23 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

1. Η διεκδίκηση της οθωμανικής κληρονομιάς στην Ευρώπη.

Από την στιγμή που η λέξη «Ελλάς» κρίθηκε ως η καταλληλότερη ονομασία για το σύγχρονο κράτος των Ρωμιών, το ζήτημα της Μακεδονίας -στη θεωρία τουλάχιστον- είχε κριθεί. Η ιστορική γεωγραφία -κατά το γνωστό απόσπασμα του Στράβωνος- έθετε τη γη του Αλεξάνδρου εντός της Ελλάδος αλλά στην πράξη βέβαια το ζήτημα δεν απασχολούσε άμεσα τους Έλληνες. Οι εδαφικές φιλοδοξίες τους δύσκολα ξεπερνούσαν τον Όλυμπο. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, ελλείψει ανταπαιτητών του χώρου, ήταν άκαιρος· η ιστορική γνώση για την πορεία τους κατά τους Μέσους Χρόνους ήταν νεφελώδης· η αλλοφωνία δεν ξάφνιαζε κανέναν και η ομοδοξία ήταν μεν αναγκαία αλλά πάντως απολύτως επαρκής συνθήκη για να ενταχθεί κανείς στο ελληνικό έθνος.

Αν υπήρχε προβληματισμός για την Μακεδονία και τους κατοίκους της, αυτός εντοπιζόταν σαφώς στον σλαβικό χώρο και μάλιστα στο πλαίσιο της βουλγαρικής εθνικής αναγεννήσεως και των σχέσεών της με τη Ρωσία αφενός και την Σερβία αφετέρου. Πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1822, ο Βουκ Κάραζιτς, ο εξέχων Σέρβος φιλόλογος και εθνογράφος, συμπεριέλαβε σε έκδοσή του, ως βουλγαρικά, σλαβικά δημοτικά τραγούδια από το Ράζλογκ. Το 1829, ο Ουκρανός Γιούρι Βενέλιν στη μελέτη του Οι αρχαίοι και νεότεροι Βούλγαροι και οι πολιτικές, εθνογραφικές, ιστορικές και θρησκευτικές τους σχέσεις με τη Ρωσία ταξινόμησε κι αυτός ως Βουλγάρους τους κατοίκους της Μακεδονίας. 

Το 1842 ο Τσέχος γεωγράφος Π.Σαφάρικ, που έζησε στο Νόβι Σαντ αλλά δεν ταξίδεψε ποτέ στα Νότια Βαλκάνια, παρουσίασε τον εθνογραφικό του χάρτη, προϊόν εργασίας είκοσι ετών, όπου οι Βούλγαροι κατελάμβαναν τεράστια περιοχή από την Δοβρουτσά μέχρι την Αχρίδα και την Θεσσαλονίκη. Λίγο αργότερα (1844-45), βρέθηκε στη Βόρεια Μακεδονία ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καζάν Βίκτορ Γριγόροβιτς, πολύ πριν φθάσει στα μέρη αυτά η Μεγάλη Ιδέα που γεννιόταν μόλις την ίδια εποχή στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η επαφή του με τον Δήμηταρ Μιλαντίνωφ στην Αχρίδα ήταν καθοριστική για την στροφή του τελευταίου καθώς και του αδελφού του Konstanin, στη συλλογή σλαβικών δημοτικών τραγουδιών. 

Εκδόθηκαν το 1861 ως Βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια με την επιχορήγηση του διακεκριμένου υποστηρικτού της Νοτιοσλαβικής Ιδέας, Καθολικού Επισκόπου Strossmayer, σε μία εποχή που η ιδέα αυτή δεν απέκλειε τους Βουλγάρους. Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο νωρίτερα (1860), είχε εκδοθεί στο Βελιγράδι το παρεμφερές έργο του Στέφαν Βέρκοβιτς, απεσταλμένου του σερβικού κράτους στις Σέρρες, Δημοτικά τραγούδια των Μακεδονο-Βουλγάρων της Μακεδονίας. Ακολούθησε το 1867 η υποβολή από τον ίδιο στην εθνογραφική έκθεση της Μόσχας του διαβοήτου «Άσματος του Ορφέως», το 1868 η μελέτη του Περιγραφή της ζωής των Μακεδονο-Βουλγάρων και το 1874 η έκδοση στα γαλλικά της Veda Slave, του γνωστού πλαστού πομακικού έπους των 250.000 στίχων. 

Η άνοδος του ρωσικού πανσλαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1860, κατέστησε προφανές ότι η φιλοβουλγαρική εργασία του Βέρκοβιτς ελάχιστα εξυπηρετούσε το Βελιγράδι, το οποίο ανέπτυξε νέο κύκλο ερευνών και θεωριών με πρωταγωνιστή τον σλαβολόγο Καθηγητή Μίλος Μιλόγεβιτς. Στον δρόμο που είχε ανοίξει ο Βέρκοβιτς για την κατάκτηση της αρχαίας Θράκης, ο Μιλόγεβιτς προσπάθησε να αποσυνδέσει τους Μακεδόνες από τους Βουλγάρους και να τους συνδέσει με την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, το ισχυρότερο επιζόν σύμβολο της αρχαιότητος. Ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η αποσύνδεση αυτή ήταν επιτακτική ανάγκη. Πάντως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν εμφανές ότι οι προσπάθειες καταγραφής της μακεδονικής ιστορίας και της σλαβομακεδονικής γλώσσης καθώς και της εντάξεώς τους στο αδιαμόρφωτο πλαίσιο είτε της σερβικής είτε της βουλγαρικής φιλολογίας δημιουργούσαν προστριβές και προβληματισμούς τοπικιστικού χαρακτήρος.

Ο προβληματισμός δεν ήταν μόνον σλαβικό προνόμιο. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, εξίσου προβληματισμένη ήταν και η Δύση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του μεγάλου ασθενούς, μέγα μέρος της οποίας ήταν η Μακεδονία. Ήταν μία περιοχή πλούσια σε πρώτες ύλες, σιτηρά και βαμβάκι, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για τις δυτικές αγορές στις περιόδους των πολεμικών κρίσεων (1853-56, 1861-65 και 1877-78). Ενδεικτική ήταν η διερευνητική αποστολή του Γάλλου εξερευνητή Guillaum Lejean, εντεταλμένου της κυβερνήσεώς του, που οδήγησε στην έκδοση εθνογραφικού χάρτου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το 1861. 

Η Μακεδονία λοιπόν ανακαλύφθηκε ξανά μέσα από τα κείμενα των περιηγητών μίας νέα γενεάς, που περιελάμβανε την Mary Walker και τον αυστριακό διπλωμάτη και εθνογράφο Georg von Hahn, την Georgina Mackenzie και την Adelina Irby, τη Lady Blunt, τη σύζυγο του διπλωμάτη Sir John Blunt, τον αρχαιολόγο Leon Heuzey, μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, τον αντισυνταγματάρχη James Baker που διέσχισε την Μακεδονία το 1874, τον Valentine Chirol, ανταποκριτή της εφημερίδος Levant Herald το 1880 αλλά και τον πολυγραφότατο Leon Hugonnet, που το 1886 δημοσίευσε το βιβλίο του για την «άγνωστη Τουρκία», στην οποία συμπεριελάμβανε και την Μακεδονία. 

Τα κείμενα αυτά απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν επιστημονικές πραγματείες ή έστω αμερόληπτες παρατηρήσεις. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι κυρίες Mackenzie και Irby επηρεάσθηκαν σφοδρά από τον επαναστάτη Γκιόργκι Ρακόφσκι και έτσι βρήκαν στη Μακεδονία μία τεράστια Βουλγαρία, που περιελάμβανε όχι μόνον ολόκληρο τον σλαβόφωνο πληθυσμό της αλλά και αυτή την Θεσσαλονίκη. Σε γενικές πάντως γραμμές, η ανάδειξη του σλαβικού χαρακτήρος της Μακεδονίας, με τεκμήριο την ομιλία, ήταν μία χρήσιμη υποθήκη για τα βουλγαρικά δίκαια, λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητος που θα αποκτούσε σύντομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η βουλγαρική υπόθεση. Ήταν επίσης η βάση, πάνω στην οποία κτίσθηκε σημαντικό μέρος της κατοπινής χαρτογραφικής παραγωγής.

Στην Ελλάδα, η έρευνα και το ενδιαφέρον για την Μακεδονία στην αρχή ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση του Μαργαρίτη Δήμιτσα, βλαχόφωνου από την Αχρίδα που διετέλεσε σχολάρχης στο Μοναστήρι, την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα. Αφού ξεπέρασε τις πρώιμες απόψεις του περι «ελληνομακεδονισμού», τις φιλοδοξίες του να γράψει την ιστορία του «μακεδονικού έθνους» και απέτυχε στη γλωσσική κάθαρση της Μακεδονίας, αφιερώθηκε τελικά με περισσότερη επιτυχία στην κάθαρση του ελληνικού παρελθόντος από τους Σλάβους. Αρχικά δεν είχε, όμως, και πολλούς συμπαραστάτες. Στους ελαχίστους Έλληνες που ασχολήθηκαν σοβαρά με την Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Κρίση και την αναμόρφωση των συνόρων του 1878, συγκαταλέγονται καταρχήν ο Παπαρρηγόπουλος, που το 1865 είχε τελειώσει πλέον τον δεύτερο τόμο της μεγάλης ιστορίας του, όπου και τα κεφάλαια της Αρχαίας Μακεδονίας και ο Ιωάννης Γ. Βασματζίδης, συγγραφέας της εθνογραφικής διατριβής Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες προ της των Δωριέων καθόδου, Μόναχο 1867. Όλοι τους αρχαιολογούσαν αθεράπευτα.

Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), το εκδοτικό ενδιαφέρον εντάθηκε. Οι αθηναϊκές εφημερίδες (όπως και οι ελληνικές της Κωνσταντινουπόλεως) πλημμύρισαν από επιστολές αγωνίας τόσο από την Ανατολική Ρωμυλία όσο και από την Μακεδονία, όπου η Εξαρχία είχε αρχίσει να διεισδύει. Όμως, παρά τον θόρυβο, ήταν αργά για να καλυφθεί το επιστημονικό κενό για την εθνογραφική σύνθεση της νεώτερης Μακεδονίας. Στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1876, με πρόταση του Κόμη Ιγκνάτιεφ χρησιμοποιήθηκε ο νεόκοπος (1876) εθνογραφικός χάρτης του Γερμανού Heinrich Kiepert πιθανότατα σε συνδυασμό με στοιχεία του Βέρκοβιτς. Όπως φάνηκε, τα ελληνικά επιχειρήματα για την αρχαιότητα δεν ήταν επαρκή, γι' αυτό η Αθήνα επιδόθηκε σε συστηματικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή τριών φιλελληνικών χαρτών, του Edward Stanford, του A. Synvet και του F. Bianconi. Ο πρώτος, είχε βασισθεί σε στοιχεία που προώθησε στον Άγγλο γεωγράφο ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» μέσω του Ιωάννη Γενναδίου, του Έλληνα επιτετραμμένου στο Λονδίνο. Τα ίδια στοιχεία έθεσε υπόψη του Kiepert ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, ζητώντας και πετυχαίνοντας να αναθεωρήσει μερικώς την έκδοση του 1876. 

Ο δεύτερος χάρτης εκπονήθηκε από τον Α. Synvet, καθηγητή της Γεωγραφίας στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. O Bianconi, Γάλλος μηχανικός των οθωμανικών σιδηροδρόμων, βάσισε τον δικό του χάρτη στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. Η συχνή αναφορά των μη Μουσουλμάνων ως Ρωμιών και η ταύτιση των απανταχού Ρωμιών με τους Έλληνες ευνοούσε αφάνταστα την Αθήνα. Ουσιαστικά και στους τρεις χάρτες Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι ταξινομούνταν ως Έλληνες. Γι' αυτό και προσκομίσθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). Μαζί προσκομίσθηκε και ο χάρτης του Karl Sax, παλαιού προξένου της Αυστρίας στην Αδριανούπολη. Ο Sax, με βάση τις διπλωματικές πηγές που είχε στη διάθεσή του, περιόρισε την βουλγαρική υπεροχή στη Μακεδονία, διακρίνοντάς τους σε Σερβο-βούλγαρους (στα βόρεια της Νίς) καθώς και σε Εξαρχικούς, Πατριαρχικούς, Ουνίτες και Μουσουλμάνους Βούλγαρους (Πομάκους).

Στο πλαίσιο της ανακινήσεως των μακεδονικών ενδιαφερόντων των Αθηνών, που ακολούθησε την ίδρυση των Ηγεμονιών της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας, δύο από τους πιο ικανούς «εφημεριδογράφους» της εποχής εξέθεσαν τις σκέψεις τους εκτενέστερα: ο τότε βουλευτής Αθανάσιος Παπαλουκάς Ευταξίας, συγγραφέας της μελέτης Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία (1880) και ο εκδότης της εφημερίδος Σφαίρα Ιωάννης Καλοστύπης, που δημοσίευσε το πόνημα Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική (1886). Αμφότεροι είχαν ζήσει και υπηρετήσει στη Μακεδονία κατά την δεκαετία του 1870 και προσέβλεπαν στην ένωση αυτή ως τη λύτρωση της Ελλάδος από την εδαφική, την οικονομική αλλά και την ιδεολογική της ασφυξία. 

Αμφότεροι όριζαν γεωγραφικά την Μακεδονία με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο και αυτό ήταν ευεξήγητο. Η μελέτη του Καλοστύπη, που την είχε αφιερώσει στο έφηβο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν ουσιαστικά η απάντηση στην έκδοση του Ατανάς Σόπωφ, γραμματέως της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, που με το ψευδώνυμο Οφέικωφ επανέφερε το ζήτημα των ορίων της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας είχε επαληθεύσει τις ανησυχίες όλων με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. 

Ο Νικόλαος Σχινάς, αξιωματικός και μηχανικός με γαλλική παιδεία, ανέλαβε να κάνει μία επιτόπια κατόπτευση και παρήγε την εντυπωσιακή σε λεπτομέρεια τρίτομη έκδοση Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Αθήνα 1887. Οι πληροφορίες του θα ήταν εξαιρετικής σημασίας δέκα χρόνια πριν. Όμως τέτοιου είδους μελέτες δεν ήταν πλέον οι κατάλληλες για να εξουδετερώσουν όσα έγραφαν «δημοσιολόγοι, πινακογράφοι και δημοσιογράφοι», τους οποίους ο Καλοστύπης έψεγε -δικαιολογημένα- ότι αντλούσαν πληροφορίες από ύποπτες πηγές.

Πραγματικά, μετά την αυτονομία, το βουλγαρικό επιστημολογικό ενδιαφέρον για την Μακεδονία κινήθηκε σε δύο επίπεδα. Εντός της ηγεμονίας το ισχυρό μακεδονικό λόμπυ, οργανωμένο σε συλλόγους, ανέπτυξε ποικίλα έντυπα που εξέθεταν το αίτημά του για αποφασιστικές κινήσεις στη Μακεδονία. Το 1880 η εφημερίδα Μακεδόνετς,, με εκδότη τον Ν.Ζίφκωφ από το Ρούσε, πρότεινε ανοιχτά την αποστολή όπλων. Στην ίδια πόλη κυκλοφόρησε το 1888 η εφημερίδα Μακεντόνια του Κόστα Σάχωφ, του οποίου οι ιδέες θεωρούνται ως οι ιδεολογικές καταβολές της ΕΜΕΟ. Την εφημερίδα Λόζα κυκλοφόρησε στη Σόφια το 1891 μία ομάδα νέων που επιθυμούσαν την αναζωογόνηση της σλαβομακεδονικής διαλέκτου και την «αφύπνιση» των Μακεδόνων. 

Ακολούθησε το 1893 η Γιουγκοζάπαντνα Μπαλγκάρια [Νοτιοδυτική Βουλγαρία] και την ίδια χρονιά ο Σάχωφ κυκλοφόρησε, στη θέση της απαγορευμένης λόγω οθωμανικών διαμαρτυριών Μακεντόνια, την «Μακεδονική Φωνή» (Μακεντόνσκι Γκλας), που ζητούσε την ίδρυση μιας οργανώσεως για να αναλάβει την υπόθεση της Μακεδονίας. Ήταν λίγες μόνον ημέρες πριν από την ίδρυση της ΕΜΕΟ στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν έμενε αργή. Την εποχή αυτή ανατέθηκε από το Υπουργείο Στρατιωτικών στον Γιόρτσε Πετρώφ, μελλοντικό ηγετικό στέλεχος της ΕΜΕΟ, να συγκεντρώσει υλικό για την Μακεδονία, το οποίο εκδόθηκε το 1896, ενώ ο Πετρώφ ανταμείφθηκε με μία κρατική υποτροφία για να σπουδάσει -τί άλλο;- χαρτογραφία στην Ευρώπη.

Το δεύτερο επίπεδο του βουλγαρικού ενδιαφέροντος, ήταν η Ευρώπη. Αμέσως μετά την αυτονομία, ο αγγλοσπουδαγμένος οικονομολόγος και μετέπειτα πολιτικός Ιβάν Γκέσωφ, ήδη τακτικός ανταποκριτής των Times και της Daily News, είχε περιοδεύσει και ολοκληρώσει επιτυχώς την προπαγανδιστική εκστρατεία σε Γαλλία και Βρετανία. Για τις επόμενες δεκαετίες, ο ευρωπαϊκός τύπος ήταν τόσο φιλοβουλγαρικός, ώστε να προκαλεί σταθερά την έκπληξη και την οργή των Ελλήνων. Δεν ήταν όμως μόνον θέμα προπαγάνδας. Οι Βούλγαροι καταρχήν και οι Σέρβοι ακολούθως φρόντισαν εγκαίρως να τυπώσουν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες τις απόψεις τους. Εάν τις απόψεις αυτές εξέφραζαν για λογαριασμό τους Ευρωπαίοι επιστήμονες, τόσο το καλύτερο για τη Σόφια. Στην προσπάθειά της αυτή είχε περιστασιακό σύμμαχο και το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας για τα Βαλκάνια.

Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν ήταν πλέον οι μόνοι σοβαροί διεκδικητές της Μακεδονίας. Η εμφάνιση του βιβλίου και του χάρτου του Γκόπτσεβιτς (1889), διπλωμάτη καριέρας αλλά και εγνωσμένου επιστήμονος, επανέφερε στο προσκήνιο τις ακραίες απόψεις του Μιλόγιεβιτς, ότι δηλαδή πλήθος Σέρβων κατοικούσε στη Μακεδονία νοτιότερα της οροσειράς του Σαρ. Κατά τον Γκόπτσεβιτς, ήταν πληθυσμοί που μόνον εξαιτίας της πλημμελούς γνώσεως των σλαβικών γλωσσών και του φολκλόρ είχαν θεωρηθεί ως Βούλγαροι. Δεν ήταν όμως, βέβαια, σύμπτωση ότι τα εθνογραφικά αυτά κριτήρια, όπως φάνηκε και από άλλους χάρτες στα επόμενα χρόνια, ταυτίζονταν με τα όρια του μεσαιωνικού σερβικού κράτους· ούτε αποτελεί έκπληξη ότι ήδη η βουλγαροσερβική διαμάχη για την ταυτότητα των Μακεδόνων Σλάβων απέβαινε προς όφελος της επιστημολογικής διακρίσεώς τους και από τους μεν και από τους δε.

Αναμφίβολα το γλωσσικό επιχείρημα, το οποίο προέβαλαν οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, γινόταν ευκολώτερα κατανοητό και αποδεκτό παντού. Η ελληνική πλευρά, μετά την Ανατολική Κρίση, βλέποντας την σαφή υστέρηση στο γλωσσικό επίπεδο, προσπάθησε να συνδυάσει την άρνηση της Εξαρχίας και την μερική χρήση της ελληνικής, ως ένδειξη μιας «ελληνίζουσας» τοποθετήσεως διαφόρων πληθυσμών. Το επιχείρημα αυτό επέτρεπε την διατήρηση των ελληνικών βλέψεων βορειότερα της ελληνόφωνης ζώνης, στη σχεδόν συμπαγή κατά την δεκαετία του 1870 βουλγαρόφωνη μέση ζώνη αλλά η τεκμηρίωση του επιχειρήματος δεν ήταν απλή υπόθεση και η διεθνής προβολή του ακόμη δυσκολώτερη. Πιο εύκολη για την ελληνική πλευρά ήταν η παρουσίαση της σφαίρας της εκπαιδευτικής της επιρροής στον χώρο της Μακεδονίας, την οποία επιχείρησε καταρχήν ο παλαίμαχος διδάσκαλος των ομογενών Γεώργιος Χασιώτης, γραμματέας επί σειρά ετών του «Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», στη μελέτη του L' instruction publique chez les Grecs, Παρίσι 1881, που συνοδευόταν από σχετικό χάρτη. 

Τον ακολούθησε με ανάλογα επιχειρήματα ο Κλεάνθης Νικολαΐδης, δημοσιογράφος εγκατεστημένος στο Βερολίνο, εκδότης του περιοδικού Orientalische Korrespondenz. Ο χάρτης του δικού του βιβλίου La Macedoine: La Question Macedonienne dans l' Antiquate, au Moyen-Age et dans la politique actuelle, Βερολίνο 1899, δημοσιευμένου επίσης και στα γερμανικά, απεικόνιζε την έκταση της χρήσεως των διαφόρων γλωσσών ως μέσου συναλλαγής. Φυσικά, η ελληνική κυριαρχούσε. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ο Νικολαΐδης, ενώ δεν δέχθηκε την άποψη του Γκόπτσεβιτς για γεωγραφική έκταση της παλαιάς Σερβίας νοτίως της οροσειράς του Σαρ, ωστόσο χάραξε την βόρεια γραμμή της γλωσσικής επιρροής των Σέρβων στο ύψος του Κρουσόβου. Την υπεροχή της ελληνικής εκπαιδεύσεως, επίσης, κατεδείκνυαν και οι σύγχρονοι (1899) χάρτες του Richard von Μach, συγγραφέως της μελέτης Die Makedonische Frage, Βιέννη 1895.

Ήταν η σειρά των Βουλγάρων να απαντήσουν και το έργο ανατέθηκε στον Βασίλ Κάντσεφ, επιθεωρητή των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας. Το 1900 δημοσίευσε στη Σόφια το έργο του Μακεντόνια: Ετνογκράφια ι Στατίστικα [Μακεδονία: Εθνογραφία και Στατιστική], με αναλυτικούς πίνακες δημογραφικών στοιχείων για κάθε χωριό καθώς και εθνογραφικό χάρτη. Σχεδόν ταυτόχρονα (1901) εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Χαρτογραφίας της Σόφιας ο χάρτης της Βουλγαρικής Εξαρχίας με παρεμφερή ευρήματα. Και οι δύο γνώρισαν διάφορες επανεκδόσεις τα επόμενα χρόνια αλλά το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η εμμονή στη γεωγραφική έννοια της Μακεδονίας, για την οποία η Βουλγαρία ενδιαφερόταν στο σύνολό της, σε αντίθεση με τους ελληνικούς και σερβικούς χάρτες που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν τις σφαίρες επιρροής τους. 

Το ίδιο ενδιαφέρον για την Μακεδονία στο γεωγραφικό της σύνολο επεδείκνυαν βεβαίως και οι οργανωμένοι πλέον Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές. Εξάλλου, το 1903 ο Κρούστε Μισίρκωφ, διδάσκαλος σπουδαγμένος στη Σερβία, εξέδωσε στη Σόφια το έργο του Ζα μακεντόνσκιτε ράμποτι [Μακεδονικές Υποθέσεις]. Ήταν ειρωνεία ότι, ενώ το βιβλίο αυτό εξελίχθηκε στη Βίβλο του μακεδονικού σεπαρατισμού και απαγορεύθηκε στη Βουλγαρία, ο ίδιος ο Μισίρκωφ 15 χρόνια αργότερα εργάσθηκε στο Εθνογραφικό Μουσείο της Σόφιας και τάχθηκε υπέρ μίας μεγάλης Βουλγαρίας.

Όμως, η περίοδος του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία βρισκόταν στη λήξη της. Η δραστηριοποίηση των Βουλγαρικών Κομιτάτων (1895-96), ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος και η συναφής ανταρτική δράση (1896-7), η απαγωγή της Ellen Stone, η θερινή Εξέγερση του Ίλιντεν και, βέβαια, η έναρξη των βιαιοπραγιών του Μακεδονικού Αγώνος άνοιξαν νέο κύκλο στη διεθνή βιβλιογραφία. Το βασικό χαρακτηριστικό του κύκλου αυτού ήταν το έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, η πρόχειρη ανάλυση και η συστηματική προσπάθεια της Αθήνας και της Σόφιας να τον εκμεταλλευθούν η κάθε μία προς όφελός της. 

Το 1897 ο Victor Berard, ελληνιστής και αρχαιολόγος, δημοσίευσε την μελέτη του La Macedoine σε μία προσπάθεια να εξερευνήσει τα όρια του Ελληνισμού, χωρίς αναγκαστικά να υποστηρίζει τις ελληνικές βλέψεις. Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι η ελληνική ταυτότητα στη Μακεδονία ήταν θέμα ελεύθερης επιλογής και όχι κριτηρίων. Την επόμενη χρονιά ο Alber G. Hulme-Beaman, πρώην ανταποκριτής της Standard, στο δικό του βιβλίο Twenty Years in the Near East απεφάνθη υπέρ της βουλγαρικότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, αν και δεν ήταν τόσο «γνήσιοι», έγραψε, όσο αυτοί της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας. Ο Frederick Moore, ο Αμερικανός ανταποκριτής της Daily Express, παρατήρησε το 1903 το περίεργο φαινόμενο τα τρία παιδιά της ιδίας οικογενείας να επιλέγουν διαφορετικό εθνικό κόμμα. Ο Σκοτσέζος John Foster Frazer, ειδικός ανταποκριτής σε πολλά εξωτικά μέρη, έθετε και απαντούσε το ρητορικό ερώτημα:

«But who are the Macedonians? You will find Bulgarians and Turks who call themselves Macedonian, you find Greek Macedonians, there are Servian Macedonians, and it is possible to find Roumanian Macedonians. You will not however find a single Christian Macedonian who is not a Servian, a Bulgarian, a Greek or a Roumanian».

Όμως, ο περίφημος Βρετανός διπλωμάτης Sir Charles Eliot είχε διαφορετική άποψη, μολονότι γνώριζε ότι οι όροι που χρησιμοποιούσε ήταν μάλλον αδόκιμοι:

«Though Bulgarians have become completely Slavised and can difficulty be distinguished as body from the Servians yet the faces of the Macedonian peasantry have a look which is not European, and recalls the Finns of the Volga and the hordes of the Steppes».

Ο Allen Upward, από την άλλη, γνωστός για τη συμπάθειά του προς τους Έλληνες, συμπέρανε πως ο σλαβόφωνος οικοδεσπότης του ήταν Έλληνας, κρίνοντας μόνον από τη θερμή φιλοξενία του. Ο συνοδός του Upward στη Μακεδονία είχε ορισθεί από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών και το ίδιο συνέβη με την επίσκεψη του Michel Paillares στο σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, ενώ ο William Le Quex, που το 1905 εντάχθηκε σε μία βουλγαρική τσέτα, κατέλεξε φυσικά σε αντίθετα συμπεράσματα και με τους δύο. 

Ο περιπετειώδης Αμερικανός δημοσιογράφος Albert Sonneschen έζησε κι αυτός με τους κομιτατζήδες και δόξασε τον αγώνα τους στην Κεντρική Μακεδονία αλλά ο Βρετανός Martin Wills, υπάλληλος του οθωμανικού μονοπωλίου καπνού, τον οποίο οι κομιτατζήδες απήγαγαν και μάλιστα του έκοψαν το αυτί, δεν ανέπτυξε τον ίδιο ενθουσιασμό για τον σκοπό τους. Παρομοίως αντιφατικές ήταν οι απόψεις που εξέφρασαν ο Abbott, ο Booth, o Knight, o Wyon, o Lynch, η Durham, ο Kanh, ο Berard ή ο Amfiteatrov ανάλογα με τους πληροφοριοδότες ή τους χρηματοδότες τους. Ο τελευταίος, για παράδειγμα, φιλελεύθερος Ρώσος δημοσιογράφος, ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων της πατρίδος του, τάχθηκε υπέρ της διακρίσεως των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους.

Οι πολιτικές αναλύσεις που εμφανίσθηκαν ως άρθρα σε διεθνή περιοδικά ή ως μονογραφίες, επίσης κατατρύχονταν από μεροληψία αλλά γενικά ορισμένες τάσεις ήταν διακριτές. Ειδικά μετά το Ίλιντεν, οι Ευρωπαίοι δε δίσταζαν να επικρίνουν την τουρκική πολιτική για να δικαιολογήσουν την δική τους διπλωματική παρέμβαση αλλά και την ελληνική ένοπλη ανάμιξη για να δικαιολογήσουν την διαφαινόμενη αποτυχία της παρεμβάσεώς τους. Η περίπτωση της Μακεδονίας έμοιαζε καταφανώς με αυτή της Βουλγαρίας του 1876 και ήταν επόμενο να αναμένεται η ίδια κατάληξη, η αυτονομία των Βουλγάρων της Μακεδονίας, χωρίς όμως να προηγηθεί αναγκαστικά μία πολεμική κρίση ανάλογη με αυτήν του 1876-8. Λόγω των συμμαχιών και των εξοπλισμών, κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο για τη διεθνή ειρήνη. 

Προς αυτήν την κατεύθυνση, την αυτονομία, ωθούσε συστηματικά τις αποφάσεις τους και η Σόφια, μεταφέροντας την επιθυμία της με την ευκαιρία κάθε επαφής με ανταποκριτές ή πολιτικούς. Για την αυτονομία έγραφαν και πίεζαν επίσης οι Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές της ΕΜΕΟ, καθιστώντας έτσι το αίτημα γενικό και την διαφοροποίησή τους με την Βουλγαρική Κυβέρνηση ασαφή. Ήδη το 1900, ο A. Brutus, δηλαδή ο Anton Drandar από τα Βελεσά, είχε δημοσιεύσει στις Βρυξέλλες το βιβλίο του A propos d' un mouvement en Macedoine. Η ιδέα αυτή αντηχούσε όλο και συχνότερα στην Ευρώπη, ειδικά μετά το Ίλιντεν, χάρη σε διάφορες εφημερίδες όπως η ελβετική L'Effort και η γαλλική Le movement macedonienne, όπου επιφανείς Βούλγαροι δημοσιογράφοι, όπως ο μετέπειτα διπλωμάτης Συμεών Ράντεφ, έγραφαν άρθρα χρηματοδοτούμενοι από τη Σόφια. Την ίδια περίοδο ο Μπόρις Σαράφωφ, πρώην αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού και ο Μπόζινταρ Τατάρτσεφ, πρόκριτος της Ρέσνας και οι Καθηγητές Λιουμπομίρ Μίλετιτς και Ιβάν Γκεόργκωφ μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών επισκέφθηκαν και τη Βρετανία και έδωσαν διαλέξεις, τις οποίες οργάνωσε το Βαλκανικό Κομιτάτο των αδελφών Buxton. «The Bulgarians are more English in their manners than the Greeks and to this fact I attribute part of their popularity in England» έγραψε ο Upward. 

Το Βαλκανικό Κομιτάτο επίσης συνετέλεσε στη δημιουργία μιας όχι αμελητέας φιλοβουλγαρικής βιβλιογραφίας, της οποίας τα καλύτερα παραδείγματα ήταν τα γραπτά των φιλελευθέρων αδελφών Noel και Charles Buxton, του Henry Νoel Brailsford, ανταποκριτού της Manchester Guardian και προέδρου της βρετανικής επιτροπής για τα θύματα του Ίλιντεν καθώς και του βουλευτού David Marshall Mason, μέλους της «Εθνικής Φιλελεύθερης Ομοσπονδίας» (National Liberal Federation). Μέρος της παραγωγής αυτής ήταν και φωτογραφίες εγκλημάτων σε βάρος Βουλγάρων. 

Στην ίδια βουλγαρική διαφωτιστική εκστρατεία εντάσσονται τα βιβλία του Σαράφωφ, του Ατανάς Σόπωφ, που κόστισε στην Βουλγαρική Κυβέρνηση 4.000 φράγκα, του Ντ. Μίσεφ, Γενικού Γραμματέος της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που εξέδωσε στατιστικές και χάρτη με το ψευδώνυμο Μπρανκώφ, του Πέταρ Ντανίλοβιτς Ντραγκάνωφ, Ρώσου σλαβολόγου βουλγαρικής καταγωγής, πρώην διδασκάλου στο βουλγαρικό σχολείο της Θεσσαλονίκης και του I. Βοίνωφ. Ακόμη και το 1912, μία επιτροπή Βουλγάρων προσφύγων από την Μακεδονία περιερχόταν την Ευρώπη, υπό την προεδρία του Καθηγητού Λιούμπομιρ Μίλετιτς, επιχειρώντας να επηρεάσει τον γαλλικό τύπο.

Συγκριτικά, η σερβική ευρωπαϊκή παρουσία ήταν ανύπαρκτη. Περιελάμβανε την μελέτη του Μίλος Μιλόγεβιτς, La Turquie d' Europe et le problem de la Macedoine et la Vielle Serbie, που εκδόθηκε στο Παρίσι το1905, ένα άρθρο του διπλωμάτη Σέντα Μιγιάτοβιτς στο περιοδικό Fortnightly Review, το 1907 και κυρίως την μελέτη του εθνογράφου και γεωγράφου Γιόβαν Τσβίιτς Remarks on the ethnography of the Macedonian Slavs, που δημοσιεύθηκε το 1906 στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρωσικά, υποστηρίζοντας την διαφορετικότητα των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους αλλά και τη συγγένειά τους περισσότερο με τους δεύτερους. Το βιβλίο του, που επανεκδόθηκε το 1912, άσκησε μεγάλη επιρροή, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Ο τρόπος της γραφής του έδειχνε πως ο συγγραφέας δεν παρασυρόταν από καμία εθνικιστική ιδεολογία, μολονότι το συμπέρασμά του ήταν πως η αδιαμόρφωτη σλαβική μάζα της Μακεδονίας θα αφομοιωνόταν ευκολώτερα και απόλυτα από τους Σέρβους. Η άποψή του δεν επαληθεύτηκε ποτέ, όμως το επιχείρημα υπέρ μίας διακριτής ή αδιαμόρφωτης τρίτης σλαβικής μακεδονικής ομάδος, που συμπληρώθηκε το 1913 από την σχετική γλωσσολογική παρέμβαση του Αλεξάντερ Μπέλιτς, ταίριαζε απόλυτα -στη θεωρία τουλάχιστον- με σημαντικό κομμάτι των βουλγαρικών θεωριών.

Η ελληνική βιβλιογραφική αντεπίθεση στην Ευρώπη ήταν δυσανάλογα μικρή με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στην Αθήνα και τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονταν στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία. Ο Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής του Δικαίου και της Πολιτικής Οικονομίας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1902-3), ιδρυτής της Εταιρείας «Ελληνισμός» (1894) και σημαντικός δημόσιος ρήτορας δημοσίευσε τα βιβλία L' Hellenism et la Macedoine το 1903 και Greeks and Bulgarians in the Nineteenth and Twentieth Centuries, το 1907. Πιο χρήσιμα όμως για την ελληνική υπόθεση ήταν το περιοδικό του Bulletin d' Orient, που κυκλοφορούσε υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών καθώς και οι διαλέξεις του στην Ευρώπη, ειδικά στο Παρίσι, όπου πολλές σημαντικές προσωπικότητες ήταν προσωπικοί του φίλοι, ανάμεσά τους και ο Γερουσιαστής Georges Clemenceau. 

Ο συνάδελφός του Ανδρέας Ανδρεάδης, καθηγητής των Οικονομικών, μορφωμένος στην Οξφόρδη και το Παρίσι, δημοσίευσε μία διάλεξή του στο περιοδικό Contemporary Review. Ο Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, δημοσιογράφος με νομικές σπουδές και εκδότης από το 1902 του περιοδικού Κράτος, εξέδωσε το 1904 δύο μελέτες στα γαλλικά: La Macedoine et l' Hellenisme και Lettres sur la question de Macedoine. Η Ιωάννα Σταφανόπολη, η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κόρη του εκδότου της Messager d' Athenes, δημοσίευσε το 1903 τις μελέτες της Macedoine et Macedoniens. La Macedoine inconnue. La nationalite hellenique de la Macedoine d' apres le folklore macedonien. Ούτε πέντε βιβλία δεν ήταν όλα κι όλα· στην πραγματικότητα, τα περισσότερα ήταν κείμενα διαλέξεων.

Αντίθετα, η βιβλιογραφία περί Μακεδονίας στα ελληνικά ήταν κολοσσιαία. Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται στις μέρες μας, η αλήθεια είναι ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν ποτέ κρυφός, τουλάχιστον εκτός της Μακεδονίας. Ακόμη και θέματα που σήμερα θεωρούνται λεπτομέρειες και αδιασταύρωτες πληροφορίες, δημοσιεύθηκαν στον αθηναϊκό τύπο ταυτόχρονα σχεδόν με τα γεγονότα. Επί τέσσερα χρόνια ο Αγώνας βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων του ελληνικού βασιλείου (αλλά και των απανταχού ομογενών), κατά κανόνα εικονογραφημένος με φωτογραφίες αγωνιστών. 

Όμως το Εμπρός, λόγω της γνωστής σε όλους συνδέσεώς του με το Μακεδονικό Κομιτάτο, διατηρούσε πάντοτε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: Οι επιστρέφοντες αγωνιστές παρέδιδαν, είτε προφορικά είτε εγγράφως, πληροφορίες για τη δράση των σωμάτων, επίσημα ντοκουμέντα, ακόμη και τα ίδια τα ημερολόγιά τους. Όλα αυτά δημοσιεύονταν από τους συντάκτες της εφημερίδος σε συνέχειες με τη μορφή λαϊκών αναγνωσμάτων. Το γνωστότερο προϊόν της αρθρογραφίας της μορφής αυτής είναι το βιβλίο του Σταμάτη Ράπτη, τακτικού συντάκτου του Εμπρός, Ο Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε σε 313 οκτασέλιδα φυλλάδια πιθανότατα στο χρονικό διάστημα του Μαρτίου 1906-Απριλίου 1908.

Παράλληλα με την λαϊκή αρθρογραφία αναπτύχθηκε την ίδια περίοδο και μία κάπως λογιότερη, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη εκτεταμένα από όσους ασχολούνται με τα συναφή του Αγώνος θέματα. Πρόκειται για τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο Μακεδονικό Ημερολόγιο, το οποίο εξέδωσαν διαδοχικά ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος» (1908) και ο «Παμμακεδονικός Σύλλογος» (1909-1912) και στον Ελληνισμό, περιοδικό της ομωνύμου εταιρείας του Νεοκλή Καζάζη. Το πρώτο βρίθει νεκρολογιών επωνύμων Μακεδονομάχων και καθιερωμένων ήδη εθνικών ηρώων, τοπογραφιών των πολύπαθων μακεδονικών κοινοτήτων (κυρίως των βορείων), δημοσιευμένων στατιστικών για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες και αναλύσεων περί των εθνικών δικαίων, με βάση τα εκπαιδευτικά άθλα του Ελληνισμού. Στο δεύτερο, τον Ελληνισμό, τα θέματα εστιάζονταν περισσότερο στις διπλωματικές πλευρές του Μακεδονικού και στην έκδοση εγγράφων. 

Εάν σκοπός του Μακεδονικού Ημερολογίου ήταν να προκαλέσει την κινητοποίηση μέσω της συγκινήσεως, ο Ελληνισμός ενδιαφερόταν περισσότερο για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού, «ο επί παντός φλέγοντος εθνικού ζητήματος φωτισμός ως και η εν τω διεξαγωμένω εθνικώ αγώνι ενίσχυσις και ποδηγέτησις», όπως σημειωνόταν, πάντοτε όμως στο πλαίσιο που καθόριζε η Ελληνική Κυβέρνηση. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι άλλες περί Μακεδονίας εκδόσεις της εταιρείας όπως και οι ολιγοσέλιδες πασίγνωστες μονογραφίες του Γνάσιου Μακεδνού, του ΑλΜαζ, του Τίτου Μακεδνού και λιγοστών άλλων επωνύμων και ανωνύμων συγγραφέων, που αφιέρωσαν τις μελέτες τους (κείμενα διαλέξεων πολλές φορές) είτε στους πρόσφατα θανόντες Μακεδονομάχους είτε στα βουλγαρικά εγκλήματα είτε στο διπλωματικό παρασκήνιο του Αγώνος. 

Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όλες οι μορφές της μακεδονικής ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα, έδειχναν συμφιλιωμένες με την ιδέα της σλαβοφωνίας των Μακεδόνων, των οποίων εξήραν τον πατριωτισμό. Ήταν δηλαδή εναρμονισμένες με το διεθνώς προβαλλόμενο επιχείρημα για την ελεύθερη επιλογή ταυτότητος. Όμως, από την άλλη πλευρά, η εμμονή στη σημασία επιλογής της ελληνικής εκπαιδεύσεως ως ενδείξεως της βούλησης αυτής, δημιουργούσε την εντύπωση ότι η σλαβοφωνία θα ήταν περαστική, εάν τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν τακτικά. Πόσο μάλλον που διάφορες μελέτες επέμεναν ότι η σλαβική διάλεκτος των Μακεδόνων ήταν κατά βάσιν ελληνική.
__________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: