26 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Β. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Β. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

1. Η Μακεδονία και πάλι στο τραπέζι 
των διαπραγματεύσεων

Με την κήρυξη του πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία και την επακόλουθη έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το Μακεδονικό Ζήτημα αναπόφευκτα επανήλθε στο προσκήνιο των εξελίξεων. Οι λόγοι ήταν προφανείς: Η Σερβία δεχόταν επίθεση από μια μεγάλη Δύναμη και επομένως αμφισβητούνταν η εδαφική της ακεραιότητα· η Βουλγαρία επεδίωκε σαφώς την αναθεώρηση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διαίρεση της Μακεδονίας· τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του πολέμου, η Αντάντ και οι Κεντρικές Δυνάμεις, έσπευσαν πολύ νωρίς να προσεταιρισθούν την Βουλγαρία, υποσχόμενα παραχωρήσεις εις βάρος των σερβικών αλλά και των ελληνικών μακεδονικών εδαφών.

Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, το φθινόπωρο του 1914, αναβαθμίστηκε ο ρόλος των ουδετέρων βαλκανικών κρατών και οι προσπάθειες των δύο στρατοπέδων να τα προσεταιρισθούν πολλαπλασιάστηκαν. Η Βουλγαρία κατείχε δεσπόζουσα θέση σε αυτόν το διπλωματικό ανταγωνισμό: Ο στρατός της είχε αυξημένο κύρος στους στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους των εμπολέμων, ενώ η στρατηγική της θέση ανάμεσα σε Σερβία και Οθωμανική Αυτοκρατορία και στο δρόμο προς τα Στενά του Βοσπόρου δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Οι σύμμαχοι της Αντάντ, με αιχμή τη ρωσική διπλωματία και τους φιλοβουλγαρικούς κύκλους του βρετανικού κοινοβουλίου, επιθυμούσαν να προσφέρουν στη Βουλγαρία γενναίες εδαφικές παραχωρήσεις εις βάρος της σερβικής και της ελληνικής Μακεδονίας. Από την πλευρά τους, οι Κεντρικές Δυνάμεις μπορούσαν να προσφέρουν ευκολώτερα αυτά που ήθελε η Σόφια, αφού οι διεκδικήσεις της στρέφονταν πρωταρχικά σε εδάφη ενός αντιπάλου τους.

Στη Σερβία, η Κυβέρνηση του Νίκολα Πάσιτς προσπάθησε -συχνά σε συνεργασία με την Ελληνική Κυβέρνηση- να απορρίψει τις συμμαχικές «προτροπές» για παραχωρήσεις εδαφών κι όταν αυτό κατέστη δύσκολο, εξαιτίας της κρίσιμης καταστάσεως στο μέτωπο και της απόλυτης εξαρτήσεως της χώρας από την Αντάντ, επιχείρησε να κωλυσιεργήσει κάνοντας συμβιβαστικές αντιπροτάσεις, γνωρίζοντας ότι η Σόφια θα τις απέρριπτε. Στην Ελλάδα, οι προτάσεις της Αντάντ για παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Καβάλας ζημίωσαν πολιτικά τον Βενιζέλο, κύριο εκφραστή της φιλοσυμμαχικής τάσεως στη χώρα. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι η Αντάντ θα κέρδιζε τον πόλεμο και γι' αυτό η Ελλάδα έπρεπε να συμπορευτεί μαζί της, για να ικανοποιήσει μεταπολεμικά τις εδαφικές και αλυτρωτικές της διεκδικήσεις εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

Υποστήριζε, επίσης, ότι η χώρα ώφειλε να τηρήσει τις συμμαχικές της υποχρεώσεις απέναντι στη Σερβία σε περίπτωση βουλγαρικής επιθέσεως εναντίον της, προκειμένου να προστατεύσει το statusquo που είχε δημιουργηθεί με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με άλλα λόγια τη διατήρηση των υφισταμένων συνόρων στη Μακεδονία και τον έλεγχο της βουλγαρικής επεκτατικότητος. Από την άλλη πλευρά, ο γερμανόφιλος Βασιλιάς Κωνσταντίνος αντιδρούσε στην εμπλοκή της Ελλάδος στον πόλεμο. Πίστευε ακράδαντα στην υπεροχή του γερμανικού στρατού και εφόσον η συστράτευση στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν αδύνατη εξαιτίας της γεωγραφικής θέσεως της χώρας, που την καθιστούσε όμηρο των στόλων της Βρετανίας και της Γαλλίας, η μοναδική εναλλακτική λύση ήταν η πλήρης ουδετερότητα. Γύρω του συσπειρώθηκε εκείνο το συντηρητικό κομμάτι της ελληνικής άρχουσας τάξεως, που αντιδρούσε στον πολιτικό και οικονομικό φιλελευθερισμό του Βενιζέλου και εκτιμούσε το γερμανικό μιλιταριστικό σύστημα. 

Η διάσταση ανάμεσα στον βασιλιά και τον πρωθυπουργό προσέλαβε σύντομα πολιτικά και πολιτειακά χαρακτηριστικά και ονομάστηκε, χωρίς υπερβολή, «Εθνικός Διχασμός». κορυφώθηκε μάλιστα τον Οκτώβριο του 1915, όταν η Βουλγαρία - που είχε ήδη ενταχθεί στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων από τον προηγούμενο μήνα - επιτέθηκε από κοινού με την Γερμανία και την Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας. Ο Βενιζέλος, με την υποστήριξη της βουλής, αποφάσισε να βάλει την Ελλάδα στον πόλεμο. Την ημέρα όμως που οι πρώτες συμμαχικές μονάδες αποβιβάζονταν στη Θεσσαλονίκη για να ενισχύσουν -από κοινού με τα ελληνικά στρατεύματα- το σερβικό μέτωπο, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να επικυρώσει την κήρυξη πολέμου εναντίον της Βουλγαρίας και των Κεντρικών Δυνάμεων, αναγκάζοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό να παραιτηθεί.

Ο σερβικός στρατός δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τη συνδυασμένη επίθεση γερμανικών, αυστροουγγρικών και βουλγαρικών δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1915 και επιχείρησε να υποχωρήσει προς το νότο, με στόχο τη συγκρότηση νέου μετώπου στα μακεδονικά εδάφη με τη βοήθεια των Συμμάχων. Η εισβολή όμως των βουλγαρικών στρατευμάτων στη σερβική Μακεδονία απέτρεψε την επαφή Σέρβων και Αγγλογάλλων και ανάγκασε τους πρώτους να υποχωρήσουν, μέσω των ορεινών όγκων της Αλβανίας. Τελικά οι Σέρβοι πρόσφυγες κατέφυγαν στην Κέρκυρα, όπου, παρά τις διαμαρτυρίες της νέας φιλοβασιλικής Ελληνικής Κυβερνήσεως, οι Σύμμαχοι εγκατέστησαν την εξόριστη Σερβική Κυβέρνηση. Έτσι, η Ελλάδα, αν και τυπικά παρέμενε ουδέτερη και με καθεστώς που πρόσκεινταν φιλικά απέναντι στη Γερμανία, αναγκάστηκε να φιλοξενεί στο έδαφός της τις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ και της Σερβίας.

2. Το Μακεδονικό Μέτωπο και η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης

Στην ελληνική Μακεδονία οι Σύμμαχοι (Βρετανοί, Γάλλοι, αποικιακά στρατεύματα και από το 1916 Ρώσοι, Ιταλοί και οι Σέρβοι που μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα) έλαβαν αμυντικές θέσεις στα ελληνικά σύνορα, αντιμέτωποι κυρίως με βουλγαρικές και δευτερευόντως με γερμανικές δυνάμεις. Στα επόμενα τρία περίπου χρόνια, το θέατρο των επιχειρήσεων στην περιοχή ονομάστηκε «Μακεδονικό Μέτωπο» (ή Μέτωπο της Θεσσαλονίκης). Μέχρι το 1918, η Αντάντ επέλεξε να του δώσει αμυντικό χαρακτήρα, επειδή δεν μπορούσε να διαθέσει τις απαραίτητες δυνάμεις για να εξαπολύσει επιθέσεις εναντίον των ισχυρών θέσεων του βουλγαρικού και του γερμανικού στρατού. Από την πλευρά τους, οι Κεντρικές Δυνάμεις ήταν ικανοποιημένες με τη στασιμότητα του μετώπου, καθώς είχαν επιτύχει τον σημαντικότερο στόχο τους, δηλαδή τη συντριβή της Σερβίας και τον έλεγχο της επικοινωνίας Βερολίνου-Κωνσταντινουπόλεως. Ο αμυντικός ρόλος των συμμαχικών δυνάμεων στην περιοχή τους στοίχισε τον υποτιμητικό τίτλο «Περιβολάρηδες της Θεσσαλονίκης» (Gardeners of Salonica), ενώ η γερμανική προπαγάνδα ονόμασε το Μακεδονικό Μέτωπο το «μεγαλύτερο περιφραγμένο στρατόπεδο». Τα ειρωνικά αυτά σχόλια δεν μειώνουν, ωστόσο, τις δυσκολίες και τις κακουχίες που συνάντησαν οι στρατιώτες που υπηρέτησαν στην περιοχή, αλλά ούτε και τη στρατηγική σημασία του μετώπου, που φάνηκε σαφώς τον Σεπτέμβριο του 1918, όταν η συμμαχική επίθεση οδήγησε στην κατάρρευση των βουλγαρικών θέσεων και στην επακόλουθη συνθηκολόγηση, αρχικά της Βουλγαρίας και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας.

Όταν οι Σύμμαχοι δημιούργησαν το Μακεδονικό Μέτωπο, το φθινόπωρο του 1915, δεν ανησυχούσαν μόνο για ενδεχόμενη επίθεση των εχθρικών δυνάμεων αλλά και για τη στάση που θα κρατούσε η επίσημη Ελλάδα. Η ουσιαστική απόλυση του Βενιζέλου οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, σε πολιτική και συνταγματική κρίση, που εντάθηκε με την αποχή των Φιλελευθέρων από τις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915. Οι Βασιλικοί επιχείρησαν να ελέγξουν πλήρως την κρατική μηχανή και το στράτευμα, εντείνοντας τις αντιδράσεις των αντιπάλων τους. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να συνεργαστεί με τους Συμμάχους και η παραβίαση εκ μέρους της Αντάντ της ελληνικής κυριαρχίας και ουδετερότητος οδηγούσαν αναπόφευκτα σε συχνές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Πρωταγωνιστής σε αυτήν την κρίση αναδείχθηκε ο επικεφαλής της Γαλλικής Στρατιάς της Ανατολής και Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο, Μωρίς Σαράιγ (Maurice Sarrail). Ο Γάλλος στρατηγός επέκτεινε σταδιακά τη ζώνη ελέγχου του, απαίτησε και πέτυχε την απομάκρυνση των ελληνικών στρατευμάτων από την Θεσσαλονίκη και περιόρισε τις δικαιοδοσίες και τις αρμοδιότητες των ελληνικών αρχών. Μετά την εισβολή των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία και την κατάληψή της χωρίς να υπάρξει αντίσταση από τα ελληνικά στρατεύματα, που στο σύνολό τους σχεδόν αιχμαλωτίσθηκαν, ο Σαράιγ επέβαλε τον Στρατιωτικό Νόμο και τη λογοκρισία. Η ελληνική Μακεδονία χωρίστηκε σε ζώνες κατοχής των συμμαχικών δυνάμεων, παραγκωνίζοντας πλήρως την ελληνική διοίκηση.

Εν τω μεταξύ, βενιζελικοί πολιτικοί και αξιωματικοί (ανάμεσά τους οι Περικλής Αργυρόπουλος, Αλέξανδρος Ζάννας, Κωνσταντίνος Αγγελάκης, Δημήτριος Δίγκας, Παμίκος Ζυμβρακάκης και Κωνσταντίνος Μαζαράκης) είχαν μετατρέψει την Θεσσαλονίκη σε κέντρο της πολιτικής τους δραστηριότητας, ανησυχώντας για την οριστική απώλεια της ελληνικής κυριαρχίας στις «Νέες Χώρες» αλλά και για τις διώξεις και την περιθωριοποίησή τους από το βασιλικό καθεστώς. Τον Δεκέμβριο του 1915 συγκρότησαν την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας, παρά τις επιφυλάξεις του Βενιζέλου, ο οποίος αφενός αμφέβαλλε για την υποστήριξη μιας τέτοιας κινήσεως από τις συμμαχικές κυβερνήσεις και αφετέρου δεν ήθελε να φτάσει σε πλήρη ρήξη με το καθεστώς του Κωνσταντίνου. 

Η κατάληψη, ωστόσο, της Ανατολικής Μακεδονίας λειτούργησε καταλυτικά: στις 29 Αυγούστου εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη στρατιωτικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο κατάφερε να επικρατήσει χάρη στην παρέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων, αφού οι περισσότερες ελληνικές μονάδες και τα περισσότερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού αρνήθηκαν να το υποστηρίξουν. Την ηγεσία του κινήματος ανέλαβε ο ίδιος ο Βενιζέλος, ως επικεφαλής της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβερνήσεως και της λεγόμενης «Τριανδρίας», που αποτελούνταν από τον ίδιο και από δύο δημοφιλείς ανωτέρους αξιωματικούς, το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον Στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Βασική αποστολή της Προσωρινής Κυβερνήσεως αποτέλεσε η αποκατάσταση του ελληνικού κύρους απέναντι στους Συμμάχους και, παράλληλα, της ελληνικής κυριαρχίας στη Μακεδονία. 

Για τον σκοπό αυτό επιχείρησε, χωρίς πάντως εντυπωσιακά αποτελέσματα, να συγκροτήσει αξιόμαχο στρατό και να επανακτήσει μέρος τουλάχιστον της ελληνικής διοικήσεως στην περιοχή. Την προσπάθειά της αυτή δυσχέραινε η έλλειψη ενιαίας στάσεως και ανεπιφύλακτης υποστηρίξεως από τους Συμμάχους καθώς και η απροθυμία του πληθυσμού να ανταποκριθεί στην επιστράτευση. Παράλληλα, προχώρησε στη λήψη θεσμικών μέτρων, που εφαρμόσθηκαν κατ' αρχήν στην περιοχή ελέγχου της, δηλαδή στα μακεδονικά εδάφη που δεν είχαν καταληφθεί από τον βουλγαρικό στρατό, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την απαλλοτρίωση τσιφλικιών με σκοπό την αποκατάσταση των ακτημόνων, τη θέσπιση καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας των «Νέων Χωρών», τη σύσταση Διεύθυνσης Εργασίας και την άδεια λειτουργίας Εργατικού Κέντρου στη Θεσσαλονίκη. Η Προσωρινή Κυβέρνηση αναγνωρίσθηκε τελικά μόνο defacto από τους Συμμάχους. Η λειτουργία της ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1917, με την αναγκαστική απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από τον θρόνο και την Ελλάδα κατόπιν πιέσεων της Αντάντ, την ενθρόνιση του γιου του Αλεξάνδρου και την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία.

3. Ξένες προπαγάνδες στην ελληνική Μακεδονία

Η επαναφορά στο προσκήνιο του Μακεδονικού Ζητήματος, με την έναρξη του πολέμου, δεν αφορούσε μονάχα σερβικά αλλά και ελληνικά εδάφη. Η μυστική διπλωματία, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω των εχθροπραξιών και η παρουσία ξένων στρατευμάτων στην περιοχή ανανέωσε την προπαγανδιστική δραστηριότητα για το μελλοντικό καθεστώς της ελληνικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Η προπαγάνδα δεν προερχόταν μονάχα από τον παραδοσιακό διεκδικητή της Μακεδονίας, την Βουλγαρία, η οποία άλλωστε από τη στιγμή που μπήκε στον πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις έχασε τη δυνατότητα αποτελεσματικής παρεμβάσεως στην περιοχή ή επηρεασμού των Κυβερνήσεων της Αντάντ. Κατά την περίοδο 1915-1918, εκπορεύθηκε κυρίως από παράγοντες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σερβίας, οι οποίοι - άλλοτε δρώντας χωρίς τη συγκατάθεση των κυβερνήσεών τους κι άλλοτε με την σιωπηρή τους ενθάρρυνση- εκμεταλλεύθηκαν την απουσία του ελληνικού κράτους από την Μακεδονία, για να προωθήσουν τους δικούς τους στόχους.

Η άσκηση γαλλικής ή ιταλικής προπαγάνδας εκφράστηκε περισσότερο ως μέσο επεκτάσεως των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων των δύο κρατών και των κεφαλαίων που αυτά αντιπροσώπευαν και σπανίως προεκτάθηκε σε καθαρά πολιτικούς σχεδιασμούς. Η επιθυμία, εξάλλου, ορισμένων Γάλλων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων να μετατραπεί μεταπολεμικά η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία σε γαλλικό προτεκτοράτο, δε συνάντησε την αποδοχή της επίσημης γαλλικής διπλωματίας. Η σερβική περίπτωση ήταν βέβαια διαφορετική, αφού η Σερβία αποτελούσε γειτονικό με την Ελλάδα κράτος και κατείχε η ίδια μακεδονικά εδάφη. Η κατάληψη και προσάρτηση μεγάλου μέρους της οθωμανικής Μακεδονίας, στα 1912, φάνηκε να ικανοποιεί την επίσημη Σερβία. Μερίδα όμως των στρατιωτικών, των πολιτικών και των διανοουμένων της χώρας έτρεφε βλέψεις και σε ελληνικά εδάφη. 

Στόχο των Σέρβων προπαγανδιστών αποτελούσαν η Δυτική Μακεδονία, όπου το τοπικό σλαβικό στοιχείο ήταν πολυάριθμο και ένα τμήμα του έδειξε αρχικά την προτίμησή του να υπαχθεί σε κάποιο σλαβικό κράτος και η Θεσσαλονίκη, η οποία θεωρείτο φυσική κατάληξη της κοιλάδας του Μοράβα και του Αξιού και το λιμάνι της απαραίτητο για το σερβικό εμπόριο. Οι ελληνο-σερβικές σχέσεις είχαν κλονιστεί μετά την άρνηση του Κωνσταντίνου να συνδράμει στρατιωτικά τη Σερβία και την απομάκρυνση του Βενιζέλου από την εξουσία. Η κρίση εντάθηκε με την ουσιαστική κατάλυση της ελληνικής κυριαρχίας στην Μακεδονία από τους Συμμάχους και την επιθυμία Γάλλων αξιωματούχων να χρησιμοποιήσουν τη Σερβία για την εδραίωση και την επέκταση της θέσεώς τους στα Βαλκάνια. Ωστόσο, μετά την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία και την επίσημη είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο, η σερβική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία φάνηκε περισσότερο πρόθυμη να αποκηρύξει τις προπαγανδιστικές κινήσεις.

Οι ξένες προπαγάνδες στη Θεσσαλονίκη τον καιρό του πολέμου βρήκαν συχνά συμπαραστάτη το εβραϊκό στοιχείο της πόλεως και ιδιαίτερα την εμπορική του τάξη, που έβλεπε με φόβο την Θεσσαλονίκη να χάνει την ενδοχώρα της και να μετατρέπεται από εμπορικό κέντρο της Βαλκανικής Χερσονήσου σε συνοριακή πόλη. Η φιλελεύθερη πολιτική του Βενιζέλου και κυρίως η δέσμευσή του για την παροχή ειδικών προνομίων προς την κοινότητά τους διασκέδασε κάπως αυτές τις ανησυχίες. Παρ' όλα αυτά, η πλειοψηφία των Εβραίων παρέμεινε καχύποπτη απέναντι στην ελληνική διοίκηση, υποστηρίζοντας συχνά τις προβαλλόμενες από Σέρβους, Γάλλους και Ιταλούς θέσεις για τη διαμόρφωση ενός «διεθνούς καθεστώτος» στην πόλη.

4. Η Θεσσαλονίκη την εποχή του πολέμου

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Θεσσαλονίκη γνώρισε την τελευταία της αναλαμπή ως κοσμοπολίτικη και πολυεθνική πόλη. Στον ήδη πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της προστέθηκαν οι πρόσφυγες και οι χιλιάδες ξένοι στρατιώτες, που εγκαταστάθηκαν στο κέντρο και στα περίχωρά της. Η παρουσία τους, παρά τα προβλήματα που δημιούργησε, τόνωσε την οικονομική δραστηριότητα: η κατασκευή στρατιωτικών έργων προσέφερε απασχόληση στους ανέργους και στους πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Οι εμπορικές συναλλαγές έδωσαν ανάσα στις επιχειρήσεις που είχαν υποστεί πλήγμα από τους προηγούμενους πολέμους, οδηγώντας ταυτόχρονα τις τιμές των αγαθών και της στέγης στα ύψη. Η διοχέτευση χρημάτων από τους Συμμάχους και την Ελληνική Κυβέρνηση ταυτόχρονα δημιούργησε συνθήκες νομισματικής υπερπροσφοράς και έτσι ο νομισματικός όγκος που διοχετεύθηκε την περίοδο αυτή μέσα στην πόλη, ξεπέρασε την αξία των εισαγωγών μέσω του λιμανιού. Αν και από τα τέλη του 1917 σημειώθηκαν μεγάλες ελλείψεις σε τρόφιμα και άλλα αγαθά, που οδήγησαν στη διανομή τους με δελτίο, ο δείκτης θνησιμότητος του πληθυσμού μειώθηκε από 17% (1914) σε 3% (1916), λόγω των υγειονομικών μέτρων που πήραν οι συμμαχικές Υπηρεσίες.

Η πρώην «τουρκόπολη», σύμφωνα με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, απέκτησε ευρωπαϊκή όψη με café-chantant, κινηματογράφους, ορχήστρες, καμπαρέ, πορνεία και γενικά μία πρωτοφανή κοσμική και κοινωνική ζωή. Οι στρατιώτες των Συμμάχων συνυπήρχαν με τους ντόπιους κατοίκους, τους Έλληνες κρατικούς υπαλλήλους και τους κατασκόπους των Κεντρικών Δυνάμεων. Παρά την επιβολή λογοκρισίας, ο τύπος γνώρισε μεγάλη άνθηση, καθώς η πόλη διέθετε είκοσι περίπου εφημερίδες, γραμμένες σε επτά διαφορετικές γλώσσες. Οι ξένοι στρατιώτες φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν τα πάντα, διασώζοντας την εικόνα κτιρίων, συνοικιών και μνημείων, πολλά από τα οποία καταστράφηκαν αργότερα.

Πέρα από τη δυστυχία και τα δεινά αλλά και τα πλεονεκτήματα που προσέφερε ο πόλεμος στη Θεσσαλονίκη, το περισσότερο δραματικό ίσως γεγονός την περίοδο αυτή στάθηκε η πυρκαγιά του Αυγούστου του 1917, που κατέστρεψε τα 2/3 του κέντρου της πόλεως. Η πυρκαγιά ξέσπασε κατά λάθος και στη συνέχεια -βοηθούμενη από την ασφυκτική ρυμοτομία, τις ξύλινες οικίες και την υψηλή θερμοκρασία της εποχής- εξαπλώθηκε από την παραλία έως τις παρυφές της Άνω Πόλεως και από την Πλατεία Βαρδαρίου μέχρι τη Νέα Παναγία.

«Μετά από τέσσερις μήνες χωρίς βροχή, το κάθε μπλακόνι αποτελούσε στεγνό προσάναμμα και με τον αέρα να φυσά βορειοδυτικά η πόλη είχε λίγες ελπίδες να γλιτώσει την καταστροφή… Σύντομα οι άνθρωποι ξεχύνονταν έξω από τα σπίτια τους, φορτώνοντας τις περιουσίες τους σε γαϊδούρια ή άμαξες ή σέρνοντας κρεβάτια και ρούχα και οικιακά είδη πίσω τους, σε μια πανικόβλητη φυγή προς την παραλία. Χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει νερό στην άνω πόλη, οι τοίχοι από δρόμο σε δρόμο άρχισαν να καταρρέουν σαν να ήταν δέντρα σε ένα φλεγόμενο δάσος…».

Μέσα σε λίγες ώρες κάηκαν 120 εκτάρια του ιστορικού κέντρου, 70.000 κάτοικοι έμειναν άστεγοι (εκ των οποίων το 70% ήταν Εβραίοι) και εξαφανίσθηκε η παραδοσιακή όψη και διάρθρωση της πόλεως. Η πυρκαγιά αποτέλεσε τεράστια καταστροφή για τους κατοίκους της πόλεως και δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα εξεύρεσης στέγης, που γινόταν εντονώτερο με την παρουσία των ξένων στρατευμάτων και των προσφύγων από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα όμως αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για την πολεοδομική αναμόρφωση της πόλεως. Η Ελληνική Κυβέρνηση κινήθηκε ταχύτατα προς αυτόν τον στόχο, με σκοπό αφενός να εξαλείψει τα εναπομείναντα ίχνη της παλαιάς οθωμανικής πόλεως και αφετέρου, να την εκσυγχρονίσει. Για την ανοικοδόμηση συστήθηκε κοινή ελληνο-βρετανο-γαλλική επιτροπή μελέτης, με επικεφαλής τον Άγγλο αρχιτέκτονα Τόμας Μάωσον (Thomas Mawson), τον οποίο αντικατέστησε σύντομα ο Γάλλος συνάδελφός του Έρνεστ Χέμπραντ (Ernest Hébrard). Το σχέδιο, ωστόσο, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ πλήρως, λόγω των συχνών πολιτικών αλλαγών, των πιέσεων των ιδιοκτητών και των εργολάβων αλλά και των επιτακτικών αναγκών που προκάλεσε η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων, μετά το 1922.

 5. Το τέλος του πολέμου και η Συνθήκη του Νεϊγύ

Η είσοδος της Ελλάδος στον πόλεμο προσέφερε στις συμμαχικές δυνάμεις νέα, ξεκούραστα στρατεύματα και επέτρεψε την ανάληψη επιθετικής δράσεως στο Μακεδονικό Μέτωπο. Τον Σεπτέμβριο του 1918, ο συμμαχικός στρατός διέθετε ελαφρά υπεροπλία έναντι των γερμανικών και των βουλγαρικών στρατευμάτων του μετώπου (600.000 άνδρες έναντι 450.000), γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στο νέο Γάλλο Αρχιστράτηγο Φρανσέ Ντ' Εσπεραί Franchet d' Esperey, να διατάξει γενική επίθεση εναντίον των εχθρικών αμυντικών γραμμών. Η δριμύτητα της επιθέσεως αλλά και η εξάντληση των Βουλγάρων από τη συνέχιση του πολέμου οδήγησαν στην ταχεία διάσπαση του μετώπου. Στις 30 Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει. Τα συμμαχικά στρατεύματα συνέχισαν την προέλασή τους στη Σερβία και στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, απειλώντας τώρα τα νώτα των Κεντρικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια και την οθωμανική πρωτεύουσα. Πράγματι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολόγησε στις 30 Οκτωβρίου, η Αυστροουγγαρία στις 3 και η Γερμανία στις 11 Νοεμβρίου. Προφανώς η κατάρρευση των Κεντρικών Δυνάμεων δεν οφείλεται αποκλειστικά στη συμμαχική νίκη στη Μακεδονία, ωστόσο οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν εξαιτίας της.

Το τέλος του πολέμου ακολούθησαν οι συνθήκες ειρήνης, που υπαγόρευσαν οι νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις. Στα Βαλκάνια η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27-11-1919) αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, τέσσερις μικρούς θύλακες στο Νέο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ενώ επέστρεψε τη νότια Δοβρουτσά στη Ρουμανία. Έχασε έτσι οριστικά την έξοδο στο Αιγαίο και απώλεσε επιπλέον μακεδονικά εδάφη, εξέλιξη που θεωρήθηκε από τους Βουλγάρους δεύτερη «εθνική καταστροφή» (πρώτη θεωρείται το αποτέλεσμα του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου). Παράλληλα, η Συνθήκη του Νεϊγύ προέβλεπε την εθελοντική και αμοιβαία μετανάστευση των γλωσσικών, θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων ανάμεσα στη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι περίπου 60.000 σλαβικής καταγωγής κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, για να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία· σ' αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλους 40.000 Σλάβους της ελληνικής Μακεδονίας -κυρίως της Κεντρικής και της Ανατολικής- που ακολούθησαν τα ηττημένα βουλγαρικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, περίπου 45.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη βουλγαρική για την ελληνική επικράτεια, κατά τη χρονική περίοδο 1913-1923.

6. Η αλλαγή του εθνολογικού χάρτη της ελληνικής Μακεδονίας μετά τον πόλεμο

Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμών, σε συνδυασμό με την άφιξη προσφύγων από τις γειτονικές χώρες, περιόρισαν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της ελληνικής Μακεδονίας. Ενδεικτική ήταν η αλλαγή που σημειώθηκε στην εθνολογική σύνθεση της Θεσσαλονίκης: Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, η πόλη είχε 157.889 κατοίκους, εκ των οποίων 61.439 Ισραηλίτες (38,9%), 45.867 Μουσουλμάνοι (29%), 39.956 Έλληνες (25,3%), 6.262 Βούλγαροι (3,9%) και 4.364 ξένοι (2,7%). Η μετανάστευση Μουσουλμάνων, Σλάβων και Εβραίων προς την Τουρκία, τα γειτονικά βαλκανικά κράτη και αλλού και η άφιξη χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων από τις βουλγαρικές και οθωμανικές επαρχίες μετέβαλε ριζικά τους παραπάνω συσχετισμούς. Το 1916, σε σύνολο 165.704 κατοίκων το ελληνικό στοιχείο της πόλεως πέρασε στην πρώτη θέση με 68.205 άτομα (41,16%), οι Ισραηλίτες έπεσαν στη δεύτερη θέση με 61.400 (37%), ενώ οι Μουσουλμάνοι πέρασαν τρίτοι με 30.000 (18,10%), οι ξένοι διατήρησαν τους αριθμούς τους (4.300, ποσοστό 2,59%), ενώ οι Βούλγαροι περιορίσθηκαν στα 1.800 άτομα (1,08%). Παρόμοιες αλλαγές σημειώθηκαν και στη μακεδονική ενδοχώρα, σύμφωνα τουλάχιστον με τις επίσημες απογραφές της εποχής.

Ωστόσο, η μεγάλη ανατροπή προήλθε από την αποτυχημένη ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Συνθήκη της Λωζάννης, που προέβλεπε την αναγκαστική μετανάστευση Ορθοδόξων Χριστιανών από την Τουρκία και Μουσουλμάνων από την Ελλάδα: 300.000 Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν οριστικά την ελληνική Μακεδονία, ενώ τη θέση τους πήραν 600.000 περίπου Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Με τις αλλαγές αυτές, το ελληνικό στοιχείο στην ελληνική Μακεδονία ανέβηκε από 42,6% το 1912 σε 88,8% το 1926. Η ισραηλιτική κοινότητα βρισκόταν συγκεντρωμένη κυρίως στη Θεσσαλονίκη και δευτερευόντως σε άλλα μικρότερα αστικά κέντρα, όπως η Καβάλα, η Βέροια και η Καστοριά και συνολικά δεν ξεπερνούσε τους 70.000 ανθρώπους. Ο αριθμός του σλαβόφωνου στοιχείου δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια: σύμφωνα με τη στατιστική του 1925 έφτανε τα 160.000 περίπου άτομα, ενώ η αντίστοιχη του 1928 έκανε λόγο για 80.000 άτομα με μητρική γλώσσα την βουλγαρική, όταν το σύνολο του πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας προσέγγιζε πια το ενάμισι εκατομμύριο. Η πληθυσμιακή επικράτηση του ελληνικού στοιχείου εξουδετέρωσε στην πράξη τις διεκδικήσεις των γειτονικών κρατών -κυρίως της Βουλγαρίας- και ταυτόχρονα οριστικοποίησε την επικράτηση του ελληνικού εθνικού κράτους στα μακεδονικά εδάφη της παλαιάς πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Γ. ΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

ΣΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ, 1913-1923

1. Ελληνική Μακεδονία

α) Η ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στο ελληνικό βασίλειο

Η μορφή και η στελέχωση της διοικήσεως στις νέες εδαφικές κτήσεις της απασχόλησε από την πρώτη στιγμή την Ελληνική Κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε τη συγκρότηση πολιτικού γραφείου υπό τον προσωπικό του έλεγχο και την άσκηση της πραγματικής διοικήσεως από τις στρατιωτικές αρχές, με προφανή στόχο την εν λευκώ παράδοση της διοικήσεως των «Νέων Χωρών» στον ίδιο. Η κυβέρνηση όμως αποφάσισε να αναθέσει την προσωρινή διοίκηση των μακεδονικών επαρχιών στον έως τότε Υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Ο Ρακτιβάν έφτασε στη Θεσσαλονίκη ατμοπλοϊκώς στις 11 Νοεμβρίου. Την επόμενη μέρα, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, που βρισκόταν ήδη στη Θεσσαλονίκη, υπέγραψε το Διάταγμα διορισμού του, χωρίς να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για τον παραγκωνισμό του γιου και διαδόχου του, τον οποίο θεωρούσε πραγματικό κύριο των καταληφθεισών περιοχών.

Αμέσως μετά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, ο Ρακτιβάν απευθύνθηκε με προκήρυξη στο μακεδονικό λαό υποσχόμενος ισονομία και ισοπολιτεία, ανεξάρτητα από εθνικότητα και θρησκεία, γιατί μόνον αυτό ταίριαζε σε ένα «πεπολιτισμένο κράτος». Ζητούσε, επίσης, αυστηρή τήρηση των νόμων από τις Αρχές και τους πολίτες. Η διοίκηση ακολούθησε τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, που προέβλεπαν τη διατήρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας στις κατεχόμενες χώρες. Διατηρήθηκαν έτσι οι οθωμανικοί νόμοι για την διοικητική διαίρεση, τους δήμους και τις κοινότητες καθώς επίσης και το οθωμανικό Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο. Ταυτόχρονα όμως εκδόθηκαν Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για την κάλυψη των νέων αναγκών, ανάμεσά τους και ο Νόμος «Περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», ο οποίος προέβλεπε τη δημιουργία της θέσεως του Γενικού Διοικητού, θεσμός που θα επιβιώσει -με τροποποιήσεις- για αρκετές δεκαετίες. Ο Γενικός Διοικητής αντιπροσώπευε την κυβέρνηση σε μία ευρεία γεωγραφική ή διοικητική μονάδα, αναλάμβανε τα καθήκοντα της οργανώσεως και της λειτουργίας των Δημοσίων Υπηρεσιών, του διορισμού και της απολύσεως υπαλλήλων, των δαπανών διοικήσεως, της μισθοδοσίας, της συντηρήσεως και διαχειρίσεως των Δημοσίων Υπηρεσιών κλπ. Επρόκειτο για ένα σύστημα αποκέντρωσης από την κεντρική κυβέρνηση και ταυτόχρονα συγκέντρωσης των εξουσιών -νομοθετικών και εκτελεστικών- στα χέρια της γενικής διοικήσεως. Το σύστημα αυτό βαθμιαία υποχώρησε και καταργήθηκε πλήρως το 1915 από την Κυβέρνηση Γούναρη, οπότε παγιώθηκε η πλήρης διοικητική εξάρτηση της Μακεδονίας από την Αθήνα.

Προσωρινά οι Οθωμανοί υπάλληλοι και αστυνομικοί διατήρησαν τις θέσεις τους, σύντομα όμως απαγορεύθηκε η δημόσια χρήση του φεσιού και απολύθηκαν όσοι αρνήθηκαν να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Δήμαρχος Θεσσαλονίκης παρέμεινε, ωστόσο, ο Οσμάν Σαΐντ Μπέη μέχρι το 1916 και από το 1920 έως το 1922. Η ελληνική επιβλήθηκε ως γλώσσα διοικήσεως σε όλες τις «Νέες Χώρες», εφαρμόστηκαν οι ελληνικοί τελωνειακοί δασμοί και καταργήθηκαν οι διομολογήσεις. Τα υφιστάμενα δικαιώματα διεθνούς διαχειρίσεως του «Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους» και του «Οθωμανικού Μονοπωλίου Καπνού» λειτούργησαν ομαλά μέχρι τα μέσα του 1914. Το οθωμανικό νόμισμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί μέχρι το 1915, οπότε και ο Διεθνής Δημοσιονομικός Έλεγχος επέτρεψε την κυκλοφορία της δραχμής στις «Νέες Χώρες». Οι κινήσεις για την εκκλησιαστική ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στο ελληνικό κράτος, αν και ξεκίνησαν από την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων, ολοκληρώθηκαν (υπό ιδιόμορφο καθεστώς δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου) μόλις το 1928.

Τον ελληνικό στρατό στη Μακεδονία συνόδευσε ή ακολούθησε μεγάλος αριθμός διοικητικών, αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων, διπλωματών, δικηγόρων και μηχανικών από την παλαιά Ελλάδα και την Κρήτη. Η παρουσία τους βοήθησε στη διοικητική ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» στο ελληνικό βασίλειο, ενίοτε όμως δημιούργησε προβλήματα και εντάσεις με τους ντόπιους κατοίκους, που ένιωθαν ότι παραγκωνίζονταν. Εξάλλου, πολλοί Νοτιοελλαδίτες θεωρούσαν τον διορισμό τους στις «Νέες Χώρες» δυσμενή μετάθεση, με αποτέλεσμα ο κρατικός μηχανισμός στην περιοχή να στελεχώνεται με αμφιβόλου ποιότητος στελέχη. Στα απομνημονεύματά του ο Γεώργιος Μόδης εκφράζει τη δυσφορία του για το χαμηλό επίπεδο διοικητικών υπαλλήλων από τη Νότια Ελλάδα, που τους θεωρούσε «ανορθόγραφους» και υποστήριζε ότι οι ίδιοι «φαντάστηκαν ότι κυριώτερη αποστολή στις «Νέες Χώρες» είχαν να πλουτίσουν…». Προβλήματα παρουσιάστηκαν και με την πολιτική του κρατικού μηχανισμού απέναντι στις αλλοεθνείς ή αλλόγλωσσες ομάδες της Μακεδονίας. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της περιοχής αποτελούσε για τους περισσοτέρους κρατικούς υπαλλήλους πρωτόγνωρο φαινόμενο, ενώ οι φόβοι για το φρόνημα Μουσουλμάνων, Εβραίων και Σλαβοφώνων οδηγούσαν συχνά σε αυθαιρεσίες ή σε αδιαφορία για τα προβλήματα των νέων πολιτών του κράτους, γεγονός που δυσχέραινε τις προσπάθειες αφομοιώσεώς τους στον εθνικό κορμό.

β) Πολιτική ζωή

Η πολιτική δραστηριότητα, κατά το πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν, της περιοχής είχε ταυτισθεί με τη συμπαράταξη με τα επιμέρους εθνικά στρατόπεδα. Το χαρακτηριστικό αυτό κληρονομήθηκε στην πολιτική ζωή της ελληνικής Μακεδονίας, ενταγμένο ωστόσο στην γενικότερη κρίση του Εθνικού Διχασμού. Αναπόφευκτα, η επιρροή της ΕΜΕΟ στο σλαβικό στοιχείο και των Νεοτούρκων στο μουσουλμανικό περιορίσθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Από την πλευρά τους οι Ισραηλίτες, παρά την καχυποψία τους απέναντι στην ελληνική διοίκηση, εντάχθηκαν στα ελληνικά πολιτικά στρατόπεδα.

Αυτό συνέβη άλλωστε και με την Εβραϊκή σοσιαλιστική οργάνωση της Φεντερασιόν (Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης), που είχε δημιουργηθεί το 1909 και είχε συνταχθεί προγραμματικά με την Β΄ Διεθνή. Αν και αρχικά η Φεντερασιόν είχε ταχθεί υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας, με το επιχείρημα ότι ο χωρισμός της περιοχής με βάση εθνικά κριτήρια ήταν αδύνατος, μετά το 1914 δεν ανακίνησε το ζήτημα. Την άνοιξη του 1914 στήριξε την απεργία των καπνεργατών στην Καβάλα, τη Δράμα και την Θεσσαλονίκη, την πρώτη συνεργασία Εβραίων και Ελλήνων εργατών, που έληξε νικηφόρα. Στην Α΄ Πανελλαδική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1915 με τη συμμετοχή της Φεντερασιόν, αποφασίσθηκε η συμμετοχή των Σοσιαλιστών στις εκλογές, με προγραμματικούς στόχους τη διατήρηση της ουδετερότητος της χώρας, τη μείωση της φορολογίας των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, την προώθηση της ιδέας της βαλκανικής ομοσπονδίας και την απελευθέρωση των Σοσιαλιστών πολιτικών κρατουμένων, ανάμεσά τους και του ηγέτη της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια. Στην ίδια συνδιάσκεψη αποφασίσθηκε η εκλογική συνεργασία με την φιλοβασιλική Ηνωμένη Αντιπολίτευση του Δημητρίου Γούναρη.

Οι πρώτες εθνικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχαν και οι κάτοικοι των «Νέων Χωρών», πραγματοποιήθηκαν στις 31 Μαΐου του 1915. Στις εκλογές κατέβηκαν τρεις βασικοί συνδυασμοί: η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, το Κόμμα των Φιλελευθέρων και οι Λαϊκοί-Ανεξάρτητοι. Αν και στο σύνολο της επικρατείας οι Φιλελεύθεροι πέτυχαν συντριπτική νίκη συγκεντρώνοντας το 59% των ψήφων, στη Μακεδονία κερδισμένη βγήκε η φιλοβασιλική αντιπολίτευση για μια σειρά από λόγους: τα φιλοβασιλικά αισθήματα μεγάλης μερίδος του πληθυσμού, ελληνοφώνου και σλαβοφώνου, τη δυσαρέσκεια Ελλήνων κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας για τον Βενιζέλο όταν έγινε γνωστό ότι είχε διαπραγματευτεί την παραχώρησή της στη Βουλγαρία με εδαφικά ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία, την αντιπολεμική στάση της Φεντερασιόν που επηρέαζε μεγάλο μέρος των Εβραίων προλετάριων της Θεσσαλονίκης, την άρνηση των ντόπιων Μουσουλμάνων και Σλάβων να πολεμήσουν για την εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων της Ελλάδος κλπ. Η σημασία της συμμετοχής των «Νέων Χωρών» στις εκλογικές αναμετρήσεις αναδείχθηκε ξανά όχι στις αμέσως επόμενες εκλογές (Δεκέμβριος 1915), που δεν ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό λόγω της αποχής των Φιλελευθέρων, αλλά στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. 

Αντιμέτωποι τέθηκαν το κυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων, η αντιβενιζελική αντιπολίτευση των Ηνωμένων Κομμάτων -με ηγέτη και πάλι τον Γούναρη- και, για πρώτη φορά, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), ο πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Οι εκλογές αποδείχθηκαν σημαντικές όχι μονάχα για το αποτέλεσμά τους (την ήττα του Βενιζέλου, την επιστροφή του Κωνσταντίνου και τη δρομολόγηση των εξελίξεων που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή) αλλά και για τη στάση που κράτησαν οι εθνικές μειονότητες των «Νέων Χωρών» εναντίον του Βενιζέλου, η οποία θεωρήθηκε ως αντεθνική. Οι Φιλελεύθεροι υπέστησαν πανωλεθρία στη Μακεδονία, κερδίζοντας μονάχα 3 από τις 74 έδρες της εκλογικής περιφερείας. Στην ίδια την Θεσσαλονίκη η αντιβενιζελική αντιπολίτευση κέρδισε επί συνόλου 32.367 εκλογέων 24.332 ψήφους, οι Φιλελεύθεροι 15.236 και το ΣΕΚΕ 12.919 ψήφους. Αυτή η τραυματική εμπειρία των Βενιζελικών, ορισμένοι εκ των οποίων ισχυρίστηκαν ότι «οι Τούρκοι και οι Εβραίοι έριξαν τον Βενιζέλο», ενίσχυσε την αντίληψη περί αντεθνικής ψήφου των μειονοτήτων, αντίληψη πάντως που δεν μοιράζονταν αναγκαστικά οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Ωστόσο, η επικράτηση των Βενιζελικών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων, οδήγησε στη δημιουργία διακριτών εκλογικών συλλόγων για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Το σύστημα αυτό, αν και δεν νομιμοποιήθηκε ποτέ από το ελληνικό Σύνταγμα, εφαρμόστηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1923, του 1928, του 1932 και του 1933.

2. Σερβική Μακεδονία

Η διοίκηση στις «Νέες Χώρες» της Σερβίας αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκη υπόθεση από την αντίστοιχη περίπτωση της Ελλάδος. Αφενός, επειδή το τοπικό σερβικό στοιχείο στις περιοχές του Κοσσυφοπεδίου και της Μακεδονίας ήταν ολιγάριθμο, ενώ η πλειοψηφία του πληθυσμού έδειχνε από αδιάφορη έως εχθρική απέναντι στις σερβικές αρχές. Αφετέρου, επειδή στρατός και κυβέρνηση ανταγωνίζονταν σκληρά για τον έλεγχο της τοπικής διοικήσεως.

Η Σερβική Κυβέρνηση δεν προώθησε την ταυτόχρονη εφαρμογή των νόμων του βασιλείου στις μακεδονικές επαρχίες. Δόθηκε δηλαδή προτεραιότητα στις διατάξεις που αποσκοπούσαν στον αστυνομικό έλεγχο και στην φορολογική και στρατιωτική εκμετάλλευση των νέων περιοχών, ενώ η παροχή των πολιτικών δικαιωμάτων, που ίσχυαν στην υπόλοιπη επικράτεια, αφέθηκε για το μέλλον. Έτσι, την περίοδο 1912-15, το Βελιγράδι διοικούσε τις «Νέες Χώρες» με ειδικούς νόμους και διατάγματα. Η πολιτική αυτή, εκτός του ότι αγνοούσε τα στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα των κατοίκων της Βόρειας Μακεδονίας και του Κοσσυφοπεδίου, εμπόδιζε και την αντιμετώπιση των οξυμένων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων της περιοχής, όπως το αγροτικό ζήτημα και επιπλέον συντηρούσε τη δύναμη και την επιρροή των στρατιωτικών.

Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το Υπουργείο Εσωτερικών ανέλαβε εξ ολοκλήρου τον διορισμό των νομαρχών και άλλων υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοικήσεως· παρ' όλα αυτά, ο στρατός εξακολούθησε να έχει αυξημένες αρμοδιότητες στην περιοχή. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της χώρας οδήγησε, την άνοιξη του 1914, σε ανοιχτή ρήξη και σε πτώση της Κυβέρνησης Πάσιτς. Οι νέες εκλογές, ωστόσο, όπως και οι υποσχέσεις για την σταδιακή ενσωμάτωση των νέων εδαφών στο διοικητικό, δικαστικό και πολιτικό σύστημα της χώρας, δεν πραγματοποιήθηκαν εξαιτίας της ενάρξεως του πολέμου.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, Βούλγαροι κομιτατζήδες επαναδραστηριοποιήθηκαν στη σερβική Μακεδονία, προκαλώντας σαμποτάζ και διεξάγοντας ανταρτοπόλεμο κατά των σερβικών στρατευμάτων. Μετά την κατάρρευση του σερβικού μετώπου τον Οκτώβριο του 1915, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε την περιοχή και προσπάθησε με τη σειρά του να επιβάλλει την βουλγαρική κυριαρχία, προχωρώντας στον εκτοπισμό Σέρβων και Ελλήνων ντόπιων κατοίκων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, αντικαθιστώντας τις τοπικές αρχές και επιβάλλοντας Στρατιωτικό Νόμο.

Μετά το τέλος του πολέμου, τα σερβικά μακεδονικά εδάφη εντάχθηκαν στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Ο σλαβομακεδονικός πληθυσμός δεν αναγνωρίσθηκε ως συστατική εθνότητα του νέου γιουγκοσλαβικού κράτους ούτε και ως διακριτή μειονότητα και το Βελιγράδι αποκαλούσε την περιοχή «Νότια Σερβία». Η κυβέρνηση εφάρμοσε, με περιορισμένη επιτυχία, πρόγραμμα εποικισμού των μακεδονικών εδαφών με Σέρβους από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την Βοϊβοντίνα, εκδίωξε τους Βούλγαρους ιερείς και δασκάλους και προσπάθησε να καταστείλει τις φιλοβουλγαρικές κινήσεις.

Σύντομα η ΕΜΕΟ, που επανιδρύθηκε στη Σόφια το 1919, άρχισε και πάλι την ένοπλη δράση της στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Για την αντιμετώπισή της το Βελιγράδι αναγκάστηκε να διατηρεί μεγάλες στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις στην περιοχή. Σημείο καμπής στην μεταξύ τους αναμέτρηση αποτέλεσε η σφαγή στο Καντριφάκοβο, τον Ιανουάριο του 1923, που οδήγησε στη λήψη έκτακτων μέτρων, σε σκληρά αντίποινα εις βάρος συμπαθούντων της ΕΜΕΟ, στη δημιουργία τοπικών σωμάτων πολιτοφυλακής και στη συνεργασία με τις ελληνικές αρχές (υπογράφηκαν μάλιστα και δύο πρωτόκολλα συνεργασίας, στις 21-9-1923 και στις 10-3-1924). Παρόμοια προσπάθεια συνεργασίας επιχειρήθηκε και με την Αγροτική Κυβέρνηση της Σόφιας, αλλά το πραξικόπημα του Ιουνίου του 1923, που οδήγησε στην πτώση και τη δολοφονία του Αλεξάντερ Σταμπολίισκι, πάγωσε τις σχετικές διαπραγματεύσεις για μία περίπου δεκαετία.

Στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου, η ΕΜΕΟ διατηρούσε σημαντική πολιτική επιρροή στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Προσέγγισε τους Κομμουνιστές, που είχαν υιοθετήσει το αίτημα της μακεδονικής αυτονομίας και τους υποστήριξε στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1920, αναδεικνύοντας έτσι το ΚΚ σε πρώτο κόμμα στην περιοχή με 38% των ψήφων, τη στιγμή που σε ολόκληρη την επικράτεια δεν ξεπερνούσε το 13%. Το 1923, όμως, η συνεργασία διακόπηκε εξαιτίας της συνέχισης της ένοπλης δράσεως της ΕΜΕΟ και της ρήξεώς της με την Κομιντέρν. Παρόμοια αποτυχία συνάντησαν και οι προσπάθειες της οργάνωσης να συνεργασθεί με το Κροατικό Αγροτικό Κόμμα, τους Μαυροβούνιους αποσχιστές και τους Βόσνιους Μουσουλμάνους. Η αδυναμία εξεύρεσης συμμάχων εντός της Γιουγκοσλαβίας και η κόπωση του τοπικού πληθυσμού από τη δράση των ανταρτικών σωμάτων περιόρισε σταδιακά την επιρροή της ΕΜΕΟ και ενίσχυσε τα σερβικά κόμματα.

3. Βουλγαρική Μακεδονία

Τα μακεδονικά εδάφη που ενσωματώθηκαν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στη Βουλγαρία, περιελάμβαναν τα πρώην σαντζάκια Στρωμνίτσης, Νευροκοπίου, Πετριτσίου, Ράζλογκ και Άνω Τζουμαγιάς. Τα κέρδη ήταν ισχνά σε σχέση με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις της σερβικής και της ελληνικής επικράτειας. ωστόσο, στις περιοχές αυτές το βουλγαρικό στοιχείο είχε αδιαμφισβήτητη υπεροχή, ιδιαίτερα μετά τη σταδιακή μετανάστευση Ελλήνων και Τούρκων. Η διοίκηση των «Νέων Χωρών» της Βουλγαρίας πέρασε σύντομα στα χέρια της πολιτικής ηγεσίας, παρά τις αντίθετες προσπάθειες των στρατιωτικών. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η βουλγαρική διοίκηση επεκτάθηκε στα σερβικά και ελληνικά μακεδονικά εδάφη που κατέλαβε ο στρατός. Και εκεί σημειώθηκε σύγκρουση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις στρατιωτικές και τις πολιτικές αρχές, με τις πρώτες να καταγγέλλουν τις δεύτερες για κακοδιοίκηση και για ληστρική συμπεριφορά των υπαλλήλων τους. Τα προβλήματα ανεφοδιασμού με τρόφιμα των περιοχών αυτών -προβλήματα που υπήρχαν βέβαια και εντός της βουλγαρικής επικράτειας- και οι αυθαιρεσίες των βουλγαρικών και γερμανικών στρατευμάτων ενέτειναν τη δυσαρέσκεια των ντόπιων κατοίκων, ακόμα και εκείνων που θεωρούνταν Βούλγαροι, οδηγώντας κάποτε σε τοπικές εξεγέρσεις.

Μετά το τέλος του πολέμου, η Βουλγαρία έχασε ακόμη ένα μικρό κομμάτι μακεδονικής γης, την περιοχή της Στρωμνίτσης, που πέρασε στο γιουγκοσλαβικό κράτος. Στα εναπομείναντα μακεδονικά εδάφη εγκαταστάθηκε σημαντικός αριθμός προσφύγων από την Ελλάδα και το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, παρά τις προσπάθειες της Κυβερνήσεως της Βουλγαρικής Αγροτικής Εθνικής Ενώσεως (1918-1923) του Σταμπολίισκι να τους μεταφέρει αλλού, για να τους αποσπάσει από την επιρροή της ΕΜΕΟ. Η εγκατάσταση προσφύγων στην βουλγαρική Μακεδονία και η μεγάλη επιρροή που ασκούσε πάνω τους η ΕΜΕΟ, καθόρισε τη διοίκηση και την πολιτική δραστηριότητα όχι μονάχα στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Βουλγαρία.

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, διεξήχθη σκληρός αγώνας για τον έλεγχο της βουλγαρικής Μακεδονίας. Πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας -οι Αγροτιστές του Σταμπολίισκι, οι Κομμουνιστές, η ΕΜΕΟ, τα αστικά κόμματα- και ο στρατός. Μέχρι το 1922, η μακεδονική περιοχή του Πιρίν αποτελούσε προπύργιο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήλεγχε τους περισσοτέρους δήμους (Άνω Τζουμαγιά, Ράζλογκ, Μπράνσκο κλπ.), ενώ η άφιξη των προσφύγων ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την επιρροή της ΚΚΒ. Η Αγροτική Ένωση δεν είχε μεγάλη επιρροή στην περιοχή, γι' αυτό και σε τοπικό επίπεδο συνεργαζόταν με τους Κομμουνιστές. Από την πλευρά της, η ΕΜΕΟ ήθελε να καταστήσει το Πιρίν βάση της για τις ένοπλες δραστηριότητες στην ελληνική και την γιουγκοσλαβική επικράτεια και γι' αυτό επιδίωξε να κερδίσει την υποστήριξη των προσφυγικών οργανώσεων και κοινοτήτων. 

Τα αστικά κόμματα, που δυσφορούσαν με την πολιτική του Σταμπολίισκι, επιδίωξαν τη συνεργασία με την ΕΜΕΟ, παραχωρώντας της ελεύθερο πεδίο στην περιοχή. Σύντομα η Βουλγαρική Κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο στο Πιρίν: Οι αξιωματικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι που τάσσονταν εναντίον της ΕΜΕΟ, δολοφονούνταν ή εξαναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Ένοπλες επιδρομές της οργανώσεως κατέληξαν σε κατάληψη σημαντικών αστικών κέντρων, όπως το Νευροκόπι και το Κιουστεντίλ. Σύντομα εξαπολύθηκαν πογκρόμ εναντίον των Αγροτιστών, των Κομμουνιστών και των Φεντεραλιστών, της αριστερής πτέρυγας των μακεδονικών οργανώσεων.

Ο έλεγχος της περιοχής από την ΕΜΕΟ κατοχυρώθηκε πλήρως με το πραξικόπημα που οργάνωσε η αντιπολίτευση των αστικών κομμάτων και ο στρατός εναντίον της κυβερνήσεως Αγροτιστών, τον Ιούνιο του 1923. Η πτώση του Σταμπολίισκι και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον επικεφαλής της αντιπολιτεύσεως Αλεξάντερ Τσαγκώφ, σήμαινε πλήρη ελευθερία δράσεως για την ΕΜΕΟ στο Πιρίν, η οποία για τα επόμενα δέκα χρόνια πέρασε ουσιαστικά υπό τη διοίκηση της Κεντρικής Επιτροπής της οργανώσεως.
___________________

Αύριο η συνέχεια 

Δεν υπάρχουν σχόλια: