22 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


β. Η Μακεδονία των πόλεων

Η γνωστή Μακεδονία της εποχής αυτής ήταν η Μακεδονία των πόλεών της. αυτήν τουλάχιστον μαρτυρούν οι διαθέσιμες πηγές. Ο κόσμος της υπαίθρου απασχολούσε ακόμη μόνο τις κρατικές αρχές και κυρίως για λόγους φορολογικούς. Οι χωρικοί ήσαν, από τη σκοπιά των κρατικών αρχών, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, οι πρώτοι ήσαν απαραίτητοι ως φορολογούμενοι ενώ οι δεύτεροι ως στρατολογούμενοι. Ο κόσμος της υπαίθρου, πολύγλωσσος και πολύδοξος, ήταν γνωστός από τα συγκροτήματα των ομόγλωσσων ή ομόδοξων χωριών τους: Καραγιάνια, Μπουτσάκια, Μαστοροχώρια, Καστανοχώρια, Γραμμοχώρια, Κορέστια κ.ά.

Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων της εποχής είναι το εξής: τα χωριά της Μακεδονίας ήσαν σχεδόν κατά κανόνα αμιγώς ελληνόφωνα, σλαβόφωνα, βλαχόφωνα, αλβανόφωνα ή τουρκόφωνα, χριστιανικά ή μουσουλμανικά, ενώ οι πόλεις είχαν ανάμικτο πληθυσμό, κατά κύριον λόγο ελληνόφωνο. Οι πόλεις της περιοχής, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, η Καβάλα, η Δράμα, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Βέροια, η Φλώρινα, το Μοναστήρι, η Καστοριά, η Αχρίδα, η Σιάτιστα και η Κοζάνη, έδρες όλες μητροπόλεων ή επισκοπών, συντηρούσαν την ελληνομάθεια και την ελληνοφωνία, υπήρξαν δε φορείς εξελληνισμού όχι τόσο των παρακείμενων χωριών, την εποχή αυτή, όσο των χωρικών, που μετοικούσαν στις πόλεις. Ας σημειωθεί ότι, την εποχή αυτή, δεν είχε ακόμη αρχίσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχηματισμένων εθνών της περιοχής στον τομέα της ιδρύσεως και λειτουργίας εθνικών σχολείων στα χωριά της Μακεδονίας, ούτε είχε μειωθεί ο ρόλος των εκκλησιαστικών σχολείων στην εκπαίδευση της περιοχής, εν σχέσει προς τα κοσμικά σχολεία. 

Άλλο σημαντικό στοιχείο της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής την ίδια εποχή, που προκύπτει από τις διαθέσιμες μαρτυρίες, είναι το ακόλουθο: από δυσμάς προς ανατολάς, από το όρος Γράμμος και τη λίμνην Αχρίδα έως τον ποταμό Νέστο, ο προσεκτικός παρατηρητής μπορούσε να διακρίνει ένα νοητό σύνορο της Ελληνικής, το οποίο μετακίνησε προς βορράν το ελληνικό σχολείο κατά την περίοδο που ακολούθησε (1870-1912). Το σύνορο αυτό, προϊόν αιώνων πολλών μετακινήσεων και εγκαταστάσεων διακριτών γλωσσικά ή θρησκευτικά πληθυσμών, είχε ως αφετηρία στα δυτικά τις λίμνες Αχρίδα, Πρέσπες και Ορεστειάδα, όπου συνέκλιναν τρεις κυρίως γλώσσες και πολιτισμοί, από τον νότο η Ελληνική γλώσσα και παιδεία, από την δύση η Αλβανική και από τον βορρά η Σλαβική, και κατέληγε στον ποταμό Νέστο στ' ανατολικά.

Οι περί τις λίμνες επαρχίες Κολώνιας, Κορυτσάς. Αχρίδας, Μοναστηρίου, Φλωρίνης και Καστοριάς αποτελούσαν περιοχή, στην οποία συνυπήρχαν η Ελληνική, η Αλβανική, η Σλαβική και η Βλαχική. Σημαντικά κέντρα της περιοχής, όπως η Καστοριά, η Κορυτσά, η Αχρίδα, το Μοναστήρι και η Φλώρινα αποτελούσαν εστίες εξελληνισμού. Διά των μητροπόλεων, των κοινοτικών σχολείων και του εμπορίου είχαν ήδη εξελληνίσει την εποχή αυτή τους Αλβανούς, τους Σλάβους και τους Βλάχους που είχαν συρρεύσει εκεί, για όλους τους λόγους για τους οποίους ανέκαθεν προσελκύουν οι πόλεις πληθυσμό της υπαίθρου.

Προς ανατολάς των λιμνών υπήρχε η κύρια νότια προέκταση της Σλαβικής στη Μακεδονία, η οποία έφτανε ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης. Η προέκταση αυτή της Σλαβικής ήταν κατάστικτη από θυλάκους και εστίες της Ελληνικής, της Βλαχικής και της Τουρκικής. Βασικά ερείσματα της Ελληνικής, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, ήσαν η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα στο όρος Βέρμιον και οι εξελληνισμένες βλαχόφωνες εστίες στο όρος Μουρίκι, Βλαχοκλεισούρα και Βλάστη. Βλαχόφωνο αλλά μουσουλμανικό θύλακο αποτελούσαν τα χωριά της Αλμωπίας Νότια, Αρχάγγελος κ.ά., γνωστά ως χωριά της Καρατζόβας. Κύριες εστίες τουρκοφωνίας ήσαν το νότιο τμήμα των χωριών της Πτολεμαΐδας και τα Γιαννιτσά. 

Το τμήμα αυτό της Μακεδονίας, δηλαδή η προς δυσμάς του Αξιού Μακεδονία, αποτελούσε συνέχεια της ζώνης που εκτεινόταν από τα Ακροκεραύνια όρη έως τον Όλυμπο, της ζώνης «ισορροπίας» μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Ακριβέστερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν χώρος στον οποίο συνέκλιναν και σχημάτιζαν ακρώρειες και σποράδες, εκτός των Ελλήνων και των Σλάβων, οι Αλβανοί και οι Βλάχοι. Δεν είναι ως εκ τούτου εύκολο να διακριθεί στην περιοχή σαφές βόρειο όριο της Ελληνικής. Πόλεις την εποχή αυτή αλλά και αργότερα, όπως το Κρούσοβο, ο Πρίλαπος, τα Βελεσσά, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Νευροκόπι, οι οποίες θεωρήθηκε ότι όριζαν τα βόρεια όρια των Ελλήνων, ήσαν εστίες της Ελληνικής, απομονωμένες από τον ελληνόφωνο κορμό του νότου, βαθιά σ' έναν αλλό΄φωνο κόσμο. Ούτε καν το Μοναστήρι θα μπορούσε να θεωρηθεί πως όριζε τέτοια όρια της Ελληνικής. Η Κορυτσά, η Καστοριά και η Νάουσα ήσαν πλησιέστερα σε μία νοητή γραμμή που θα μπορούσε να θεωρηθεί βόρειο όριο της Ελληνικής.

Η προβολή ενός τέτοιου ορίου βορειότερα αυτού που προτάθηκε πιο πάνω είχε ως αφετηρία το εξής εσφαλμένο αλλά ανομολόγητο σκεπτικό, στο οποίο στηρίχθηκαν οι ελληνικές διεκδικήσεις εδαφών επί έναν και πλέον αιώνα: ότι η ελληνική παρουσία στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου ήταν συνεχής, πυκνότερη στο νότο και αραιότερη στον βορρά. Η αντίληψη αυτή, φυσικά, αποτελεί ευθεία προέκταση της ελληνικής παρουσίας στη Χερσόνησο από την αρχαιότητα στους μέσους χρόνους και από τους μέσους στους νεώτερους χρόνους. Έχει διαπιστωθεί ωστόσο τώρα, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι στους μέσους και στους νεώτερους χρόνους διασπάσθηκε ο χώρος της αρχαίας ελληνοφωνίας σε ένα μωσαϊκό ελληνοφωνίας και αλλοφωνίας. Στην ίδια αντίληψη στηρίχθηκε φυσικά και η θεωρία περί των τριών «ζωνών» της Μακεδονίας, μιας νότιας με πυκνότερη ελληνοφωνία, μιας μεσαίας στην οποία ισορροπούσαν η Ελληνική και η Σλαβική και μιας βόρειας ζώνης στην οποία κυριαρχούσε η Σλαβική. 

Η ελληνοφωνία, ωστόσο, δεν παρουσίαζε σταδιακή διαβάθμιση από νότον προς βορράν. Το βόρειο όριο της συνεχούς ελληνοφωνίας, νοτίως της πόλεως της Καστοριάς, το οποίο είχαν εντοπίσει παρατηρητές του ΙΘ΄ αιώνος και ήταν διακριτό έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αποδίδει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή. Την κατάσταση αποδίδει η διάκριση, βορείως αυτού του ορίου της συνεχούς ελληνοφωνίας, θυλάκων και εστιών ελληνοφωνίας σε μια εν πολλοίς αλλόφωνη ενδοχώρα, νοτίως δε αυτού η απουσία σλαβοφωνίας. Η αθρόα ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων στην περιοχή μετά το 1870 δεν αποδίδει την κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 1870. 

Παλαιές και νέες εστίες ελληνοφωνίας, όπως αυτές που αναφέρθηκαν, εξελλήνιζαν τους αλλόφωνους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σ' αυτές, όχι τους ίδιους τους αλλόφωνους θυλάκους οι οποίοι διατηρούσαν την αλλοφωνία. Αυτής της μορφής ο εξελληνισμός, βραδύς αλλά και ασφαλής, συνεχίσθηκε έως το τελευταίο περίπου τέταρτο του ΙΘ΄ αιώνος, όταν η περιοχή προβλήθηκε ως ζωτικός χώρος της Ελλάδος, ανήκαν σ' αυτήν κλορονομικώ δικαιώματι. Στο εξής, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο, επεκτάθηκε και στην ύπαιθρο η ίδρυση ελληνικών σχολείων, αλλά ο εξελληνισμός των χωριών επιβραδύνθηκε, όταν άρχισε να αποδίδει ο αντίρροπος εκβουλγαρισμός των Σλάβων της Μακεδονίας που προωθούσε η Βουλγαρία.

Χρειάζεται εδώ να σημειωθεί ότι περισσότερο ενδεικτική της πραγματικής ελληνοφωνίας στην Μακεδονία δυτικά του Αξιού ήταν αυτή που εξασφάλισε το σύστημα των ελληνικών σχολείων που είχε αναπτυχθεί ως προϊόν του Διαφωτισμού, όχι αυτό των σχολείων της φάσεως που εγκαινίασε ο Εθνικισμός. για τον λόγο κυρίως ότι θεμελιώδης στόχος των σχολείων της δευτέρας φάσεως, εκτός βέβαια από την ελληνομάθεια, ήταν η προαγωγή του ελληνικού εθνικού φρονήματος, καθώς και η προβολή του αριθμού των σχολείων και των μαθητών τους ως αποδεικτικού στοιχείου της ελληνικής παρουσίας στη διαφιλονικούμενη περιοχή. Αξίζει να υπομνησθούν εν προκειμένω τα εξής: η ελληνοφωνία ήταν ευθέως ανάλογη των ελληνικών σχολείων στις πόλεις της εν λόγω ζώνης και κυρίως κατά τη περίοδο πριν από την εκδήλωση των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία.

Επί τη βάσει όλων των στοιχείων στη διάθεση του ερευνητή είναι δυνατόν να εντοπισθεί το βόρειο όριο της Ελληνικής στη Μακεδονία την εποχή αυτή, όριο το οποίο φανερώνει την εξελληνιστική επίδραση των ελληνικών πόλεων προς βορράν αυτού του ορίου. Ανατολικώς του Γράμμου, λοιπόν, και με νοητό σημείο νοτιοδυτικά της Καστοριάς όπου συνέκλιναν οι τρεις βασικές γλώσσες της περιοχής (Ελληνική, Αλβανική και Σλαβική), η νοητή γραμμή άφηνε προς βορράν τα περισσότερα Καστανοχώρια, άφηνε προς νότον τα χωριά Δαμασκηνιά, Σκαλοχώρι, Βοτάνι, Κωσταράζι, Γέρμας, Σισάνι και Βλάστη, άφηνε προς βορράν την ελληνόφωνη Βλαχοκλεισούρα και, στρεφόμενη προς νότον, άφηνε προς βορράν τα σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας και τα τουρκόφωνα χωριά της ίδιας επαρχίας, περνούσε βορείως της Κοζάνης, της Βεροίας και της Ναούσης, για να καταλήξει στις εκβολές του Αξιού. Βορείως αυτού του ορίου, όπως προαναφέρθηκε, η Ελληνική απαντούσε στην Καστοριά, τη Βλαχοκλεισούρα, τη Φλώρινα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τα Βελεσσά, τον Πρίλαπο, τη Στρώμνιτσα.

Προς ανατολάς του Αξιού, η Ελληνική ήταν περιορισμένη και εκεί σε λίγες πόλεις και μεγάλα χωριά, στη Θεσσαλονίκη, σε λίγα χωριά της Ρεντίνας, στη Γευγελή, το Μελένικο, τις Σέρρες, την Αλιστράτη, τη Ζίχνα, τη Νιγρίτα, τη Δοϊράνη, την Κάτω Τζουμαγιά, το Πετρίτσι, το Δοξάτο, τη Δράμα, την Καβάλα, την Πράβιτσα, τον Σωχό και την Κομοτηνή. Σε αυτές και άλλες εστίες της περιοχής ανατολικώς του Αξιού, η Ελληνική είχε να επιδείξει μακρά και αξιόλογη εξελληνιστική δράση, αξιολογότερη ίσως της δράσεως των αντιστοίχων εστιών δυτικώς του Αξιού, για τον λόγο κυρίως ότι η ανατολική Ελλάς ήταν εγγύτερα στο τότε κέντρο των Ελλήνων, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και στις ακμαίες ελληνικές κοινότητες του Ευξείνου Πόντου και των Παρίστριων Ηγεμονιών. Συμπαγείς θύλακοι Βουλγάρων, εξίσου συμπαγείς θύλακοι Τούρκων και βουλγαροφώνων Μουσουλμάνων Πομάκων, καθώς και θύλακοι Βλάχων Χριστιανών ή Μουσουλμάνων, συνιστούσαν το γλωσσικό μωσαϊκό αυτής της ανατολικής Ελλάδος.

Είναι απαραίτητο να τονισθεί εδώ ότι οι γλωσσικές κοινότητες της εν λόγω περιοχής, η οποία καθιερώθηκε τότε να ονομάζεται «γεωγραφική» Μακεδονία, δεν αποτελούσαν εθνικές κοινότητες με τη σημερινή σημασία του όρου. Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηρισθούν «εθνοτικές» κοινότητες, για τον λόγο ότι η χρήση αυτή του όρου θα περιέπλεκε χωρίς να υπάρχει ανάγκη ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται ερμηνείες άλλες από τη διαπίστωση, την οποία επιτρέπουν οι ελάχιστες ασφαλώς μαρτυρίες της εποχής, δηλαδή την κατανομή των ομιλούμενων γλωσσών της περιοχής, πριν από τις αλλαγές που προκάλεσε η διείσδυση των εθνικών σχολείων των λαών που διεκδικούσαν τμήματα της εν λόγω περιοχής. Μπορεί να θεωρείται βέβαιον ότι οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί, μάλιστα δε των πόλεων, ταυτίζονταν με την ελεύθερη εστία των Ελλήνων. 

Με την ίδια εθνική εστία ταυτίζοταν και οι περισσότεροι Βλάχοι, καθώς και πολλοί Σλάβοι. Την εποχή αυτή και πριν προβληθούν στο προσκήνιο οι Βούλγαροι ως αδελφοί των Σλάβων της Μακεδονίας και ο Ρουμάνοι ως αδελφοί των Βλάχων, όσοι από τους αλλόφωνους ομοδόξους και συνοίκους των Ελλήνων Χριστιανοί είχαν την τύχη να σπουδάσουν τα εγκύκλια γράμματα σε ελληνικά σχολεία της περιοχής, με την εθνική εστία των Ελλήνων ταυτίζονταν, για τον λόγο κυρίως ότι αυτή η ελεύθερη εστία διατηρούσε τη λάμψη που είχε αφήσει πίσω του ο Διαφωτισμός. Με την ίδια, τέλος, εστία ταυτίζονταν και οι Αλβανοί Χριστιανοί της δυτικής Μακεδονίας.

Η αναζήτηση άλλης εθνικής ταυτότητας από την παραδοσιακή ταυτότητα που εξασφάλιζε η εθναρχεύουσα Ορθόδοξη Εκκλησία ή από αυτήν που επρόβαλλε το εθνικό κέντρο των Ελλήνων είναι ανέφικτη στον κόσμο της μακεδονικής υπαίθρου, η εμμονή δε στην ανίχνευση άλλης τέτοιας ταυτότητας θα επιβάρυνε την ανάλυση χωρίς λόγο με μεταγενέστερα στοιχεία, τα οποία την εποχή αυτή δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθούν. Ως εκ τούτου, με τους όρους Έλληνες, Αλβανοί, Βούλγαροι (ή Σλάβοι) και Βλάχοι εννοούνται εδώ εκείνοι που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, την Αλβανική, τη Βουλγαρική ή τη Βλαχική, ασχέτως της πιθανής καταγωγής ή της ταυτότητας αυτών που ομιλούσαν τις εν λόγω γλώσσες. Η καταγωγή ή η προέλευση των διαφόρων γλωσσικών κοινοτήτων που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη, δεν αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής αναζητήσεως, επειδή θα εξέτρεπε την ανάλυση προς κατευθύνσεις άλλες από αυτήν που επιτρέπουν οι διαθέσιμες αξιόπιστες μαρτυρίες.

Ποια ήταν, λοιπόν, η φυσιογνωμία αυτών των πόλεων, οι οποίες ανέπτυξαν την ελληνοφωνία στην μακεδονική χώρα, όπως την καθιέρωσαν οι επισκέπτες της με την κλασσική παιδεία; Η φυσιογνωμία των, τουλάχιστον, που διαφαίνεται στις μαρτυρίες των συγχρόνων; Η Αχρίδα, η αρχαία Λυχνιδός που όριζε στην Εγνατία οδό τη Μακεδονία από την Ιλλυρίδα, η «Όχρη» όπως ήταν γνωστή στους Έλληνες, ήταν έδρα της Μητροπόλεως Αχριδών και ευρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία ενός επίμαχου εθνολογικού συνόρου- στου οποίου τις άλλες δύο γωνίες ευρίσκονταν η Καστοριά και το Μοναστήρι. Έλληνες, Αλβανοί και Σλάβοι συναντώντο στο τρίγωνο αυτό, όπως συναντώντο στο μακρινό παρελθόν, Έλληνες, Ιλλυριοί και Παίονες. 

Η εικόνα της περιοχής που άφησε Έλληνας παρατηρητής περί το 1830 και που ακολουθεί, φανερώνει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί έως τότε: «Η Όχρη με τα περίχωρά της και περίχωρα της Ρέσνιας και Στρούγγας, συμποσούνται ως 6.000 σπίτια (καπνοί) [δηλαδή εστίες] και ψυχές πανδημεί 50.000. Εκ του αυτού αριθμού το ½ Χριστανοί Βούλγαροι και το ½ Τούρκοι Αλβανοβούλγαροι. Και χωριά απαριθμούνται Τούρκικα και Χριστιανικά ως 140. Η γλώσσα σλαβονική και εις Όχριν και Στρούγγαν και Ρέζνιαν και εις όλα τα περίχωρά των».

Η Καστοριά, η οποία σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις δεν είχε απωλέσει τον μεσαιωνικό ελληνικό της πυρήνα και η οποία δέχτηκε κατά τους μέσους και νεωτέρους χρόνους Σλάβους, Βλάχους και Αλβανούς Χριστιανούς από τα περίχωρα αλλά και από μακρινούς τόπους, καθώς και Τούρκους Μουσουλμάνους, εξελλήνισε με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο μέρος των αλλοφώνων Χριστιανών. Ο μικτός πληθυσμός της, όπως φανερώνουν τα βαπτιστικά ονόματα σε πωλητήρια συμβόλαια του ΙΔ΄ αιώνος, αλλά και σε κατάστιχο Αγιοταφίτη μοναχού του ΙΖ΄ αιώνος με τα ελέη των πιστών, διατηρήθηκε έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος, όταν μαρτυρείται ένα από τα ελάχιστα ελληνικά σχολεία της περιοχής. 

Η Καστοριά, «πόλις μικρή εις την λίμνην του αυτού ονόματος», σύμφωνα με έγκυρη μαρτυρία της εποχής, «κατοικοιμένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Έλληνας, όλους αμαθείς και ατέχνους», παρουσίασε πρόοδο και αύξηση της ελληνομάθειας στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Προς το τέλος της περιόδου, σύμφωνα με καλόν γνώστη της εποχής, οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της πόλεως, οι δε Βούλγαροι είχαν εξελληνιστεί και ομιλούσαν την Ελληνική διανθισμένη με βουλγαρικές λέξεις. Απολύτως διακριτοί παρέμειναν οι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι κάτοικοι της πόλεως.

Την έλλειψη αρχικού ελληνόφωνου πυρήνα, ανάλογου αυτού της Καστοριάς, αναπλήρωσε στο Μοναστήρι η εμπορική κίνηση της πόλεως και η εκεί μετακίνηση πολλών εξελληνισμένων Βλάχων από τη Μοσχόπολη. Η σχετική μαρτυρία των πρώτων δεκαετιών του ΙΘ΄ αιώνος φαίνεται πως απεικονίζει την τότε πραγματικότητα: «Τα Μπιτόλια, οπού και Μοναστήρι λέγεται, πόλις της κάτω Μακεδονίας, πολυάνθρωπη και αμαθέστατη, κατοικημένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Βλάχους και Εβραίους». Στα μέσα του ιδίου αιώνος η πόλη παρουσίαζε αξιοσημείωτες αλλαγές: «Εν τη Πελαγονία κείται η νέα πόλις Μπιτώλια, ήτις και Μοναστήρι καλείται, ενοικούμενη υπό 20.000 ψυχών και έδρα προ καιρού κατασταθείσα των ηγεμόνων της Ρουμελίας. 

Οι Χριστιανοί κάτοικοί της λαλούσι κυρίως την Βουλγαρικήν γλώσσαν, αλλά μεταξύ αυτών τιμάται και οσήμεραι περισπουδαστοτέρα αποκαθίσταται η Ελληνική Γλώσσα…». Μισόν αιώνα αργότερα, άλλος επισκέπτης και αξιόπιστος μάρτυρας άφησε την εξής εικόνα για την πόλη του Μοναστηρίου: «Ειδωλοσκόπιον εθνικοτήτων και θρησκευμάτων, μωσαϊκόν φυσιογνωμιών και αμφιέσεων. Πάντα τα φύλα τα εισχωρήσαντα εις την χώρα και πυκνούντα την ατμόσφαιραν αυτής, Οθωμανοί, Ιουδαίοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Σέρβοι συμφύρονται μετά των Ελλήνων».

Ούτε οι υπερβολικοί χαρακτηρισμοί του πρώτου μάρτυρα, του διαπρεπούς λογίου, για την αμάθεια των κατοίκων του Μοναστηρίου, ούτε η αναφορά του τελευταίου στα «εισχωρήσαντα φύλα», από τα οποία εξαιρεί τους Έλληνες, αναιρούν την πραγματικότητα της εποχής, δηλαδή τον εξελληνιστικό ρόλο των πόλεων της Μακεδονίας. Τα μεγαλοπρεπή σχολεία και άλλα ελληνικά κοινοτικά κτίρια που διασώθηκαν στο Μοναστήρι, μαρτυρούν την προϊούσα ακμή των Ελλήνων της πόλεως. η οποία ακμή ωστόσο είχε ταπεινές καταβολές στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος.

Άλλο «ειδωλοσκόπιον» εθνοτήτων της περιοχής αποτελούσε η Χρούπιστα, το σημερινόν Άργος Ορεστικόν. Στους Βουλγάρους και Τούρκους κατοίκους της μικρής κώμης με την σπουδαία ετήσια εμποροπανήγυρη (τουλάχιστον από τον ΙΣΤ΄ αιώνα) προστέθηκαν, στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, Βλάχοι από τη Μοσχόπολη, και αργότερα, απ' τη Γράμμουστα και τη Σαμαρίνα. Ποιμένες, μικρέμποροι και γεωργοί αποτελούσαν τον πληθυσμό της κώμης, η οποία διατήρησε την αλλοφωνία και όταν αναπτύχθηκε η Ελληνική στους κόλπους των Βλάχων κυρίως. 

Η Χρούπιστα, από τις χαρακτηριστικότερες πόλεις-μικροκόσμους της Μακεδονίας του ΙΘ΄ αιώνος ασφαλώς, διέθετε προς το τέλος του αιώνος σχολεία ελληνικά, βουλγαρικό και ρουμανικό, όταν ωστόσο είχε αναπτυχθεί και υπερισχύσει η ελληνοφωνία μεταξύ των Βλάχων και των Βουλγάρων. Νοτιοανατολικώς αυτού του πολύφωνου εθνολογικού τριγώνου απαντούσαν συμπαγής θύλακος ελληνοφώνων Μουσουλμάνων, των Βαλαάδων, προϊόν μαζικού εξισλαμισμού Ελλήνων της περιοχής, και άλλος θύλακος Τούρκων εποίκων βορείως της Κοζάνης, ο οποίος συναντούσε τη σλαβική προέκταση της Πελαγονίας, όπου εδέσποζαν εστίες ελληνοφωνίας, όπως το βλαχοχώρι Νυμφαίον, το Λέχοβο χωριό αλβανόφωνο, το Φλάμπουρο, η Δροσοπηγή και το Πισοδέρι, χωριά αλβανόφωνα και βλαχόφωνα, στα οποία η Ελληνική συναντούσε την Αλβανική και τη Βλαχική. Το Βέρμιο, τέλος, εστέγαζε τις τελευταίες άξιες λόγου ελληνόφωνες εστίες δυτικώς του Αξιού.

Στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου και από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα, οι πρώτες δύο νωρίτερα από την τρίτη, είχαν ήδη ενσωματώσει σημαντικό αριθμό Βλάχων και Σλάβων της περιβάλλουσας υπαίθρου στον ελληνόφωνο πυρήνα τους. Για τους Βλάχους των ορεινών και τους Σλάβους των πεδινών οι τρεις πόλεις του Βερμίου αποτελούσαν ισχυρούς πόλους έλξεως. Τρεις τουλάχιστον ξένοι αξιόπιστοι μάρτυρες των αρχών του ΙΘ΄ αιώνος θεωρούσαν τις πόλεις του Βερμίου ασφαλές βόρειο σύνορο της Ελληνικής. 

Το Βέρμιο και τα Πιέρια αποτελούσαν είδος «φυσικού οχυρού» των Ελλήνων απέναντι στους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα πεδινά προς ανατολάς αυτών των ορέων. Από τις μαρτυρίες και τις εκτιμήσεις για τη Μακεδονία αυτής της εποχής, πριν δηλαδή να εκδηλωθεί ο οξύς ανταγωνισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων για την προαγωγή των εθνικών τους διεκδικήσεων στην περιοχή, προκύπτουν ορισμένα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή που ακολούθησαν. 

Τέτοια στοιχεία ήσαν: α) η ανυπαρξία ευδιάκριτων ζωνών πυκνότητας της ελληνικής βορείως μιας νοητής γραμμής που προαναφέρθηκε, β) η εκτεταμένη αλλοφωνία σ' αυτήν την αυθαιρέτως προσδιορισθείσα περιοχή ως Μακεδονία, γ) ο προϊών εξελληνισμός των πόλεών της, οι οποίες δρούσαν ως εστίες της Ελληνικής στην αλλόφωνη εν πολλοίς ύπαιθρο χώρα, δ) η προϊούσα ελληνομάθεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα της αίγλης της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας, όσο και της πρακτικής αξίας που είχε η Ελληνική για την οικονομική και κοινωνική άνοδο των κατόχων της και ε) η διατήρηση της πολυγλωσσίας στις πόλεις και της μονογλωσσίας στα χωριά. 

Άλλο συναφές στοιχείο ήταν ο εξελληνιστικός ρόλος των πόλεων της περιοχής, οι οποίες εξελλήνιζαν τους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σε αυτές, όχι την ίδια την ύπαιθρο, η οποία παράμενε εν πολλοίς αλλόφωνη. Άλλο, τέλος, στοιχείο ήταν το ακόλουθο: ύπαρξη ελληνικών σχολείων στην περιοχή πριν από την εκδήλωση της ρήξεως των Ελλήνων με τους Βουλγάρους κυρίως και δευτερευόντος με τους Ρουμάνους, αποτελούσε τεκμήριο της ζητήσεως της ελληνομάθειας από τους αλλόφωνους συνοίκους των Ελλήνων λαούς όσο και από τους Έλληνες.
________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: