28 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Σλαβικές θέσεις

Από την δική τους πλευρά, οι Σλάβοι ιστορικοί δημοσίευσαν διαφορετικούς, εντυπωσιακά μεγαλύτερους αριθμούς για τους σλαβόφωνους κατοίκους της Ελλάδας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθούν δύο πράγματα: πρώτον, πως το ενδιαφέρον των Βούλγαρων ιστορικών για την Μακεδονία εκφυλίσθηκε μετά το 1945, ενώ αντίθετα αυξήθηκε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των Γιουγκοσλάβων συναδέλφων τους και δεύτερον ότι, όταν μιλούμε για γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία, περιοριζόμαστε στις θέσεις των ιστορικών των Σκοπίων, οι απόψεις των οποίων για τα ζητήματα της Μακεδονίας είχαν υιοθετηθεί, στα πλαίσια της κομματικής νομιμότητας, από τους άλλους ιστορικούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ας σημειωθεί πως στο πλαίσιο αυτό, οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί μετονόμασαν, χωρίς όμως πειστική αρχειακή τεκμηρίωση, τους δίγλωσσους κατοίκους της Ελλάδας από Βούλγαρους σε «Μακεδόνες». Η συγκεκριμένη επιλογή ασφαλώς εντάσσονταν στη διαδικασία αποβουλγαροποίησης της ιστορίας, που σκοπό είχε να προσδώσει ιστορικά επιχειρήματα στη νεόδμητη «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι οι θέσεις των Γιουγκοσλάβων ιστορικών αναφορικά με την πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας, ουδόλως έχουν μεταβληθεί στο διάστημα μιας πεντηκονταετίας. Ουσιαστικά, η αφετηρία της βιβλιογραφίας τους εντοπίζεται στους λόγους που εκφώνησε στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο των Σκοπίων ο Πρόεδρος της Ε.Μ.Ε.Ο. Ενωμένης και μέλος του προεδρείου της Αντιφασιστικής Λαϊκής Εθνοσυνελεύσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Δήμηταρ Βλαχώφ, το χρονικό διάστημα 1945-1947. Ο Βλαχώφ υποστήριξε πως μετά την ολοκλήρωση των ανταλλαγών των πληθυσμών (ελληνοβουλγαρική και ελληνοτουρκική), στη «Μακεδονία του Αιγαίου» εξακολουθούσαν να παραμένουν περίπου 269.000 «Μακεδόνες». 

Οι θέσεις του Βλαχώφ επαναδιατυπώθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν από τους Γιουγκοσλάβους ιστοριογράφους, στην πλειοψηφία τους Σλαβομακεδόνες. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, ο Χρήστο Αντώνοφσκι, πολιτικός πρόσφυγας από τη Χρύσα του νομού Πέλλης και γραμματέας, στην περίοδο της Κατοχής, της Κομμουνιστικής Αχτίδας στην Έδεσσα, επιβεβαίωσε τα απογραφικά στοιχεία του Βλαχώφ. Αλλά και η νεώτερη ιστορική έρευνα αποδέχθηκε, με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις, τα παραπάνω νούμερα. Πιο συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Κεραμιτζίεφ από το χωριό Γάβρος της Καστοριάς, στέλεχος του Σ.Ν.Ο.Φ. στην Κατοχή, εθνοσύμβουλος του Ε.Α.Μ. και στέλεχος του Ν.Ο.Φ. κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, θεωρούσε πως το 1928 ο αριθμός των «Μακεδόνων» της «Αιγαιακής Μακεδονίας» δεν μπορούσε να είναι μικρότερος από 220.000 άτομα. Από τη μεριά του ο Στόγιαν Κισελίνοφσκι, «παιδί του παιδομαζώματος» από την περιοχή της Καστοριάς, τους υπολόγιζε σε 243.067 άτομα, ενώ ο Τόσο Πόποφσκι τους ανέβαζε σε 247.139 άτομα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναλυθεί ο τρόπος, με τον οποίο οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί καταλήγουν στον μαγικό αριθμό των 220-260.000 «Μακεδόνων» το 1930. Αφετηρία των υπολογισμών τους αποτελεί η πληθυσμιακή εικόνα της Μακεδονίας το 1912, τις παραμονές δηλαδή της έκρηξης των Βαλκανι­κών Πολέμων. Οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί αποδέχονται καταρχήν τη στατιστική του Βούλγαρου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας Ιορδάν Ιβανώφ, σύμφωνα με την οποία οι «Βούλγαροι», κατά τον Ιβανώφ, αλλά «Μακεδόνες» κατά τους Γιουγκοσλάβους, της ελληνικής Μακεδονίας ανέρχονταν σε 329.371 άτομα. Αναλυτικά, τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε ο Ιβανώφ, που αφορούν όμως το σύνολο των καζάδων και όχι μόνο το τμήμα τους που συμπεριλήφθηκε στην Ελλάδα, έχουν ως εξής:

Καζάς Βούλγαροι   Έλληνες
Θεσσαλονίκης        27.500         31.000
Λαγκαδά      8.300 8.900
Κασσάνδρας 0        33.000
Αγίου Όρους          1.430 4.330
Κιλκίς          18.236         0

Δοϊράνης      9.500 0
Γευγελής      20.300         15
Γιαννιτσών   19.950         12

Βέροιας       7.250 15.000
Κατερίνης    0        14.000
Έδεσσας      15.200         0

Σερρών        28.250         28.410
Σιδηροκάστρου      22.100         215
Ζίχνας          12.000         13.400

Δράμας          14.500       6.700
Καβάλας      5.520 14.000
Ελευθερούπολης    600    10.600

Χρυσούπολης        115    30
Νευροκοπίου         67.000         720
Μοναστηρίου         70.550         170

Φλώρινας     36.320         30
Καστοριάς    41.250         12.035
Ανασελίτσας          1.100 31.000

Πτολεμαΐδας          7.480 3.800
Κοζάνης       0        15.490
Γρεβενών     0        18.000

Κορυτσάς     6.890 0
Σύνολο        441.341       260.857

Επίσης, το σύνολο της γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας αποδέχεται ως ακριβή τα στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε ο γιατρός Βλαντιμίρ Ρούμενωφ το 1941, τα οποία απεικονίζουν τη μετανάστευση των Σλαβοφώνων από την Ελλάδα στη Βουλγαρία και την Σερβία. Σύμφωνα με τον Ρούμενωφ, συνολικά 86.582 Βουλγαρόφωνοι μετανάστευσαν από την Ελλάδα τη χρονική περίοδο 1913-1928. Οι μετανάστες προέρχονταν από τις παρακάτω περιοχές:

Περιοχή       Άτομα
Κιλκίς          18.959
Σέρρες         11.404
Νευροκόπι   11.223
Σιδηρόκαστρο        10.756
Θεσσαλονίκη (πόλη)        7.285
Γιαννιτσά     7.257
Γουμένισσα  5.195
Δράμα         4.233

Καστοριά     3.577
Θεσσαλονίκη         1.782
Φλώρινα      1.676
Λαγκαδάς     1.581
Ζίχνα 1.492

Αριδαία       1.233
Έδεσσα       449
Πτολεμαΐδα  381
Νιγρίτα        326
Βέροια         114

Νότιες περιοχές     285
Σύνολο        89.208

Χρησιμοποιώντας επομένως ως αφετηρία την απογραφή του Ιβανώφ, οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί προχώρησαν εν συνεχεία σε υπολογισμό των πληθυσμιακών ανακατατάξεων, που έλαβαν χώρα στην ελληνική Μακεδονία από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Αφαιρούν από το νούμερο των 329.371 Σλαβοφώνων του 1913 τον αριθμό των 86.582 ατόμων που, κατά τον Ρούμενωφ, μετανάστευσαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και βρίσκουν 242.789 «Μακεδόνες». Από το παραπάνω νούμερο αφαιρούνται επίσης και γύρω στις 10-15.000 Σλαβόφωνοι που αναχώρησαν την ίδια περίοδο για τις Η.Π.Α. και τον Καναδά. Κατά συνέπεια, με την προσθήκη και της φυσιολογικής αύξησης του πληθυσμού την περίοδο αυτή, προκύπτει ο αριθμός των 220-260.000 «Μακεδόνων» που, σύμφωνα με τους Γιουγκοσλάβους ιστορικούς, διαβιούσαν στην ελληνική Μακεδονία το 1930.

Τα στοιχεία των πηγών

Η συγκεκριμένη ανάλυση επιχείρησε να παρουσιάσει την βασική επιχειρηματολογία τόσο της ελληνικής όσο και της γιουγκοσλαβικής ιστοριογραφίας γύρω από το ζήτημα των σλαβόφωνων πληθυσμών της ελληνικής Μακεδονίας και να καταδείξει τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους. Είναι βέβαιο, όμως, πως ούτε οι μέχρι σήμερα ελληνικοί ισχυρισμοί ούτε οι αντίστοιχοι των Γιουγκοσλάβων αντικατοπτρίζουν επακριβώς την εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας του 1930. Προσεκτικότερη μελέτη τους αποδεικνύει πως οι προαναφερθέντες υπολογισμοί υπήρξαν περισσότερο καρποί εθνικών διεκδικήσεων, παρά αποτελέσματα αξιόπιστης ιστορικής έρευνας.

Όσον αφορά τους στατιστικούς υπολογισμούς του Αλέξανδρου Πάλλη, χρειάζεται να επισημανθούν τα εξής: Ο Έλληνας μελετητής στις δύο αρχικές του μελέτες, το 1925 και το 1929, χαρακτήριζε τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της Μακεδονίας «Βουλγαρίζοντες» ή «Βούλγαρους». Μάλιστα, ο Πάλλης ανέφερε ξεκάθαρα πως στερούνταν ελληνικής συνειδήσεως. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει πως επρόκειτο για τους Εξαρχικούς Σλαβοφώνους των αρχών του αιώνα. Αντίθετα, οι πρώην Πατριαρχικοί είχαν -κατά πάσα πιθανότητα- θεωρηθεί και ενσωματωθεί στους Έλληνες. Οι παραπάνω διαπιστώσεις φαίνεται ότι δεν ήταν καινοφανείς στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Στέφανος Λαδάς, ο οποίος υπήρξε μέλος της μικτής Ελληνοβουλγαρικής Επιτροπής, στην κλασική του μελέτη TheExchangeofMinorities. Bulgaria, GreeceandTurkey έγραφε ότι οι «Βούλγαροι» της ελληνικής Μακεδονίας ανέρχονταν το 1928 σε 82.000 άτομα.

Κι ενώ η μεσοπολεμική ελληνική ιστοριογραφία υπήρξε σαφέστατη στη χρήση των όρων «Βούλγαροι» και «Βουλγαρίζοντες», εν τούτοις δύο δεκαετίες μόλις αργότερα, όταν από τη μια η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν πραγματικότητα και από την άλλη είχαν αναζωπυρωθεί οι παλαιές έχθρες γύρω από το Μακεδονικό Ζήτημα, τα ιστορικά δεδομένα μεταβλήθηκαν. Πρώτος ο ίδιος ο Πάλλης σε μία ομιλία του το 1949, με νωπές ακόμη τις μνήμες του Εμφυλίου, μετονόμασε τους 77.000 «Βουλγαρίζοντες» σε «Σλαβοφώνους». Η μετονομασία όμως αυτή προκάλεσε σύγχυση, καθώς ο όρος «Σλαβόφωνοι», όπως είχε αρχικώς χρησιμοποιηθεί από τον Βασίλειο Κολοκοτρώνη το 1919 και εν συνεχεία επικράτησε, υποδήλωνε τους πρώην Πατριαρχικούς Σλαβοφώνους, εκείνους δηλαδή που είχαν αναμφισβήτητη ελληνική συνείδηση. Έτσι εξαγόταν το συμπέρασμα πως το σύνολο των Σλαβοφώνων, Πατριαρχικών και Εξαρχικών, ανερχόταν σε 77.000 άτομα και όχι όπως ξεκάθαρα έγραφε ο Πάλλης τη δεκαετία του 1920, μόνο των πρώην Εξαρχικών.

Η ενέργεια αυτή του Πάλλη αποτελούσε ουσιαστικά αποδοχή των δεδομένων της επίσημης ελληνικής στατιστικής του 1928, μιας στατιστικής που πιθανότατα είχε αντλήσει τα στοιχεία της από τις πρώιμες μελέτες του Πάλλη, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτές στη χρήση των όρων. Πιο συγκεκριμένα, αυτοί που ο Πάλλης αποκαλούσε «Βουλγαρίζοντες» το 1925 μετατράπηκαν στη στατιστική του 1928, όπως ήδη έχει σημειωθεί, σε «ομιλούντες την μακεδονοσλαυική», οι περισσότεροι από τους οποίους όμως, όπως διευκρινιζόταν, είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Ο συντάκτης της απογραφής εκείνης δεν ανέφερε τα κριτήρια, με τα οποία είχε καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Επιπλέον, τα στοιχεία που παρέθετε για τον αριθμό των Σλαβοφώνων, αφορούσαν συνολικά τις «Υποδιοικήσεις» και όχι τα χωριά.

Τέλος, αναφορικά με την μεταπολεμική ελληνική ιστοριογραφία, θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: Η πλειονότητα των έργων που εστιάζουν στο Μακεδονικό Ζήτημα, γράφηκαν τη δεκαετία του 1960 (Ζωτιάδης, Κωφός, Πεντζόπουλος, Νέστορας). Παρά τις νεωτερικές σε αρκετά σημεία ιδέες τους, οι συντάκτες των έργων φαίνεται ότι δεν κατόρθωσαν να απαγκιστρωθούν τελείως από την αβεβαιότητα και την αγωνία που διακατείχε την ελληνική κοινή γνώμη για την τύχη της Μακεδονίας. Απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί και η θέση τους αναφορικά με το ζήτημα των σλαβόφωνων πληθυσμών. Όλοι τους επικαλούνται τα στατιστικά δεδομένα του Πάλλη ή της επίσημης απογραφής του 1928, χωρίς όμως να οικειοποιούνται και τους ίδιους όρους (Βούλγαροι και Βουλγαρίζοντες) αλλά τον όρο «Σλαβόφωνοι», που, όπως έχει προαναφερθεί, μεταπολεμικά δεν αναφερόταν στους βουλγαρίζον­τες πρώην Εξαρχικούς.

Για την κατανόηση της θέσεως των Γιουγκοσλάβων ιστορικών θα πρέπει να επιση­μανθούν δύο πράγματα. Ο ισχυρισμός τους για την ύπαρξη 260.000 «Μακεδόνων» περίπου είναι αναληθής, αφού εσφαλμένη είναι η αφετηρία των υπολογισμών τους, η απογραφή δηλαδή του Ιβανώφ. Ο Ιβανώφ όμως, χρησιμοποιώντας ως κριτήριο την μητρική γλώσσα των κατοίκων, χαρακτήριζε το σύνολο των Σλαβοφώνων της Βαλκανικής ως «Βουλγάρους», παραβλέποντας έτσι πως πολλοί από αυτούς ήταν αναμφισβήτητων ελληνικών και σερβικών φρονημάτων. Το δεύτερο στοιχείο είναι πως οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί μετονόμασαν το σύνολο των «Βουλγάρων», κατά τον Ιβανώφ, της ελληνικής Μακεδονίας σε «Μακεδόνες». Κάτι τέτοιο όμως αποτελεί τουλάχιστον αυθαιρεσία, καθώς αφενός ο όρος «Μακεδόνες» δεν μνημονεύεται από τις πηγές και αφετέρου γιατί και πάλι δε διαχωρίζονται οι αποκαλούμενοι «Γραικομάνοι». 

Η στρατηγική που ακολουθήθηκε από τους ιστορικούς των Σκοπίων, ασφαλώς και δεν είναι τυχαία. Εντάσσεται στη διαδικασία οικοδόμησης, μετά το 1945, ενός ενιαίου μακεδονικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που απηύθυνε ο Βλαχώφ στους πολίτες της Σ.Δ.Μ.: «Με τα μαθήματά μου θα επιχειρήσω να διαφωτίσω τον αναγνώστη και για το ζήτημα της υπάρξεως Μακεδονικού έθνους. Η ύπαρξις αυτή είναι γεγονός, το έθνος τούτο υπάρχει, το Μακεδονικό έθνος κατέχει πλήρως διαμορφωμένη εθνική συνείδηση». Επίσης, ο Λ. Μωήσωφ, προλογίζοντας ένα από τα έργα του Δ. Βλαχώφ, οριοθετούσε τους στόχους της «μακεδονικής» ιστοριογραφίας ως εξής: α΄) αναίρεση των «μεγαλοβουλγαρικών», «μεγαλοσερβικών» και «μεγαλοελληνικών» θεωριών για την καταγωγή και τον εθνικό χαρακτή­ρα των «Μακεδόνων» και αποκάλυψη του σοβινιστικού χαρακτήρα τους, β΄) καταγραφή της παλαιότερης και νεώτερης ιστορίας του «μακεδονικού λαού» και γ΄) χρήση της μαρξιστικής μεθόδου για την προσέγγιση του ιστορικού παρελθόντος.

Είναι σίγουρο πως, παρά την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, δεν αποχώρησε από την Μακεδονία το σύνολο των Σλαβοφώνων που στερούνταν ελληνικής εθνικής συνειδήσεως. Ο αριθμός τους ήταν σημαντικός, ωστόσο ποτέ δεν κατόρθωσε ν' αγγίξει τα αριθμητικά δεδομένα που έδιναν οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αριθμός των 80.000 περίπου της απογραφής του 1928 περιλαμβάνει μόνο τους πρώην Εξαρχικούς Σλαβοφώνους. Οι πρώην Πατριαρχικοί, οι «Γραικομάνοι» των αρχών του αιώνα, φαίνεται ότι δεν προσμετρήθηκαν ξεχωριστά και ενσωματώθηκαν δικαιολογημένα στους υπόλοιπους Έλληνες. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί η απόρρητη στατιστική του πληθυσμού της Μακεδονίας, την οποία διενήργησε η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις αρχές του 1925, λίγο πριν ολοκληρωθεί η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ της Ελλάδος και της Βουλγαρίας. Η συγκεκριμένη στατιστική κάνει λόγο για Σλαβόφωνους τέως Πατριαρχικούς, τους οποίους υπολογίζει σε 76.098 άτομα και για Σλαβόφωνους τέως Εξαρχικούς, τους οποίους ανεβάζει σε 97.636 άτομα, εκ των οποίων επρόκειτο να μεταναστεύσουν συνολικά 11.228 άτομα. Έτσι, οι τέως Εξαρχικοί θα περιορίζονταν τελικά σε 86.408 άτομα. Συνολικά ο αριθμός των δίγλωσσων Σλαβοφώνων ανέρχονταν, σύμφωνα με τη στατιστική του 1925, σε 162.506 άτομα. Βέβαια, η διάκριση που κάνει η στατιστική σε τέως Πατριαρχικούς και τέως Εξαρχικούς δεν σημαί­νει απαραίτητα πως οι πρώτοι είχαν ελληνική συνείδηση, ενώ οι δεύτεροι όχι. Αναλυτικά, η απογραφή του 1925 έχει ως εξής:

Περιοχή       Σλαβόφωνοι
Τέως Πατριαρχικοί Τέως Σχισματικοί   Υπό μετανάστευση Θεσσαλονίκη         6.916 1.661 3 Λαγκαδάς     11.464         0        0
Κιλκίς          368    231    20
Γουμένισσα  3.543 5.139 1.936
Κατερίνη      30      0        0

Πέλλα          6.109 8.739 21
Νότια 5.059 4.614 443
Γιαννιτσά     1.854 14.884         7.147

Βέροια         1.109 735    16
Φλώρινα      11.293         34.234         10
Καστοριά     7.339 14.607         10

Κοζάνη        0        0        0
Πτολεμαΐδα  4.494 3.443  6
Γρεβενά       0        0        0

Ανασελίτσα  0        0        0
Σέρρες         4.124 2.376 0
Νιγρίτα        617    0        0

Ζίχνα 1.865 606    0
Σιδηρόκαστρο        4.307 4.253 290
Χαλκιδική    0        0        0

Αρναία         0        0        0
Δράμα 5.207          780    44
Νευροκόπι   399    1.334 1.282

Καβάλα        0        0        0
Σύνολο        76.098         97.636         11.228

Από τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία προκύπτει ξεκάθαρα πως η συντριπτική πλειονότητα των Σλαβοφώνων κατοίκων -τόσο των πρώην Πατριαρχικών, λιγότερο, όσο και των πρώην Εξαρχικών, περισσότερο- διαβιούσε στη Δυτική Μακεδονία, στις περιοχές της Φλωρίνης και της Καστοριάς καθώς και στις περιοχές της Νότιας, της Πέλλης και των Γιαννιτσών (συνολικά το 62% των Σλαβοφώνων ζούσε στους τρεις νομούς Φλωρίνης, Καστοριάς και Πέλλης). Αντίθετα, τόσο στην Κεντρική όσο και στην Ανατολική Μακεδονία ο αριθμός τους εμφανιζόταν σημαντικά χαμηλότερος. Πιο συγκεκριμένα:

α΄) Οι Σλαβόφωνοι (πρώην Πατριαρχικοί και Εξαρχικοί) αποτελούσαν το 11% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Επίσης, στο σύνολο του πληθυσμού της Ελλάδος (6.204.684 άτομα, σύμφωνα με την απογραφή του 1928) οι Σλαβόφωνοι δεν υπερέβαιναν το 2,6%.

β΄) Οι Σλαβόφωνοι αποτελούσαν το 27% του συνολικού πληθυσμού της Δυτικής Μακεδονίας, το 8% της Κεντρικής Μακεδονίας και το 6% της Ανατολικής Μακεδονίας.

γ΄) Στη Δυτική Μακεδονία διαβιούσαν 75.384 Σλαβόφωνοι, ποσοστό 46%, το 69% των οποίων μάλιστα ήταν πρώην Εξαρχικοί. Αντίστοιχα, στην Κεντρική Μακεδονία ζούσαν 62.870 Σλαβόφωνοι, ποσοστό 39% (16% πρώην Εξαρχικοί) και στην Ανατολική Μακεδονία παρέμεναν 24.252 Σλαβόφωνοι, ποσοστό 15% (5% πρώην Εξαρχικοί).

δ΄) Οι Σλαβόφωνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού μόνο στο νομό Φλωρίνης. Πιο συγκεκριμένα, αποτελούσαν το 77% του νομού Φλωρίνης, το 45% του νομού Καστοριάς, το 31% του νομού Πέλλης, το 17% του νομού Σερρών και το 10% του νομού Κιλκίς, ενώ μόλις το 7% του νομού Κοζάνης, το 4% του πληθυσμού του νομού Δράμας, το 4% του νομού Θεσσαλονίκης και το 3% του νομού Ημαθίας.

ε΄) Στις περιοχές Κοζάνης, Ανασελίτσας, Γρεβενών, Χαλκιδικής, Αρναίας και Καβάλας δεν υπήρχαν καθόλου Σλαβόφωνοι, ενώ στην επαρχία Κατερί­νης ήταν ελάχιστοι (μόλις 30 πρώην Πατριαρχικοί).

Η εγκυρότητα της παραπάνω απογραφής επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι δημοσιεύθηκε εν μέρει το 1930 από τον Ζ. Άνσελ (Ancel) στο βιβλίο του LaMacedoineetsonEvolutionContemporaine . Η βασική διαφορά των δύο στατιστικών είναι ότι ο Άνσελ κάνει τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Έλληνες και Σλάβους και προσμετρά τους πρώην Πατριαρχικούς στους Έλληνες, ενώ η αυθεντική στατιστική καταμετρά ξεχωριστά τόσο τους πρώην Εξαρχικούς όσο και τους πρώην Πατριαρχικούς. Είναι επίσης σημαντικό ότι ο Άνσελ αναφέρει πως στη σύνταξη της στατιστικής κατά πάσα πιθανότητα συμμετείχε και ο Πάλλης. Αναλυτικά, η στατιστική που δημοσίευσε ο Άνσελ, έχει ως εξής:

Περιοχή       Σλαβόφωνοι
Σιδηρόκαστρο        4.543
Σέρρες         2.376
Ζίχνα 606
Νιγρίτα 0
Ν. Σερρών   7.525 Χαλκιδική    0 Αρναία      0

Ν. Χαλκιδικής       0 Κιλκίς       251 Λαγκαδάς        0 Παιονία     7.075

Θεσσαλονίκη         1.664
Βέροια         751
Πιερία         0 Αλμωπία   5.057

Γιαννιτσά     22.031
Έδεσσα       8.750
Ν. Πέλλας    35.838 Εορδαία      3.449

Κοζάνη        0
Ανασελίτσα  0
Γρεβενά       0
Ν. Κοζάνης  3.449

Φλώρινα      34.244
Καστοριά     14.617 Σύνολο       105.414

Όμως η απογραφή του 1925 δεν ήταν το μοναδικό επίσημο κείμενο που έκανε λόγο για την ύπαρξη 160.000 περίπου Σλαβοφώνων στην ελληνική Μακεδονία, στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Υπάρχει πληθώρα άλλων κειμένων Ελλήνων αξιω­ματούχων που επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό. Ο Γ. Τζορμπατζής, Έλληνας αντιπρόσωπος στη μικτή Ελληνοβουλγαρική Επιτροπή, έγραφε στον Υπουργό των Εξωτερικών Γ. Ρούσο πως μετά την ολοκλήρωση των ανταλλαγών των πληθυσμών, παρέμεναν στην Ελλάδα 160.000 περίπου Σλαβόφωνοι. Ο Τζορμπατζής, μάλιστα, παρατηρούσε πως το 1/3 των Σλαβοφώνων αυτών ήταν πάντοτε πιστό στην ελληνική διοίκηση, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 «δεν συγκινούνταν ούτε από την βουλγαρική, ούτε από την σερβική προπαγάνδα και επρόκειτο κι αυτοί να αφομοιωθούν». 

Ακόμη, σε εθνολογική στατιστική της περιοχής της που απέστειλε η Νομαρχία Φλώρινας τον Ιανουάριο του 1925 στη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης, γινόταν λόγος για ύπαρξη 41.301 Σλαβόφωνων χωρικών, εκ των οποίων οι 12.628 ήταν πρώην Πατριαρχικοί και οι 28.673 πρώην Εξαρχικοί. Αλλά και ο Νομάρχης Φλώρινας Παύλος Καλλιγάς έγραφε το 1930 πως το σύνολο των Σλαβοφώνων της περιοχής του (επαρχίες Φλωρίνης και Καστοριάς) ανέρχονταν σε 76.370 άτομα σε σύνολο πληθυσμού 125.722 ατόμων, ποσοστό δηλαδή 60%. Το ίδιο ισχυρίζονταν και στρατιωτικές εκθέσεις της εποχής, που αναφέρονταν σε 77.650 Σλαβοφώνους κατοίκους στις παραπάνω περιοχές. Τα ίδια περίπου αριθμητικά δεδομένα προκύπτουν και από τη στατιστική του 1925. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο των Σλαβοφώνων των περιοχών Φλωρίνης και Καστοριάς ανέρχονταν σε 67.453 άτομα, ενώ το σύνολο του πληθυσμού των ίδιων περιοχών σε 107.577 άτομα. Κατά συνέπεια οι Σλαβόφωνοι, σύμφωνα με τη στατιστική του 1925, αποτελούσαν το 62% περίπου του πληθυσμού των δύο νομών.

Τα παραπάνω στατιστικά δεδομένα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με πλήθος άλλων στατιστικών πληροφοριών που αναφέρονται στο πληθυσμιακό μέγεθος του σλαβόφωνου στοιχείου της Μακεδονίας τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πριν ακόμη αρχίσουν οι ανταλλαγές των πληθυσμών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το σύνολο του σλαβόφωνου πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων ανερχόταν σε 250.000 άτομα. Αυτός ο αριθμός προκύπτει, για παράδειγμα, από εθνολογικό πίνακα που περιέχεται στο αρχείο του Στέφανου Δραγούμη, Γενικού Διοικητή Μακεδονίας αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Σύμφωνα με τον πίνακα αυτόν, το σύνολο των Σλαβοφώνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας υπολογίζονταν σε 252.408 άτομα, εκ των οποίων οι 70.856 χαρακτηρίζονταν ως «Σλαβόφωνοι Έλληνες» και οι 181.552 ως «Βούλγαροι Σχισματικοί, Διαμαρτυρόμενοι και Ουνίτες». 

Αναλυτικά, με βάση τα στοιχεία του πίνακα, στην επαρχία Θεσσαλονίκης το 1912 διαβιούσαν, μεταξύ των άλλων, 27.808 «Σλαβόφωνοι Έλληνες» και 68.871 «Βούλγαροι», στην επαρχία Κοζάνης 6.321 έναντι 2.550, στην επαρχία Φλωρίνης 20.745 έναντι 56.623, στην επαρχία Σερρών 12.552 έναντι 35.735 και στην επαρχία Δράμας 3.430 έναντι 17.773 αντίστοιχα. Επίσης, σε επιστολή της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας προς τον πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, ο «εξαρχικός σλαβόφωνος» πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας, το 1912, υπολογιζόταν σε 165.682 άτομα. Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν 9.174 «Εξαρχικοί» στην επαρχία Θεσσαλονίκης, 2.088 στην επαρχία Λαγκαδά, 16.000 στην επαρχία Κιλκίς, 4.785 στο τμήμα της επαρχίας Γευγελής που περιήλθε στην Ελλάδα, 18.633 στην επαρχία Γιαννιτσών, 7.379 στην επαρχία Εδέσσης, 6.770 στην επαρχία Αριδαίας, 1.675 στην επαρχία Βεροίας, 26.724 στην επαρχία Φλωρίνης, 25.341 στην επαρχία Καστοριάς, 4.924 στο τμήμα της επαρχίας Κορυτσάς που προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, 1.988 στην επαρχία Πτολεμαΐδας, 36.000 στην επαρχία Σερρών και 4.201 στην επαρχία Δράμας. 

Αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και έχοντας ολοκληρωθεί η αποχώρηση περίπου 40-45.000 «Βουλγάρων» από την Ελλάδα την περίοδο αυτή, ο σλαβόφωνος πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας περιορίσθηκε σε 200.000 άτομα περίπου. Σύμφωνα με εθνολογική στατιστική της ελληνικής Μακεδονίας, που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1915, το σύνολο των Σλαβοφώνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας ανερχόταν σε 208.829, εκ των οποίων οι 74.887 ήταν «Σλαβόφωνοι Έλληνες» και οι 133.942 «πρώην Σχισματικοί». Αναλυτικά, στην υποδιοίκηση Κοζάνης κατοικούσαν 6.447 «Σλαβόφωνοι Έλληνες» και 2.513 «πρώην Σχισματικοί», στην υποδιοίκηση Φλωρίνης 21.386 και 55.764, στην υποδιοίκηση Θεσσαλονίκης 29.971 και 42.410, στην υποδιοίκηση Σερρών 13.179 και 19.974 και στην υποδιοίκηση Δράμας 3.904 και 13.281 αντίστοιχα.

Η παραπάνω ανάλυση αποπειράθηκε να υιοθετήσει μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της εθνολογικής συνθέσεως της μεσοπολεμικής Μακεδονίας. Προσπάθησε να αποδείξει καταρχήν πως η διαδικασία συγκροτήσεως μιας νέας εθνότητας και πολύ περισσότερο μιας αλύτρωτης μειονότητας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της «μακεδονικής», στηρίχθηκε σε μία απλή λογιστική αυθαιρεσία που αναβάπτισε τους «Βούλγαρους» του Καθηγητή Ιβανώφ. Επιπλέον, επεσήμανε πως η ανασφάλεια της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε σε αμυντική και απολογητική των εθνικών συμφερόντων στάση την ελληνική ιστοριογραφία, μια στάση που προκάλεσε εμφανείς για τους μελετητές αντιφάσεις.

Η πραγματικότητα είναι πως ο πληθυσμιακός όγκος των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας (πρώην Πατριαρχικών και Εξαρχικών) ανέρχονταν το 1930 στα 160.000 άτομα περίπου. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από το σύνολο σχεδόν του αρχειακού αλλά και του βιβλιογραφικού υλικού του Μεσοπολέμου. Οποιαδήποτε απόπειρα μείωσης του πληθυσμιακού όγκου του σλαβόφωνου πληθυσμού όχι μόνον προκαλεί ερωτηματικά ως προς τα κριτήρια που χρησιμοποιεί, αλλά ανοίγει τον δρόμο στη σκανδαλοθηρική χρήση των ιστορικών πηγών, που διευκολύνεται από την πληθώρα κρατικών εγγράφων με πρόχειρες και κατά κανόνα λανθασμένες εκτιμήσεις. Όμως, παρά την αριθμητική ευημερία του σλαβόφωνου στοιχείου, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός πως η στρατηγική του σημασία είχε σημαντικά εξασθενήσει, καθώς το ποσοστό του δεν υπερέβαινε το 11% του συνολικού πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας.
_______________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: