18 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΙΗ΄ ΑΙΩΝΟΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Το νέο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πλαίσιο

Με το πέρασμα από τον ΙΖ΄ στον «μεγάλο» ΙΗ΄ αιώνα, δημιουργήθηκαν στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες, που επηρέασαν αποφασιστικά την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη της Μακεδονίας. Η αρχή έγινε με την τριπλή συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς (σημ. Sremski Karlovci) στα 1699 ανάμεσα στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια μεριά και από την άλλη, τους τρεις νικητές του αντιτουρκικού «Ιερού Συνασπισμού»: τη Βενετία, την Πολωνία και, κυρίως, την Αψβουργική Αυστρία. 

Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η επικράτηση των Αψβούργων σε μια εκτεταμένη ζώνη της Βόρειας Βαλκανικής. Η επικράτηση αυτή, που θα επεκταθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της Σερβίας, θα εμπεδωθεί, κατά κάποιο τρόπο, με δύο ακόμα αυστροτουρκικές συνθήκες, του Πασάροβιτς στα 1718 και του Bελιγραδίου στα 1739. Η «κάθοδος» αυτή προς το νότο θα φέρει πιο κοντά τον μακεδονικό χώρο με την επικράτεια μιας εκτεταμένης και ανερχόμενης τότε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δύναμης, της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας.

Η αλλαγή του πολιτικού χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα συνδυαστεί με σημαντικές εξελίξεις στον οικονομικό τομέα. Η αρχή έγινε με την υπογραφή αυστροτουρκικών συμφωνιών, που προέβλεπαν τη μείωση των τελωνειακών δασμών και γενικά την ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου στις περιοχές του Δούναβη. Στα 1747 οι όροι των συμφωνιών αυτών ανανεώθηκαν, με αποτέλεσμα την επέκταση του αυστριακού εμπορίου από τις παραδουνάβιες περιοχές στην Aδριατική και -έως έναν βαθμό- και στο Aιγαίο. 

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν προς την κατεύθυνση αυτή η ανάδειξη της Tεργέστης σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και η ίδρυση προξενείων και εμπορικών πρακτορείων της στις σημαντικότερες οθωμανικές αγορές, κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Kωνσταντινούπολη. Εξάλλου, ως το τέλος του αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακολουθώντας την παράδοση των «διομολογήσεων» που είχαν καθιερωθεί από τον ΙΣΤ΄ αιώνα, θα υπογράψει παρόμοιες διπλωματικές και εμπορικές πράξεις με όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. 

Ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική ιστορία απέκτησαν οι ναυτιλιακές και εμπορικές διευκολύνσεις που απέσπασε εκβιαστικά από την Υψηλή Πύλη η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας (1762-1792), μετά τους δύο πολέμους που διεξήγαγε με τους Τούρκους (1768-1774 και 1787-1792), στις ευνοϊκές για τα ρωσικά συμφέροντα συνθήκες ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774 και του Iασίου, το 1792. Οι διευκολύνσεις αυτές θα γίνουν καθεστώς με διμερείς οικονομικές συμφωνίες, που υπογράφηκαν στα 1783, 1798 και 1812.

Στο μεταξύ, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες επηρέασαν επίσης τις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα την Μακεδονία. Προς τα τέλη του ΙΖ΄ και τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος, οι ανατολικές και νοτιοανατολικές επαρχίες του σουλτάνου δοκιμάζονταν από τις εξεγέρσεις και τις αποσχιστικές τάσεις διαφόρων τοπικών και περιφερειακών ηγεμονίσκων. 

Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τους Τουρκοπερσικούς Πολέμους, στα 1723-1747, και την αναρχία που επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες στην Περσία και γενικά σε ολόκληρη σχεδόν την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Όλα αυτά προκάλεσαν την αποδιοργάνωση και την παρακμή των παραδοσιακών χερσαίων εμπορικών δρόμων και την αναπόφευκτη αποτελμάτωση των άλλοτε ανθηρών μεταπρατικών αγορών της Συρίας, του Λιβάνου και της Αιγύπτου. 

Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθεί η δραστηριότητα των Ευρωπαίων εμπόρων (των Άγγλων και των Γάλλων, κατά κύριο λόγο) από τις μεσανατολικές «σκάλες» προς τα ασφαλέστερα μικρασιατικά λιμάνια (κυρίως προς την Σμύρνη) και προς μερικά παραμελημένα έως τότε εμπορικά κέντρα των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: προς την Άρτα, τα Ιωάννινα, την Αυλώνα, το Δυρράχιο και περισσότερο την Θεσσαλονίκη και το αναδυόμενο λιμάνι της Καβάλας.

Η μετατόπιση αυτή θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σημασία των χερσαίων δρόμων της Νότιας Βαλκανικής και, συνακόλουθα, και τον ρόλο της Μακεδονίας στη διεξαγωγή του εμπορίου σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όπως θα δούμε πιο κάτω, με το κλείσιμο του ΙΗ΄ και το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα θα προστεθούν και νέοι γεωπολιτικοί παράγοντες, που θα ανανεώσουν τις υπάρχουσες καταστάσεις.

Η ανάδυση του μακεδονικού εμπορίου

Οι αλλαγές των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών στην Ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσαν ιστορική «πρόκληση» για τους πληθυσμούς που βρίσκονταν σχετικά κοντά στα νέα εμπορικά κέντρα και ακόμα περισσότερο κοντά στις οδικές αρτηρίες της Βαλκανικής. 

Tην εποχή όμως εκείνη, οι περισσότεροι λαοί της περιοχής αλλά και οι Aυστριακοί και οι Pώσοι και -ακόμα περισσότερο- οι Oθωμανοί δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του εμπορίου στους δρόμους που ένωναν τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική Eυρώπη και τις Παρευξείνιες χώρες. Τελικά, στην «πρόκληση» «ανταποκρίθηκαν» θετικά πρώτοι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Μακεδόνες, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη μείωση της γεωγραφικής αποστάσεως που τους χώριζε από τα νέα αυστριακά εδάφη, ήταν πλέον σε θέση να επικοινωνούν ευκολώτερα με τη Βόρεια Βαλκανική και στη συνέχεια και με την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη. 

Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες: Καταρχήν οι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, παρακινημένοι από την αύξηση της ζήτησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, άρχισαν να αυξάνουν ή να αναπροσαρμόζουν τις παραγωγικές τους επιδόσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ανανεώθηκαν και αρκετές από τις παραδοσιακές βιοτεχνικές τους ασχολίες (κυρίως στην ύφανση και στη βαφή μάλλινων ειδών καθώς και στη βυρσοδεψία), οι οποίες κατά τους προηγούμενους αιώνες ήταν καθηλωμένες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. 

Στη συνέχεια, το ελληνορθόδοξο κυρίως στοιχείο της Μακεδονίας -και, έως έναν βαθμό, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας- άρχισε να αναπτύσσει εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, που διεύρυναν τους ορίζοντες των οικονομικών του δραστηριοτήτων: αρχικά ανέλαβε την μεταφορά προς τις βορειότερες βαλκανικές περιοχές των εξαγώγιμων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Μακεδονίας, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε καθαρά μεταπρατικές και εμπορικές πράξεις. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος στη διείσδυση πρώτα των Δυτικομακεδόνων «κυρατζήδων» (αγωγιατών) και στη συνέχεια των «πραματευτάδων» και «σπεδιτόρων» σε μερικά από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Σερβίας, της Oυγγαρίας, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, της Tρανσυλβανίας και της Kριμαίας. 

Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος και εξής, οι Έλληνες θα αποσπάσουν από τους Αψβούργους αυτοκράτορες (το 1740 από τον Κάρολο ΣΤ΄ και το 1760 από τη Μαρία Θηρεσία) -μετά από μια περίοδο διακρίσεων εις βάρος τους- μερικά προνόμια, κυρίως για την ανεμπόδιστη ανέγερση ορθοδόξων ναών.Κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αιώνος, οι Μακεδόνες εμπορευόμενοι που θα εγκατασταθούν στα οδικά σταυροδρόμια των περιοχών αυτών, θα ηγεμονεύσουν με τις «κομπανίες» τους στους βασικότερους τομείς του διαμετακομιστικού εμπορίου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξάγοντας βαμβάκι, σιτάρι, μαλλί, δέρματα, φλοκάτες και καπνό και εισάγοντας από την αψβουργική κυρίως επικράτεια λινά υφάσματα, υαλικά, εργαλεία, είδη κιγκαλερίας και γενικά βιομηχανικά προϊόντα. Το εθνικοθρησκευτικό στοιχείο, που κυριαρχούσε στην εξέλιξη αυτή, ήταν το ελληνορθόδοξο: προς τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης διακινούσαν τα 2/3 του συνολικού εμπορίου της.

Aρχικά, οι κύριοι δίαυλοι του εμπορίου αυτού ήταν χερσαίοι και οδηγούσαν προς την Κεντρική και την Ανατολική Eυρώπη· εκεί, άλλωστε, κατευθυνόταν γύρω στα 1780 ο μισός περίπου όγκος των μακεδονικών εξαγωγών. Aπό τις τελευταίες όμως δεκαετίες του ΙΗ΄ και έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος οι Mακεδόνες εμπορευόμενοι, συνεργαζόμενοι κυρίως με Bρετανούς, Aυστριακούς και Pώσους ομοτέχνους των, θα απλώσουν τις δραστηριότητές τους και στις θαλάσσιες επικοινωνίες, συνδέοντας τα εμπορικά κέντρα της Mακεδονίας είτε με την Κεντρική και τη Δυτική Mεσόγειο είτε, κυρίως, με τα ναυτικά κέντρα και τα λιμάνια του Eυξείνου Πόντου και της νότιας Pωσίας. 

Στην τελευταία αυτή εξέλιξη ηγεμονικό ρόλο έπαιξε, όπως ήταν επόμενο, το κύριο -σχεδόν μοναδικό τότε- λιμάνι της Mακεδονίας, η Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, δεν είναι δυσερμήνευτη η διαπίστωση ότι από την εποχή της Συνθήκης του Πασάροβιτς έως την έκρηξη της Γαλλικής Eπαναστάσεως (1789) η αξία του εξωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης υπερτετραπλασιάσθηκε, ανεβαίνοντας από τα 2 στα 9 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, το 1/4 σχεδόν του εξωτερικού εμπορίου ολόκληρης της οθωμανικής επικρατείας περνούσε από την πρωτεύουσα της Mακεδονίας.

Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη. Με την είσοδο π.χ. στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισε μία εμφανής κάμψη στο συνολικό εμπόριο της Ανατολικής Mεσογείου. Ένα από τα αίτια της εξελίξεως αυτής ήταν η Γαλλική Eπανάσταση, οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι και οι ναυτικοί αποκλεισμοί εκ μέρους των Bρετανών της γαλλοκρατούμενης ηπειρωτικής Eυρώπης. Παρ' όλα αυτά, οι μακεδονικές εξαγωγές βρήκαν κάποια αποδοτική διέξοδο με την ασφαλέστερη διακίνηση ποικίλων προϊόντων μέσω των νέων οδών ανεφοδιασμού της Κεντρικής Eυρώπης, από τους μάλλον ανεξέλεγκτους (από τους βρετανικούς αποκλεισμούς) χερσαίους δρόμους της Βαλκανικής Χερσονήσου. 

Η εξάπλωση της Βιομηχανικής Eπαναστάσεως στην Eυρώπη διευκόλυνε την επέκταση του ξένου εμπορίου -ιδιαίτερα του βρετανικού- στις οθωμανικές αγορές, την κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών εκβιομηχανισμένων δυτικών προϊόντων (κυρίως υφασμάτων) στην τουρκοκρατούμενη Aνατολή και, σε τελευταία ανάλυση, τη στενότερη σύνδεση της ανατολικομεσογειακής οικονομίας με το παγκόσμιο εμπόριο και τις διακυμάνσεις του. Oι εξελίξεις αυτές, ενώ υπονόμευαν μακροπρόθεσμα την τοπική βιοτεχνία, αναπροσανατόλιζαν, από την άλλη μεριά, τη γεωργική παραγωγή σε εμπορευματικές και περισσότερο εκμεταλλεύσιμες καλλιέργειες. Eπιπλέον, άλλαζαν το γενικότερο κλίμα, δημιουργώντας νέες προοπτικές στις εμπορομεσιτικές και τις μεταπρατικές δραστηριότητες των ντόπιων, στους τομείς δηλαδή με τους οποίους είχε ήδη εξοικειωθεί ένα τμήμα τουλάχιστον του αγροτικού και του αστικοποιημένου ή ημιαστικοποιημένου χριστιανικού πληθυσμού της Mακεδονίας.

Η έκρηξη όμως της Eλληνικής Eπαναστάσεως και η εξάπλωσή της στη Mακεδονία, στα 1821-1822, προκάλεσε νέες καταστροφές τόσο στη γεωργική παραγωγή όσο κυρίως στο εμπόριο, ιδιαίτερα το ελληνικό. Οι συλλήψεις και οι σφαγές των Ελλήνων Προκρίτων στις Σέρρες, την Θεσσαλονίκη και άλλα αστικά κέντρα ανάγκασαν ένα μέρος του ελληνορθοδόξου στοιχείου να καταφύγει στη Νότια Eλλάδα. Η φυγή συνεχίσθηκε και μετά την δημιουργία του ελληνικού βασιλείου, με τις αλλεπάλληλες μετεπαναστατικές μετοικεσίες -για λόγους επαγγελματικούς και οικονομικούς- σε άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Aνατολής. 

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία σε μία νέα περίοδο οικονομικής υφέσεως. H κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του αιώνος, η οποία όμως μας οδηγεί σε μία νέα φάση της ιστορίας της τουρκοκρατούμενης Mακεδονίας.
________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: