24 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Σε γενικές γραμμές, μετά το 1903, με τις ένοπλες εξελίξεις και την δημοσιογραφική επέλαση, το κεντρικό σημείο της βιβλιογραφίας μετατοπίσθηκε από τις εθνογραφικές θεωρίες στη βία και τα εγκλήματα. Πολύ σύντομα η εικόνα της συνυπάρξεως αντικαταστάθηκε από μία άλλη, που ήθελε την αντιπαράθεση και την υστέρηση ανοχής ως χαρακτηριστικά της μακεδονικής ιστορίας. Τα στερεότυπα αυτά μακροπρόθεσμα κυριάρχησαν, όχι μόνον γιατί εξυπηρέτησαν καλύτερα τις διπλωματικές καταστάσεις που ακολούθησαν αλλά και για τον λόγο ότι η βιβλιογραφία αυτή είχε γραφεί στα αγγλικά και ανακυκλώθηκε έτσι ευκολώτερα. Αντίθετα, χάθηκαν άλλες περιγραφές μαζί με τα περισσότερα κείμενα, ελληνικών και σερβικών κυρίως συμφερόντων, που είχαν γραφεί στα γαλλικά ή τα ιταλικά· κλασικότερο παράδειγμα η μελέτη και ο χάρτης με βάση το θρήσκευμα του Ιταλού φιλέλληνα διπλωμάτη G. Amadori-Virgilj, όπου κανείς δεν παραπέμπει.

2. Δημογραφικές μεταβολές και βουλγαρικός αναθεωρητισμός

Οι βαλκανικοί στρατοί με τις ξιφολόγχες τους χάραξαν τα σύνορα των Βαλκανίων και ειδικά των ζωνών επιρροής στη Μακεδονία με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από τους χαρτογράφους, τους εθνογράφους και τους διπλωμάτες. Αλλά δεν αποδέχθηκαν όλες οι χώρες τις μεταβολές ως τετελεσμένες. Έτσι οι καθηγητές των Πανεπιστημίων κλήθηκαν ξανά στα όπλα για να υπερασπισθούν με ακαδημαϊκά επιχειρήματα τα όρια που οι στρατηγοί είχαν επιτύχει ή αποτύχει να υπερασπισθούν. Οι Βούλγαροι είχαν βέβαια το σοβαρότερο πρόβλημα, της τεκμηρίωσης της αναθεωρήσεως. To 1913, o Μίλετιτς δημοσίευσε το βιβλίο του Atrocites greques en Macedoine pendant la guerregreco-bulgare. Την ίδια χρονιά ορίσθηκε διεθνής επιτροπή από το Ίδρυμα Carnegie, για να διερευνήσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1914 στην Ουάσιγκτον με τίτλο Report of the International Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars και απέδειξαν ότι το παιχνίδι των εντυπώσεων συνεχιζόταν αμείωτο. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Henri Brailsford, ο Victor Berard και ο Ρώσος βουλευτής και Καθηγητής της Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πάβελ Νικολάιγεβιτς Μιλιούκωφ, όλοι τους γνωστοί για τα φιλοβουλγαρικά τους αισθήματα. Η Ελλάς αντέδρασε, δημοσιεύοντας την δική της εκδοχή για τα εγκλήματα. 

Το χειρότερο όμως για τους Έλληνες ήταν ότι η επιτροπή παρουσίασε την δημογραφική εικόνα της Μακεδονίας, όπως την έλαβε από τον Βούλγαρο Καθηγητή Ιορντάν Ιβανώφ, ο οποίος με τη σειρά του είχε αναπαραγάγει τα στοιχεία του Βασίλ Κάντσεφ (1900). Για να αντιστραφεί η εικόνα της κατοχής ενός εθνικά αλλοτρίου εδάφους, ο Βενιζέλος προσκάλεσε τον Ελβετό Καθηγητή του Δικαίου Rudolph Archibald Reiss να περιηγηθεί τις βόρειες επαρχίες της χώρας και να ερευνήσει την κατάσταση του πληθυσμού. Η αναφορά του, που δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1915, βεβαίωνε ότι ούτε οι Μακεδόνες ήταν Βούλγαροι ούτε η γλώσσα τους βουλγαρική. ήταν απλώς «Μακεδόνες», μία άποψη τότε καθ' όλα ευνοϊκή για την Ελλάδα, αφού εξουδετέρωνε ταυτόχρονα και τις βουλγαρικές και τις σερβικές αξιώσεις.

Όμως η κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στους Βουλγάρους την δυνατότητα να επανέλθουν και όχι μόνον να εκριζώσουν όση αντίσταση είχαν συναντήσει εκεί δέκα χρόνια νωρίτερα αλλά και να μελετήσουν την περιοχή από κοντά. Το καλοκαίρι του 1916, η Βουλγαρική Κυβέρνηση έστειλε στην περιοχή αποστολή διακεκριμένων επιστημόνων και γνωστών ακτιβιστών, η οποία περιελάμβανε τον Ιορντάν Ιβανώφ, τον Αναστάς Ισίρκωφ, τον Μπογκντάν Φίλωφ και τον Λιούμπομιρ Μίλετιτς. Όμως η ατυχής για τη Σόφια κατάληξη του πολέμου μετέφερε το μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη. Ο Ιβανώφ και οι συνεργάτες του Καθηγητές Ισίρκωφ, Γκιόργκι Στρέζωφ, μέλος της Γεωγραφικής Εταιρείας της Γενεύης και ο Ντίμιταρ Μίσεφ, μέλος πλέον της Βουλγαρικής Ακαδημίας, ταξίδευσαν σε διάφορες πόλεις, κυρίως στην Ελβετία, σε μία προσπάθεια να επηρεάσουν την έκβαση της Συνδιασκέψεως της Ειρήνης στο Παρίσι. 

Τις δραστηριότητές τους ενίσχυσαν οι μακεδονικές ενώσεις της Ελβετίας, που έλαβαν επιχορήγηση 20 χιλιάδων φράγκων από τη Σόφια. Μερικές από τις διαλέξεις εκείνες δημοσιεύθηκαν στα γαλλικά. Φυσικά, η συνολική βουλγαρική παραγωγή ήταν πολύ μεγαλύτερη από μερικές διαλέξεις. Ουσιαστικά, είχε στρατευθεί ολόκληρη η βουλγαρομακεδονική διανόηση: ο Συμεών Ράντεφ από τη Ρέσνα με νομικές σπουδές στη Γενεύη, παλαιό στέλεχος της ΕΜΕΟ, ο Σ.Κιτίντσεφ, ο K. Σολάρωφ, ο Β.Τσάωφ και ο Κοσταντίν Στεφάνωφ, καθηγητής της Λογοτεχνίας και μέλος του «Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου» στην Ελβετία. Ναυαρχίδα των δημοσιεύσεων ήταν βέβαια η μελέτη του Ιβανώφ, La Question Macedonienne au point de vue historique, ethnographique et statistique, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1920 και ανακεφαλαίωνε τις βουλγαρικές απόψεις για το Μακεδονικό και για τα δίκαια της Σόφιας στην ελληνική πλέον Μακεδονία. Φυσικά, εκτός από αναφορές σε όλα τα ευνοϊκά για τις βουλγαρικές θέσεις κείμενα του ΙΘ΄ αιώνος, η έκδοση συνοδευόταν από δύο χάρτες. Ο πρώτος εκμεταλλευόταν την φιλοβουλγαρική διεθνή χαρτογραφική παραγωγή του ΙΘ΄ αιώνος, για να δώσει το μέγιστο του βουλγαρικού εθνικού χώρου και ο δεύτερος παρουσίαζε τις αντιφατικές απόψεις που είχαν αναπτυχθεί μετά το 1878 και περιόριζαν αισθητά -και αδίκως κατά τον Iβανώφ- τον χώρο αυτόν.

Ως γνωστόν, μετά από όσα είχαν προηγηθεί στον πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν στο Παρίσι οι προτάσεις του Ιβανώφ και της χώρας του, μολονότι συζητήθηκε ιταλική πρόταση για αυτόνομη Μακεδονία. Ενδεικτική της σχετικής βαρύτητος όλων των ακαδημαϊκών δημοσιευμάτων είναι η τελική παραχώρηση εδαφών στη Σερβία, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο χάρτη του Τσβίιτς, παρά το γεγονός ότι η χώρα του είχε να παρουσιάσει υποδεέστερη επιστημονική παραγωγή και κινητοποίηση. Την βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι ο Τσβίιτς, που απολάμβανε εξαιρετικής εκτιμήσεως ως επιστήμων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, κυριάρχησε στις διεργασίες της συνδιασκέψεως. Οι απόψεις του κατέστησαν δεδομένη την σερβική κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, χωρίς να αναγνωρισθεί καν βουλγαρική μειονότητα αλλά τελικά φόρτωσαν με μεγάλο άγχος τη Σερβία, που όφειλε να επαληθεύσει τους χάρτες του μεγάλου εθνογράφου, αφομοιώνοντας γρήγορα τους «Μακεδονοσλάβους». 

Οι απόψεις του Τσβίιτς, εξάλλου, δεν άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους Έλληνες. Είναι γνωστό ότι χάρτης που ετοίμασε το 1918 ο Καθηγητής Γεώργιος Σωτηριάδης, Μακεδών στην καταγωγή και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου και υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, επίσης ανεγνώριζε την ύπαρξη «Μακεδονοσλάβων» εντός της ελληνικής επικρατείας, εκεί όπου ο Κλεάνθης Νικολαΐδης έβλεπε μόνον Έλληνες. Την άποψή του αυτή δεν υιοθέτησαν άλλοι Έλληνες συγγραφείς της περιόδου και κυρίως ο βασικότερος, ο Βασίλειος Κολοκοτρώνης, διπλωματικός υπάλληλος που ανέλαβε και ανακεφαλαίωσε, όπως είχαν κάνει ο Ιβανώφ και ο Τσβίιτς, όλα τα ελληνικά επιχειρήματα και την ευνοϊκή για την Ελλάδα διεθνή ιστοριογραφία και χαρτογραφία στη μελέτη του La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique, Παρίσι 1919. Οι «Μακεδονοσλάβοι» ήταν για τον Κολοκοτρώνη σλαβόφωνοι Έλληνες.

Φυσικά, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανακατατάξεις που αυτός επέφερε στα Βαλκάνια, δεν άφησαν αδιάφορη ούτε ανεπηρέαστη την λοιπή ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα. Μερικά από τα σημαντικά έργα του παρήχθησαν ήταν του R. Seton-Watson, The Rise of Nationality in the Balkans, Λονδίνο 1917, η πρώτη μελέτη του Jacques Ancel για το Μακεδονικό L' unite de la politique bulgare 1870-1919, Παρίσι 1919 και η διατριβή του Jacob Ruchti's, Die Reformaktion Osterreich-Ungarns and Russlands in Mazedonien 1903-1908. Die Durchfuhrung der Reformen, Gotha 1918, που υποβλήθηκε αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Πράγματι, η Ελβετία είχε εξελιχθεί σε επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία ήδη από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και αυτό δεν είχε σχέση μόνο με την ειρήνη που επικρατούσε στη χώρα αλλά και με τις συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις της Σόφιας. Είναι αδύνατον να απαριθμηθούν όλες οι μεσοπολεμικές μελέτες και τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον τύπο ή σε περιοδικά όπως τα International Pressekorrespondenz, L' Europe Nouvelle, the Advocate of Peace και η Voix des Peuples. Πάντως, κάποιες εργασίες έγιναν σημαντικά βοηθήματα· ανάμεσά τους τα βιβλία του Ancel, καθηγητή πλέον της Γεωγραφίας και Ιστορίας, του Andre Wurfbain, του Weigand και άλλων. 

Επιπλέον, προέκυψε μία νέα γενεά περιηγητικών κειμένων, αναμνήσεων παλαιών και νεωτέρων και, όπως πάντα, ποτέ ουδετέρων. Οι σημαντικότεροι, λόγω των γνώσεών τους, ήταν ο Sir Robert R. Graves, ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη μετά το 1903 και ο σύγχρονός του Γάλλος αξιωματικός Leon Lamouche, που έδινε φιλοβουλγαρικές διαλέξεις χρηματοδοτούμενος από τη Σόφια, ο Edmond Bouchie de Belle, ανώτερος υπάλληλος, παλαίμαχος του Μακεδονικού Μετώπου, η Franceska Wilson και άλλοι. Κατά τον Μεσοπόλεμο άρχισε επίσης η παραγωγή σχετικών τίτλων και στις ΗΠΑ, χάρη στις ακμάζουσες βουλγαρομακεδονικές πατριωτικές οργανώσεις και τον κυριώτερο εκπρόσωπό τους, τον Κρις Αναστασώφ, Φλωρινιώτη με σπουδές στην Αμερική.

Αρκετά από αυτά τα βιβλία δικαίωναν εκ των υστέρων την Βουλγαρία, όμως για τη Σόφια, στο διπλωματικό επίπεδο, το Μακεδονικό είχε χαθεί οριστικά. Παρέμενε όμως ζωντανό ολόκληρη την μεσοπολεμική περίοδο τόσο στις προσφυγικές μνήμες όσο και στην πολιτική κονίστρα της χώρας. Για να είμαστε ακριβείς, οι βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες έγιναν ταυτόχρονα οι συγγραφείς και οι βασικοί αναγνώστες μιας εκτενούς πατριωτικής βιβλιογραφίας, που περιελάμβανε από τα απομνημονεύματα των μακεδονικών αγώνων μέχρι τις μικρές ιστορίες των οριστικά χαμένων πατρίδων τους στην ελληνική Μακεδονία. Βασικό ρόλο για την παραγωγή αυτή έπαιξε η ίδρυση του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου» το 1923, υπό την ηγεσία του Καθηγητού Ιβάν Γκιόργκωφ και δύο χρόνια αργότερα, η έκδοση του περιοδικού Μακεντόνσκι Πρέγκλεντ. Στο μεταξύ ο Λιούμπομιρ Μίλετιτς, που είχε αναλάβει την προεδρεία του Ινστιτούτου, άρχισε την έκδοση σειράς απομνημονευμάτων των βοεβόδων του Ίλιντεν. Το παράδειγμά του ακολούθησαν διάφοροι βετεράνοι, όπως ο Κρίστο Μάτωφ και ο Κρίστο Σιλιάνωφ.

Οι διεθνείς ανησυχίες των Βουλγάρων είχαν παύσει εντελώς. Ο χρόνος είχε σταματήσει γι' αυτούς στο Βουκουρέστι αλλά σε γενικές γραμμές το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες, αν και για διαφορετικούς λόγους. Το επιστημονικό τους ενδιαφέρον για την Μακεδονία και τους πληθυσμούς της υποχώρησε. Με σημαντική εξαίρεση τις διεθνούς επιπέδου εργασίες του Στέφανου Λαδά, του Χρυσού Ευελπίδη και του Αλεξάνδρου Πάλλη, που θεμελίωναν την ελληνική κυριαρχία με βάση πλέον τις ανταλλαγές των πληθυσμών, ελάχιστες άλλες μελέτες δημοσιεύθηκαν για την περιοχή και ακόμη λιγότερες για τους κατοίκους της, ειδικά τους παλαιούς. Γι' αυτούς πλέον έγραφαν οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, που αγνοούσαν πώς να χειρισθούν τις ιδιαιτερότητές τους και μεγέθυναν έτσι το κενό ανάμεσα στην εικόνα που είχε πλάσει η ιστορία και η διπλωματία και στην πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν. Από όλες τις όψεις του σύνθετου αυτού ζητήματος της αφομοιώσεως, της νέας φάσεως του Μακεδονικού, δημοσίως τουλάχιστον μία φαινόταν να μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους, η στάση τους κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.

Η ενασχόληση με το ζήτημα αυτό κινήθηκε σε τρεις άξονες: ο πρώτος συνδεόταν με τις σύντονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την δημιουργία επετηρίδος και τη συνακόλουθη ηθική και οικονομική αποκατάσταση των Μακεδονομάχων· εκπροσωπείται από σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε στο χρονικό διάστημα 1929-1931. Αν και τα περισσότερα άρθρα δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ιστορική ακρίβεια, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στο περιοδικό αυτό δημοσιεύθηκαν τόσο ημερολογιακές καταχωρήσεις όσο και άλλα ενδιαφέροντα έγγραφα, δυστυχώς μερικές φορές διασκευασμένα. Στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή των αυτοβιογραφικών μαρτυριών, θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί και μία σειρά δημοσιεύσεων στις εφημερίδες, ημερολογιακές καταχωρήσεις, αναμνήσεις και άλλες επιστολές, των οποίων δεν διαθέτουμε ακόμη ούτε μία πρώτη καταγραφή. Πολλές από αυτές δυστυχώς συνδέονταν με αλληλοκατηγορίες και διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων, τις οποίες συνεπαγόταν η καταγραφή και η ιεράρχηση των αγωνιστών σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους. Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό αυτής της ομάδος δημοσιεύσεων ο έντονος αντικομμουνισμός, λόγω της γνωστής τοποθετήσεως της Κομιντέρν για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία το 1924 αλλά και της προσδοκίας ότι συγκεκριμένες πολιτικές συμμαχίες θα ευνοούσαν την τάξη των παλαιών αγωνιστών και του τεραστίου πελατειακού τους δικτύου.

Γύρω από τον δεύτερο άξονα περιστρέφονταν βιογραφίες, αναμνήσεις και μονογραφίες που δημοσιεύθηκαν είτε ως ιστορικά βοηθήματα είτε ως λογοτεχνικά έργα. Οι επιστολές του Παύλου Μελά, οι αναμνήσεις του Νικολάου Γκαρμπολά, της Αγγελικής Μεταλλινού και του Αντώνιου Χαμουδόπουλου όπως και οι πρώτες βιογραφίες του καπετάν Κώτα, του Μελά, του Δραγούμη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σχετικά έγκυρα βοηθήματα, αφού βασίσθηκαν στη γνώση και την εμπειρία της γενιάς του Αγώνος. Στην ίδια κατηγορία θα έπρεπε να ενταχθούν τόσο οι μεσοπολεμικές ιστορίες του Γεωργίου Μόδη όσο και τα Μυστικά του Βάλτου. Οι πρώτες, κατά κανόνα, απηχούσαν πραγματικά γεγονότα που γνώριζε προσωπικά ο Μόδης, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στη δημιουργία μίας ιδιόμορφης ηθογραφίας του Αγώνος. Αλλά και αυτή η δημοφιλέστατη εργασία της Πηνελόπης Δέλτα, ως γνωστόν, βασίσθηκε σε συνεντεύξεις και ημερολόγια Μακεδονομάχων, που κατέγραψε η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη στο διάστημα 1932-1936. Έτσι αναπληρώθηκε το αρχειακό υλικό που, πιθανότατα για πολιτικούς λόγους, είχε αρνηθεί αρχικά το Υπουργείο των Εξωτερικών στη Δέλτα. Μόνον μερικά από αυτά τα απομνημονεύματα της συλλογής της είδαν το φως της δημοσιότητος μεταπολεμικά.

Πολύ πιο τυχερός από τη Δέλτα στάθηκε ο Νικόλαος Βλάχος, υφηγητής της Ιστορίας στην Αθήνα, που την ίδια εποχή, το 1932, είχε ήδη εξασφαλίσει την σχετική άδεια και εργαζόταν στο αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών. Ο ίδιος ο Βλάχος είπε ενθαρρυντικά στην Μπέλλου-Θρεψιάδη ότι η εργασία η βασισμένη σε ζωντανές αφηγήσεις Μακεδονομάχων είχε τα δικά της πλεονεκτήματα, ενώ ο ίδιος εργαζόταν αποκλειστικά με «άψυχα έγγραφα και χαρτιά». Η πορεία των γεγονότων, όπως θα φανεί, δικαίωσε την κρίση του ίσως πέρα από τις προσδοκίες του. Η μελέτη του Βλάχου Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935 θεωρείται δικαιολογημένα ως κλασικό και αξεπέραστο έργο διπλωματικής ιστορίας. 

Για τον Μακεδονικό Αγώνα ο Βλάχος αφιέρωσε περίπου 200 πυκνοτυπωμένες σελίδες, που ουσιαστικά παραμένουν ακόμη αδιάβαστες. Χρησιμοποίησε, προφανώς κατ' εξαίρεση, το αρχειακό υλικό του Υπουργείου των Εξωτερικών και μάλιστα σε βάθος, όπως και όλες τις διαθέσιμες διπλωματικές βίβλους των ενεχομένων στην κρίση χωρών. Επηρεασμένος από τις κατοπινές εξελίξεις και τις διπλωματικές αναγκαιότητες της εποχής, προσέδωσε στον Αγώνα τον χαρακτήρα ελληνοσερβικής προσπάθειας εναντίον των Βουλγάρων. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς τελικά εάν οι προτεραιότητες αυτές κατεδίκασαν το έργο του σε αφάνεια· μάλλον όχι. Πάντως, οι χρησιμότατες αλλά και τολμηρές -με τα σημερινά δεδομένα- παρατηρήσεις του, οι οποίες μας δίνουν μία γενική περιγραφή του Αγώνος χωρίς όμως να χάνονται εντελώς τα μεμονωμένα περιστατικά, αγνοήθηκαν επιδεικτικά και αυτό δεν ήταν τυχαίο, όπως θα φανεί παρακάτω.

Στην ίδια αυτή τρίτη και ισχνότατη κατηγορία, των ιστορικών βοηθημάτων, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την προγενέστερη Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Γεωργίου Ασπρέα, αφού στον δεύτερο τόμο της, που εκδόθηκε το 1930, περιέχει 20 περίπου σελίδες για τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Ασπρέας, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Εμπρός, αναφέρει ότι χρησιμοποίησε υλικό που βρήκε στο αρχείο του Καλαποθάκη και ακόμη «εκθέσεις απευθυνομένας εις το Υπουργείον των Εξωτερικών εκ των κέντρων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, εις σημειώματα και αρχεία συγχρόνων πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων και εις εμπιστευτικάς εκθέσεις αίτινες απεστέλλοντο προς τον Γεώργιον Α'». Ωστόσο, από τις γενικόλογες περιγραφές του δεν προκύπτει ότι το υλικό αυτό ήταν ιδιαίτερα πλούσιο· ουσιαστικά, η πιο σημαντική συνεισφορά του ήταν η δημοσίευση του «Οργανισμού» του Μακεδονικού Κομιτάτου. Τέλος, δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί και o τότε νεαρός δικηγόρος Γεώργιος Μόδης, ο οποίος, σε συνεργασία με τον παλαίμαχο Μακεδονομάχο Νικόστρατο Καλομενόπουλο, συνέγραψε το λήμμα «Μακεδονικός Αγώνας» για την πρώτη έκδοση της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός» (1927).

Τα δύο στοιχεία που η μεσοπολεμική βιβλιογραφία είχε κοινά με την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ο έντονος εθνικός χαρακτήρας και η εκτενής χρήση της γαλλικής σε όλες τις διεθνείς δημοσιεύσεις. Έτσι αφενός υπονομεύθηκε οριστικά το κύρος των ελληνικών δημοσιεύσεων ενώ αφετέρου όσα γράφηκαν στη γαλλική, ελάχιστα χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο. Το χειρότερο ήταν ότι και η ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών, δεν άντλησε επαρκώς ούτε από όσα γράφηκαν διεθνώς ούτε από την αντίπαλη -σλαβική ή ελληνική αντίστοιχα- βιβλιογραφία. Θεώρησε την εξιστόρηση των πολέμων, κηρυγμένων ή ακήρυκτων, νικηφόρων ή όχι, ως την καταλληλότερη μέθοδο για να στερεώσει τα κεκτημένα ή για να συγκρατήσει το φρόνημα. Το Μακεδονικό δεν αποτελούσε θέμα επιστημονικής ενασχολήσεως αλλά πατριωτικής. Αν κάθε χώρα είχε διαβάσει με προσοχή τις μελέτες των γειτόνων της και τους χάρτες τους, θα μπορούσε να βρει πολύ χρήσιμες οδηγίες για την πολιτική που θα έπρεπε να εφαρμόσει στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Αλλά καμία δεν το έκανε και η ιστορία έμελλε να επαναληφθεί ως φάρσα.

Βουλγαρική κατοχή, γιουγκοσλαβική επιθετικότητα και ελληνικές ανησυχίες, 1940-1960. Η συγκεκριμένη τροπή της μεταπολεμικής ιστοριογραφίας, δηλαδή η περαιτέρω απομάκρυνση από την ιστορική επιστήμη, έχει φυσικά την ιστορική της εξήγηση. Η βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Ανατολικής Μακεδονίας όπως και της σερβικής κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η γιουγκοσλαβική εμπλοκή στον Ελληνικό Εμφύλιο, πριν ακόμη λήξει ο πόλεμος και κυρίως η ίδρυση της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΛΔΜ) ήταν γεγονότα που επηρέασαν δραματικά την ιστοριογραφία των βαλκανικών κρατών. Η Ελλάς βρέθηκε παγιδευμένη σε ένα διπλό ιδεολογικό μέτωπο. Τον βουλγαρομακεδονικό πατριωτικό εθνικισμό, που ολοκλήρωσε στην Κατοχή τον τρίτο γύρο των συγκρούσεών του με τους Έλληνες και τους Σέρβους, ακολούθησε ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός, προϊόν της παλαιάς φεντεραλιστικής σοσιαλίζουσας πτέρυγας της ΕΜΕΟ αλλά και των σερβικών εθνολογικών θεωριών. 

Αμφότερες οι απειλές, η βουλγαρική και η γιουγκοσλαβική, δικαίωναν την αντικομμουνιστική ανησυχία του Μεσοπολέμου και επαύξαναν την τρέχουσα κομμουνιστική απειλή, στο εσωτερικό και το εξωτερικό· και το χειρότερο, και οι δύο δεν ήταν απλώς ιδεολογικές. Στο πιεστικό αυτό πλαίσιο δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για μελέτες σαν κι αυτή που είχε επιχειρήσει ο Νικόλαος Βλάχος, δεν υπήρχε χώρος για Σλαβοφώνους· χρειαζόταν αποφασιστικότητα και φανατισμός. Οι ακαδημαϊκοί και όλοι οι επιφανείς ώφειλαν να ενισχύσουν το φρόνημα, να αναπτύξουν και να διατυπώσουν απλά ιστορικά επιχειρήματα, να χρησιμοποιήσουν όσες μνήμες ήταν βολικές για να κτίσουν ισχυρά ιδεολογικά όρια, πιο ισχυρά από τα απροστάτευτα σύνορα του κράτους.

Το βάρος έπεφτε κυρίως στην «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», που από την ίδρυσή της, το 1939, είχε ως βασικό καταστατικό της σκοπό την έρευνα κάθε ζητήματος που αφορούσε τον «μακεδονικό λαό» και την «μακεδονική χώρα» (sic). Την πλαισίωναν εξάλλου πολλοί επιφανείς Μακεδόνες, αρκετοί από αυτούς με οικογενειακές πολεμικές περγαμηνές στον αντιβουλγαρικό αγώνα. Οι ισχυροί κραδασμοί της δεκαετίας αποτυπώθηκαν σε πολλές μελέτες, που διεκτραγωδούσαν και στιγμάτιζαν την βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά και τις επιπτώσεις της εμπλοκής του ΚΚΕ στο Μακεδονικό. Μερικές από αυτές άρχισαν να εμφανίζονται ήδη από τα χρόνια της Κατοχής. 

Ακολούθησαν οι εκδόσεις που ζητούσαν έμμεσα και άμεσα την αναθεώρηση των βορείων συνόρων, υπενθυμίζοντας ότι τα όρια της Μακεδονίας δεν ταυτίζονταν με αυτής της Ελλάδος και έπειτα αυτές που συνέδεαν, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, τον σλαβικό κίνδυνο με την κομμουνιστική απειλή. Μερικές προορίζονταν για εσωτερική κατανάλωση, σπανίως επιστημονικές και κυρίως πολιτικές, γραμμένες σε πνεύμα ρήξεως, χωρίς καθόλου περιθώρια ανοχής· άλλες, σύμφωνα με τα διδάγματα του παρελθόντος, γράφηκαν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες από παλαιούς και νέους επιστήμονες που πίστευαν ότι το ζήτημα της κομμουνιστικής απειλής μπορούσε να γείρει οριστικά τη ζυγαριά των εθνικών ιστορικών δικαίων σε όφελος της Ελλάδος.

Είναι ευνόητο ότι η ιστορία του Μακεδονικού Αγώνος ανέκτησε και πάλι ζωηρό ενδιαφέρον και νέο προορισμό: στην ερημωμένη μακεδονική ύπαιθρο, η αναγνώριση των θυσιών ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αναστήλωση του εθνικού αλλά ταυτόχρονα και του πολιτικού φρονήματος. Τα γεγονότα έπρεπε να γίνουν γνωστά με όλες τις λεπτομέρειές τους. Ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής, ιδιαίτερα για όσες οικογένειες είχαν πληγεί δύο ή τρεις φορές σε λιγότερο από 40 χρόνια. Εξάλλου, η αποχώρηση από την Ελλάδα όσων σλαβοφώνων Ελλήνων πολιτών είχαν καθυστερημένα μεταβάλει την εθνοτική αλλά και την πολιτική τους ταυτότητα, άφηνε πλέον ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη φραστικά οξυτέρων μελετών. 

Η Αγγελική Μεταλλινού, οι Στρατηγοί Δημήτριος Κάκκαβος, Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ο Αντώνιος Χαμουδόπουλος και ο Γιάννης Καραβίτης δημοσίευσαν τις αναμνήσεις τους οι περισσότεροι κατά τη διάρκεια και υπό το βάρος του Εμφυλίου Πολέμου. Αλλά η ανάγκη επανεξετάσεως της ένδοξης ιστορίας της περιόδου προσέκρουε πλέον σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: οι Μακεδονομάχοι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν βρίσκονταν πια εν ζωή. Η αλλαγή γενεάς δημιουργούσε ένα δυσαναπλήρωτο κενό, την στιγμή ακριβώς που το Μακεδονικό Ζήτημα επαναπροσδιορίζονταν. Το κράτος έσπευσε να καλύψει το κενό αυτό, εκκινώντας το 1951 μία προσπάθεια καταγραφής και συλλογής υλικού για την εποχή εκείνη, με σκοπό τη συγγραφή μίας επίσημης ιστορίας. Η απόφαση δεν ήταν διόλου τυχαία.

Θεωρητικώς ο μεταπολεμικός διχασμός της Ευρώπης φαινόταν να εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία. Ο αντικομμουνισμός θα επαρκούσε ίσως ως ασπίδα, κάτω από την οποία οι Έλληνες θα είχαν την πολυτέλεια να ασχολούνται με τις τοπικές ιστορίες των χωριών της Μακεδονίας και τις βιογραφίες των Μακεδονομάχων. Δεν ήταν όμως ακριβώς έτσι. Η Βουλγαρία ήταν μία ηττημένη χώρα, που ώφειλε να διαφοροποιήσει την αναθεωρητική πολιτική της, ώστε να μην απομονωθεί από τους Σλάβους ετέρους της, το Βελιγράδι και τη Μόσχα, μία τριγωνική σχέση που καθιστούσε δυσκολώτερη η ύπαρξη της ΛΔΜ. Επιπλέον, η δεξιά πτέρυγα της ΕΜΕΟ, υπό την ηγεσία του Ιβάν Μιχαήλωφ, εθεωρείτο καταρχήν επίφοβος παράγων στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας, μολονότι τελικά απεδείχθη το αντίθετο. Οι μακεδονικές οργανώσεις έπρεπε να μεταλλαχθούν, να τοποθετηθούν αντίθετα στον βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό και υπέρ της μακεδονικής εθνικής χειραφετήσεως, έστω και με πιέσεις. 

Έτσι κι έγινε. Στη θέση του περιοδικού Μακεντόνσκι Πρέγκλεντ κυκλοφόρησε το νέο περιοδικό Μακεντόνσκα Μίσιλ, προσαρμοσμένο στις νέες ιδεολογικές απαιτήσεις. Επίσης, η εφημερίδα Μακεντόνσκο Ζνάμε έπαιξε εξίσου σημαντικό ρόλο στην προώθηση της νέας πολιτικής. Τα Σκόπια προβαλλόταν ως το Πεδεμόντιο για την ενοποίηση του «μακεδονικού έθνους» όχι βέβαια χωρίς αντιδράσεις, όσο υπήρχε ακόμη αντιπολίτευση. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά. Οι Μακεδόνες δεν είχαν πλέον καμία θέση στη Βουλγαρία. Το 1947 ανεστάλη η λειτουργία του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου». Τα αρχεία του, όπως και το λείψανο του Γκότσε Ντέλτσεφ, μεταφέρθηκαν στα Σκόπια. Επίσης ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδος Mακεντόνσκα Μίσιλ και του περιοδικού Maκεντόνσκο Ζνάμε. Το χτύπημα ήταν βαρύ και μολονότι από το 1948, ως γνωστόν, η βουλγαρική πολιτική μετεστράφηκε, ωστόσο η ανάκαμψη στον χώρο της ιστοριογραφίας βράδυνε.

Το πρόβλημα, βέβαια, για τους Έλληνες δεν ήταν πλέον η Βουλγαρία. Στη Γιουγκοσλαβία, κατά την μεταπολεμική περίοδο (1945-60), μολονότι η ιστοριογραφική παραγωγή ήταν υποτονική, ωστόσο η ιδεολογική προεργασία και η βελτίωση των υποδομών ήταν σημαντικότατη και δεν περνούσε απαρατήρητη. Το 1948, πριν από το Πανεπιστήμιο του Κυρίλλου και Μεθοδίου, ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας» των Σκοπίων, με σκοπό τη συλλογή αρχειακού υλικού και απομνημονευμάτων για την καταγραφή της ιστορίας του «μακεδονικού λαού», των μειονοτήτων και των εθνικών ομάδων που ζούσαν στο εσωτερικό της δημοκρατίας. Το 1951 ακολούθησε η «Μάτιτσα να Ισελενίτσιτε οτ Μακεντόνια» [Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων], με χώρο ευθύνης κυρίως την πολιτιστική κληρονομιά. Από το 1950 έως το 1954 κυκλοφόρησε η εφημερίδα Γκλας να Εγκέιτσιτε [Η Φωνή των Αιγαιατών], επίσημο δημοσιογραφικό όργανο των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα, που αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την εκλαΐκευση της σλαβομακεδονικής ιδεολογίας. 

Στις στήλες της αφθονούσαν τα άρθρα για τα πολεμικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940, οι συσχετισμοί με το Ίλιντεν και οι βιογραφίες σλαβομακεδόνων ηρώων. Με το υλικό αυτό εκδόθηκε, το 1951 κιόλας, από το τυπογραφείο της «Ενώσεως Προσφύγων» το βιβλίο του Χρίστο Αντώνοφσκι Αιγαιακή Μακεδονία, ενώ το 1952 ξεκίνησε (όπως και στην Ελλάδα) εκστρατεία για τη συγκέντρωση υλικού για την «Μακεδονία του Αιγαίου». Την ίδια χρονιά (1952), εκδόθηκε κυβερνητική έκκληση για την παράδοση νέων απομνημονευμάτων παλαιμάχων του Ίλιντεν. Μέχρι τότε είχαν συγκεντρωθεί απομνημονεύματα από 398 άτομα, σίγουρα πολύ περισσότερα από τα αντίστοιχα των Μακεδονομάχων της Ελλάδος. Στο μεταξύ, βγήκε από το Πανεπιστήμιο η πρώτη γενεά των ιστορικών, όπου οι Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες εκπροσωπούνταν επαξίως. 

Η παραγωγή τους έγινε γνωστή κυρίως από τα άρθρα τους στο περιοδικό Γκλάσνικ. Μέσα από τις σελίδες του ο Λάζαρ Κολισέφσκι, ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ιστορικοί όπως ο Λ. Λιούμπεν, ο Σ. Ντίμεφσκι, ο Β. Μίτροφσκι, ο M. Πάντεφσκι, ο Ντ. Ζογράφσκι, ο Χρίστο Αντόνωφ-Πολιάνσκι, ο Χρ. Αντώνοφσκι, ο Γ. Τοντόροφσκι, o Η. Μπίτοσκι, ο T. Σίμοφσκι και ο Ρ. Κιριάζοφσκι άρχισαν να παρουσιάζουν μία νέα ιστορία της Μακεδονίας, αποκομμένη από τις ελληνικές και βουλγαρικές καταβολές της, με σημείο αναφοράς το «μακεδονικό έθνος» και με μέθοδο την μαρξιστική. Φυσικά, περίοπτη θέση στην ιστορία αυτή είχε το παλαιό βουλγαρικό διακύβευμα της μακεδονικής γεωγραφικής ενότητος, το οποίο επενδύθηκε με ανάλογα ιστορικά επιχειρήματα από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τυποποιήθηκε σε έναν χάρτη, που παρακολουθεί έκτοτε την πορεία της δημοκρατίας αυτής.

Φαινομενικά, ο διεθνής αντίκτυπος των εξελίξεων αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικός για τους Έλληνες. Εκ πρώτης όψεως, η φιλοσλαβική βιβλιογραφία στο Μακεδονικό περιοριζόταν σε βιβλία Σέρβων και Βουλγάρων της διασποράς και κυρίως στα βιβλία του Αναστασώφ και του Ιβάν Μιχαήλωφ, του μεσοπολεμικού ηγέτου της ΕΜΕΟ. Μελέτες νηφάλιες όπως του Καθηγητού της Γεωγραφίας Η. Wilkinson και της Elisabeth Barker, φιλελληνικές όπως του Christopher Woodhouse που κυκλοφόρησε το Μήλο της Έριδος το 1948 και βέβαια οι ελληνικές στα αγγλικά και τα γαλλικά εξισορροπούσαν απολύτως την κατάσταση. Όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Το Μακεδονικό έμπαινε αυτόνομα πλέον σε κάθε έκδοση του Βελιγραδίου για την γιουγκοσλαβική ιστορία αλλά και σε κάθε έκδοση τρίτων για την Γιουγκοσλαβία ή και τα Βαλκάνια, σε τελικό πολιτικό όφελος των Σκοπίων. Δεν ήταν πλέον μέρος μόνον της ελληνικής, της βουλγαρικής ή της σερβικής ιστορίας. Επιπλέον και η γλώσσα της χώρας αποτέλεσε διακριτό αντικείμενο των σλαβολόγων σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλη αυτή η επιστημονική παραγωγή ταξινομούνταν πλέον ως «μακεδονική».

Νέες αναταράξεις, 1960-1990: Η σλαβομακεδονική ιστοριογραφική επίθεση
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι όπως είχε συμβεί στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, έτσι και στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία η ιστορία γράφηκε καταρχήν από ανθρώπους που επεδίωκαν την προσωπική τους ιστορική δικαίωση. Πράγματι, μέχρι το 1960 ελάχιστοι από αυτούς που ασχολήθηκαν με την Μακεδονία -όχι μόνον στις βαλκανικές χώρες αλλά και στη Δυτική Ευρώπη- ήταν ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι και ακόμη λιγότεροι ήταν επαγγελματίες ιστορικοί. Δεν πρόκειται για δυσερμήνευτο φαινόμενο, αφού η ιστοριογραφική παραγωγή ακολουθούσε κατά βήμα την διπλωματία, τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Δεν υπήρχαν ακόμη ιστορικές πηγές, απλώς ανάγκη για ιστορικά επιχειρήματα που θα πλαισίωναν τις πολιτικές αποφάσεις. Οι ίδιες αναγκαιότητες βάρυναν τώρα και τα Σκόπια, μόνο που την φορά αυτή η κλίμακα ήταν διαφορετική. Επρόκειτο για την ίδια την ύπαρξη της Σοσιαλιστικής (από το 1963) Δημοκρατίας (ΣΔΜ), μέσα στο σύστημα των ομόσπονδων γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών αλλά και στο ευρύτερο πλέγμα των σχέσεων των σοσιαλιστικών δημοκρατιών με τη Μόσχα αφενός και με τις δυτικές δημοκρατίες αφετέρου.

Η αντιμετώπιση των ιστορικών εκκρεμοτήτων της νεαρής δημοκρατίας ήταν υποδειγματική. Την βοηθούσε εξάλλου η κρατούσα κοινωνική ιδεολογία, που υπαγόρευε την ιστορική μέθοδο και εξασφάλιζε την πλήρη επαγγελματική αφοσίωση στους προκαθορισμένους στόχους, η πρόοδος της ιστορικής επιστήμης και η διαθεσιμότητα των πηγών. Το Πανεπιστήμιο καταρχήν και η Ακαδημία Επιστημών μετά το 1967, σε συνεργασία με κρατικούς και ημικρατικούς εκδοτικούς οίκους, επιδόθηκαν σε μία απίστευτη σε όγκο παραγωγή ιστορίας, που φυσικά δεν μπορεί να παρουσιασθεί εδώ· ούτε μπορούν να παρουσιασθούν οι μεταπτώσεις της σε σχέση με την πορεία του Σοσιαλισμού ή τις σχέσεις των Σκοπίων με το Βελιγράδι, την Αθήνα, τη Σόφια και τη Μόσχα. Το βέβαιο είναι ότι, όσον αφορά την θεματική και τον όγκο των μελετών, σε 30 χρόνια υπερκαλύφθηκε η διαφορά με την ελληνική, τη σερβική και την βουλγαρική βιβλιογραφία, ίσως με εξαίρεση την μελέτη της αρχαίας Μακεδονίας. Στην παραγωγή αυτή και γενικά στη νέα αυτή ιστορία της ΣΔΜ η «αιγαιακή Μακεδονία» κατέλαβε περίοπτη θέση, για την οποία φρόντισε ιδιαίτερα η γενεά των νεαρών πολιτικών προσφύγων που μορφώθηκε στα Σκόπια και επάνδρωσε το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας». 

Είναι επίσης βέβαιο ότι η εκστρατεία αυτή «έπιασε τόπο» παγκοσμίως και οι λόγοι δεν ήταν μόνον πολιτικοί, η επιθυμία δηλαδή της Δύσεως να στηρίξει την πλέον ευάλωτη γωνία της Γιουγκοσλαβίας. Όπως είχε συμβεί παλαιότερα με την περίπτωση των θεωριών του Τσβίιτς, οι απόψεις των Σλαβομακεδόνων έμοιαζαν να αποτελούν έναν συμβιβασμό ή μία λύση στη διηνεκή αντιπαράθεση των υπολοίπων κρατικών ιστοριογραφιών. Άλλωστε, αποτελούσαν την εξέλιξη μίας υπαρκτής ιστοριογραφικής τάσεως που, ασχέτως εάν εξυπηρετούσε αλλοτρίους σκοπούς, είχε την δική της πορεία, όπως φάνηκε στην εργασία αυτή, από τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος. Επιπλέον, η έμφαση σε κοινωνικά και οικονομικά θέματα καθιστούσε την βιβλιογραφία αυτή συμβατότερη με νεώτερες τάσεις της διεθνούς ιστοριογραφίας και τις δημοσιευμένες πηγές της απαραίτητες στους δυτικούς μελετητές. Άλλωστε, σημαντικό μέρος των εκδοτικών προσπαθειών, ήδη από την δεκαετία του 1950, αφιερώθηκε στην έκδοση αρχειακών πηγών. Για την εύκολη γνωριμία των δυτικών επιστημόνων με την ιστοριογραφική παραγωγή ξεκίνησε, από την δεκαετία του 1960, η μετάφραση βασικών εργασιών στα αγγλικά. Από το 1971 το έργο αυτό ανέλαβε κυρίως το περιοδικό Macedonian Review, στο οποίο αναδημοσιεύονταν περιλήψεις όλων των ιστορικών μελετών που βρίσκονταν σε εξέλιξη. 

Επιπλέον, τυπώθηκαν στα αγγλικά τρεις συνοπτικές ιστορίες: του Ντράγκαν Τάσκοφσκι, The Macedonian Nation, Σκόπια 1976 από τον εκδοτικό οίκο Νάσα Κνίγκα· το έργο ομάδος επιστημόνων με επικεφαλής τον Ακαδημαϊκό Καθηγητή Μιχαήλο Αποστόλσκι, στρατηγό του αντιστασιακού στρατού με τίτλο AHistoryoftheMacedonianNation, Σκόπια 1979 από το Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας· και το γνωστότερο διεθνώς, του Στόγιαν Πριμπίσεβιτς, συνεργάτου του περιοδικού Fortune και ανταποκριτή του Time στο αρχηγείο του Τίτο, με τίτλο Macedonia its People and History, Πενσυλβάνια 1982 που βασίζεται σε μεγάλη έκταση σε επίσημες εκδόσεις της ΣΔΜ, των οποίων υιοθετεί πλήρως και τις ιστορικές ερμηνείες αλλά και την αλυτρωτική γραμμή.

Στην Ελλάδα και την Βουλγαρία, μετά το 1960 η τάση ήταν αντίθετη. Το Μακεδονικό Ζήτημα περνούσε όλο και περισσότερο στα χέρια των επαγγελματιών ιστορικών, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως οι εκλαϊκευτικές εργασίες υποχώρησαν. Στη Σόφια, παρά τις συνεχείς μεταπτώσεις στις σχέσεις με το Βελιγράδι και την πλήρη χειραγώγηση των μακεδονικών προσφυγικών ενώσεων, η παραγωγή δεν έπαυσε, κυρίως στα βουλγαρικά, στο περιοδικό Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ και λιγότερο στα γαλλικά και τα αγγλικά, μέσα από τα νεώτερα περιοδικά EtudesHistoriques και BulgarianHistoricalReview. Γνώρισε όμως ανάπτυξη μετά το 1978, όταν οι δυο κυβερνήσεις απέτυχαν να έρθουν σε έναν ιστοριογραφικό συμβιβασμό. Η πιο σημαντική από τις εκδόσεις που ακολούθησαν, ήταν ο τόμος Macedonia. Documents and Materials on the History of the Bulgarian People, που εξέδωσε την ίδια χρονιά η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, με σκοπό να διατρανώσει τον βουλγαρικό χαρακτήρα των Σλάβων της Μακεδονίας από τον Μεσαίωνα και εξής. 

Μέγα μέρος των εγγράφων του τόμου, όπως συνέβη και με την αντίστοιχη σλαβομακεδονική δίτομη έκδοση του 1985, προερχόταν από βιβλία του ΙΘ΄ αιώνος αλλά και του Μεσοπολέμου, τα οποία θεωρούνταν πλέον ως ιστορικά ντοκουμέντα. Λίγο αργότερα, στην 80ή επέτειο του Ίλιντεν, οι Παναγιοτώφ και Σόπωφ παρουσίασαν φωτοτυπική ανατύπωση μιας επιλογής μεσοπολεμικών αναμνήσεων ηγητόρων της ΕΜΕΟ που αρχικά είχε εκδώσει ο Mίλετιτς, ως διευθυντής του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου». Οι κομιτατζήδες επέστρεφαν στην ενεργό δράση.

Επέστρεψαν όμως και οι Μακεδονομάχοι. Το «Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου» (ΙΜΧΑ), αρχικά παράρτημα της «Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών», είχε αναλάβει την ελληνική μεταπολεμική ιστοριογραφία για το Μακεδονικό. Η μελέτη του Ζωτιάδη TheMacedonianControversy επανεκδόθηκε το 1961 από το Ίδρυμα, με αφορμή, προφανώς, τη νέα κρίση στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, με την προσθήκη κεφαλαίων και νέων στοιχείων για τη μεταπολεμική περίοδο. Την γραμμή της εισαγωγής νέων πηγών ακολούθησε και ο Ευάγγελος Κωφός, ένας από τους λίγους επιστήμονες που έγραψαν για την Μακεδονία συστηματικά στα αγγλικά, τις περισσότερες φορές στο νέο περιοδικό του ΙΜΧΑ BalkanStudies, που φιλοξένησε επίσης αρκετά άρθρα, κυρίως επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, για την διπλωματική ιστορία της Μακεδονίας. Η αναζήτηση αρχειακού υλικού και η πρόκληση της ΣΔΜ ευνόησε τελικά την επέκταση του ερευνητικού ενδιαφέροντος σε νέες -σχεδόν άγνωστες για τους Έλληνες- πτυχές της μακεδονικής ιστορίας, με βασικότερη συμβολή την επίτομη ιστορία της Μακεδονίας του Απόστολου Βακαλόπουλου. 

Αλλά ο Μακεδονικός Αγώνας παρέμεινε και πάλι το πλέον δημοφιλές ιστορικό κεφάλαιο, στο οποίο αφιερώθηκε πολύ περισσότερη έρευνα μέχρι το 1990. Τα απομνημονεύματα του Γύπαρη, του Δεμέστιχα, του Κώη, του Φλωριά, του Σταυρόπουλου, του Δαγκλή και άλλων σημαντικών παραγόντων του Αγώνος ήλθαν στο φως της δημοσιότητος, ενώ νέα περιοδικά, όπως η Μακεδονική Ζωή, τα Χρονικά της Χαλκιδικής και άλλα επαρχιακά, πολλαπλασίασαν τους τίτλους για την μικροϊστορία, τα πρόσωπα, τα χωριά και τα περιστατικά. Αποκορύφωμα της τάσεως αυτής μπορούν να θεωρηθούν δύο μελέτες: ο Μακεδονικός Αγών 1903-1908 του Άγγελου Ανεστόπουλου, υπαξιωματικού της Χωροφυλακής, που εξέδωσε σε δύο τόμους (Θεσσαλονίκη 1965-1969) την δράση εκατοντάδων Μακεδονομάχων σε πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας και Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη μακεδονική ιστορία του Γεωργίου Μόδη, Θεσσαλονίκη 1967, όπου συμπυκνώθηκαν όλες οι προσωπικές εμπειρίες και οι λεπτομερείς γνώσεις του από τον Αγώνα. Το 1979, μετά από 25 χρόνια προσπαθειών, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού εξέδωσε την μελέτη της με τίτλο Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, όπως είχε αποφασισθεί το 1964. Στο μεταξύ, είχε ήδη κυκλοφορήσει το βιβλίο του Douglas Dakin από το ΙΜΧΑ στα αγγλικά αλλά και αυτό του Παύλου Τσάμη, από την ΕΜΣ. Τέλος, το 1984 το ΙΜΧΑ, με την ευκαιρία του εορτασμού των ογδόντα χρόνων από την έναρξη του αγώνος για την Μακεδονία, εξέδωσε εκ νέου, έναν χρόνο μετά τη Σόφια, απομνημονεύματα κορυφαίων αγωνιστών σε δύο τόμους.

Προκαλεί πάντως έκπληξη το γεγονός ότι ελάχιστες και αόριστες είναι οι αναφορές στα βιβλία αυτά του Μακεδονικού Αγώνος για τις κατοχικές εξελίξεις του Μακεδονικού· απουσιάζουν δε παντελώς οιεσδήποτε νύξεις για τα μεταπολεμικά γεγονότα. Το ίδιο χαρακτηρίζει και τις σημαντικότερες μακεδονικές μελέτες του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου της δεκαετίας του 1980 αλλά και αυτή την μεγαλειώδη έκδοση Μακεδονία 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (Αθήνα 1982), όπου μόνον δύο σελίδες περιγράφουν τις εξελίξεις από το 1940 και εξής. Η απουσία αυτής της συνδέσεως του Μακεδονικού Αγώνος και της μακεδονικής ιστορίας γενικότερα με τις σύγχρονες εξελίξεις του Μακεδονικού Ζητήματος, μιας συνδέσεως που ουσιαστικά είχε πυροδοτήσει την μεταπολεμική μακεδονολογία στην Ελλάδα, ερμηνεύεται, νομίζω, πλήρως. Πρέπει καταρχήν να ληφθεί υπόψη ότι η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα εμπόδιζε την επιστημονική ενασχόληση με ένα θέμα που συνδεόταν στενά με δυσάρεστες όψεις της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. 

Ήταν ένα ευαίσθητο θέμα για μεγάλη μερίδα πολιτών. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η δυσχερής διπλωματική θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια, αμέσως μετά την μεταπολίτευση και την τραγική εξέλιξη του Κυπριακού. Το Μακεδονικό, όσον αφορούσε την Αθήνα, ήταν «στο συρτάρι» και θα αγωνιζόταν σθεναρά να το κρατήσει σφαλισμένο εκεί. Τελικά, πάνω από 30 χρόνια μελετών και δημοσιεύσεων χαρακτηρίζονταν από την εξής αντίφαση: ενώ γράφηκαν στον απόηχο των γεγονότων της δεκαετίας του 1940 και στο πλαίσιο των νέων διπλωματικών και επιστημονικών διαφορών της Ελλάδος και των βορείων γειτόνων της, ωστόσο εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο τις εντόπιες συναισθηματικές ανάγκες: την ενσωμάτωση του Μακεδονικού Αγώνος στην εθνική ιστορία, με τελικό σκοπό την ανύψωση του ηθικού και την τόνωση του εθνικού φρονήματος των Μακεδόνων, σαν να υπήρχε διαπιστωμένη υστέρηση. Ελάχιστες ήταν οι μελέτες στην ελληνική γλώσσα, που αναφέρονταν ρητά στη ΣΔΜ ως πολιτιστική, διπλωματική ή ιδεολογική απειλή. Για πολλά χρόνια, για το ευρύτερο ελληνικό κοινό η απειλή στο Μακεδονικό ήταν η Σόφια και όχι τα Σκόπια.

Το αντίθετο φαινόμενο παρουσιάσθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Όπως πριν, έτσι και μετά το 1960 το Μακεδονικό αντιμετωπίσθηκε κυρίως ως ένα πρόβλημα ασφαλείας Ανατολής και Δύσεως. Ήταν απαραίτητο κεφάλαιο όσων βιβλίων μελετούσαν την μεταπολεμική βαλκανική σκηνή, είτε ως μέρους του κομμουνιστικού κόσμου είτε ως μέρους της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Βασικά ήταν ένα ενδοσλαβικό πρόβλημα, μία άποψη που τελικά επεκτάθηκε και στην ιστορία, αφού οι περισσότεροι βαλκανιολόγοι δεν είχαν κάποιο λόγο να γνωρίζουν ελληνικά ή να προστρέχουν στις ελληνικές πηγές. Μέσα στη δεκαετία του 1970, εκδηλώθηκε επιστημονικό ενδιαφέρον και για την διαμόρφωση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, τόσο από ιστορικής όσο και από γλωσσολογικής απόψεως. Έκαναν επίσης την εμφάνισή τους οι πρώτες μελέτες δυτικών κοινωνικών ανθρωπολόγων στον χώρο της ελληνικής Μακεδονίας, που ήταν ακόμη η μοναδική προσπελάσιμη γι' αυτούς. Σε γενικές πάντως γραμμές, μολονότι στη δυτική ιστοριογραφία οι παραπομπές σε ελληνικές μελέτες ήταν σπάνιες, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί, από την άλλη, ότι η διεθνής αυτή παραγωγή μέχρι το 1990 είχε αφομοιώσει την τεράστια σλαβομακεδονική ιστοριογραφία. 

Η ΣΔΜ, ως χώρα και ως σλαβικός λαός, είχε ενσωματωθεί πλήρως μέσω της γιουγκοσλαβικής κυρίως οδού, αλλά ήταν εμφανές ότι από απόψεως ιστορικού προβληματισμού ο βουλγαρικός μεσοπόλεμος και η κομμουνιστική παράμετρος ήταν ίσως πιο δημοφιλή θέματα. Σε κάθε περίπτωση, ασχέτως των διλημμάτων που έθετε η βιβλιογραφία και οι πηγές για την προέλευση των συγχρόνων «Μακεδόνων», οι επιστήμονες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις διεθνείς σχέσεις και τις επιπλοκές του ζητήματος παρά για τις ταυτότητες και την διαμόρφωσή τους.

Επιλογικά

Η ίδρυση ανεξαρτήτου μακεδονικού κράτους, της ΠΓΔΜ, και η ταυτόχρονη μεταπολίτευση στην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, προκάλεσε την αναζωπύρωση της μακεδονικής βιβλιογραφίας, αλλά οι ρόλοι τώρα ήταν αντεστραμμένοι. Η Βουλγαρία, όπου το 1991 επαναλειτούργησε το «Μακεδονικό Επιστημονικό Ινστιτούτο» και κυκλοφόρησε εκ νέου το Maκεντόνσκι Πρέγκλεντ, επανέλαβε την μακεδονική της παραγωγή, την φορά όμως αυτή με ελλιπέστατη πρόσβαση στη δυτική επιστημοσύνη. Αποκομμένη για χρόνια από την κυρίαρχη αγγλοσαξωνική βιβλιογραφία και χωρίς την οικονομική άνεση των μεταφράσεων, παρέμεινε για τουλάχιστον μία δεκαετία αδύναμη να επηρεάσει την διεθνή ιστοριογραφία· αλλά τελικά φαίνεται να επανέρχεται με μία νέα γενεά ιστορικών, που αντιμετωπίζουν κριτικά την εθνική ιστοριογραφία τους. Στην ΠΓΔΜ, δε χρειαζόταν τίποτε παραπάνω από όσα είχαν ήδη γίνει. Το έργο είχε ολοκληρωθεί πολύ πριν κι όσα νέα κεφάλαια προστέθηκαν μετά το 1991, ήταν επαναλήψεις. 

Είναι πολύ νωρίς ακόμη και σήμερα (2005) να περιμένει κανείς σημαντικές ρήξεις στην ιστοριογραφία της, με δεδομένη την πολιτική και διπλωματική θέση της χώρας. Στην Ελλάδα, οι τάσεις ήταν και είναι ακόμη διχασμένες. Μία πλευρά φαίνεται ότι αποδέχεται πλέον την σλαβική βιβλιογραφική γραμμή -την σλαβομακεδονική κι όχι τη βουλγαρική- ενώ μία άλλη συνεχίζει την παράδοση του ανένδοτου αγώνος των ιστορικών δικαίων. Μία τρίτη αναγνωρίζει τη συνθετότητα ενός ζητήματος που έχει αναμιχθεί αξεδιάλυτα με την βιβλιογραφία του και έχει πολιτικοποιηθεί εν τη γενέσει του αλλά βάλλεται αμφοτέροθεν, γιατί δεν μπορεί να συμφωνήσει μεθοδολογικά με τις άλλες δύο. Θα έλεγε κανείς πως η σκηνή θυμίζει Μεσοπόλεμο. 

Η διάσπαση οφείλεται εν πολλοίς στην ασυμφωνία για τη χρήση νέων μεθοδολογικών εργαλείων που έχουν εισαχθεί από νέους επιστημονικούς χώρους αλλά και στην επιλογή οπτικής γωνίας. Πράγματι, όπως και σε άλλες χρονολογικές περιόδους, η δυτική οπτική υπαγόρευσε την χαρτογράφηση και την περιχαράκωση των εθνοτήτων ή την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. έτσι, μετά το 1990, ενεθάρρυνε την μελέτη και την προστασία των εθνοτικών ομάδων και των πολιτισμικών ταυτοτήτων τους. Ίσως η μόνη διαφορά είναι ότι αυτήν τη φορά η δυτική επιστημονική παραγωγή γύρω από το Μακεδονικό, στην οποία, λόγω της γιουγκοσλαβικής κρίσεως, επενδύθηκε εκτενής ακαδημαϊκή έρευνα, προσέλαβε σχεδόν ρυθμιστικές διαστάσεις, που όμως επηρέασαν περισσότερο την Ελλάδα, λιγότερο τη Βουλγαρία και ελάχιστα -ακόμη- την ΠΓΔΜ.

Δεν πρόκειται όμως για κάτι αξιοπερίεργο. Ανέκαθεν η αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής στο Μακεδονικό ήταν συναρτημένη από την διπλωματική συγκυρία κι όχι από την ποιότητα ή την ποσότητά της. Γι' αυτό οι Βούλγαροι πέτυχαν να κινητοποιήσουν τους φιλελεύθερους Βρετανούς στις αρχές του αιώνος αλλά όχι στη δεκαετία του 1920, αν και τα ανθρωπιστικά τους επιχειρήματα δεν ήταν κατώτερα. Γι' αυτό, στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όλοι παραδέχονταν τον «μακεδονισμό» ως ένα μέσο για την επέκταση του Κομμουνιστού Τίτο αλλά, λίγα χρόνια αργότερα, αποδέχονταν ανενόχλητοι την αυτόνομη εθνολογική ύπαρξη της ΣΔΜ. Για τον ίδιο λόγο, τα πολιτισμικά δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων προκαλούν το ενδιαφέρον και των Ελληνομακεδόνων ή των Βουλγαρομακεδόνων την αδιαφορία. Λόγω αδυναμίας μεθοδολογικής συγκλίσεως μεταξύ των χωρών, των επιστημονικών σχολών αλλά και των αντιφάσεων των ιστορικών περιόδων της βιβλιογραφίας, είμαστε αναγκασμένοι να καταλήξουμε σε μία τέτοια αγνωστικιστική προσέγγιση του Μακεδονικού, που όμως είναι πιο λειτουργική και βολική για όλους.

Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να επισημανθούν μερικοί παράγοντες που ευνοούν αντί της εξελίξεως, την ανακύκλωση της βιβλιογραφίας. Η γλώσσα είναι ο πιο σημαντικός παράγων. Ό,τι έχει γραφεί στα ελληνικά ή στις σλαβικές γλώσσες, πηγές ή βοηθήματα, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στην δυτική επιστημοσύνη ίσως με εξαίρεση τους ελληνιστές, τους Γερμανούς βαλκανιολόγους ή τους σλαβολόγους γενικά. Όμως κι αυτοί εκ των σπουδών τους, της εθνικότητος και των πηγών τους, τελικά δεν μπορούν να διαφύγουν από την ιδεολογική τους αφετηρία. Έτσι, στην Ελλάδα δεν έχει γίνει κατανοητό ακόμη και σήμερα το χρονικό βάθος και η έκταση των προβληματισμών για την αυτονομία της Μακεδονίας. Ακόμη και οι μελέτες στα γαλλικά, που αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι της περί του Μακεδονικού βιβλιογραφίας, παραμένουν ανεκμετάλλευτες στη Βρετανία, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία και το ίδιο ισχύει δυστυχώς και για την γερμανική βιβλιογραφία. Αντίθετα, ό,τι γράφηκε ή γράφεται ή μεταφράζεται στα αγγλικά, είναι επένδυση που εξαργυρώνεται απεριόριστες φορές ασχέτως ποιότητος. Η αδυναμία, λοιπόν, συγκρίσεως ευνοεί την άκριτη αποδοχή απόψεων. 

Ο δεύτερος παράγων είναι ο τεράστιος όγκος της συσσωρευμένης βιβλιογραφίας. Η αδυναμία υπερβάσεώς της ευνοεί την επιλογή εκείνων μόνο των βιβλίων, κειμένων, παραπομπών, στατιστικών και χαρτών, που θα επαληθεύσουν μία υπόθεση εργασίας ή ταιριάζουν με τον ιδεολογικό εξοπλισμό των ερευνητών. Αυτοί, οι ερευνητές, αποτελούν τον τρίτο παράγοντα της ανακυκλώσεως. Μέσα από την παρουσίαση της βιβλιογραφίας που προηγήθηκε, φάνηκε καθαρά ο σημαντικός ρόλος που έπαιξαν οι πολιτικοί και κάθε είδους ακτιβιστές για την διαμόρφωση της ιστοριογραφίας του Μακεδονικού. Ξεχωριστή ήταν η θέση της διασποράς και της προσφυγιάς, είτε επρόκειτο για Βούλγαρους σπουδαστές στην Ελβετία, Μοναστηριώτες στη Θεσσαλονίκη, «Αιγαιάτες» στα Σκόπια ή Καστοριανούς στη Σόφια, στις ΗΠΑ ή στο Περθ. Εναλλακτικά χρησιμοποιήθηκαν επίσης ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι, ως άλλοθι όμως αντικειμενικότητος για την επικύρωση στατιστικών και χαρτών παρά ως φορείς βαθυτέρας γνώσεως.

Η πρόοδος της τεχνολογίας και ειδικά η χρήση του διαδικτύου είναι η καλύτερη εγγύηση ότι η βιβλιογραφική ανακύκλωση του Μακεδονικού θα συνεχισθεί για όσον καιρό η ιστορία θα αποτελεί σημαντικό διακύβευμα για την βαλκανική πολιτική και για τον αυτοπροσδιορισμό των λαών της περιοχής. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν θα λείψουν κάθε είδους φορείς και πρόσωπα που θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους προς αυτή την κατεύθυνση. Ανέκαθεν πολιτικοί και καθηγητές διαμόρφωναν θεωρίες, τις οποίες παρέδιδαν στους διδασκάλους, τους κληρικούς και άλλους προθύμους αποστόλους για να τις εμπεδώσουν στους πληθυσμούς της Μακεδονίας ενώ οι διπλωμάτες, με τη σειρά τους, αναμετέδιδαν την απήχηση των θεωριών για να χαρτογραφηθούν τα αποτελέσματα. 

Οι δυνατότητες να προχωρήσει κανείς πέρα από το πλαίσιο αυτό είναι πράγματι περιορισμένες, γιατί ακόμη και η δημιουργία των ιστορικών πηγών, τουλάχιστον μέσα στον ΙΘ΄ αιώνα, είναι συναρτημένη με τα ζητούμενα της πολιτικής. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να δούμε την Μακεδονία με τα μάτια ενός γεωργού ή ενός κτηνοτρόφου του ΙΗ΄ αιώνος και είναι ελάχιστα κι αυτά που γνωρίζουμε για την ιδιωτική ματιά ακόμη και των μορφωμένων ανθρώπων του ΙΘ΄ ή και του Κ΄ αιώνος. Δεν υπάρχουν κείμενα απαλλαγμένα από πολιτική σκοπιμότητα. Ακόμη και για αυτήν τη διαμόρφωση της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστό μόνο το ανώτερο επίπεδο, παρά η καθ' εαυτή διαδικασία λήψεως αποφάσεων και οι συζητήσεις που προηγούνταν. 

Μένουμε έτσι με μία εικόνα, η οποία αναδεικνύει τις αντιπαραθέσεις, τις κρίσεις και τα ακραία φαινόμενα παρά τους τρόπους, με τους οποίους η κοινωνία τα ξεπερνούσε. Αυτό όμως τελικά δεν αποτελεί στρέβλωση αλλά την ουσία του Μακεδονικού Ζητήματος. Πολιτική και ιδεολογία παράγονταν πάντοτε εκτός της περιοχής και κατόπιν εισάγονταν με γοργώτερους ρυθμούς από ότι η κοινωνία μπορούσε να αφομοιώσει, για να διαχυθούν από πάνω προς τα κάτω. Πώς μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε μία ιστορική προοπτική αντεστραμμένη από κάτω προς τα πάνω;
_________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: