κρατά χαμηλούς τόνους, αλλά απέρριψαν όλες τις αιτιάσεις κατά της Ελλάδος σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και στη σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τον Φεβρουάριο του 1946.

Στο Συνέδριο της ειρήνης, που ξεκίνησε στις 25 Απριλίου 1946 στο Παρίσι, η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε την Ελλάδα κάθε φορά που οι Σοβιετικοί ή οι εκπρόσωποι άλλων κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς διατύπωναν κατηγορίες εναντίον της αλλά δεν προσέφερε, όπως άλλωστε και οι Αμερικανοί, καμιά βοήθεια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεών της, που περιελάμβαναν την απόσχιση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία και την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα καθώς και την επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Βουλγαρία σε βάθος 36 μιλίων. 

Θεωρούσαν ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις δεν παρείχαν καμία βελτίωση στην αμυντική ικανότητα της χώρας, ενώ παράλληλα θα επέσειαν την αντίδραση των Σοβιετικών. Μαζί με τους Αμερικανούς, πρότειναν στην Ελλάδα να αναζητήσει την ασφάλειά της στο πλαίσιο του νεοπαγούς Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παρ' όλα αυτά, ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας παρουσίασε τις αλλαγές στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο που ζητούσε η Ελλάδα, στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη, τον Νοέμβριο του 1946, αλλά δεν έδειξε διάθεση για περαιτέρω συζήτηση όταν ο Αμερικανός εκπρόσωπος αρνήθηκε να υποστηρίξει την υλοποίησή τους.

Οι Βρετανοί, σε σύμπνοια με τους Αμερικανούς, συνέχισαν να υποστηρίζουν τα επόμενα χρόνια (1947-1949) την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να διαμαρτύρονται δριμύτατα στους Βουλγάρους και στους Γιουγκοσλάβους για δηλώσεις και ενέργειές τους προς την κατεύθυνση της προσχώρησης των τμημάτων της ελληνικής, βουλγαρικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε μια νοτιοσλαβική ομοσπονδία.

Οι ΗΠΑ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους, καθ' όλη τη διάρκεια του 1944 ήταν αντίθετες στη δημιουργία σφαιρών επιρροής στην Ευρώπη και προτιμούσαν να διευθετήσουν το όλο θέμα με συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Δεν είχαν ούτε επαρκείς πληροφορίες από δικές τους πηγές για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, ούτε κάποια ξεκάθαρη θέση για την μελλοντική κατάσταση στα Βαλκάνια γενικότερα. Πίστευαν ότι όλα μπορούσαν να καθορισθούν στη Διάσκεψη της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945. Η αμερικανική κοινή γνώμη αντέδρασε αρνητικά στη δράση των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, αλλά ο Ρούσβελτ έδωσε την συγκατάθεσή του για τις βρετανικές ενέργειες. Όμως γενικά μέχρι το καλοκαίρι του 1945, οι ΗΠΑ δεν έδειχναν κάποια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1945, όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα στείλουν αποστολή στην Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη έκφραση του ελληνικού λαού στις βουλευτικές εκλογές.

Ειδικότερα για το Μακεδονικό, οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρη θέση. Η συνοριακή γραμμή Ελλάδος- Βουλγαρίας- Γιουγκοσλαβίας που ίσχυε πριν τον πόλεμο, έπρεπε να συνεχίσει να υφίσταται χωρίς αλλαγές, εκτός εάν αυτό επιθυμούσαν οι πληθυσμοί των χωρών αυτών. Το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από Έλληνες, οι οποίοι δεν έδειχναν καμία διάθεση ούτε για συνοριακές αλλαγές ούτε για συμμετοχή στη δημιουργία ενός «μακεδονικού» κράτους. Μάλιστα για τους Αμερικανούς ούτε «μακεδονικό» έθνος υπήρχε, ούτε «μακεδονική εθνική συνείδηση». Επομένως, τους Αμερικανούς κάθε προσπάθεια για αλλαγές στη Μακεδονία θα τους έβρισκε κάθετα αντίθετους.

Οι Αμερικανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία της στηρίξεως της Ελλάδος στο Συνέδριο της ειρήνης και στον ΟΗΕ κατά το 1946, αρνήθηκαν όμως να υποστηρίξουν, όπως και οι Βρετανοί, τα αιτήματα για προσαρτήσεις εδαφών στην ελληνική επικράτεια. Οι εκπρόσωποι των Αμερικανών απέκρουσαν με σθένος και παρρησία τις κατηγορίες των Σοβιετικών και των άλλων κομμουνιστικών δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ενώ αρνήθηκαν να συζητήσουν το ενδεχόμενο αποσπάσεως ελληνικών εδαφών προς όφελος γειτονικών κρατών και αντιμετώπισαν την σοβιετική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος ενισχύοντας τους δεσμούς τους με τη χώρα, ακόμη και με την αποστολή ισχυρών πολεμικών σκαφών για επίσκεψη στο λιμάνι του Πειραιά. Όμως η πραγματική σύσφιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων έγινε με την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, στις 12 Μαρτίου 1947, για την υποστήριξη της Ελλάδος και της Τουρκίας από την κομμουνιστική επιβολή και τη χορήγηση δανείου 400.000.000 δολαρίων ως βοήθεια στις δύο αυτές χώρες.

Όσον αφορά το Μακεδονικό Ζήτημα, οι ΗΠΑ συνέχισαν να εγγυώνται την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να αντιτίθενται έντονα σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας χωριστού «μακεδονικού» κράτους, το οποίο θα συμπεριελάμβανε ελληνικά εδάφη. Αλλά, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι οι κομμουνιστικές χώρες Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία μπορούσαν να επιλύσουν το Μακεδονικό Ζήτημα όπως αυτές ήθελαν, είτε με τη συγκατάθεση είτε με την αντίθεσή τους, αλλά δεν μπορούσαν να δεχθούν την απόσπαση ελληνικών εδαφών που θα προσαρτώνταν στο νέο αυτό κράτος. Έτσι κατά καιρούς οι Αμερικανοί αντιδρούσαν έντονα σε κάθε ενέργεια της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας που στρεφόταν κατά της ακεραιότητας της Ελλάδος, με σημαντικότερες το θέμα της αναγνώρισης της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως το 1948 και της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας που επαγγέλλονταν το ΚΚΕ, με βάση την απόφαση της 5ης Ολομέλειας του 1949.

Από τη στιγμή που η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού έλυσε το πρόβλημα της εθνικής ασφάλειας και της ακεραιότητας της Ελλάδος, οι Αμερικανοί παρότρυναν τη χώρα να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Γιουγκοσλαβία. Οι ΗΠΑ είχαν αντιμετωπίσει πολύ ευνοϊκά την εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. Όμως η πρώτη προσπάθεια για βελτίωση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων μετά την πρωθυπουργοποίηση του Πλαστήρα το 1950, σκόνταψε στην απαίτηση του Τίτο για παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων στους «Μακεδόνες» της Ελλάδος. Οι συνομιλίες διακόπηκαν και συνεχίστηκαν μόνο ύστερα από πιέσεις των Αμερικανών και των Άγγλων προς τον Τίτο να σταματήσει να αναμειγνύεται σε μειονοτικά θέματα άλλων χωρών. O Τίτο προέβη σε διευκρινιστική δήλωση ότι δεν εξαρτούσε την πορεία των διμερών σχέσεων από τη θέση των Σλαβομακεδόνων στην ελληνική κοινωνία, δήλωση που οδήγησε στην ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Το γεγονός ότι ο Τίτο δεν είχε ανασκευάσει τις δηλώσεις του για «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα, δεν ενοχλούσε τους Αμερικανούς, αφού το κύριο πρόβλημα γι' αυτούς ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και στο εξής η απόσπαση του Τίτο από το κομμουνιστικό μπλοκ.

Το πρόβλημα της ασφάλειας της ελληνικών συνόρων, κυρίως από το βορρά, λύθηκε ουσιαστικά με την προσχώρηση της Ελλάδος στην Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) στις 22 Οκτωβρίου 1951, καθώς η ασφάλεια της χώρας τοποθετήθηκε σε άλλο επίπεδο, αυτό των σχέσεων των δύο αντίπαλων συνασπισμών. Επομένως, κάθε επίθεση κατά της ελληνικής Μακεδονίας θα αποκρούονταν από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Με παρότρυνση των Αμερικανών, υπογράφηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1953 και τριμερής συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος, μια συνθήκη που προέβλεπε ότι τα τρία κράτη είχαν υποχρέωση να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητά τους απέναντι σε κάθε άλλη Δύναμη.

Η Σοβιετική Ένωση

Η Σοβιετική Ένωση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αντιμετώπισε το Μακεδονικό Ζήτημα όχι ως ένα ξεχωριστό θέμα προς διευθέτηση, αλλά ως ένα κομμάτι στη διπλωματική σκακιέρα με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Καθώς το 1945 οι δυνάμεις του Άξονος είχαν συνθηκολογήσει, η Σοβιετική Ένωση στράφηκε στην ενσωμάτωση της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στο κομμουνιστικό μπλοκ και στην προώθηση της επιρροής της στην Ελλάδα, με την ενίσχυση του ΚΚΕ και των Κομμουνιστικών Κομμάτων των γειτονικών χωρών και με την αύξηση των στρατευμάτων κατοχής στο Ιράν. Σύμφωνα με τον Τζώρτζ Κένναν (George Kennan), επιτετραμμένο των ΗΠΑ στη Μόσχα εκείνη την εποχή, οι ενέργειες γίνονταν είτε απ' ευθείας από την Σοβιετική Κυβέρνηση μέσω των επισήμων διπλωματικών οδών είτε μέσω της πιέσεως που ασκούσαν τα τοπικά Κομμουνιστικά Κόμματα, για τη δράση των οποίων ισχυριζόταν ότι δεν έφερε την ευθύνη. Έτσι, εάν οι ενέργειες της Σοβιετικής Ενώσεως συναντούσαν την αντίδραση των άλλων Δυνάμεων, τότε η πίεση συνεχιζόταν από τη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε τοπικό επίπεδο.

Ο Ελληνικός Εμφύλιος, που ξεκίνησε το ΚΚΕ το 1946 με την επίθεση στο Λιτόχωρο την ημέρα της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, παρουσίαζε τα παραπάνω χαρακτηριστικά της σοβιετικής πολιτικής. Η Σοβιετική Ένωση επέτρεπε στο ΚΚΕ να ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα, ο οποίος αν πετύχαινε, θα οδηγούσε στη σοβιετοποίηση της Ελλάδος και αν αποτύγχανε, η ήττα θα βάραινε το ΚΚΕ και όχι την ίδια.

Στο συνέδριο της ειρήνης οι Σοβιετικοί υιοθέτησαν μια σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα, καθώς ενθάρρυναν και υποστήριζαν τις εδαφικές διεκδικήσεις των γειτονικών -ηττημένων στον πόλεμο- κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς κατά της νικήτριας Ελλάδος. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντιμίτρι Μανουίλσκι υποστήριξε την απαίτηση της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο και για προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία και το ίδιο έπραξε και ο εκπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας, Μοσέ Πιγιάντε. Φυσικά, η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συζητήσει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των συμμάχων της Αλβανίας και Βουλγαρίας, τόσο στο συνέδριο της ειρήνης όσο και στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών. Αντίθετα η Ουκρανία, μέλος της Σοβιετικής Ενώσεως και μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, προσέφυγε κατά της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 24 Αυγούστου 1946, διότι η Ελλάδα καταπίεζε τις μειονότητες στη Μακεδονία και τη Θράκη και επειδή ζητούσε την απόσπαση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία. Σκοπός της ουκρανικής προσφυγής ήταν να μπλοκάρει τη συζήτηση στο μέλλον των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων κατά των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών.

Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να είναι αρωγός στις ενέργειες του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας καθώς και της Γιουγκοσλαβίας για την ένωση με την Βουλγαρία υπό τη μορφή ομοσπονδίας. Όταν όμως ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι ο Τίτο εργαζόταν για τη δημιουργία συνεργασίας με άλλα κομμουνιστικά κράτη, η οποία θα μπορούσε είτε να αντιταχθεί στη δική του πολιτική είτε να καθορίσει δική της πολιτική, προχώρησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ και στην καταγγελία του Τίτο για ρεβιζιονισμό σε όλο τον τότε κομμουνιστικό κόσμο. Η υπόθεση της δημιουργίας ενός χωριστού «μακεδονικού» κράτους που μέχρι τότε προωθούσε ο Τίτο, δεν ξεχάστηκε. απλώς οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να την ενεργοποιήσουν εναντίον του Τίτο, καλώντας τον πληθυσμό της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε αυτοδιάθεση με τη βοήθεια των Βουλγάρων και του ΚΚΕ, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία «ανεξάρτητη Μακεδονία» στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.

Όταν όμως οι Σοβιετικοί διαπίστωσαν, στις αρχές του 1949, ότι το ΚΚΕ είχε χάσει τον αγώνα και ότι ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον αξιόμαχος τόσο, ώστε να αποτελεί κίνδυνο και για τις άλλες κομμουνιστικές χώρες, τότε ο Υπουργός Εξωτερικών Γκρομίκο ζήτησε την κατάπαυση του πυρός στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των συνομιλιών, αρνήθηκε κάθε υπαιτιότητα της Σοβιετικής Ενώσεως στην υπόθεση της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας. Οι δηλώσεις Γκρομίκο δε σήμαιναν ότι η δραστηριότητα της Σοβιετικής Ενώσεως σχετικά με το Μακεδονικό θα σταματούσε στο εξής. Αντίθετα, τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε μία οργανωμένη προπαγάνδα προερχόμενη από την Βουλγαρία, με την ενθάρρυνση ή την ανοχή των Σοβιετικών, η οποία καλούσε όλους τους «Μακεδόνες» σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα να ενωθούν με τα αδέλφια τους στη Βουλγαρία. Οι ενέργειες αυτές είχαν σκοπό να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανατροπή του Τίτο. Όμως, μετά τον θάνατο του Στάλιν το Μακεδονικό έπαψε να αποτελεί θέμα υψηλής πολιτικής για τη Σοβιετική Ένωση.

Μεταπολεμική περίοδος

Η ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ ουσιαστικά επέφερε την απεμπλοκή του Μακεδονικού Ζητήματος από ζητήματα αλλαγής μεθοριακών γραμμών και κυριαρχίας στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας. Βαθμιαία μετεξελίχθηκε στο θέμα της υπάρξεως ή μη «Μακεδόνων», στην εθνική ταυτότητά τους και στη διεκδίκηση του ιστορικού παρελθόντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας.

Κατά καιρούς προκλήθηκε ένταση στις σχέσεις Αθήνας και Βελιγραδίου, καθώς η πρώτη θεωρούσε και θεωρεί ότι δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» και «μακεδονικό έθνος», ενώ το Βελιγράδι την καλούσε να αποδεχθεί την πραγματικότητα, όπως εκείνο την ερμήνευε. Όμως η κύρια εστία έντασης υφίστατο στις σχέσεις Βελιγραδίου-Σόφιας, καθώς το Βελιγράδι αναγνώριζε και αναγνωρίζει τους «Μακεδόνες» ως χωριστό έθνος και η Σόφια ή αποδέχονταν τους ισχυρισμούς του Βελιγραδίου -όταν οι σχέσεις Βελιγραδίου-Μόσχας ήταν καλές- ή μέρος του «βουλγαρικού έθνους», όταν η Μόσχα κατήγγειλε τον Τίτο για «ρεβιζιονισμό».

Η ίδια η Σοβιετική Ένωση, ενώ συνήθως έτρεφε εχθρικές διαθέσεις προς το Βελιγράδι, ωστόσο δεν αποδέχθηκε ποτέ τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας για την βουλγαρικότητα των Μακεδόνων, αφού ήδη από το 1934 είχε αναγνωρίσει την «μακεδονική» εθνότητα και ζητούσε την αυτοδιάθεσή της. Απλώς τις περιόδους που οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία ήταν ψυχρές, αποσιωπούσε πλήρως το θέμα, ενώ τις περιόδους ευφορίας προέβαινε σε ενέργειες που δήλωναν άμεσα ή έμμεσα την υποστήριξή της προς τα Σκόπια και το Βελιγράδι.

Άλλωστε και η ηγεσία του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην εξορία και ελέγχονταν απόλυτα από τους Σοβιετικούς, υποστήριζε την ίδια θέση με τους Γιουγκοσλάβους, δηλαδή την ύπαρξη και καταπίεση Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, άσχετα από τις συνεχείς και εμπαθείς επιθέσεις κατά των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών.

Η στάση των ΗΠΑ στη νέα φάση του Μακεδονικού Ζητήματος καθορίσθηκε κυρίως από την ανάγκη στηρίξεως της Γιουγκοσλαβίας και της διατηρήσεως σταθερά κακών σχέσεων με τη Μόσχα και καλών σχέσεων με τα γειτονικά κράτη. Έτσι στην ελληνογιουγκοσλαβική κρίση του 1962, που προκλήθηκε από δηλώσεις Γιουγκοσλάβων αξιωματούχων για την ύπαρξη «Μακεδόνων» στην ελληνική επικράτεια και την ακόλουθη αναστολή εφαρμογής της συμφωνίας μεθοριακής επικοινωνίας του 1959 από την Ελλάδα, κάποιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με τον ελληνικό τύπο, παρότρυναν την Αθήνα να «κάνει κάποιες υποχωρήσεις» ή και να αναγνωρίσει την μειονότητα και κάποιοι άλλοι συμβούλευαν τις δυο πλευρές να δείξουν εφεκτικότητα. Φυσικά, το θέμα της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος αποτελούσε διαφορετικό ζήτημα και η άποψη των Αμερικανών ήταν σταθερή ότι κάθε απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας θα εκλαμβάνονταν ως απειλή κατά των ΗΠΑ.

Η -προφορική- συμφωνία κυρίων αναφορικά με το Μακεδονικό, που έγινε μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος Αβέρωφ και της Γιουγκοσλαβίας Πόποβιτς στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 1962, ουσιαστικά υποβάθμισε το Μακεδονικό Ζήτημα μέχρι την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα.
_____________________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: