25 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 1912-1923:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Α. ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

1. Αίτια και χαρακτηριστικά 
της Βαλκανικής Συμμαχίας

Κατά τη διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνος, οι σχέσεις ανάμεσα στα νεόκοπα βαλκανικά κράτη χαρακτηρίζονταν από έντονη καχυποψία, αδιαλλαξία, οπορτουνισμό ή ασυνέχεια. Οι προσπάθειες συνεργασίας ήταν εφήμερες και εκδηλώνονταν συνήθως όταν κάποιο από τα βαλκανικά κράτη βρισκόταν σε κρίση ή σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κυριαρχία των εθνικιστικών οραμάτων και ο έλεγχος της εξωτερικής πολιτικής των βαλκανικών κρατών από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν οι βασικοί λόγοι που αποθάρρυναν την διαβαλκανική συνεργασία. Οι απόψεις περί βαλκανικής συνεργασίας ή ακόμα και ομοσπονδίας περιορίζονταν στους χώρους ριζοσπαστών διανοουμένων ή εκφράζονταν από πολιτικούς ηγέτες και μονάρχες μόνο όταν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε προσωρινά τα ιδιαίτερα συμφέροντα των χωρών τους. Έτσι, οι συμμαχίες που οικοδομήθηκαν κατά τη διάρκεια του ΙΘ΄ αιώνος, ήταν πάντοτε πρόσκαιρες και οι προοπτικές τους περιορισμένες.

Τα δεδομένα αυτά ανατράπηκαν μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων και την επακόλουθη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, το 1908. Η σταδιακή στροφή του νεοτουρκικού καθεστώτος προς περισσότερο συγκεντρωτικές και αυταρχικές συμπεριφορές, οι προσπάθειες εκτουρκισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη και η εξέγερση των Αλβανών εθνικιστών, που επιθυμούσαν με τη σειρά τους ευρεία αυτονομία σε εδάφη που διεκδικούνταν και από τα γειτονικά κράτη, ενίσχυσαν την τάση προσεγγίσεως και συνεννοήσεως ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες. 

Παράλληλα, η επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Δυαδική Μοναρχία προκάλεσε την αντίδραση της Σερβίας, που έβλεπε τον βασικό στόχο της αλυτρωτικής της πολιτικής να χάνεται οριστικά και ταυτόχρονα σήμανε συναγερμό στη Ρωσία, που με τη σειρά της έβλεπε την επιρροή της στον βαλκανικό χώρο να κινδυνεύει σοβαρά. Προκειμένου να δημιουργήσει αντίβαρο στην επεκτατικότητα της Βιέννης, η Πετρούπολη προώθησε την ιδέα της σερβοβουλγαρικής συμμαχίας στην περιοχή, η οποία θα είχε φιλορωσικό προσανατολισμό και στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και η Ελλάδα. Ένα ακόμη γεγονός επιτάχυνε τη συγκρότηση της βαλκανικής συμμαχίας: ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος, που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1911. Ο πόλεμος φανέρωσε τις στρατιωτικές αδυναμίες των Οθωμανών και έπεισε τα βαλκανικά κράτη να επισπεύσουν τις μεταξύ τους στρατιωτικές διαπραγματεύσεις.

Την αυλαία άνοιξε η υπογραφή της σερβοβουλγαρικής συνθήκης συμμαχίας, στις 13 Μαρτίου 1912,* που προέβλεπε την κήρυξη πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε περίπτωση εσωτερικών ταραχών ή μεταβολής του status quo και προσάρτηση όλων των εδαφών που θα καταλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια της συρράξεως. Η Σερβία θα αποκτούσε την λεγόμενη «παλαιά Σερβία» και το σαντζάκι του Nόβι Πάζαρ. Η Βουλγαρία θα προσαρτούσε όλα τα εδάφη ανατολικά της Ροδόπης, με δυτικό όριο τον Στρυμόνα. Η ενδιάμεση περιοχή θα αποκτούσε καθεστώς αυτόνομης επαρχίας. σε περίπτωση όμως που κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, τότε θα μοιραζόταν σε τρεις ζώνες: Η Βουλγαρία θα αποκτούσε ολόκληρη τη νότια έκταση ως την Αχρίδα, η Σερβία θα προσαρτούσε μια ακόμη λωρίδα εδάφους βορείως των Σκοπίων και η κυριότητα του υπολοίπου τμήματος (της λεγόμενης «αμφισβητούμενης περιοχής») θα επιδικαζόταν από τον Ρώσο τσάρο. 

Η ελληνοβουλγαρική συνεννόηση ήταν περισσότερο δύσκολη, επειδή οι βλέψεις των δύο κρατών στην οθωμανική Μακεδονία συγκρούονταν άμεσα, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Έτσι, η συνθήκη συμμαχίας που υπογράφηκε μεταξύ των δύο χωρών στις 29 Μαΐου 1912, είχε καθαρά αμυντικό χαρακτήρα και προέβλεπε αμοιβαία υποστήριξη είτε σε περίπτωση τουρκικής επιθέσεως εναντίον τους είτε σε περίπτωση «συστηματικής προσβολής των εκ των συνθηκών ή των θεμελιωδών αρχών του δικαίου του ανθρώπου απορρεόντων δικαιωμάτων». Η βαλκανική συμμαχία ολοκληρώθηκε με την προφορική συμφωνία Βουλγαρίας-Μαυροβουνίου (Ιούνιος του 1912) και την αμυντική συνθήκη Σερβίας-Μαυροβουνίου.

Η πραγματοποίηση της βαλκανικής συμμαχίας ευνοήθηκε και από τη διεθνή κατάσταση και συγκεκριμένα, από την διάσπαση των Μεγάλων Δυνάμεων σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα: την Entente ή Τριπλή Συνεννόηση (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και την Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία). Το δεδομένο αυτό τις εμπόδισε να δράσουν από κοινού, για να επιβάλλουν τις απόψεις τους στα βαλκανικά κράτη. Εκ πρώτης όψεως, η σύσταση της βαλκανικής συμμαχίας φάνηκε ως επιτυχία της ρωσικής διπλωματίας. Όμως ούτε η Ρωσία διατηρούσε πλέον τον έλεγχο των εξελίξεων. Έτσι, όταν στις 8 Οκτωβρίου 1912 η Βιέννη και η Πετρούπολη προχώρησαν σε κοινό διάβημα προς τις βαλκανικές κυβερνήσεις, με την απειλή ότι δεν θα αναγνώριζαν οποιαδήποτε προσάρτηση οθωμανικών εδαφών μετά από ενδεχόμενο πόλεμο, ήταν ήδη πολύ αργά.

Η συγκρότηση της βαλκανικής συμμαχίας αποτέλεσε «διπλωματική επανάσταση»: για πρώτη φορά τα βαλκανικά κράτη ενώνονταν εναντίον του κοινού αντιπάλου τους στην περιοχή, αγνοώντας τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο ευρωπαϊκός τύπος της εποχής ονόμασε τη βαλκανική συμμαχία «έβδομη μεγάλη δύναμη», θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξει τη σημασία της στην ευρύτερη ευρωπαϊκή σκηνή. Οι βαλκανικές συμφωνίες του 1912 αποτελούσαν μία ρεαλιστική βάση, που θα επέτρεπε στις συμβαλλόμενες χώρες να ολοκληρώσουν την απελευθέρωση της χερσονήσου από τους Οθωμανούς και ταυτόχρονα θα απέτρεπε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η συμμαχία είχε βέβαια και τα μειονεκτήματά της: έλλειπε μία κοινή συνθήκη που θα συντόνιζε τις κινήσεις των συμμάχων και άφηνε άλυτο το ζήτημα της τελικής διανομής των εδαφών, γεγονός που σύντομα θα προκαλούσε τη διάσπασή της. Επίσης, απουσίαζε η αναγνώριση της αρχής των εθνοτήτων, επιλογή ίσως αναπόφευκτη, δεδομένου ότι στις περισσότερες από τις διαφιλονικούμενες περιοχές δεν υπήρχε εθνική ομοιογένεια και επομένως τα εθνολογικά κριτήρια ήταν επισφαλή.

Τον πόλεμο ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου το Μαυροβούνιο. Ο βασιλιάς του μικροσκοπικού αυτού βαλκανικού κράτους δικαιολόγησε την απόφασή του με το επιχείρημα ότι έπρεπε να τεθεί τέρμα στην άθλια κατάσταση των Χριστιανών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Πέντε ημέρες αργότερα οι κυβερνήσεις της Ελλάδος, της Σερβίας και της Βουλγαρίας επέδωσαν στην Υψηλή Πύλη τελεσίγραφο, με το οποίο ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την εθνική αυτονομία των εθνοτήτων της αυτοκρατορίας, την αναλογική τους εκπροσώπηση στο οθωμανικό κοινοβούλιο, την αποδοχή χριστιανών σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, την μη μεταβολή του εθνολογικού χαρακτήρα ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής στις ίδιες επαρχίες με επικεφαλής Ελβετούς ή Βέλγους αξιωματικούς, τον διορισμό Ελβετών ή Βέλγων Γενικών Διοικητών στα ευρωπαϊκά βιλαέτια της αυτοκρατορίας καθώς και τη δημιουργία διεθνούς επιτροπής για την εποπτεία των μεταρρυθμίσεων, με τη συμμετοχή εκπροσώπων των βαλκανικών κρατών και των Μεγάλων Δυνάμεων και έδρα την Κωνσταντινούπολη. 

Στις 15 Οκτωβρίου του 1912, η Οθωμανική Κυβέρνηση απέρριψε το τελεσίγραφο των βαλκανικών κρατών, χαρακτηρίζοντάς το «θρασεία απόπειρα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας και ανάξια απαντήσεως»· ταυτόχρονα ανακάλεσε τους διπλωματικούς της εκπροσώπους από τις βαλκανικές πρωτεύουσες. Ακολούθησε η επιστράτευση και η επίσημη κήρυξη του πολέμου από την Ελλάδα, τη Σερβία και την Βουλγαρία στις 17 Οκτωβρίου 1912, ενώ η Ρουμανία υποσχέθηκε να κρατήσει στάση ευμενούς ουδετερότητος απέναντι στη συμμαχία.

2. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία

Οι οθωμανικές δυνάμεις βρίσκονταν σε δεινή κατάσταση όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ο Υπουργός Πολέμου Ναζίμ Πασάς (Nazim Pasha) είχε διατάξει πρόσφατα την αποστράτευση 120 ταγμάτων δυνάμεως περίπου 75.000 ανδρών, εξαιτίας της δυσαρέσκειας, της απειθαρχίας και των ανταρσιών που έπλητταν το στράτευμα. Στις ευρωπαϊκές επαρχίες διέθετε συνολικά 345.000 περίπου άνδρες. Από την άλλη πλευρά, η ενεργός δύναμη των βαλκανικών κρατών ήταν σχεδόν διπλάσια (Βουλγαρία 305.000 άνδρες, Σερβία 225.000, Ελλάδα 110.000 άνδρες χωρίς τον υπολογισμό των ναυτικών δυνάμεων, Μαυροβούνιο 35.000). Οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν σε τρία ξεχωριστά θέατρα. Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στη Θράκη, οι Έλληνες στην Ήπειρο και την Μακεδονία, οι Μαυροβούνιοι και οι Σέρβοι στο σαντζάκι του Νόβι Πάζαρ, στην Αλβανία και την Μακεδονία.

α) Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού

Ο ελληνικός στρατός Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα στις 18 Οκτωβρίου 1912. Η πρώτη μεγάλη μάχη ήταν αυτή του Σαρανταπόρου, στις 22-23 Οκτωβρίου. Παρά τις ισχυρές αμυντικές της θέσεις, η δύναμη των Οθωμανών αναγκάστηκε σύντομα να υποχωρήσει εξαιτίας της ανεπάρκειας οπλισμού, της ελλείψεως ηθικού αλλά και λόγω των κυκλωτικών κινήσεων του ελληνικού στρατού. Η υποχώρηση των Οθωμανών από την καλύτερη αμυντική θέση που μπορούσαν να πάρουν έναντι των Ελλήνων, μετατράπηκε σύντομα σε φυγή, γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για τη σχεδόν απρόσκοπτη προέλαση του ελληνικού στρατού στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Στα απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Χασάν Ταξίμ Πασάς, διοικητής του 8ου Σώματος Στρατού, περιγράφει με τον δικό του τρόπο τις συνθήκες και τις συνέπειες της καταρρεύσεως του μετώπου:

«Ο επιτελάρχης, που επέστρεψε τις πρώτες πρωινές νυκτερινές ώρες σωστό ανθρώπινο ράκος, λόγω της κόπωσης και της ψυχικής οδύνης, μου ανέφερε απερίφραστα ότι χάθηκε και η τελευταία ελπίδα διατήρησης της διόδου στις Πόρτες, λόγω του απερίγραπτου πανικού που είχε προκληθεί και της ασυγκράτητης πλέον διαρροής όσων εφέδρων είχαν διασωθεί από τον αιματηρό αγώνα στους Λαζαράδες… Διέβλεπα ότι ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσω τον αντίπαλο σε νέα γραμμή λόγω της συντριπτικής υπεροχής του ποσοτικά και ποιοτικά, ιδιαίτερα σε πυροβολικό, όπου η αναλογία ήταν τέτοια, ώστε να δημιουργεί προφανείς συνέπειες όχι μόνο για τη γραμμή αυτή καθαυτή αλλά και για ολόκληρο το μέτωπο της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Εκεί όμως που η διαφορά των αντιμέτωπων στρατευμάτων γινόταν περισσότερο αισθητή ήταν στο ηθικό των ανδρών».

Τις επόμενες ημέρες η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίσθηκε, με κατεύθυνση τη Δυτική Μακεδονία. Στις 25 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κοζάνη και στις 29-30 του μηνός μπήκε στην Κατερίνη, τη Βέροια, τη Νάουσα και την Έδεσσα. Ο Αρχιστράτηγος και Διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, επιθυμούσε για στρατηγικούς λόγους να κατευθυνθεί προς το Μοναστήρι, προκειμένου να διαφυλάξει τα νώτα του από ενδεχόμενη πλαγιοκόπηση εκ μέρους των οθωμανικών δυνάμεων, που είχαν την έδρα τους εκεί. Αντίθετα, ο Πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος, επέμεινε στην προέλαση προς την Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν ήδη τα βουλγαρικά στρατεύματα. 

Επρόκειτο για την πρώτη σοβαρή διάσταση απόψεων ανάμεσα στους δύο άνδρες, προμήνυμα ίσως της ανοιχτής ρήξεως που θα σημειωνόταν σύντομα. Τελικά, ο Κωνσταντίνος υπάκουσε στις διαταγές του Βενιζέλου και κινήθηκε προς την Θεσσαλονίκη. Ο δρόμος για την πόλη άνοιξε μετά τη μάχη των Γιαννιτσών (1-2 Νοεμβρίου), που οδήγησε και πάλι σε ήττα και άτακτη υποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων. Στις 8 Νοεμβρίου του 1912 (26 Οκτωβρίου, σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) ο Ταξίμ Πασάς αποδέχθηκε τελικά τους όρους παραδόσεως της Θεσσαλονίκης και την επόμενη μέρα οι πρώτες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις εισήλθαν στην πόλη. Την εικόνα της εισόδου του ελληνικού στρατού μετέφερε o Βρετανός δημοσιογράφος Κρόφορντ Πράις (Crawford Price) στους αναγνώστες των Times:

«Παρήλθον ήδη αι πρώται ώραι του απογεύματος, ότε απόσπασμα ιππικού, προηγούμενον των ευζωνικών ταγμάτων, διήλασε διά των οδών της Θεσσαλονίκης, παρασχόν εις τον Ελληνικόν πληθυσμόν της Μακεδονικής πρωτευούσης την ευκαιρίαν να διαδηλώση τα αισθήματά του… Αι σημαίαι της Ημισελήνου εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας, αντικατασταθείσαι παντού υπό της Κυανολεύκου· ωραίαι κόραι έρραινον από των εξωστών διά ρόδων τους νικητάς, μέχρις ότου η οδός είχε καταληφθεί διά τάπητος ανθέων και το πλήθος, ζητωκραυγάζων συνεχώς, τόσον πολύ είχε συνωστισθή προς τον προελαύνοντα στρατόν των χακιφορούντων πολεμιστών, ώστε οι άνδρες μετά δυσκολίας ηδύναντο να προχωρούν και καθ' απλούς στοίχους».

Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές επέτρεψαν τελικά την είσοδο στην πόλη δύο μόλις βουλγαρικών ταγμάτων και των Βουλγάρων Πριγκίπων Βόριδος και Κυρίλλου, για λόγους συμμαχικής αβρότητος. Ωστόσο, οι Βούλγαροι στρατιώτες που τελικά εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, έφτασαν τη δύναμη της μεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών ενόπλων κομιτατζήδων και σύντομα η ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές άρχισε να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις.

Πριν από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, είχε προηγηθεί η κατάληψη της Χαλκιδικής και μέρους των σημερινών νομών Σερρών και Καβάλας από ελληνικά σώματα, που είχαν αποβιβασθεί στα Στάγειρα και στον κόλπο του Ορφανού. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1912, η ελληνική ζώνη κατοχής είχε επεκταθεί προς τα βόρεια έως τη λίμνη της Δοϊράνης και τη Γευγελή και προς τα ανατολικά ως τον ποταμό Στρυμόνα, όπου ξεκινούσαν αντίστοιχα η σερβική και η βουλγαρική ζώνη.

Η μοναδική ήττα που γνώρισαν τα ελληνικά στρατεύματα σε αυτή τη φάση του πολέμου, σημειώθηκε στη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή του Αμυνταίου. Εκεί η 5η Μεραρχία, που κατευθυνόταν προς το Μοναστήρι, δέχθηκε στις 3 και 4 Νοεμβρίου αιφνιδιαστική επίθεση οθωμανικών δυνάμεων, που είχαν μεταφερθεί από το μέτωπο του Περλεπέ και αναγκάστηκε να υποχωρήσει άτακτα. Η μεραρχία τελικά ανασυντάχθηκε στην Κοζάνη και στη συνέχεια, ενισχυμένη με δυνάμεις του στρατού Θεσσαλίας, ανέλαβε να εκκαθαρίσει την περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας από τα οθωμανικά σώματα. Η υποχώρησή της, ωστόσο, στοίχισε στην ελληνική πλευρά την απώλεια του Μοναστηρίου, στο οποίο εισήλθαν τα σερβικά στρατεύματα στις 18 Νοεμβρίου. Ο ελληνικός στρατός κατάφερε, πάντως, να κατοχυρώσει την Φλώρινα στη δική του ζώνη κατοχής την επόμενη μέρα, προλαβαίνοντας πραγματικά την τελευταία στιγμή την είσοδο των Σέρβων.

β) Οι επιχειρήσεις του σερβικού και του βουλγαρικού στρατού

Οι κύριες επιχειρήσεις του σερβικού στρατού διεξήχθησαν στη Βορειοδυτική Μακεδονία, ενώ δευτερεύουσα σημασία είχαν οι επιχειρήσεις στο Νόβι Πάζαρ και την Αλβανία, όπου δρούσε και ο στρατός του Μαυροβουνίου. Μετά την προέλαση στην κοιλάδα του Κοσσυφοπεδίου και την κατάληψη της Πρίστινα (22 Οκτωβρίου), ο σερβικός στρατός αντιμετώπισε ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις έξω από το Κουμάνοβο (23 Οκτωβρίου). Παρά την σθεναρή αντίσταση των Οθωμανών και τις βαριές απώλειες των Σέρβων, οι τελευταίοι επικράτησαν, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς το νότο. Τις επόμενες ημέρες κατελήφθησαν το Ιστίπ και τα Σκόπια. Στις 2-5 Νοεμβρίου του 1912 δόθηκε η μεγάλη μάχη του Περλεπέ, που έληξε με ολοκληρωτική νίκη των Σέρβων. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν στο Μοναστήρι για να προετοιμάσουν την άμυνά τους. Εκεί δόθηκε η επόμενη μεγάλη μάχη μεταξύ των δύο αντιπάλων και οι Σέρβοι μπήκαν τελικά στην πόλη, στις 18 Νοεμβρίου. Οι οθωμανικές δυνάμεις που διέφυγαν από τον σερβικό κλοιό, κατέφυγαν στην Ήπειρο και την Αλβανία, όπου συνέχισαν τη δράση τους μέχρι το τέλος του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.

Το κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων του βουλγαρικού στρατού ήταν η Θράκη. Εκεί οι βουλγαρικές δυνάμεις, μετά από σκληρές μάχες, κατάφεραν να προελάσουν έως την Τσατάλτζα, στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως και παράλληλα πολιόρκησαν την Αδριανούπολη. Στη Μακεδονία έδρασε μονάχα μία βουλγαρική μεραρχία υπό τον Στρατηγό Θεοδορώφ, με κύρια αποστολή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Η βουλγαρική μεραρχία αντιμετώπισε αδύναμα τουρκικά στρατιωτικά σώματα, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Οι εμπροσθοφυλακές της είχαν φθάσει ήδη στα πρόθυρα της μακεδονικής πρωτεύουσας, όταν ο Ταξίμ Πασάς παρέδωσε την πόλη στον Κωνσταντίνο.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες των βαλκανικών συμμάχων εξέπληξαν όχι μόνο την Υψηλή Πύλη αλλά και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η ταχεία προέλαση των στρατευμάτων τους οδήγησε, μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών, στην ολοκληρωτική σχεδόν εξάλειψη της οθωμανικής κυριαρχίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 30 Μαΐου 1913, η Τουρκία παραχωρούσε όλα της τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας και παραιτούνταν των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην Κρήτη. Η τύχη των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Αλβανίας αφέθηκε στη διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων.

3. Η διάλυση της βαλκανικής συμμαχίας

Πριν ακόμη τερματισθούν οι εχθροπραξίες εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων, είχαν ήδη αρχίσει οι ενδοσυμμαχικές προστριβές για το μοίρασμα των κατακτημένων εδαφών. Η Σερβία ζήτησε από την Βουλγαρία την τροποποίηση της μεταξύ τους συμφωνίας του 1912, καθώς φαινόταν ότι έχανε την προσδοκώμενη έξοδο στην Αδριατική, εξαιτίας των αντιδράσεων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας. Επιπλέον, οι Σέρβοι στρατιωτικοί ήταν απολύτως αντίθετοι με την αποχώρηση από τα μακεδονικά εδάφη, τα οποία είχαν καταλάβει με μάχες από τους Οθωμανούς. Από την πλευρά της, η Ελλάδα κατέστησε από την αρχή σαφές στη Βουλγαρία ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει την Θεσσαλονίκη, την οποία άλλωστε είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός. Πιέσεις προς τη Σόφια ασκούσε και το Βουκουρέστι, διεκδικώντας την περιοχή της νότιας Δοβρουτσάς, ως αντάλλαγμα για τη στάση ευμενούς ουδετερότητος που είχε κρατήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η Σερβία και η Ελλάδα, ανήσυχες από την αύξηση της δυνάμεως της Βουλγαρίας, αποφάσισαν να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο. Στις 13 Ιουνίου 1913 κατέληξαν σε συνθήκη συμμαχίας, που προέβλεπε κοινή στάση απέναντι στις βουλγαρικές διεκδικήσεις, συνεργασία σε περίπτωση επιθέσεως από την Βουλγαρία ή οποιαδήποτε άλλη τρίτη Δύναμη και δέσμευση για τη διατήρηση κοινών συνόρων στη Μακεδονία. Παράλληλα, διευθέτησαν τις μεταξύ τους συνοριακές εκκρεμότητες, ενώ η Ελλάδα δέχθηκε να εγκαταστήσει ειδική ζώνη για το σερβικό διαμετακομιστικό εμπόριο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Την ίδια στιγμή στη Σόφια το πολιτικό κλίμα ήταν ιδιαιτέρως φορτισμένο, καθώς οι βασικές βουλγαρικές διεκδικήσεις είχαν ως στόχο τους την Μακεδονία και όχι τη Θράκη, όπου ο βουλγαρικός πληθυσμός αποτελούσε μειονότητα. Ο αποκλεισμός της Βουλγαρίας από όλα τα σημαντικά μακεδονικά αστικά κέντρα αποτελούσε πολιτική ήττα της κυβερνήσεως, η οποία είχε τώρα να αντιμετωπίσει την οργή των πανίσχυρων βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων, που ζητούσαν την προσάρτηση στη Βουλγαρία του συνόλου σχεδόν της Μακεδονίας. 

Πιέσεις προς τη Σόφια ασκούσε και η Βιέννη, με προφανή σκοπό τη διάλυση της βαλκανικής συμμαχίας, την οποία θεωρούσε απειλητική για τα συμφέροντά της στην περιοχή. Παράλληλα, η υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του βουλγαρικού στρατού, τόσο από την ίδια την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας όσο και από εξωτερικούς παράγοντες, είχε πείσει τον Βασιλιά Φερδινάνδο και το Γενικό Επιτελείο του ότι ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα μια περιορισμένη σύρραξη με τις σερβικές και τις ελληνικές δυνάμεις. Στις 28 Ιουνίου 1912, ο Φερδινάνδος, με τη σύμφωνη γνώμη του νέου Πρωθυπουργού Στόγιαν Ντάνεφ, έδωσε εντολή στο στρατό να επιτεθεί ταυτόχρονα εναντίον των ελληνικών και των σερβικών θέσεων, με στόχο την πραγματοποίηση στρατιωτικής επίδειξης ισχύος προς τα δύο γειτονικά κράτη. Η Ελλάδα και η Σερβία απήντησαν στη Βουλγαρία με κήρυξη πολέμου. 

Η Ρωσία, θέλοντας να τιμωρήσει τον Φερδινάνδο για την ανυπακοή του και για την προσέγγισή του με την Αυστροουγγαρία, αρνήθηκε να παρέμβει, αφήνοντας έτσι την Βουλγαρία απομονωμένη. Στις 10 και 12 Ιουλίου η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντίστοιχα, κήρυξαν και αυτές με τη σειρά τους τον πόλεμο στη Βουλγαρία, καθιστώντας έτσι τον αγώνα της ουσιαστικά μάταιο.

4. Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου

Στον σερβικό τομέα, ο πόλεμος άρχισε με την αιφνιδιαστική επίθεση των βουλγαρικών δυνάμεων, που στις 30 Ιουνίου κατέλαβαν το Ιστίπ και τη Γευγελή. Ωστόσο, η επιτυχής τους προέλαση σταμάτησε εκεί. Οι κύριες μάχες σημειώθηκαν στις 30 Ιουνίου με 8 Ιουλίου του 1912, στις όχθες του ποταμού Μπρεγκαλνίτσα, όπου κρίθηκε και η έκβαση της αναμετρήσεως: Ο σερβικός στρατός κατάφερε να αντιμετωπίσει την βουλγαρική επίθεση και στη συνέχεια αντεπιτέθηκε καταλαμβάνοντας το Ράντοβιτς και την Κρίβα Παλάνκα. Μετά τις επιχειρήσεις στον τομέα της Μπρεγκάλνιτσα, ο σερβικός στρατός δεν συνέχισε την προέλαση στο κεντρικό μέτωπο, αλλά περιορίσθηκε σε τοπικές επιθέσεις βορειότερα, οι οποίες πάντως προκάλεσαν αρκετή αιματοχυσία.

Στον ελληνικό τομέα ο πόλεμος άρχισε στις 29 Ιουνίου, με την εκκαθάριση των εγκατεστημένων στη Θεσσαλονίκη βουλγαρικών μονάδων. Οι οδομαχίες κράτησαν ολόκληρη τη νύχτα και την επόμενη μέρα το σύνολο των Βουλγάρων στρατιωτών είχε αιχμαλωτισθεί. Στις 2 Ιουλίου του 1912, ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την επίθεσή του στο μέτωπο Κιλκίς-Λαχανά, όπου πραγματοποιήθηκε και η σημαντικότερη -αλλά και η πλέον αιματηρή- μάχη του πολέμου. Οι ελληνικές δυνάμεις υπερτερούσαν των βουλγαρικών, οι οποίες ήταν διασπασμένες ανάμεσα στον ελληνικό και τον σερβικό τομέα και επιπλέον είχαν κατανεμηθεί σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου, ακόμα και στα παράλια της Ανατολικής Μακεδονίας, για το ενδεχόμενο ελληνικών αποβάσεων. 

Η μάχη εξελίχθηκε σε προσπάθεια συντριβής του εχθρού με αλλεπάλληλες επιθέσεις πεζικού, γεγονός που οδήγησε σε βαρύτατες απώλειες. Μέσα σε τρεις ημέρες είχε τεθεί εκτός μάχης το 12-13% της μάχιμης δυνάμεως του ελληνικού στρατεύματος, ανάμεσά τους πολλοί αξιωματικοί και έξι διοικητές συνταγμάτων. Η κατάρρευση της επιθέσεως αποφεύχθηκε λόγω του έντονου φανατισμού που είχε αποκτήσει η ελληνο-βουλγαρική σύγκρουση αλλά και εξαιτίας της αντίστοιχης κοπώσεως των Βουλγάρων. Η πολύνεκρη -σε σχέση με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο- μάχη του Κιλκίς, όπως και οι επόμενες μάχες που δόθηκαν κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου, έδειξε ότι παραδοσιακές τακτικές εφόδου πεζικού εναντίον ισχυρών αμυντικών θέσεων και υπό καταιγισμό πυροβολικού μεγάλης ακριβείας και ισχύος, χωρίς τον απαραίτητο συντονισμό, θα μετέτρεπαν το πεδίο της μάχης σε ανθρώπινο σφαγείο. 

Στα ημερολόγιά τους, στρατιώτες και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί της εποχής κατηγορούσαν τους επιτελικούς ότι σχεδίαζαν τις επιθέσεις έχοντας απόσταση από το μέτωπο και από τις πραγματικές συνθήκες της συμπλοκής και ότι έθεταν ανέξοδα σε κίνδυνο τις ζωές των στρατιωτών, κατηγορία που θα επαναλαμβάνονταν σύντομα και στα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου.

Μετά τη νίκη των Ελλήνων στο Κιλκίς και την κατάληψη της πόλεως, ακολούθησε η μάχη της Δοϊράνης (5-6 Ιουλίου), που έληξε και πάλι με νίκη του ελληνικού στρατού, του οποίου ο κύριος όγκος συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού προς βορράν, ενώ άλλες δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από το ελληνικό ναυτικό, προήλαυναν προς την Ανατολική Μακεδονία: Στις 9 Ιουλίου μπήκαν στην Καβάλα, στις 11 Ιουλίου στις Σέρρες που προηγουμένως είχαν πυρποληθεί από τους υποχωρούντες Βουλγάρους, στις 14 του ιδίου μήνα κατέλαβαν τη Δράμα και στις 25 την Ξάνθη, ενώ ο στόλος αποβίβασε δυνάμεις που κατέλαβαν το Πόρτο Λάγος και το Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολη). Εν τω μεταξύ, η προέλαση προς βορράν, μέσω των ορεινών περασμάτων του Μπέλες, αποδείχθηκε περισσότερο δύσκολη: 

Το δύσβατο του εδάφους σε συνδυασμό με τα προβλήματα ανεφοδιασμού, την έλλειψη του κατάλληλου συντονισμού, τις ασθένειες και την επιδημία χολέρας, επέτειναν την κόπωση των στρατιωτών. Παρ' όλα αυτά, ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε τη συνέχιση της προελάσεως, αγνοώντας τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί για τον κίνδυνο εξαντλήσεως και περικυκλώσεως των ελληνικών δυνάμεων. Η τελευταία μάχη δόθηκε στην περιοχή της Τζουμαγιάς, στις 25-27 Ιουλίου. Ο αξιωματικός ιππικού Κωνσταντίνος Βάσσος, περιγράφει στο ημερολόγιό του τη σύγκρουση ως «γιγαντομαχία προ της οποίας ωχριώσι όχι εν, αλλά πολλά Μπιζάνια», ταυτόχρονα όμως σημειώνει και τα σφάλματα της ελληνικής διοικήσεως και την εξάντληση των στρατιωτών:

«Ο μεγάλος πατριωτισμός και η γενναιότης των αξιωματικών και ο Θεός της Ελλάδος έσωσαν την περίστασιν. Μάχαι δεν διοικούνται εξ αποστάσεως τριών ημερών πορείας όταν δεν υπάρχουν χάρται προς γνώσιν του εδάφους… Οι άνδρες μας είναι πολύ καταπονακώτες και δικαίως διότι έχουν 10 μήνες τώρα, όπου βρίσκονται εις αέναον σχεδόν πόλεμον, υποστάντες πολλάς απωλείας και πολλάς στερήσεις. Νομίζω ότι καιρός είναι να τελειώση πλέον το πράγμα διά να μην συμβή τι το απευκταίον και αμαυρωθή η Ελληνική αίγλη».

Πράγματι, ο κίνδυνος ανατροπής της καταστάσεως εις βάρος της ελληνικής πλευράς ήταν ορατός μετά την παύση των εχθροπραξιών μεταξύ της Βουλγαρίας και των υπολοίπων εμπολέμων. Τελικά η Σόφια ζήτησε ανακωχή στις 31 Ιουλίου και στις 10 Αυγούστου υπογράφηκε στο Βουκουρέστι η ομώνυμη συνθήκη, που έμελλε να καθορίσει τα νέα βαλκανικά σύνορα.

Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου η πρώην οθωμανική Μακεδονία μοιράσθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα (52% περίπου των εδαφών), τη Σερβία (38%) και την Βουλγαρία (10%). Η Σερβία είχε αποκτήσει τη Βόρεια Μακεδονία με τις πόλεις Κουμάνοβο, Περλεπέ, Μοναστηρίου (Βιτώλια) και Γευγελής. Η Ελλάδα απέκτησε την Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, τις Σέρρες, το Κιλκίς, την Έδεσσα, την Κατερίνη, την Κοζάνη, τα Γρεβενά, την Καστοριά και την Φλώρινα. Στην ελληνική επικράτεια εντάχθηκε και η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους, με καθεστώς αυτοδιοικήσεως. Η Βουλγαρία είχε πάρει τη Στρώμνιτσα και την Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ). Το περίφημο «Μακεδονικό Ζήτημα» φάνηκε προς στιγμήν ότι είχε λυθεί στο πεδίο της μάχης.

5. Συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων για τον άμαχο πληθυσμό

Κατά τη διάρκεια των πολέμων, οι εμπλεκόμενες πλευρές έδειξαν ότι σκοπός τους δεν ήταν μονάχα η απόκτηση εδαφών αλλά και η «εθνική εκκαθάριση» ή η αντεκδίκηση εις βάρος «εχθρικών» πληθυσμών. Όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές κατέστρεψαν χωριά ή συνοικίες, σκότωσαν ή τρομοκράτησαν άμαχους πολίτες και επιδίωξαν τη βίαιη αφομοίωσή τους. Στην ύπαιθρο οι Χριστιανοί αγρότες ξεσηκώθηκαν εναντίον των Μουσουλμάνων μπέηδων. Αντίστοιχα, Μουσουλμάνοι άτακτοι επιτέθηκαν εναντίον χριστιανικών κοινοτήτων σε περιοχές όπως τα Σέρβια, τα Γρεβενά και η Κοζάνη. Στις πόλεις η κατάσταση ήταν διαφορετική, αφού οι νέες αρχές κατάφεραν σύντομα να ελέγξουν τη δημόσια τάξη και τα έκτροπα. 

Η κατάσταση στον σερβικό και τον βουλγαρικό τομέα επιχειρήσεων φαίνεται ότι ήταν πολύ χειρότερη σε σχέση με τον ελληνικό, αν κρίνουμε τουλάχιστον από το πλήθος των Μουσουλμάνων προσφύγων που κατέφυγε στη ζώνη της ελληνικής κατοχής: από τους 140.000 Μουσουλμάνους που έφυγαν από τα μακεδονικά εδάφη μέχρι την άνοιξη του 1914, μόνον 24.000 προέρχονταν από τις ελληνικές «Νέες Χώρες». Υπήρξαν, βέβαια, αυθαιρεσίες και έκτροπα από κατώτερους Έλληνες αξιωματούχους ή απλούς πολίτες, αλλά η κυβέρνηση επεδίωκε την παραμονή των Μουσουλμάνων, για να μην διαταραχθεί η καλλιέργεια της γης και επιπλέον, επειδή ήθελε να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία.

Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος αποδείχθηκε πολύ περισσότερο αιματηρός και σκληρός από τον Πρώτο για στρατιώτες και αμάχους. Τη βιαιότητα και τον φανατισμό της συγκρούσεως των αντιπάλων στρατευμάτων ακολουθούσε συνήθως η επίθεση εναντίον αμάχων. εξάλλου, ο φανατισμός της ελληνοβουλγαρικής αναμετρήσεως φανερώνεται και στις λιθογραφίες της εποχής. «Κρίμα που δεν εξηκολούθησε ο πόλεμος διά να τους εξαλείψωμεν τελείως από το πρόσωπον της γης· αυτοί δεν πρέπει να υπάρχουν εις τον γεωγραφικόν χάρτην», έγραφε στη γυναίκα του για τους Βουλγάρους ένας Έλληνας αξιωματικός. Χωριά και κωμοπόλεις κάηκαν κατά την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού ή κατά την προέλαση των ελληνικών και των σερβικών στρατευμάτων. Πολλές φορές οι ίδιοι οι κάτοικοι, που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τους οικισμούς τους, τους έβαζαν φωτιά για να μην τους αφήσουν άθικτους στον «εχθρό», σκηνικό που είδαμε να επαναλαμβάνεται πρόσφατα και στους πολέμους στη Βοσνία και στην Κροατία.

Την ενδοβαλκανική σύγκρουση σχολίασε δεικτικά σε ανταπόκρισή του από τα Βαλκάνια ο τότε δημοσιογράφος και μετέπειτα δημιουργός του Κόκκινου Στρατού των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, Λέων Τρότσκι:

«Τελωνειακή ένωση, ομοσπονδία, δημοκρατία, ενιαία βουλή για όλη τη χερσόνησο - τι ήταν όλες αυτές οι δύσμοιρες λέξεις μπροστά στο αποστομωτικό επιχείρημα της λόγχης; Πολεμήσανε τους Τούρκους για να «απελευθερώσουν» τους χριστιανούς, σφάξανε άμαχους Τούρκους και Αλβανούς για να διορθώσουν τις εθνογραφικές πληθυσμιακές στατιστικές, τώρα αρχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους για να «αποτελειώσουν τη δουλειά»…, αυτό που έχουμε εδώ δεν είναι τυχαίο, κάποια παρεξήγηση, ούτε το αποτέλεσμα προσωπικών ιντρίγκων, αλλά η φυσική κατάληξη ολόκληρης της πολιτικής των βαλκανικών δυναστειών, της ευρωπαϊκής διπλωματίας και της σλαβόφιλης προπαγάνδας…».

Οι αυθαιρεσίες και οι εκκαθαρίσεις των αντιπάλων στρατευμάτων αποτέλεσαν μεταπολεμικά αντικείμενο έρευνας από τη διεθνή Επιτροπή του ιδρύματος Carnegie Endowment for International Peace των ΗΠΑ. Μέλη της επιτροπής περιόδευσαν στη Μακεδονία μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και το 1914 δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας. Ωστόσο, η δράση της επιτροπής και τα πορίσματά της δεν αναγνωρίσθηκαν από την Αθήνα και το Βελιγράδι, που κατηγορούσαν ορισμένα στελέχη της για σαφή φιλοβουλγαρική στάση.
______________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: