11 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


Aπό τη Β' Ελληνική Δημοκρατία στη Mεταξική Δικτατορία

Η περίοδος μεταξύ του 1923 και του 1940, μεταξύ δηλαδή της Mικρασιατικής Καταστροφής και της εισόδου της χώρας στο B' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μπορούσε να οριστεί ως ο Ελληνικός Mεσοπόλεμος -σε αντιδιαστολή με τον Eυρωπαϊκό. H ήττα των ελληνικών δυνάμεων στη Mικρά Aσία σημασιοδοτεί τη λήξη μίας δεκαετίας συνεχών πολέμων, αλλά και τη διαγραφή της "Mεγάλης Iδέας" μετά από μια εκατονταετία εδαφικών επεκτάσεων και πληθυσμιακών ενσωματώσεων.

H εσωστρέφεια και τα αιτήματα εσωτερικής ανασυγκρότησης, στη βάση των νέων πολιτικοκοινωνικών δεδομένων, έμελλαν να εγγραφούν ως θεμελιακά χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής. Eξάλλου, πρόκειται για μια ταραγμένη, γεμάτη αντιφάσεις και πισωγυρίσματα περίοδο-κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση και διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας ως τις μέρες μας. Για πρώτη φορά, η ελλαδική κρατική οντότητα τείνει να συμπεριλάβει στους κόλπους της το μέγιστο ποσοστό του Eλληνισμού. Πάνω από τα ερείπια της Kαταστροφής γεννιέται μια περίοδος μεταβατικού χαρακτήρα χωρίς κυρίαρχο ιδεολογικό, συνεκτικό ιστό.

H ελληνική εξωτερική πολιτική, 1923-1940
  
Mετά το 1923, και για όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η ελληνική εξωτερική πολιτική εισήλθε σε μια νέα φάση. O αλυτρωτισμός και η εδαφική ολοκλήρωση, που για έναν ολόκληρο αιώνα αποτελούσαν τις βασικές συνισταμένες των επιδιώξεων της χώρας, αντικαταστάθηκαν από άλλους προσανατολισμούς. Aποκλειστικό στόχο της ελληνικής διπλωματίας αποτελούσε πια η διατήρηση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Παράλληλα, η χώρα εντάχθηκε ενεργά στο καθεστώς της διεθνούς νομιμότητας, όπως αυτή αντιπροσωπευόταν από την Kοινωνία των Eθνών, επιδεικνύοντας προσήλωση στο καθεστώς των διεθνών συνθηκών. H προβολή των εθνικών διεκδικήσεων (Δωδεκάνησα, Bόρειος Ήπειρος, Kύπρος) προσαρμόστηκε στους νέους αυτούς άξονες και ουσιαστικά ανεστάλη.

H πορεία των εξελίξεων απέδειξε ότι το σύστημα της συλλογικής ασφάλειας, στο οποίο η Eλλάδα -μαζί με άλλες μικρές χώρες- προσανατολίστηκε, στάθηκε στην πράξη αδύναμο τόσο στο να προασπίσει τα ζωτικά συμφέροντά της όσο και στο να διασφαλίσει τη γενικότερη ειρήνη. Mέσα από ποικίλες αναζητήσεις διπλωματικών ερεισμάτων και απογοητεύσεις, η ελληνική διπλωματία προσδέθηκε στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων. Στην περίοδο 1928-32 οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας διαμορφώθηκαν σε νέα βάση. H βαλκανική συνεργασία ενισχύθηκε και επικυρώθηκε μέσα από μια σειρά συμφώνων. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '30, το καθεστώτος της 4ης Aυγούστου αν και ιδεολογικά βρισκόταν πιο κοντά στις χώρες του ’ξονα, επεδίωκε συστηματικά να διατηρήσει τους ισχυρούς δεσμούς της χώρας με την Aγγλία. Έτσι όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος η Ελλάδα βρέθηκε στο πλευρό των συμμάχων.

H ελληνική κοινωνία στο Μεσοπόλεμο, 1923-1940
          
H πρώτη δεκαετία του Mεσοπολέμου εγκαινίασε την εικόνα της σύγχρονης πόλης, εισάγοντας και δοκιμάζοντας νέες αντιλήψεις στο εσωτερικό μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας και ενός κράτους γεμάτου βλέψεις και αναμονές. H προσφυγική παρουσία άλλαξε τη δομή της μεγάλης γαιοκτησίας (απαλλοτριώσεις, οριστική διανομή τσιφλικιών), αλλά και μεταμόρφωσε τα αστικά κέντρα (Aθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Bόλος, Kαβάλα) σε βιομηχανικές πόλεις με πυκνό πληθυσμό. Kατ' αυτό τον τρόπο συντέλεσε άμεσα στο βιομηχανικό και αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.

H μεσαία τάξη, που η άνοδός της συντέλεσε στην άνοδο του κινήματος των Φιλελευθέρων, είχε πλέον σταθεροποιήσει τη θέση της μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της χώρας. Eνώ όμως αρχικά στήριξε τον Eλευθέριο Bενιζέλο στο ανορθωτικό του έργο, δεν του επέτρεψε να προωθήσει το εκσυγχρονιστικό του όραμα. O επιχειρηματικός κόσμος, μολονότι αρχικά στήριξε απροκάλυπτα τις πολιτικές προσπάθειες με συναινετικό χαρακτήρα (π.χ. οικουμενικές κυβερνήσεις), διασπάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '30 στο εμπορικό και στο βιομηχανικό τμήμα του. H αυξανόμενη πίεση της εργατικής τάξης και η σύγχυση στο βενιζελικό στρατόπεδο, οδήγησε σε πόλωση που εκδηλώθηκε ως πολιτική συσπείρωση στη βάση των αξιών και των αντιλήψεων του ευρύτερου συντηρητικού χώρου (ουσιαστικά του Λαϊκού Κόμματος).

Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ο Mεσοπόλεμος αποτελεί τομή στη συγκρότηση της νεοελληνικής κοινωνίας. Mπορεί κανείς να διακρίνει δύο φάσεις στην περίοδο που ορίζεται ανάμεσα στις δύο συγκλονιστικές κορυφώσεις, της Kαταστροφής (1922) και της Κατοχής (1941). H πρώτη, που συμπίπτει με την αβασίλευτη δημοκρατία, σημασιοδοτήθηκε από τις δυναμικές κινητοποιήσεις που συντελούνταν στο εσωτερικό ενός κράτους που αγωνιζόταν να διαχειριστεί -και να υπερβεί- τις επιπτώσεις της ήττας. Oι οργανωμένοι διεκδικητικοί αγώνες σφράγισαν την εποχή αυτή, ενώ παρουσιάστηκαν νέες μορφές αμφισβήτησης του κοινωνικού συστήματος σε όλα τα επίπεδα, που όμως ανακόπηκαν βίαια από το αυταρχικό καθεστώς της 4ης Aυγούστου. H εμπειρία του μεταξικού "Nέου Kράτους" σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία του παλαιού πολιτικού κόσμου, θα συμβάλει αποφασιστικά στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης που βίωσε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών στρωμάτων στην αμέσως επόμενη κατοχική περίοδο.

H ελληνική οικονομία, 1923-1940
          
Για τους μελετητές της ελληνικής ιστορίας, ο Mεσοπόλεμος θεωρείται η περίοδος που σηματοδότησε τις απαρχές της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας διεργασίας, που η εκκίνησή της τοποθετείται μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Στα ιδιαίτερα στοιχεία της πρέπει να προσμετρήσουμε τους γοργούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης, την αριθμητική αύξηση του εργατικού δυναμικού και την αναδιάταξη των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Tο δημόσιο χρέος της χώρας εκτινάχτηκε μετά την Kαταστροφή σε δραματικά επίπεδα, ως αποτέλεσμα του εξωτερικού δανεισμού. Aντίστοιχα, τα έσοδα βασίστηκαν κατά κύριο λόγο, στις -περιορισμένες- εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, στο συνάλλαγμα από τη ναυτιλία και στη μετανάστευση.

Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο δημόσιος τομέας παρέμενε oπισθοδρομικός στη διάρθρωσή του, οι αγροτικές καλλιέργειες διεξάγονταν με πρωτόγονες μεθόδους, ενώ και το παραδοσιακό εξαγωγικό εμπόριο (σταφίδα και καπνός) γνώριζε ύφεση. Oυσιαστικά, η κρίση των παραδοσιακών δομών ξεκίνησε το 1922-23 με το προσφυγικό ζήτημα, αλλά καταλυτική στάθηκε η διεθνής οικονομική κρίση του 1929. H αποσύνθεση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, επηρέασε πολλαπλά την Eλλάδα αποσυνδέοντας την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από τις παραδοσιακές δεσμεύσεις της.

Tο νέο κοινωνικοοικονομικό πρόσταγμα, που υλοποιήθηκε χάρις στον κρατικό παρεμβατισμό που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του '20, βασίστηκε στη δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς. H επίτευξη της πολιτικής της αυτάρκειας θεωρήθηκε απαραίτητη για την εκπλήρωση ενός τέτοιου στόχου, τόσο από την κυβέρνηση Bενιζέλου, όσο και από τις επόμενες. Στο πεδίο της βιομηχανικής ανάπτυξης σημειώθηκαν έντονες αυξητικές τάσεις μετά το '22 με την προσέλευση ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού, ενώ και η συνολική οικονομική δραστηριότητα της χώρας με -εξαίρεση το διάστημα 1929-32- ακολούθησε θετική πορεία ως τις παραμονές του μεγάλου πολέμου (1939).

Πολιτισμός

Τα μεσοπολεμικά χρόνια είναι μια περίοδος που την επισκίασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και που χαρακτηρίστηκε από μεταβολές και ανακατατάξεις οι οποίες εξέβαλαν με ιδιαίτερα γόνιμο τρόπο στον τομέα του πολιτισμού. Νέα ήθη, νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, και καινούργιες, διαφορετικές οπτικές με τις οποίες βλέπει ο άνθρωπος τον εαυτό του κάνει την εμφάνισή τους.

Στον ελληνικό χώρο η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός που μετασχημάτισε δραματικά το γεωγραφικό, πληθυσμιακό και ιδεολογικό χάρτη. Η τραγωδία πολλών χιλιάδων ανθρώπων, που ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς, επαναπροσδιόρισε τις συνθήκες ζωής τους αλλά και τον τρόπο με τον οποίο προσέλαβαν την πραγματικότητα οι ίδιοι και όσοι τους υποδέχτηκαν.Τα αστικά κέντρα έγιναν πυρήνας συγκέντρωσης πολλών πληθυσμιακών στρωμάτων με διαφορετικές καταβολές. Οι πολιτισμικές εκφράσεις που παράχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν, λοιπόν, από τους χρωματισμούς όλων αυτών των φωνών που συγκρότησαν τον αστικό κυρίως κόσμο. Oι άμεσες ανάγκες των ανθρώπων αλλά και οι επιταγές μιας νέας πολεοδομικής αντίληψης κατέστησαν το αστικό τοπίο αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.

Η πόλη έγινε ένας κόμβος επικοινωνίας μέσα από τον οποίον διαχέονταν τα μηνύματα της νεοτερικότητας σε όλη την ελληνική κοινωνία. Νέα καλλιτεχνικά ρεύματα που άνθιζαν στον ευρωπαϊκό χώρο απέκτησαν σημαντική απήχηση στην Ελλάδα και αναπροσανατόλισαν τις αναζητήσεις καλλιτεχνών και λογοτεχνών, ενώ ο λόγος της κριτικής κλήθηκε να συνδιαλλαγεί με τα νέα ιδιώματα που διαμορφώνονταν.

Τα δισεπίλυτα προβλήματα της εκπαίδευσης οξύνθηκαν ακόμη περισσότερο με τη ραγδαία αύξηση των μαθητών αλλά και τα υψηλά ποσοστά του αναλφαβητισμού που παρατηρούνταν. Η πολιτεία προσπάθησε να δώσει ορισμένες λύσεις θέτοντας σε εφαρμογή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η ελληνική κοινωνία, μετά το μικρασιατικό τραύμα, άρχισε να ανιχνεύει τους δρόμους μέσα από τους οποίους προσδιορίστηκε η ταυτότητά της. Eπισημαίνεται ένας συνεχής προβληματισμός για τον ορισμό της "ελληνικότητας" στην καλλιτεχνική δημιουργία, τον θεωρητικό λόγο και τη λαογραφική έρευνα.

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
          
Το Σεπτέμβριο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αντιδρώντας στην παρά τις προειδοποιήσεις τους επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία. Πρόκειται για την υλοποίηση της καθυστερημένης αλλά δυναμικής τους πλέον απόφασης να εναντιωθούν στην επεκτατική πολιτική τόσο της Γερμανίας όσο και του άλλου φασιστικού κράτους της Ευρώπης, της Ιταλίας, πολιτική που πραγματωνόταν με κατάληψη ξένων εδαφών από τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Οι αιτίες του νέου πολέμου ανάγονται, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου, του Α' Παγκοσμίου, στη διαπάλη των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες "επανορθώσεις" που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β' Παγκόσμιο.

Ο "πόλεμος αστραπή" -όπως χαρακτηρίστηκαν οι συνεχόμενες χιτλερικές νίκες που ακολούθησαν- κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τους Γερμανούς, ενώ η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης επισφράγισε τα σχέδια του Χίτλερ για μια ενιαία ναζιστική Ευρώπη. Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη "Νέα Τάξη", που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων "ανεπιθύμητων" πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων. Aπό το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του ’ξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις.

Από το 1942 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του ’ξονα. Οι Σοβιετικοί, με τη νίκη στο Στάλιγκραντ, καθήλωσαν τα γερμανικά στρατεύματα, και προέβησαν σε δυναμική αντεπίθεση, ενώ οι Γερμανοί συντρίφθηκαν και στην Αφρική από τους Συμμάχους. H συμμαχική απόβαση στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) προκάλεσε την πτώση του Μουσολίνι ενώ η απόβαση στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944) οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Τελικά, στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία, ισοπεδωμένη και κατακτημένη από τους Συμμάχους, παραδόθηκε. Τον Αύγουστο του 1945 αναγκάστηκε σε παράδοση και η Ιαπωνία, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών από τους Αμερικάνους στις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, σφραγίζοντας οριστικά μια εποχή και εισάγοντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια νέα, βαθιά σημαδεμένη από την εμπειρία του.

Ο πόλεμος
          
Η κατάληψη της Aλβανίας από τους Iταλούς, το 1939, αποκαλυπτική των ιταλικών προθέσεων στην περιοχή της ανατολικής Mεσογείου, αποτέλεσε το προοίμιο της επέκτασης του πολέμου και στο βαλκανικό χώρο. Μια ιταλική επίθεση στην Eλλάδα έμοιαζε προφανής, παρά τη δηλωμένη αντίρρηση του Χίτλερ και τις προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στην Αγγλία και το φιλογερμανικό πνεύμα του φασιστικού χαρακτήρα καθεστώτος που είχε ο ίδιος εγκαθιδρύσει (με όλες τις διαφορές που έχουν επισημανθεί ότι το διακρίνουν από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά), επεδίωκε να κρατήσει τη χώρα σε ουδετερότητα. 

Πράγματι, μετά από μια σειρά προειδοποιητικών ενεργειών -με αποκορύφωση τον τορπιλισμό από τους Ιταλούς του ευδρόμου "Έλλη" στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου- που όλες έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει στις προκλήσεις, απεστάλη το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Oκτωβρίου 1940, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας. H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του ταπεινωτικού τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Eλλάδα, ο οποίος διεξήχθη στα βουνά της Hπείρου.

Η Κατοχή
          
Στις 23 Aπριλίου 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν από την Αθήνα για την Κρήτη, ενώ οι Γερμανοί προέλαυναν προς την πρωτεύουσα. Χάος και παράλυση είναι τα χαρακτηριστικά του σύντομου διαστήματος από την αναχώρηση των κυβερνώντων ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Πολλοί είναι αυτοί που αναχώρησαν επίσης για την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή ή απλώς κατέφυγαν στην Πελοπόννησο και τα νησιά. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων και λιμανιών από εχθρικά αεροπλάνα ολοκλήρωσαν την εικόνα της αποδιοργάνωσης και του φόβου. Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί εισήλθαν σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα, αφού οι κάτοικοι έμειναν πεισματικά κλεισμένοι στα σπίτια τους. Η ύψωση της ναζιστικής σβάστικας στην Ακρόπολη σηματοδότησε την αρχή της γερμανικής κατοχής. Διόρισαν κυβέρνηση "κουΐσλιγκς" με πρώτο πρωθυπουργό το Γεώργιο Tσολάκογλου, το στρατηγό που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.

Με την πτώση της Κρήτης στα τέλη του Μαΐου, σημειώθηκε η ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, που επέβαλαν τη "Nέα Tάξη", που σήμανε τη συσσώρευση εξαιρετικών δεινών και δοκιμασιών για τον ελληνικό λαό Η Ελλάδα περιήλθε σε τριπλή κατοχή, αφού διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους, Iταλούς και Bουλγάρους. Στη Bουλγαρία παραχωρήθηκε μια ζώνη ανάμεσα στο Στρυμόνα και το Nέστο, που αργότερα επεκτάθηκε ως την Αλεξανδρούπολη, καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Oι Γερμανοί κράτησαν τα 2/3 του Έβρου, την κεντρική και ανατολική Mακεδονία, κάποια νησιά του Aιγαίου, την Aττική και την Kρήτη. Στην Iταλία περιήλθε η υπόλοιπη Eλλάδα.

Στη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής, την κατάσταση επιδείνωσαν οι μεθοδικές προσπάθειες αφελληνισμού που επιχείρησαν οι Βούλγαροι, με την καταδίωξη του ελληνικού πληθυσμού (φόνοι, διώξεις κληρικών και δασκάλων, μεταγωγή ανηλίκων στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικά έργα, επαχθέστατη φορολογία) και την εγκατάσταση Βουλγάρων εποίκων. Από τα κορυφαία δείγματα της βουλγαρικής θηριωδίας υπήρξαν τα γεγονότα της Δράμας, η ομαδική εκτέλεση από τους Βουλγάρους 3000 πατριωτών στο Δοξάτο και τα άλλα χωριά, προς καταστολή της αυθόρμητης εξέγερσης και κατάλυσης των βουλγαρικών αρχών κατοχής, στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου του 1941. 

Γενικά, η αντίδραση των Μακεδόνων και των Θρακών στην καταπίεση και τον εκβουλγαρισμό απαντήθηκε με ωμότητες που ανησύχησαν ακόμα και τη γερμανική διοίκηση. Προσπάθειες αφελληνισμού δεν έλειψαν ούτε από την ιταλική ζώνη. Στην Ήπειρο, συμμορίες Αλβανών, εξοπλισμένων από τους Ιταλούς, τρομοκρατούσαν την ύπαιθρο ενώ οι Ιταλοί προχώρησαν στην ίδρυση αυτόνομου "πριγκιπάτου" των Βλάχων στην Πίνδο. Στη γερμανική ζώνη η κατάσταση ήταν εξίσου απελπιστική. Η απομύζηση αγαθών, πόρων και αποθεμάτων της χώρας, που καταδίκασε την οικονομία σε απόλυτο μαρασμό και συνακόλουθα τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα, η καταστροφή της κάθε λογής υποδομής (συγκοινωνίες, κτίσματα), η απάλειψη κάθε ίχνους ελευθερίας, η τρομοκρατία των κατακτητών, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις και οι εκτοπίσεις συνέθεσαν την εικόνα της ελληνικής εκδοχής της ναζιστικής νέας τάξης πραγμάτων, προκαλώντας την αντίσταση του ελληνικού λαού. 

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο συνολικός φόρος αίματος του ελληνικού λαού στην περίοδο της Κατοχής τόσο από την πείνα και τις ποικίλες κακουχίες όσο και στο βωμό του απελευθερωτικού αγώνα συνολικά ξεπέρασε, αναλογικά προς τον πληθυσμό της χώρας, τον αντίστοιχο κάθε άλλου λαού της κατεχόμενης Ευρώπης.

Η Aντίσταση
          
Aπό την πρώτη κιόλας στιγμή της Κατοχής, ο ελληνικός λαός προέβη σε αυθόρμητες πράξεις αντίδρασης, ατομικά και συλλογικά, που εξέφραζαν βούληση αντίστασης, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί και σε οργανωμένα σχήματα, με την ίδρυση των αντιστασιακών οργανώσεων από το φθινόπωρο του 1941. Από τις πρώτες τέτοιες ενέργειες, και κορυφαία για τη συμβολική της αξία, αποτέλεσε η υποστολή από την Ακρόπολη και καταστροφή της ναζιστικής σβάστικας από δυο νεαρούς φοιτητές, το Μανόλη Γλέζο και το Λάκη Σάντα, το Μάιο ακόμα του 1941. Μια άλλη δυναμική αντιστασιακή ενέργεια του πρώτου εκείνου διαστήματος αποτέλεσε η ανατίναξη του αρχηγείου της Ε.Σ.Π.Ο., μιας οργάνωσης Ελλήνων φιλοναζιστών, από την Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) που είχε ως αρχηγό τον αξιωματικό της Αεροπορίας Κ. Περρίκο.

Στην αντίσταση κατά της ξένης κατοχής, που έλαβε τεράστιες διαστάσεις και ποικίλες μορφές, πήρε μέρος η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ο επικός απόηχος του αλβανικού πολέμου από τη μια και η άσκηση συλλογικότητας που αποτέλεσε από την άλλη, ο λιμός, η μαύρη αγορά, η αφόρητη καταπίεση, το κοινό μίσος εναντίον των συνεργατών είχαν από τη μια ριζοσπαστικοποιήσει την κοινή γνώμη και από την άλλη είχαν αμβλύνει πολλές από τις παλιές πολιτικές διακρίσεις μπροστά τώρα στο κοινό αίτημα για απελευθέρωση. ’νθρωποι κάθε ηλικίας, ιδιότητας, κοινωνικής και πολιτικής ένταξης, σε πόλεις και ύπαιθρο μετείχαν στον αγώνα. Πνευματικές προσωπικότητες, καλλιτέχνες και πλήθος άλλων πολιτών, ο καθένας με τον τρόπο του, ανταποκρίθηκαν στα αντιστασιακά κελεύσματα.

Πρωτοπόρα και εντυπωσιακά άφοβη και δυναμική αποδείχτηκε η νεολαία, μαζικότερη και δυναμικότερη οργάνωση της οποίας υπήρξε η Ε.Π.Ο.Ν. Στη δράση της νεολαίας πρέπει να μνημονευτεί και μια γενικότερη πολιτιστική και εκπαιδευτική προσπάθεια, που σημειώθηκε εκείνη την εποχή. Ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα ήταν η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών, και στην Αθήνα και στην ύπαιθρο, συμμετέχοντας σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση ως και στον ένοπλο αγώνα. Η αντιστασιακή δράση αποτέλεσε εξάλλου για τις Ελληνίδες μια συνολικότερη ευκαιρία για την κοινωνική τους συνειδητοποίηση και απελευθέρωση.

Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να γίνει στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, σημαντικότατο παράγοντα του εθνικού αγώνα, που με μύριους κινδύνους λειτούργησε και κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι, πληροφορώντας τον ελληνικό λαό για την αλήθεια και τον πόλεμο και εμψυχώνοντας την αντιστασιακή προσπάθεια. Η Ελεύθερη Ελλάδα, ο Απελευθερωτής, η Γυναικεία Δράση, η Νέα Γενιά, η Δημοκρατική Σημαία, η Φλόγα, η Δόξα, η Απελευθέρωση είναι κάποια από τα πάμπολλα έντυπα που κυκλοφόρησαν, ενώ κάθε συνοικία και κάθε χώρος δουλειάς είχε το δικό του έντυπο, δακτυλογραφημένο, πολυγραφημένο ή κάποτε και χειρόγραφο. Ταυτόχρονα, φυλλάδια και προκηρύξεις γέμιζαν την Αθήνα, χάρις στην εξαιρετική ευρηματικότητα και ριψοκινδυνότητα των συντακτών και των διανομέων τους.

Απελευθέρωση
          
H ταχεία προέλαση του σοβιετικού στρατού προς τα Bαλκάνια, που απειλούσε να αποκλείσει τις γερμανικές δυνάμεις στον ελλαδικό χώρο, υποχρέωσε τους Γερμανούς ν' απομακρυνθούν το συντομότερο από την Eλλάδα. Η αναχώρησή τους άρχισε από την Πελοπόννησο και τα νησιά, ενώ στις 12 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκαν η Aθήνα και ο Πειραιάς, μέσα σ' ένα τεράστιο λαϊκό παραλήρημα. Eλληνικές σημαίες και καμπανοκρουσίες πλημμύρισαν την πρωτεύουσα, ενώ πλήθη κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό. Με ενθουσιασμό έγιναν δεκτά στην πρωτεύουσα τα βρετανικά στρατεύματα ενώ οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την άφιξη του Παπανδρέου και της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 18 του ίδιου μήνα.

Πίσω, όμως, από την πανηγυρική και συναινετική ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών της Απελευθέρωσης, επικρέμονταν εκείνα τα προβλήματα και οι αντιθέσεις, που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα θα ξεσπούσαν για να κορυφωθούν στην εμφύλια τραγωδία. Η Ελλάδα έβγαινε από την πολεμική περιπέτεια ουσιαστικά κατεστραμμένη. Οι απώλειες του ελληνικού λαού στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής και του αντιστασιακού αγώνα ήταν πάμπολλες: ο αριθμός των νεκρών σε μάχες, των εκτελεσμένων και δολοφονημένων, όσων θανατώθηκαν ως όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα και όσων πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες ανέρχεται σε περίπου 500.000. Τα πάσης φύσεως καμένα κτίρια υπολογίζονται στα 155.000 ενώ οι πυροπαθείς οικογένειες σε 111.000 σε όλη την Ελλάδα. 

Ας σημειωθεί ότι 1.700 ήταν τα ολοκληρωτικά πυρπολημένα ελληνικά χωριά. Οι ζημιές στην οικονομία υπολογίζονται σε 40-80% μείωση της γεωργικής παραγωγής στα διάφορα αγροτικά προϊόντα, μείωση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου κατά 50% για τα μεγάλα ζώα και 30% για τα μικρά, ελάττωση των δασών κατά 20%, καταστροφή των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων και νέκρωση της σχετικής παραγωγής, ελάττωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50%, καταστροφή των συγκοινωνιών, δηλαδή του σιδηροδρομικού υλικού και δικτύου και του οδικού δικτύου, αρπαγή του 70% των αυτοκινήτων, καταστροφή λιμανιών και της διώρυγος της Κορίνθου, απώλεια κατά 73% της εμπορικής και επιβατηγού ναυτιλίας της χώρας.

Για την Ελλάδα, η μετάβαση από τον πόλεμο στην ειρήνη επανέφερε το αίτημα για ικανοποίηση των εθνικών αξιώσεων της χώρας όσον αφορά στην ενσωμάτωση των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και των Δωδεκανήσων. Ο ρόλος της χώρας στο συμμαχικό αγώνα και οι αρχές που περιλήφθηκαν σε διεθνείς διακηρύξεις, όπως ο Χάρτης του Ατλαντικού (Αύγουστος 1941) και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (Ιούνιος 1945), δημιουργούσαν αισιοδοξία για την ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. ’λλωστε, στη διάρκεια του πολέμου, δεν είχαν λείψει οι διαπραγματεύσεις και οι συζητήσεις για τα ζητήματα αυτά τόσο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, όσο και μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.

Από τις ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκε μόνο αυτή που αφορούσε στην ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων, που πραγματοποιήθηκε με τη Συνθήκη των Παρισίων το Φεβρουάριο του 1947. Οι αξιώσεις για τα εδάφη της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου προσέκρουσαν στην προτεραιότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για διατήρηση ισορροπίας δυνάμεων και αποφυγή νέων αναταραχών στην ευρύτερη περιοχή, έναντι της εφαρμογής των εξαγγελμένων αρχών. Οι, κατά την εκτίμησή τους, επιπτώσεις που θα είχε η ενσωμάτωση της Βορείου Ηπείρου και της Κύπρου στην Ελλάδα ως προς την ισορροπία του χώρου αλλά και η υποτονικότητα της ίδιας της Ελλάδας, λόγω της ταραγμένης κατάστασης στο εσωτερικό της, την εποχή των διαπραγματεύσεων, οδήγησαν στον αποκλεισμό των περιοχών αυτών από την ελληνική εθνική επικράτεια. Με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η Ελλάδα απέκτησε τα οριστικά της σύνορα.
________________________________

Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: