01 Φεβρουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Από την άνοιξη του 1943 έως και το φθινόπωρο του 1944 στα δύο μεγαλύτερα τμήματα της Μακεδονίας, στην ελληνική και τη σερβική, εκδηλώθηκε σοβαρός ανταγωνισμός για τον προσεταιρισμό των Σλαβομακεδόνων μεταξύ πέντε τουλάχιστον ευδιάκριτων ανταγωνιστών:α΄) των στελεχών της γιουγκοσλαβικής κομμουνιστικής αντιστάσεως, που προωθούσε τον «μακεδονισμό» των Κομμουνιστών της σερβικής Μακεδονίας˙ β΄) των εκπροσώπων της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, που προωθούσαν την ταύτιση των Σλαβομακεδόνων με τη Βουλγαρία γ΄) των στελεχών του Ιβάν Μιχαήλωφ που δρούσαν αυτόνομα από τις βουλγαρικές αρχές αλλά τις βουλγαρικές επιδιώξεις εξυπηρετούσαν˙ δ΄) των ηγετών των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος, οι οποίοι ακολουθούσαν καιροσκοπική κατά βάσιν πολιτική, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας με τους «μακεδονιστές» της σερβικής Μακεδονίας, τους εκπροσώπους ή τους πράκτορες των Βουλγάρων και την τοπική ελληνική κομμουνιστική ηγεσία και ε΄) της ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας, η οποία διά του τοπικού ΕΛΑΣ εξεδήλωνε σφοδρή δυσφορία για τις πράξεις των Σλαβομακεδόνων «μακεδονιστών», ενώ διά του ΕΑΜ επεδείκνυε ανεξήγητη τότε ανοχή απέναντί τους.

Όπως κατέστη φανερό αργότερα, η εξήγηση της διαφορετικής στάσεως απέναντι στις πρωτεϊκές μεταλλάξεις των Σλαβομακεδόνων ηγετών της Ελλάδος και στην τελική τους προσχώρηση στον «μακεδονισμό» ευρίσκεται στην εξής ιδιομορφία της καταστάσεως στην περιοχή της δράσεως των μονάδων του ΕΛΑΣ: Η 9η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, η οποία δρούσε στις επαρχίες Βοΐου, Καστοριάς και Φλωρίνης, αντλούσε το δυναμικό της, αξιωματικούς και αντάρτες, κυρίως από το ελληνόφωνο Βόιο και επιδίωκε τη συντριβή των φιλοβουλγαρικών σλαβομακεδονικών θυλάκων της Καστοριάς και της Φλωρίνης, οι οποίοι συντηρούσαν τις κομιτατζηδικές πολιτοφυλακές και υπονόμευαν τα απελευθερωτικά κηρύγματα του ΕΛΑΣ στην περιοχή.

Η επίθεση το Μάιο του 1943 από μονάδα της 9ης Μεραρχίας εναντίον του χωριού της Καστοριάς Λακκώματα, όπου έδρευε ισχυρή κομιτατζηδική μονάδα, φανέρωσε τις επιδιώξεις του τοπικού ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ, αντιθέτως, προωθούσε διά του Τζήμα, ο οποίος επιδίωκε στενές σχέσεις με το αντιστασιακό κίνημα των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, διαλλακτική και ανεκτική στάση απέναντι στους Κομιτατζήδες Σλαβομακεδόνες. Μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ στα Λακκώματα, ο Τζήμας επέβαλε στον τοπικό ΕΛΑΣ την ανοχή απέναντι στον κομιτατζηδισμό με στόχο τον προσεταιρισμό των Κομιτατζήδων. Επρόκειτο για απόφαση υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ και έπρεπε να γίνει σεβαστή από τον ΕΛΑΣ, ο οποίος εκ των πραγμάτων προωθούσε περισσότερο την απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές παρά τα πολιτικά σχέδια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για το μέλλον της χώρας. Κατά τόπους, οι μονάδες του ΕΛΑΣ αντιδρούσαν σε τοπικές προκλήσεις που υπονόμευαν τα πολιτικά σχέδια του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, με συνέπεια να θεωρείται απαραίτητη η διορθωτική παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ ώστε να μη βλάπτονται οι μακροπρόθεσμοι και εν πολλοίς ανομολόγητοι πολιτικοί στόχοι του κόμματος.

Περισσότερο συγκεχυμένη και περίπλοκη ήταν η κατάσταση στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, όπως ήδη αναφέρθηκε, εξ' αιτίας της ιδιόρρυθμης σχέσεως της Βουλγαρίας με την περιοχή. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας, αν και ήταν υποχρεωμένο να διαφοροποιηθή από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση στο ζήτημα της βουλγαρικής στρατιωτικής παρουσίας στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και έσπευσε να καταδικάσει την βουλγαρική διοίκηση, απέφυγε να καταδικάσει την ένωση της περιοχής με τη Βουλγαρία που εξήγγειλε η Βουλγαρική Κυβέρνηση, ή να στηρίξει το σύνθημα της αυτοδιαθέσεως των «λαών» της Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας δρούσε φυσικά η ΒΜΡΟ (Ενωμένη), η τριτοδιεθνιστική οργάνωση που διέθετε την υποστήριξη του γιουγκοσλαβικού κομμουνιστικού αντιστασιακού κινήματος ˙ δρούσαν ωστόσο και πολλές φιλοβουλγαρικές οργανώσεις καθώς και παράρτημα της σερβόφιλης οργανώσεως του Ντράζα Μιχαήλοβιτς. Στην αλβανόφωνη ζώνη δρούσε η αλβανική οργάνωση Μπάλλι Κομπετάρ (Balli Kombëtar).

Η ίδρυση, το Μάρτιο του 1943 και με ενέργειες του τοποτηρητή του Τίτο, του δραστήριου Τέμπο, του Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας υπήρξε πράξη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής. Ο Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Λάζαρ Κολισέφσκι καθώς και τα μέλη της ΚΕ ήταν πρώην μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας και κατευθύνονταν από τον Τίτο διά του Τέμπο. Η προβολή του «μακεδονισμού» ως εθνικής ιδεολογίας των Σλαβομακεδόνων και η διαφαινόμενη ήττα του Άξονος και φυσικά και της Βουλγαρίας συνέβαλαν στην ανάπτυξη της κομμουνιστοκίνητης και από τον Τίτο ελεγχόμενης αντιστάσεως στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία καθώς και στη συγκρότηση αυτόνομης πολιτικής υποστάσεως.

Δεν ήταν ακόμη βέβαιο αν ο αρχιτέκτων της νέας πολιτικής οντότητας, της μελλοντικής Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, θα επεδίωκε εκτός από την επαγγελόμενη ένωση του «μακεδονικού λαού» και των τριών τμημάτων της Μακεδονίας, να την ενσωματώσει στη Γιουγκοσλαβία, σε μια ευρύτερη ένωση της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας ή σε μία βαλκανική ομοσπονδία, μια σοβιετική βαλκανική ομοσπονδία. Εκ των πραγμάτων, ωστόσο, οι ηγέτες των Σλαβομακεδόνων «μακεδονιστών» οδηγούνταν προς την ενσωμάτωση της νέας χώρας σε μια ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία. Τη «γιουγκοσλαβική» λύση του Μακεδονικού Ζητήματος επικύρωσε, το Νοέμβριο του 1943, το «Αντιφασιστικό Συμβούλιο Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας» στο Γιάιτσε της Βοσνίας, την δε αλυτρωτική προοπτική της νέας πολιτικής οντότητας επιβεβαίωσε η επιλογή δύο πρώην στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, του Δήμηταρ Βλαχώφ ως εκπροσώπου της ελληνικής Μακεδονίας και του Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, ως εκπροσώπου της βουλγαρικής Μακεδονίας.

Όπως αναμενόταν, στην απόφαση των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών για το μέλλον της Μακεδονίας αντιδρούσαν οι Βούλγαροι Κομμουνιστές, οι οποίοι επρόβαλαν το παλαιό σύνθημα για την «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» της ΕΜΕΟ, θέση που εθεωρείτο «ασφαλής» και κρινόταν κατάλληλη για τα συμφέροντα της Βουλγαρίας στο ζήτημα. Επρόκειτο για «αμυντική» θέση των Βουλγάρων Κομμουνιστών απέναντι στην ηγεμονιστική πολιτική των Γιουγκοσλάβων συντρόφων τους. Οι Έλληνες Κομμουνιστές εψέλλισαν και αυτοί κάποιες αντιρρήσεις για την απομάκρυνση από το σύνθημα του 1935 της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την «ισοτιμία των λαών» της Μακεδονίας, αλλά όχι πειστικά, επειδή και αυτοί, όπως και οι Βούλγαροι Κομμουνιστές, ευρίσκονταν έναντι των Γιουγκοσλάβων συντρόφων τους σε μειονεκτική θέση. Οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές, με τη γενικώς αποδεκτή φιλελεύθερη αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών και τον έλεγχο της ηγεσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος του «λαού» της Μακεδονίας, προωθούσαν τις εθνικές θέσεις της Γιουγκοσλαβίας στο εκκολαπτόμενο πολιτικό μόρφωμα.

Στην ελληνική Μακεδονία το ΣΝΟΦ, η αντιστασιακή οργάνωση των Σλαβομακεδόνων που αναμενόταν να καταστή πόλος έλξεως των «παραπλανημένων» ομογλώσσων τους Κομιτατζήδων, έπαιξε το ρόλο, όπως άλλωστε θα έπρεπε να ανέμεναν εκείνοι που είχαν προωθήσει την ίδρυσή του, διαύλου διοχετεύσεως του μακεδονισμού στους σλαβόφωνους θυλάκους της περιοχής. Δεν κατέστη τελικά το ΕΑΜ των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος, όπως ήθελαν να πιστεύουν τα στελέχη του ΚΚΕ που αποφάσισαν να επιτρέψουν την ίδρυσή του. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη αυτής της αποφάσεως, συνέχισε να υποστηρίζει πως έδωσε τη συγκατάθεσή του καλή τη πίστει, δηλαδή χωρίς να υποψιάζεται ότι το ΣΝΟΦ θα πρακτόρευε τον μακεδονισμό στην ελληνική Μακεδονία. Πολύ πιθανό υψηλόβαθμα στελέχη του ΚΚΕ  ο Τζήμας ή και ο Ιωαννίδης - να υποστήριξαν εκ των υστέρων απόψεις που δε γνωστοποίησαν την εποχή που ελήφθησαν αυτές οι σοβαρές αποφάσεις, με συνέπεια πολλά στελέχη στην ελληνική Μακεδονία να μη γνωρίζουν τους λόγους της ανοχής απέναντι στους προκλητικούς πράκτορες του μακεδονισμού και, φυσικά, τους υπευθύνους αυτής της ανεκτικής στάσεως.

Όταν διαπιστώθηκε, την άνοιξη του 1944, η πρακτόρευση του μακεδονισμού από το ΣΝΟΦ στην ελληνική Μακεδονία, τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ έσπευσαν να διαλύσουν την προκλητική οργάνωση, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους αντιπάλους του ΚΚΕ να διασύρουν το κόμμα και να υποστηρίξουν ότι οι Έλληνες Κομμουνιστές απεργάζονταν την εκχώρηση της ελληνικής Μακεδονίας στους βόρειους γείτονες της Ελλάδος. Καιροσκόποι Σλαβομακεδόνες πράκτορες του μακεδονισμού όπως ο Ναούμ Πέϊος, ο οποίος είχε στην αρχή υποκύψει στη σαγήνη του βουλγαροκίνητου κομιτατζηδισμού, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν για λίγο από μονάδες του ΕΛΑΣ, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι ύστερα από παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων. Ακολούθησε η σύσταση δύο ταγμάτων Σλαβομακεδόνων στα όρη Βίτσι και Καϊμακτσαλάν αντιστοίχως, με απόφαση πάλι υψηλόβαθμων στελεχών του ΚΚΕ, του Ιωαννίδη ασφαλώς αλλά ίσως και άλλων.

Στις μονάδες των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος παρατηρήθηκε αθρόα κατάταξη «παραπλανημένων» Σλαβομακεδόνων˙ σε διάστημα λίγων μηνών, το άνθος του βουλγαρόφιλου κομιτατζηδισμού της Καστοριάς, της Φλωρίνης και της Πέλλης έσπευσε να καταταγή στα νέα τάγματα, τα οποία αποτελούσαν μονάδες του ΕΛΑΣ αλλά τυπικά μόνο, όπως αποδείχθηκε. Στην πραγματικότητα ήσαν μονάδες υποδοχής πρώην βουλγαρόφιλων Σλαβομακεδόνων, οι οποίοι διά του μακεδονισμού ευρέθηκαν στο στρατόπεδο εκείνων που αναμένονταν να επικρατήσουν μετά την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων από την περιοχή. Κομμουνιστές Σνοφίτες και βουλγαρόφιλοι Κομιτατζήδες, ενθουσιώδεις «Μακεδόντσι» όλοι τους πλέον, αρνήθηκαν τον ΕΛΑΣ και την Ελλάδα και πέρασαν, τον Οκτώβριο του 1944, στη νεότευκτη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη μητρόπολη του κομμουνιστοκίνητου μακεδονισμού.

Τα σλαβομακεδονικά τάγματα υπήρξαν η Κολυμβήθρα του Σιλωάμ, στην οποία εξαγνίσθηκαν από το στίγμα της συνεργασίας με τους κατακτητές οι πρώην βουλγαρόφιλοι Σλαβομακεδόνες. Έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό στη νέα οντότητα προς βορράν των ελληνικών συνόρων από τους Κομμουνιστές Παρτιζάνους του Τίτο, ο οποίος εγκαινίασε έκτοτε και για τα επόμενα χρόνια της εμφύλιας διαμάχης στην Ελλάδα σφοδρές καταγγελίες κατά των Ελλήνων για διώξεις εναντίον των «Μακεδόνων» της Ελλάδος. Η πρώτη τέτοια «δίωξη» συνέβη τον Οκτώβριο του 1944, όταν η διοίκηση του ΕΛΑΣ στη Μακεδονία προσπάθησε να μετακινήσει τα προκλητικά τάγματα των Σλαβομακεδόνων μακριά από τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και τους σλαβόφωνους θυλάκους, όπου πρακτόρευαν τον μακεδονισμό. Ο Ηλίας Δημάκης ή Γκότσης, διοικητής ενός από τα τάγματα αυτά και άλλοι Σλαβομακεδόνες ηγέτες, μέλη όλοι του ΚΚΕ, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις διαταγές των ανωτέρων τους και εγκατέλειψαν την ελληνική Μακεδονία, καθώς εχάραζε η ελευθερία στην καθημαγμένη χώρα.

Οι εκατέρωθεν καταγγελίες και κατηγορίες για προκλητική και «αντισυντροφική» συμπεριφορά στο ζήτημα των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος που είχαν μηδίσει και εγκαταλείψει την Ελλάδα για να μην αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της συνεργασίας τους με τους κατακτητές, αποτελούσαν την ορατή πλευρά ενός οξύτατου ανταγωνισμού για την κυριαρχία στη Μακεδονία. Με την προσφορά εθνικής υποστάσεως στους Σλάβους και τις άλλες κοινότητες της Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο επιδίωκε να προσελκύσει όχι μόνο τον πληθυσμό της σερβικής Μακεδονίας, αλλά και αυτόν της βουλγαρικής Μακεδονίας. Βούλγαροι Κομμουνιστές, όπως ο Δημητρώφ, επρόβαλλαν τη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος με την ενσωμάτωση της Μακεδονίας ενιαίας σε μια Νοτιοσλαβική Ομοσπονδία Βουλγάρων, Σέρβων, Σλοβένων, Κροατών, Μαυροβουνίων και «Μακεδόνων», στην προσπάθεια να συγκρατήσουν στη Βουλγαρία Βουλγαρομακεδόνες έως τότε και εν συνεχεία «Μακεδόνες», όπως ο Βλαχώφ, τη μετάλλαξη των οποίων ευνοούσε η τροπή του πολέμου εις βάρος της Βουλγαρίας.

Η αθρόα μετάλλαξη αυτών των Βουλγαρομακεδόνων σε «Μακεδόνες» γιουγκοσλαβικής κοπής όταν έγινε φανερό ότι η Βουλγαρία έμελλε να είναι μεταξύ των ηττημένων του πολέμου, επιτρέπει την υπόθεση ότι εάν η Βουλγαρία άλλαζε στρατόπεδο ένα χρόνο ενωρίτερα, πολλοί Βουλγαρομακεδόνες από τη βουλγαρική Μακεδονία, όσο και από τη σερβική και την ελληνική, δε θα έσπευδαν να μεταμορφωθούν σε «Μακεδόνες». Η επίκληση της βουλγαρικής κακοδιοικήσεως στη σερβική Μακεδονία όπως και η επίκληση της καταπιέσεως των Σλαβομακεδόνων στην ελληνική Μακεδονία από τη Δικτατορία του Μεταξά, ήταν πρόφαση της εξόχως καιροσκοπικής ηγεσίας των Σλαβομακεδόνων, η οποία ήταν πάντοτε έτοιμη να αποσείσει τις πολιτικές της ευθύνες για την αγαστή συνεργασία με τις δυνάμεις του Άξονος.

Ωστόσο, η δημιουργία του νέου κρατικού μορφώματος και του έθνους που θα εστέγαζε αυτό το μόρφωμα, ήταν γεγονός και πραγματικότητα αναπόδραστη το 1944. Προϊόν κομμουνιστικών διαδικασιών και φιλελεύθερων αρχών, το νέο κρατικό μόρφωμα που ιδρύθηκε στις 2 Αυγούστου 1944 με την ονομασία «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», δεν ήταν ασφαλώς προϊόν παρθενογενέσεως, αλλά είχε κυοφορηθή στους κόλπους της Γιουγκοσλαβίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το νέο έθνος, οι «Μακεδόντσι» (Makedontsi), ήταν ακόμη δυνάμει έθνος ˙ χωρίς παρελθόν, το έθνος αυτό συνείχε η πίστη σε ένα λαμπρό μέλλον εκείνων που ανέλαβαν τον εθνοπλαστικό ρόλο. Με πρώτη ύλη από το ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας, το οποίο είχε ήδη κατανεμηθή μεταξύ των διαμορφωμένων εθνών της περιοχής, δηλαδή των Ελλήνων, των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Αλβανών και με δάνεια από τις διαμορφωμένες γλώσσες της περιοχής, οι εθνοπλάστες του νέου κρατικού μορφώματος το προικοδότησαν με γλώσσα σλαβική, αλλά διακριτή -όσο ήταν δυνατό- από τις γειτονικές σλαβικές γλώσσες και «δική» του ιστορία και πολιτισμό.

Η Βουλγαρία, η μόνη χώρα που θα μπορούσε να αποτρέψει την ίδρυση του νέου έθνους και του κράτους του για το λόγο ότι η ίδρυσή τους έβλαπτε ζωτικά της εθνικά συμφέροντα, απουσίασε από αυτή τη διαδικασία. Όταν εν τέλει συνθηκολόγησε η Βουλγαρία στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 και έσπευσε να αλλάξει στρατόπεδο, ήταν αργά για να παρέμβει αποτελεσματικά και να ανατρέψει την κατάσταση που είχε δημιουργηθή. Η Βουλγαρία ατύχησε το 1941, όταν επέλεξε τη Γερμανία ως σύμμαχο ˙ ατύχησε και το 1944, όταν ήλθε η ώρα της κρίσεως και την απελευθέρωσή της ανέλαβαν στρατεύματα της Σοβιετικής Ενώσεως, τα οποία διευκόλυναν και την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη χώρα.

Το ΚΚΕ, το μικρότερο από τα τρία κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής που ενεπλάκησαν στο ζήτημα του μέλλοντος της Μακεδονίας μετά τον πόλεμο, ευρισκόταν εξαρχής σε δεινή θέση, για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απελευθέρωση της Ελλάδος ανελήφθη όχι από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά από την Αγγλία. Τον Οκτώβριο του 1944, όταν σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη Βουλγαρία και βρετανικά στρατεύματα την Ελλάδα, θα έπρεπε λογικά η ελληνική κομμουνιστική ηγεσία να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάς δε θα αποτελούσε μέρος μιας κομμουνιστικής Βαλκανικής Χερσονήσου. Αντιθέτως, πολλά στελέχη του ΚΚΕ επίστευαν, κινούμενα από ευσεβείς πόθους παρά από ανάλυση των αντικειμενικών δεδομένων της εποχής, ότι και η Ελλάς θα αποτελούσε εν τέλει τμήμα μιας σοβιετικής Βαλκανικής, στο πλαίσιο της οποίας θα λύνονταν και το Μακεδονικό Ζήτημα.

Τα ασαφή και σιβυλλικά μηνύματα από τη Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε λογικά να αποθαρρύνουν εκείνα τα στελέχη του ΚΚΕ που ανέμεναν υποστήριξη στρατιωτική από τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Βαλκανικής. Ωστόσο, τα ενθαρρυντικά μηνύματα από το γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό καθεστώς φαίνεται πως εβάρυναν περισσότερο στη διαμόρφωση της στάσεως του ΚΚΕ κατά την περίοδο από την Απελευθέρωση έως την ένοπλη αναμέτρηση με τα στρατεύματα της Αγγλίας και τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της η Ελληνική Κυβέρνηση που έφθασε στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή. Το ΚΚΕ, μολονότι επισήμως ακολουθούσε την προπολεμική θέση στο Μακεδονικό περί ισοτιμίας των «λαών» της Μακεδονίας, δεν ήταν σε θέση να επιβάλει τη θέση του τόσο στα αδελφά κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής όσο και σε πολλά στελέχη του που δρούσαν στην ελληνική Μακεδονία.
_______________________

Αύριο η συνέχεια


Δεν υπάρχουν σχόλια: