09 Δεκεμβρίου, 2011

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

 
Εκτός από αυτές τις μαρτυρίες -που αναφέρονται σε κρίσιμες, εξαιτίας της εξωτερικής απειλής περιστάσεις- υπάρχουν και άλλες, που αναφέρονται σε επιμέρους περιπτώσεις· είναι όμως εξίσου ενδεικτικές: από τον Δ΄ αιώνα π.Χ. μαρτυρούνται Μακεδόνες ως νικητές σε Πανελληνίους Αγώνες· μεταξύ των ελληνικών πόλεων από διάφορες περιοχές, που αναγνωρίζουν την ασυλία του Ασκληπιείου της Κου το 243 π.Χ., είναι και οι μακεδονικές Πέλλα, Κασσάνδρεια, Αμφίπολη, Φίλιπποι (Hatzopoulos, Institutions II, àρ. 36, 41, 47, 58). 

Το 209/8 π.Χ. ο Βασιλιάς Φίλιππος ο Ε΄ προσπαθεί να επηρεάσει τη συμμετοχή της Χαλκίδος στην πανελλήνια εορτή της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής που οργανώνει η Μαγνησία του Μαιάνδρου, τονίζοντας, όπως δηλώνει η παρατιθέμενη στο Ψήφισμα της Χαλκίδος φράση από σχετική επιστολή του, ότι οι Μάγνητες είναι συγγενείς των Μακεδόνων (I. Magnesia, 37). Από την Αυτοκρατορική Εποχή θα αρκούσε εδώ ένα παράδειγμα, το Ψήφισμα δηλαδή της πόλεως της Εφέσου (162/163 ή 163/164), όπου οι Μακεδόνες αναφέρονται μαζί με τα λοιπά ελληνικά έθνη, στ. 16-20: «τον μήνα που εμείς ονομάζουμε Αρτεμισιώνα, οι Μακεδόνες και τα λοιπά ελληνικά έθνη ονομάζουν Αρτεμίσιο» (Ι. Ephesos, 24B).

Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από αυτά τα λίγα -ωστόσο ενδεικτικά- στοιχεία, είναι ότι η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, εάν δεν οφείλεται σε πολιτικές προκαταλήψεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Δημοσθένη, πρέπει να αποδοθεί στην εύλογη απουσία επαφών που υπήρχε κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική Εποχή· μία έλλειψη επαφών που δικαιολογεί και την άγνοια των πραγματικών συνθηκών που επικρατούσαν στη Μακεδονία. Ωστόσο, επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος γι' αυτόν τον διαχωρισμό, είναι ανάγκη να επιχειρηθεί εδώ μία σύντομη παρουσίασή του.

Στη Νότιο Ελλάδα, η Μακεδονία είναι γνωστή κυρίως με την έκταση και την οργάνωση που είχε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.). Και για τα δύο θα ακολουθήσει σύντομη αναφορά παρακάτω· εδώ όμως χρειάζεται να επισημανθεί ότι το κράτος αυτό περιελάμβανε περιοχές από την Άνω Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Ένα τέτοιο κράτος που περιελάμβανε διάφορα μακεδονικά φύλα καθώς και περιοχές όπου κατοικούσαν άλλα, μη ελληνικά φύλα, όπως Ιλλυριοί, Παίονες και Θράκες και εκδιώχθηκαν κατόπιν, ελάχιστα γνωστό μπορούσε να γίνει -και έγινε τελικά- στους Έλληνες της Νότιας Ελλάδος. 

Ελάχιστα γνωστό μπορούμε να πούμε ακόμα ότι ήταν το φύλο, από το οποίο προέρχονταν οι Αργεάδες βασιλείς που με τον Αλέξανδρο τον Α΄ και τους προγόνους του είχαν καταστήσει κέντρο του κράτους την «Μακεδονίδα γη» (Ηρόδ., VII 127), την περιοχή δηλαδή που ορίζεται μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Λουδία. Σύμφωνα με την παράδοση, την οποία διασώζουν ο Ηρόδοτος (VIII 137-138) και ο Θουκυδίδης (II 99.2), οι Μακεδόνες βασιλείς κατάγονταν από το Άργος και ήταν απόγονοι του Τημένου, ανήγαγαν δηλαδή την καταγωγή τους στον Ηρακλή. Μία αναθηματική στον Ηρακλή Πατρώο επιγραφή από την Βεργίνα ―αν και χρονολογείται στη διάρκεια της βασιλείας του Περσέα (178-169 π.Χ.)― είναι ενδεικτική της συνδέσεως της βασιλικής οικογενείας με τον «προπάτορά» της (SEG XLVI 829).

Τον Ε΄ αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε ότι έγιναν ομαδικές εγκαταστάσεις από τη Νότιο Ελλάδα στη Μακεδονία: για παράδειγμα το 478 π.Χ., με την καταστροφή των Μυκηνών από τους Αργείους, ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της κατέφυγε στη Μακεδονία, χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξε ο Μακεδόνας Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α΄(Παυσανίας VII, 25, 6), ενώ το 446 π.Χ. κάτοικοι της Ιστιαίας στη Βόρεια Εύβοια, μετά την κατάληψη της νήσου από τον Περικλή, μετανάστευσαν στη Μακεδονία (FGrHist115, F387, Θεόπομπος)· το 423 π.Χ., σύμφωνα με πληροφορία του Θουκυδίδη, Έλληνες οπλίτες υπηρετούσαν στον στρατό του Περδίκκα του Β΄(IV 124.1). Μακεδόνες όμως μάλλον θα έρχονταν σπάνια στη Νότιο Ελλάδα κι έτσι η χώρα άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι πόλεις που βρίσκονται στον χώρο της Μακεδονίας και ανήκουν στην Αττική-Δηλιακή Συμμαχία, αναφέρονται στους σχετικούς φορολογικούς καταλόγους ως ανήκουσες γεωγραφικά στη Θράκη.

Έχω την άποψη ότι αυτή η έλλειψη γνώσεων για τη χώρα και τους κατοίκους της στάθηκε μία βασική αιτία του διαχωρισμού των Μακεδόνων από τους Έλληνες. Η άλλη ήταν ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν μετάσχει στις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις της ελληνικής ιστορίας του ΣΤ΄-Ε΄ αιώνος και το βασικό στοιχείο των εξελίξεων αυτών, δηλαδή η δημοκρατική πόλη-κράτος, δεν υπήρχε στην διοικούμενη από μονάρχη Μακεδονία. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι στα μέσα του Δ΄ αιώνος ακόμη και ο Ισοκράτης, στην επιστολή που απευθύνει προς τον Φίλιππο και στην οποία του συνιστά την ένωση των Νοτίων Ελλήνων υπό την ηγεσία του στον πόλεμο εναντίον των Περσών, διαχωρίζει τους Μακεδόνες από τους Έλληνες (Φίλιππος, 107-108). 

Παρ' όλα αυτά, οι λίγες σχετικές αναφορές στις πηγές που διαθέτουμε, δεν επιτρέπουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, τη γενίκευση αυτού του διαχωρισμού ως καθολική στάση των Νοτίων Ελλήνων. Στον λόγο του Περί του στεφάνου (330 π.Χ.), ο Δημοσθένης κατηγορεί έναν μεγάλο αριθμό πολιτικών σε πόλεις της Νότιας Ελλάδος που ακολουθούσαν φιλομακεδονική πολιτική, ως προδότες (Περί του στεφάνου, 295). Θα επιθυμούσε κανείς να γνωρίζει τις αντιλήψεις αυτών των «προδοτών» για την Μακεδονία, αλλά δυστυχώς μας είναι γνωστή μόνον η φορτισμένη περιγραφή του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού, την οποία άλλωστε σχολιάζει αρνητικά και ο Πολύβιος (XVIII 14).

Πάντως, η τοποθέτηση ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης και της παλαιότερης ―σχετικής με την καταγωγή όπως και με τη γλώσσα των Μακεδόνων― ερεύνης, η οποία δεν επηρεάζεται από τον διαχωρισμό αυτόν και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την ελληνικότητα των Μακεδόνων ως προς την καταγωγή και τη γλώσσα τους, είναι απόλυτα σωστή, ενώ η αντίθετη προσκρούει όχι μόνον στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά συχνά και στην κοινή λογική. Εάν κάποιο κύριο όνομα ή κοινή λέξη έχει μη ελληνική προέλευση είτε κάποιο έθιμο (π.χ. Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1324b 15-16) θεωρείται μη ελληνικό, αυτό και με βάση την κοινή εμπειρία δεν αποτελεί αντεπιχείρημα και το γεγονός ότι εξακολουθεί να προβάλλεται ως τέτοιο, κάθε άλλο παρά επιστημονικές σκοπιμότητες εξυπηρετεί.

Στη σύγχρονη ιστορική έρευνα καταλαμβάνουν ιδιαίτερη θέση επιγραφικά και άλλα ευρήματα -λίγα βέβαια, οπωσδήποτε όμως αρκετά ενδεικτικά- από απομακρυσμένες περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας, τα οποία καταδεικνύουν την ελληνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς την αποδοχή της θολής -και γι' αυτό κάθε άλλο παρά πειστικής- αντιλήψεως για τον εξελληνισμό τους από τους κατοίκους των ελληνικών παραλιακών αποικιών.

2. Πολιτική Ιστορία (500-168 π.Χ.)
2.1. Αλέξανδρος ο Α΄ (περ. 495-452 π.Χ.)

Η πολιτική ιστορία της Μακεδονίας, ως μέρος της ελληνικής, αρχίζει ουσιαστικά με την βασιλεία του Αλεξάνδρου του Α΄ (495-452 π.Χ.) από τη Δυναστεία των Αργεαδών, η οποία ανήκε στο μακεδονικό φύλο που ίδρυσε το κράτος. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, το μακεδονικό αυτό φύλο, προερχόμενο από την περιοχή της Ορεστίδος, μετακινήθηκε (γύρω στο 700 π.Χ.) αναζητώντας περισσότερη γη προς τα ανατολικά, κατέλαβε την Πιερία και κατόπιν τη γειτονική Βοττιαία. Στην περιοχή αυτή ιδρύθηκε (περί το 650 π.Χ.) το μακεδονικό κράτος (Θουκ., ΙΙ 99). 

Φαίνεται πιθανότερη η εκδοχή ότι με το όνομα της δυναστείας δηλώνεται εκείνο του γενάρχη της και όχι η επινοημένη προέλευσή της από το πελοποννησιακό Άργος (σύμφωνα με τον μύθο που πλάσθηκε αργότερα, την εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄, για τη σύνδεση της Μακεδονίας με τη Νότιο Ελλάδα). Κατά τον Ηρόδοτο (VIII 139), πριν από τον Αλέξανδρο κυβέρνησαν έξι βασιλείς: ο Περδίκκας ο Α΄, ο Αργαίος, ο Φίλιππος ο Α΄, ο Αέροπος ο Α΄, ο Αλκέτας και ο Αμύντας ο Α΄. Από την εποχή του τελευταίου (πατέρα του Αλεξάνδρου του Α΄) και για αρκετό διάστημα της βασιλείας του Αλεξάνδρου, έως το 479 π.Χ., η Μακεδονία ήταν χώρα υποτελής στους Πέρσες.

Ο Αλέξανδρος ο Α΄, ο έβδομος Τημενίδης βασιλεύς (Ηρόδ., VIII 137.1), είναι γνωστός στην ελληνική ιστορία ως «φιλέλλην», ένας χαρακτηρισμός που ορισμένοι αρνητές της ελληνικότητος των Μακεδόνων τον χρησιμοποιούν ως επιχείρημα, αγνοώντας ή θέλοντας να αγνοούν ότι ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε για τη στάση του κατά τους Περσικούς Πολέμους σημαίνει απλώς αυτόν που αγαπά τους Έλληνες, ενώ χρησιμοποιούνταν όχι μόνον για ξένους αλλά και για Έλληνες, (π.χ. αργότερα για τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, Ξεν., Αγησίλαος, VII 4: καλόν Έλληνα όντα καί φιλέλληνα είναι· πρβλ. και την επιγραφή IG X 2.1, 145, Γ΄ αιώνας μ.Χ.).

Ο Αλέξανδρος ο Α΄ αντιλαμβάνονταν πολύ καλά ότι η ήττα των Περσών είχε ζωτική σημασία για την Μακεδονία και γι' αυτό είναι πιθανότατα εκείνος, στον οποίο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η παροχή της απαιτούμενης ξυλείας, με την οποία κατασκευάσθηκε από τον Θεμιστοκλή ο αθηναϊκός στόλος. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο λίγο αργότερα τιμήθηκε από τους Αθηναίους ως «πρόξενος και ευεργέτης» (Ηρόδ. VIII 136.1) ή «πρόξενος και φίλος» (Ηρόδ. VIII 143.3).

«Φιλέλλην» υπήρξε ο Αλέξανδρος για τις υπηρεσίες που προσέφερε στους αγωνιζομένους εναντίον των Περσών Έλληνες, μολονότι ήταν αναγκασμένος να ακολουθήσει τον Ξέρξη κατά την εκστρατεία του και προπάντων στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), σύμφωνα με την γνωστή περιγραφή του Ηροδότου (IX 44-45). Την προσφορά αυτή επιβεβαιώνει, εξάλλου, η παρουσία χρυσού αγάλματος του ιδίου στους Δελφούς, δίπλα στον τρίποδα-ανάθημα των Ελλήνων για τις επιτυχίες τους στη θάλασσα (Ηρόδ. VIII 121.2, Δημοσθ., Επιστολή Φιλίππου, 21).

Το μακεδονικό βασίλειο, στην έκταση που μας είναι γνωστό έως την εποχή του Φιλίππου, οφείλει σε μεγάλο βαθμό τη συγκρότησή του ως μίας ισχυρής πολιτικής δυνάμεως στις ικανότητες του Αλεξάνδρου του Α΄. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θουκυδίδη (ΙΙ 99), ο Αλέξανδρος και οι προγενέστεροί του Μακεδόνες βασιλείς, οι οποίοι αναφέρονται γενικά ως «οι πρόγονοι αυτού», εξεδίωξαν τους Παίονες από την κοιλάδα του κάτω Αξιού, τους Ηδωνούς από τη Μυγδονία, τους Εορδούς από την Εορδαία όπως και τους Άλμωπες από την Αλμωπία. Επίσης κατέλαβαν τον Ανθεμούντα (V 94.1), στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, για τον οποίο μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι παραχωρήθηκε από τον Αμύντα τον Α΄ στον γιο του Αθηναίου Τυράννου Πεισιστράτου, Ιππία. 

Ως έργο αποκλειστικά του Αλεξάνδρου πρέπει να θεωρηθεί η κυριαρχία στην περιοχή της Βισαλτίας και της Κρηστωνίας, όπου παρέμειναν ντόπιοι κάτοικοι, η τύχη των οποίων διαχωρίζεται στο χωρίο του Θουκυδίδη από αυτή των Πιέρων, των Βοττιαίων, των Ηδωνών, των Εορδών και των Αλμώπων, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις περιοχές τους. Τα συγγενικά φύλα της ΄Ανω (ορεινής) Μακεδονίας (Λυγκηστές, Ελιμιώτες, Ορέστες, Τυμφαίους, Παραυαίους) κατέστησε, σύμφωνα με τη φράση του Θουκυδίδη (ΙΙ 99.2), «ξύμμαχα καί υπήκοα», που σημαίνει ότι ανάγκασε τους ηγεμόνες τους να δεχθούν την επικυριαρχία του. Στην εποχή του ―και οπωσδήποτε μετά την ήττα των Περσών στις Πλαταιές, εναντίον των οποίων κατά την επιστροφή τους μέσω της Μακεδονίας ο Αλέξανδρος πέτυχε σαρωτική ήττα («τέλειον ατύχημα», Δημοσθένης, Κατ' Αριστοκράτους 200, Περί συντάξεως, 24)― η έκταση που κατείχε πριν το μακεδονικό βασίλειο τετραπλασιάσθηκε.

Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του έργου του Μακεδόνος βασιλέα είναι τα νομίσματα που κόπηκαν με τον άργυρο που προερχόταν από τα μεταλλεία του Δυσώρου, στην περιοχή του Στρυμόνα. Ο ιππέας που εικονίζεται στη μία όψη, είναι προφανώς ο ίδιος ο βασιλιάς· η άλλη φέρει το όνομά του.

Εξίσου σημαντικό από ιστορική άποψη είναι το έργο του Αλεξάνδρου στην εσωτερική πολιτική, όπου τις πρωτοβουλίες καθιστούσε επιτακτικά αναγκαίες η επέκταση του κράτους και η ανάγκη ενδυναμώσεως της κεντρικής εξουσίας. Επιτακτικά αναγκαία ήταν προπάντων η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της Μακεδονίας. Η ισχύς αυτή βασιζόταν πριν στο ιππικό που αποτελούνταν από τους ευγενείς Μακεδόνες, οι οποίοι έφεραν τον ομηρικής προελεύσεως τίτλο «εταίροι». Επειδή το ιππικό δεν επαρκούσε για την κάλυψη των νέων αναγκών, ο Αλέξανδρος προχώρησε (σε περιορισμένη οπωσδήποτε έκταση) στην οργάνωση του πεζικού. Εκείνο όμως που φανερώνει την πολιτική ευφυία του Αλεξάνδρου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η νέα αντίληψη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η οργάνωση αυτή: οι πεζοί Μακεδόνες ονομάσθηκαν «πεζέταιροι», δηλαδή είναι οι πεζοί «εταίροι» του βασιλέως, όπως και οι ευγενείς. Με τον τρόπο αυτόν, δημιουργούνταν ένας στενός δεσμός των Μακεδόνων αγροτών-οπλιτών με τον μονάρχη από τη μια μεριά και από την άλλη, ένα πολιτικό αντίβαρο έναντι των ευγενών. 

Τους δεσμούς του στρατού με τον βασιλέα ενίσχυσε, εξάλλου, σε σημαντικό βαθμό η παραχώρηση γαιών από τον ίδιο σε μεγαλύτερη έκταση προς τους «εταίρους» ευγενείς και σε μικρότερη προς τους «πεζεταίρους». Για την δημιουργία των «πεζεταίρων» αυτών εκφράστηκαν διάφορες απόψεις από την ιστορική έρευνα (βλ. π.χ. Hatzopoulos, Institutions, 269), εξαιτίας των προβλημάτων που παρουσιάζει η μόνη σχετική μαρτυρία που διαθέτουμε (FGrHist 72 F4 Αναξιμένης). Η ιστορική λογική επιβάλλει όμως την απόδοσή της στον Αλέξανδρο τον Α΄ και γι' αυτό η άποψη που διατυπώνεται εδώ, γίνεται δεκτή από τους περισσοτέρους ερευνητές. 

Η ανακάλυψη, άλλωστε, στο δυτικό νεκροταφείο του Αρχοντικού Πέλλης τάφων που ανήκουν -όπως προκύπτει από τα «πλούσια», δηλωτικά της κοινωνικής θέσεως των νεκρών, κτερίσματα- σε πολεμιστές, μέλη της τοπικής στρατιωτικής αριστοκρατίας και χρονολογούνται μέχρι την εποχή του Αλεξάνδρου Α΄, δεν αφήνουν σχεδόν καμία αμφιβολία ότι τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με το πρόγραμμα του Αρχελάου, ίσως και των προκατόχων του βασιλέων, δηλαδή του Αλκέτα Α΄ (ΣΤ΄ αιώνας) και Αμύντα Α΄ (περ. 540-498 π.Χ.) καθώς και ότι οι προσπάθειες για τη δημιουργία και την οργάνωση του μακεδονικού στρατού χρονολογούνται αρκετά χρόνια πριν από τον Φίλιππο τον Β΄.

Βέβαια, το μακεδονικό πεζικό, τόσο από αριθμητική όσο και από οργανωτική άποψη, δεν είχε -και δεν μπορούσε να έχει- ακόμη την ισχύ που απέκτησε αργότερα χάρη στον Φίλιππο τον Β΄, ο οποίος καθιέρωσε την γενική στρατιωτική θητεία. Οπωσδήποτε όμως η ιδέα της οργανώσεώς του με βάση την αντίληψη που προαναφέρθηκε, αποτελεί ένα αναμφισβήτητο στοιχείο για την αξιολόγηση του Αλεξάνδρου ως ενός εξαιρετικά ικανού ηγεμόνα. Αυτό γίνεται καλύτερα αντιληπτό, εάν αναλογισθεί κανείς ότι η μακεδονική βασιλεία δεν ήταν απολυταρχική, εφόσον σημαντικό ρόλο έπαιζε η Συνέλευση του Στρατού. 

Ο στρατός εξέλεγε τον νέο βασιλέα ή τον επίτροπο του ανηλίκου διαδόχου από την οικογένεια των Αργεαδών και λειτουργούσε ακόμη ως δικαστήριο σε περιπτώσεις εσχάτης προδοσίας. Λιγότερο γνωστή μας είναι η πολιτική του Αλεξάνδρου Α΄ προς τις μακεδονικές πόλεις, τις οποίες πρέπει να φανταστούμε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εξαρτημένες από τον μονάρχη. Από τις περισσότερες από τις πόλεις αυτές μας είναι γνωστά μόνον τα ονόματα (ως πόλιες αναφέρονται π.χ. στον Ηρόδοτο οι ΄Ιχναι και η Πέλλα VII 123)· μία από τις σπουδαιότερες φαίνεται να ήταν οι ΄Ιχναι, η οποία έκοβε νομίσματα έως τον Ε΄ αιώνα.

Όσον αφορά την οργάνωσή τους, μας είναι γνωστοί από τον Ησύχιο οι όροι «πελιγάνες» (s.v. πελιγάνες· οι ένδοξοι· παρά δέ Σύροις οι βουλευταί) και «ταγών αγά» (s.v. ταγόναγα· Μακεδονική τις αρχή), με τους οποίους αποδίδεται προφανώς στην πρώτη περίπτωση ένα είδος βουλής-γερουσίας, ενώ στη δεύτερη οι σπουδαιότεροι άρχοντες. Τις «γλώσσες» του Ησύχιου επιβεβαιώνουν επιγραφικά κείμενα: σε μία επιστολή π.χ. του Φιλίππου του Ε΄ προς την πόλη του Δίου, χρονολογημένη γύρω στο 180 π.Χ., αναφέρονται ως αποδέκτες ο «επιστάτης», οι «πελειγάνες» και οι «λοιποί πολίτες» (SEG XLVIII 785), ενώ σε πράξεις αγοραπωλησίας από την Τύρισσα (περιοχή Γιαννιτσών) αναφέρονται «βασιλικοί δικασταί» και «ταγοί» (SEG XLVII 999).

Για την οργάνωση ενός κράτους με την αλματώδη επέκταση, την οποία αυτό γνώρισε στην εποχή του Αλεξάνδρου του Α΄, το διάστημα των σαράντα πέντε περίπου ετών της διακυβερνήσεώς του ήταν ασφαλώς πολύ μικρό. Η εσωτερική συνοχή του κράτους ήταν ακόμα χαλαρή, διότι οι ηγεμόνες των συγγενών φύλων της Άνω Μακεδονίας δεν μπορούσαν, ασφαλώς, να αποδεχθούν πλήρως την εξουσία του Αργεάδη βασιλέα. Στα δυτικά και στα βόρεια σύνορα υπήρχαν ξένα, μη ελληνικά φύλα (οι Οδρύσες Θράκες στην πρώτη και οι Ιλλυριοί στην δεύτερη περίπτωση), τα οποία ασφαλώς σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του μακεδονικού βασιλείου. 

Κίνδυνος όμως υπήρχε και από το νότο, δηλαδή από την Αθήνα, στην σφαίρα επιρροής της οποίας, στο πλαίσιο της Αττικής Συμμαχίας, ανήκαν πόλεις από τα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου έως τον Ελλήσποντο. Έτσι, ζωτικά συμφέροντα της Μακεδονίας έρχονταν σε σύγκρουση με εκείνα των Αθηνών και αυτό φάνηκε ήδη από το 465 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν την περιοχή του κάτω Στρυμόνα και προχωρώντας στο εσωτερικό, υπέστησαν δεινή ήττα από τους Ηδωνούς. Στην αποτυχία αυτή των Αθηναίων συνέβαλε, κατά την άποψη πολλών ερευνητών, σημαντικά ο Αλέξανδρος.
__________________________________
Αύριο η συνέχεια


Δεν υπάρχουν σχόλια: