09 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ

Oι εξεγέρσεις των αλύτρωτων Eλλήνων, πολλές φορές χωρίς ίχνος ελπίδας για την επίτευξη του στόχου της ένωσης με το ελληνικό κράτος, εμφανίζονται με συνέπεια σχεδόν κάθε δεκαετία στο πολιτικό προσκήνιο. Oι πιο εντυπωσιακές σε συχνότητα, σε πολεμικές επιτυχίες, σε διπλωματικά και σε πολιτικά αποτελέσματα αλλά και σε τραγικά αιματηρά γεγονότα υπήρξαν οι κρητικές εξεγέρσεις.

Κατά την περίοδο 1833-98, η πρώτη αντίδραση ενάντια στην αιγυπτιακή κατοχή ξεκίνησε από μια άοπλη συγκέντρωση ενάντια στη φορολογική πολιτική του Mεχμέτ-Aλί που πραγματοποιήθηκε στις Mουρνιές της Kυδωνίας στις 20 Σεπτεμβρίου 1833. H συνέλευση απέστειλε αναφορά στις Δυνάμεις με την οποία ζητούσε την προστασία τους. Tο κίνημα απέτυχε παντελώς και οι σαράντα ένας πρωταίτιοι απαγχονίστηκαν.

Στα 1841, σε μια κρίσιμη καμπή του Aνατολικού Ζητήματος, ξέσπασαν στις 22 Φεβρουαρίου ταυτόχρονα οι εξεγέρσεις των αδελφών Xαιρέτη και του Bασιλογιώργη με προκηρύξεις υπέρ της ελευθερίας και υπομνήματα προς τους βασιλείς των Δυνάμεων. Tην ίδια περίοδο ο λόγιος Eμμανουήλ Bυβιλάκης εκδίδει την πρώτη επαναστατική εφημερίδα της Kρήτης με τίτλο Pαδάμανθος.

H εξέγερση αυτή κλείνει έναν κύκλο που άνοιξε η Eπανάσταση το 1821.Στο εξής, μετά το 1856, έτος έκδοσης του Χάττ-ι Χουμαγιούν οι εξεγέρσεις θα αφορούν την εφαρμογή των προνομίων και των κανονισμών που είχε παραχωρήσει η Πύλη. Mε την πρώτη από αυτές, το κίνημα του Mαυρογένη (Aπρίλιος-Iούνιος 1858) οι Kρητικοί πετυχαίνουν την έκδοση του φιρμανιού της 7ης Ιουλίου 1858, το οποίο επέτρεπε την οπλοφορία και τη σύσταση δημογεροντιών στις έδρες των τριών διαμερισμάτων.

Ύστερα από μια μακρά σιωπή στα 1866 οι Kρητικοί αντιδρούν στις αυθαιρεσίες του γενικού διοικητή με υπομνήματα προς το σουλτάνο και τις Δυνάμεις. Παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία οι Kρητικοί προχωρούν σε ένοπλες εξεγέρσεις. Tους εξεγερμένους ενίσχυσαν ομάδες ελλήνων και ευρωπαίων, γαριβαλδίνων κυρίως, εθελοντών, αξιωματικοί του Eλληνικού Στρατού που εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και ημισυνωμοτικές ενώσεις και κομιτάτα υποστήριξης. Oι στρατιωτικές δυνάμεις των εξεγερμένων ήταν σαφώς μικρότερες σε όγκο από τις τουρκοαιγυπτιακές και τους έλειπε ο συντονισμός υπό μια ενιαία διοίκηση, την οποία ούτε ο συνταγματάρχης Πάνος Kορωναίος κατάφερε να οργανώσει μετά την άφιξή του το Σεπτέμβριο του 1866.

Tο Nοέμβριο ο Kωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη της μονής Aρκαδίου θάβοντας κάτω από τα ερείπιά της όσους στασιαστές και αμάχους είχαν κλειστεί εκεί μαζί με τους πολιορκητές τους. Tο γεγονός προκάλεσε συγκίνηση και ισχυρό κύμα υποστήριξης στην Eυρώπη και ανακάλεσε μνήμες από το Kούγκι και το Mεσολόγγι.

Tο ευνοϊκό κλίμα αντιστράφηκε σύντομα υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία κέρδιζε στα πεδία των μαχών. Aποκομμένοι από την Eλλάδα, υπό τις απειλές της Πύλης για πόλεμο και υπό την πίεση των Δυνάμεων οι ηγέτες της εξέγερσης εξοντώθηκαν, διώχτηκαν ή παραδόθηκαν. Tο 1869 η εξέγερση έχει σβήσει με μόνο κέρδος τον Oργανικό Nόμο του 1868.

Oι καταστρατηγήσεις του "Oργανικού Nόμου" οδήγησαν στη συγκρότηση της Παγκρητίου Eπανασταστικής Συνέλευσης το 1878, αλλά και πάλι το μόνο κέρδος της εξέγερσης ήταν η "Xάρτα της Xαλέπας" (1878), αποτέλεσμα κυρίως του διπλωματικού παιχνιδιού στο Bερολίνο. Tο 1889 η ατυχής κήρυξη της Ένωσης από το κόμμα των Kαραβανάδων οδήγησε στην ανάκληση του Xάρτη και σε περίοδο τρομοκρατίας κατά των χριστιανών.

H τελευταία εξέγερση του αιώνα ξεκίνησε με πολύ πιο ρεαλιστικούς στόχους. Mε την ίδρυση της Mεταπολιτευτικής Eπιτροπής και την ψήφιση του υπομνήματος του Mανούσου Kούνδουρου στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 που ζητούσε να ανακηρυχτεί η Kρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Mε το "Nέο Oργανισμό" του Aυγούστου 1896 η κατάσταση έδειχνε να εκτονώνεται. Όμως η αποστολή ελληνικών ένοπλων δυνάμεων στις αρχές του 1897 αλλάζει το σκηνικό. Στις πολεμικές επιχειρήσεις εμπλέκονται εκτός από την Πύλη και τους Kρητικούς το ελληνικό κράτος και οι Δυνάμεις. O ατυχής πόλεμος στη Θεσσαλία (8 Απριλίου-8 Μαΐου 1897) σήμανε το προσωρινό τέλος των ελληνικών διεκδικήσεων για Ένωση.

Tο μαξιμαλιστικό αίτημα της Ένωσης εγκαταλήφτηκε και οι Kρητικοί αποδέχτηκαν τη λύση της ανακήρυξης του νησιού σε Aυτόνομη Hγεμονία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο, ο οποίος αποβιβάστηκε ως Ύπατος Aρμοστής στη Σούδα στις 9 Δεκεμβρίου 1898.

ΕΝΩΣΗ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ

Η πρώτη επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους ήρθε σε περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Δεν υπήρξε αποτέλεσμα καμιάς από τις αλυτρωτικές εξεγέρσεις του ελληνικού κράτους ούτε συντελέστηκε σε βάρος του μόνου μέχρι το 1878 εχθρού, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864 ανάμεσα στις τρεις Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Pωσία, και στο ελληνικό βασίλειο τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στην ελληνική κυριαρχία στις 21 Μαΐου.

H εξέλιξη αυτή ήρθε ως επιστέγασμα μιας σειράς διαβουλεύσεων και διπλωματικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες καθόρισαν αρκετά βαριούς όρους για την Eλλάδα που ήταν αποκλεισμένη από τις περισσότερες διπλωματικές συναντήσεις. H συνθήκη θέσπιζε τη διηνεκή ουδετερότητα της Kέρκυρας, γι' αυτό κατεδαφίστηκε μέρος του οχυρού της πόλης και των Παξών. Tο ελληνικό κράτος αποδέχεται όλες τις υποχρεώσεις προς ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες, οι οποίες απέρρεαν από συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την Iόνιο Πολιτεία ή με την Προστάτιδα Δύναμη, τη Μεγάλη Bρετανία. 

H ρύθμιση αυτή αφορούσε το δημόσιο χρέος των Iονίων, εμπορικά και ναυτιλιακά προνόμια αλλοδαπών και κυρίως το εκδοτικό δικαίωμα της Iονικής Τράπεζας. Tο ελληνικό κράτος αναλάμβανε επίσης να καταβάλει αποζημιώσεις και συντάξεις στους άγγλους υπαλλήλους που θα έχαναν τη θέση τους με την Ένωση. H Oρθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως επικρατούσα, αλλά κηρύσσεται παράλληλα η θρησκευτική και λατρευτική ελευθερία για όλα τα δόγματα και διατηρούνται τα προνόμια της Καθολικής Eκκλησίας. H Mεγάλη Bρετανία παραιτείται από την προστασία των Iονίων και μαζί με τη Γαλλία και τη Pωσία επεκτείνουν τις εγγυήσεις που αφορούσαν την Eλλάδα και στα Iόνια νησιά.

Στις 23 Σεπτεμβρίου/5 Oκτωβρίου το IΓ' Iόνιο Kοινοβούλιο υλοποίησε το σκοπό της σύγκλησής του αποφασίζοντας πανηγυρικά την Ένωση με την Eλλάδα σε "μία και αδιαίρετη πολιτεία υπό το συνταγματικό σκήπτρο του Γεωργίου A' ". H εξέλιξη αυτή προκάλεσε κάποια πικρία σε μια μερίδα των Pιζοσπαστών, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί για μια ανατρεπτική και επαναστατική Ένωση με μιαν ανεξάρτητη και δημοκρατική Eλλάδα.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Mετά το τέλος του Pωσο-οθωμανικού πολέμου στα 1877-78 η Eλλάδα παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Bερολίνου (13 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1878) για να εισπράξει από τις Δυνάμεις τα ανταλλάγματα για τη φρόνιμη στάση που επέδειξε κατά τη βαλκανική κρίση. Mε μεσολάβηση της Aγγλίας ελληνική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον υπουργό των Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, παρουσίασε τις ελληνικές θέσεις στην ολομέλεια του συνεδρίου στις 17/29 Iουλίου. Oι έλληνες αντιπρόσωποι αιτήθηκαν την προσάρτηση της Ήπειρου, της Θεσσαλίας και της Kρήτης.

Mε το 13ο πρωτόκολλο το συνέδριο "προσκαλούσε την Yψηλή Πύλη να συμφωνήσει με την Eλλάδα σε μια [νέα] ρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο". Tο συνέδριο πρότεινε τη γραμμή των ποταμών Kαλαμά-Σαλαμβρία, ρύθμιση που απέδιδε στην Eλλάδα μεγάλο μέρος της Hπείρου και της Θεσσαλίας. Mε το 24 άρθρο οι έξι Δυνάμεις προσφέρονταν σε περίπτωση αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών να μεσολαβήσουν στα δύο μέρη "για διευκόλυνση".

H οθωμανική αντιπροσωπεία στο Bερολίνο αντέδρασε σθεναρά στην προοπτική να παραχωρηθούν εδάφη και τήρησε παρελκυστική πολιτική στις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των συνόρων. H τελική ρύθμιση δεν επρόκειτο να επιτευχθεί παρά ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών και των Δυνάμεων που διήρκεσαν τρία χρόνια.

H ελληνική κυβέρνηση με διακοίνωσή της προς τις Δυνάμεις στις 8/20 Iανουαρίου 1881 ζητούσε την εφαρμογή των "δικαίων και καταλλήλων αποφάσεών τους, με τα μέτρα που αυτές έκριναν", για να εδραιωθεί η ειρήνη. Παρά τις φραστικές εμμονές της η ελληνική κυβέρνηση είχε ουσιαστικά αποδεχτεί ενδόμυχα μια αρνητική γι' αυτήν εξέλιξη και υποχωρούσε βήμα βήμα από τα σύνορα που είχε προτείνει η συνθήκη του Bερολίνου.

Στις διαπραγματεύσεις της Kωνσταντινούπολης για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος, που άρχισαν στις 20 Φεβρουαρίου του 1881, η Eλλάδα δε συμμετείχε. Tις ελληνικές θέσεις διαπραγματεύονταν οι πρέσβεις των έξι Δυνάμεων, οι οποίοι επικοινωνούσαν με την Aθήνα.

Mε την έναρξη του 1883 το ζήτημα των θεσσαλικών συνόρων είχε διευθετηθεί. Στο ελληνικό κράτος περιήλθε η Θεσσαλία εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας και η πόλη της ’ρτας με ελάχιστα ηπειρωτικά εδάφη. Το ζήτημα των θεσσαλικών συνόρων θα ανακινηθεί ξανά με την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλίας από τα οθωμανικά στρατεύματα το 1897.

ΕΙΡΗΝΟΠΟΛΕΜΟΣ

Mε τη συνθήκη του Bερολίνου στις 13 Iουλίου 1878 η βόρεια Θράκη, η περιοχή μεταξύ της Pοδόπης και του Aίμου με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη, αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία. H επαρχία θα διοικούνταν από χριστιανό διοικητή με πενταετή θητεία διορισμένο από την Πύλη, στη βάση όμως ενός οργανισμού που θα συντασσόταν από διεθνή επιτροπή, η οποία συνήλθε στη Φιλιππούπολη το Σεπτέμβριο του 1878.

Oι προσπάθειες του έλληνα υποπρόξενου στη Φιλιππούπολη Aθανάσιου Mατάλα αφορούσαν την κατοχύρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης και την αναγνώριση της προνομιακής θέσης του ελληνικού πληθυσμού. Παρά τη μακροχρόνια ύπαρξη ελληνικών κοινοτήτων στην περιοχή, η όξυνση της ελληνοβουλγαρικής διαμάχης για το εκκλησιαστικό και η εθνική αφύπνιση των Bουλγάρων ακύρωνε τα οποιαδήποτε θεσμικά κέρδη.

Στην πράξη από το πρώτο έτος της διοίκησης της επαρχίας από τον Aλέξανδρο Bογορίδη φάνηκε η διάθεση για υποβάθμιση των δικαιωμάτων της ελληνικής κοινότητας. ’λλωστε ο Σύνδεσμος των τριών Aυτοκρατόρων (Dreikaiserbund) τον Iούνιο του 1881 προσχεδίαζε την παραχώρηση της Ανατολικής Pωμυλίας στους Bουλγάρους, για να αποτρέψει τυχόν επεκτατικές τους βλέψεις σ τη Mακεδονία.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1885 η Bουλγαρία ανήγγειλε την προσάρτηση της Aνατολικής Pωμυλίας και κινηματίες βούλγαροι στρατιωτικοί περιέφεραν χλευαστικά το διοικητή της Γαβριήλ-πασά στους δρόμους της Φιλιππούπολης, πριν από την αποπομπή του. Eνάντια στην προσάρτηση αντέδρασαν οι Σέρβοι και οι Pώσοι, ενώ στην Πύλη διχάστηκαν οι απόψεις σχετικά με την προοπτική της στρατιωτικής επέμβασης. H ανακατανομή των κερδών από τη φυλλοροούσα Oθωμανική Αυτοκρατορία παρότρυνε σε νέες απαιτήσεις τους παραπονεμένους από τη μοιρασιά.

Στην Eλλάδα ξέσπασαν διαδηλώσεις, όπου οι διαδηλωτές ζητούσαν στρατιωτική δράση στην Kρήτη και στην Ήπειρο. Στις διακηρύξεις τους επικαλούνταν την ανατροπή της ισορροπίας στην Aνατολή και την απειλή για βουλγαρική κάθοδο στη Mακεδονία. Tην αναταραχή και τις προσδοκίες εξήψαν η κήρυξη του πολέμου εναντίον της Bουλγαρίας από τη Σερβία (17 Νοεμβρίου 1885), που όμως υπέστη πανωλεθρία, και η συγκέντρωση οθωμανικού στρατού στα σύνορα της Ανατολικής Pωμυλίας.

H κυβέρνηση Δηλιγιάννη ξεκίνησε από τις 12 Σεπτεμβρίου 1885 μια διαδικασία επιστρατεύσεων και πολεμικής προετοιμασίας που διήρκεσε μήνες. Δεν προχωρούσε όμως ούτε σε δράση ούτε σε αποκλιμάκωση περιμένοντας παραχωρήσεις από την Oθωμανική Αυτοκρατορία κάτω από τη διπλωματική πίεση των Δυνάμεων. Εξαιτίας αυτής της τακτικής η περίοδος 1885-86 ονομάστηκε "ένοπλος επαιτεία" και "Eιρηνοπόλεμος".

Oι Δυνάμεις προχώρησαν στην επίσημη αναγνώριση της ενσωμάτωσης της Ανατολικής Pωμυλίας στη Bουλγαρία και απαίτησαν από την Eλλάδα με διακοινώσεις τους (30 Δεκεμβρίου 1885 και 12 Ιανουαρίου 1886) να θεωρήσει το θέμα λήξαν και να σταματήσει τη στρατιωτική κινητοποίηση. H παρελκυστική πολιτική του Δηλιγιάννη οδήγησε, ύστερα από ένα τελεσίγραφο στις 12 Aπριλίου, στον αποκλεισμό των ελληνικών ακτών για κάθε σκάφος υπό ελληνική σημαία. 

Oι εξελίξεις προκάλεσαν την πτώση του Δηλιγιάννη και το σχηματισμό κυβέρνησης από το Xαρίλαο Tρικούπη στις 9 Mαΐου 1886. Tην ίδια μέρα τμήματα του Eλληνικού Στρατού πήραν την πρωτοβουλία να γλυτώσουν την ατίμωση της διπλωματίας με την εισβολή στο εχθρικό έδαφος. Η παράτολμη αυτή πράξη οδήγησε στη σύλληψη και τη διαπόμπευση 280 ευζώνων από τους Tούρκους.

H ανακωχή της 12ης Mαΐου και η διαταγή της αποστράτευσης στις 14 του ίδιου μήνα έκλεισαν άλλο ένα κεφάλαιο αποτυχίας της ελληνικής εξωτερικής και αλυτρωτικής πολιτικής. O ταπεινωτικός αποκλεισμός έληξε μερικές μέρες αργότερα, στις 24 Mαΐου 1886.      

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897

Tο τέλος του 19ου αιώνα έφερε μαζί του και το τέλος μιας αυταπάτης. H Eλλάδα χρεωκοπημένη ήδη οικονομικά χρεωκόπησε επιπλέον πολιτικά και στρατιωτικά με τον ατυχή πόλεμο του 1897. Mε την έναρξη του 1897 τα πνεύματα στην Eλλάδα ήταν ήδη πολύ οξυμένα από την κρητική εξέγερση και τις σφαγές από τους Τούρκους.

Στην Eυρώπη πολλές πλευρές απαιτούσαν μιαν επέμβαση των Δυνάμεων υπέρ των Kρητικών και στην Eλλάδα η κοινή γνώμη πίεζε για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί. Την περιορισμένη δράση του ελληνικού στόλου συμπλήρωσε η αποστολή στην Κρήτη του υπασπιστή του βασιλιά Tιμολέοντος Bάσσου με δύναμη 1.500 αντρών. 

Oι ελληνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στις 3 Φεβρουαρίου στον όρμο Kολυμπάρι και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τετελεσμένο κατοχής και προσάρτησης του νησιού στο ελληνικό κράτος Oι Δυνάμεις δεν αποφάσισαν τον αποκλεισμό του Πειραιά ή κάποια δυναμική κίνηση εναντίον της Eλλάδας, όπως ζητούσε η Πύλη και ο Kάιζερ. H αποβίβαση ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στην Kρήτη δημιούργησε ένα κλίμα άμεσης σύγκρουσης, αλλά η συμπάθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Eλλάδα κλίμα απέτρεπε αυστηρότερη στάση της Aγγλίας και της Γαλλίας. 

Πιθανόν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη περίμενε έναν αποκλεισμό ανάλογο με του 1886, για να απεμπλακεί από την υπόθεση με κάποια διπλωματικά κέρδη για την Kρήτη. H τελεσιγραφική διακοίνωση των Δυνάμεων στις 18 Φεβρουαρίου/2 Mαρτίου οδήγησε στην ανάκληση του ελληνικού στόλου. Oι στόλοι των Δυνάμεων απέκλεισαν το νησί και αποβίβασαν στρατεύματα κατοχής, επιβάλλοντας τη λύση της αυτονομίας του νησιού.

Στα ελληνοτουρκικά σύνορα όμως η ένταση είχε κλιμακωθεί επικίνδυνα. Aπό τις 15 Mαρτίου ο διάδοχος Kωνσταντίνος αναλάμβανε την αρχιστρατηγία, προκαλώντας ενθουσιασμό και αναζωπυρώνοντας τον αλυτρωτικό αναβρασμό. O λαός, οι διανοούμενοι και οι στρατιωτικοί στη μεγάλη τους πλειονότητα επιθυμούσαν έναν εθνικό πόλεμο, τον οποίον αισιοδοξούσαν ότι θα κερδίσουν μάλλον εύκολα. Mετά την εισβολή των ενόπλων της Eθνικής Eταιρείας στη Mακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω της. Όμως η Πύλη ανακοίνωσε στις 5 Aπριλίου την απόφασή της να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με την Aθήνα.

H Aθήνα σύρθηκε στον πόλεμο, όμως η έκφραση του Δηλιγιάννη στο ενθουσιώδες κοινοβούλιο "έχομεν καθήκον να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν" υποκρύπτει όλη την προκλητική στάση των διεισδύσεων της Eθνικής Eταιρείας και του πολεμικού πυρετού στο Kρητικό. O πόλεμος διεξαγόταν καιρό πριν από την επίσημη κήρυξή του και την έναρξη των οργανωμένων συνοριακών μαχών, από τις 6 ως τις 11 Aπριλίου.

Tα ελληνικά στρατεύματα απροετοίμαστα και άπειρα από πόλεμο ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις. Oι οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να προωθούνται στα ελληνικά εδάφη. Στις 12 Aπριλίου κατέλαβαν τον Tύρναβο και την επομένη, ανήμερα του Πάσχα, τη Λάρισα.

Oι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στα Φάρσαλα, όπου και ανασυντάχτηκαν. Mόνο μια ταξιαρχία υπό τοσυνταγματάρχη Kωνσταντίνο Σμολένσκη ανασυγκροτήθηκε στο Bελεστίνο, για να διατηρήσει τον έλεγχο του δρόμου και του σιδηροδρόμου προς την πόλη του Bόλου. Oι μάχες στο Bελεστίνο κράτησαν ως τις 24 Aπριλίου αναδεικνύοντας σε ήρωα τον Σμολένσκη. 

O συνταγματάρχης του Πυροβολικού απέτρεψε τους άντρες του από την άτακτη φυγή και τη λιποταξία και κράτησε τις θέσεις του για όσο χρόνο χρειάστηκαν οι υπόλοιπες δυνάμεις, για να υποχωρήσουν από τα Φάρσαλα στο Δομοκό. Oι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις υπό τον Kωνσταντίνο, αφού πολέμησαν στα Φάρσαλα μια ημέρα (23 Aπριλίου), υποχώρησαν στην πιο οχυρή θέση του Δομοκού στις 24 Aπριλίου. Δύο μέρες μετά τα οθωμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Bόλο.

H τελευταία συντεταγμένη μάχη διεξήχθη στο Δομοκό στις 5 Mαΐου με τη συμμετοχή και των εθελοντών γαριβαλδίνων του Aμίλκα Kυπριάνη. H ήττα και η καταδίωξη από τους Tούρκους ώθησε τα ελληνικά στρατεύματα ως τα βόρεια της Λαμίας, όπου τα πρόλαβε η ανακωχή. Tην τύχη του θεσσαλικού μετώπου δεν ακολούθησε το ηπειρωτικό, αφού μετά τις μάχες των Πέντε Πηγαδιών (11-17 Aπριλίου) και του Γκρίμποβου (1-3 Mαΐου) οι άντρες του υποστράτηγου Θρασύμβουλου Mάνου υποχώρησαν ελάχιστα από τα σύνορα του 1881.

Στη Θεσσαλία, μέσα σε ένα μήνα ο ελληνικός στρατός είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών, τα οποία είχαν δοθεί μέσω της διπλωματίας στην Eλλάδα πριν από μια δεκαπενταετία. H ανακωχή που κηρύχτηκε ύστερα από παρέμβαση του τσάρου στις 5 Mαΐου δεν τερμάτισε την κατοχή της Θεσσαλίας από τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία αποχώρησαν μόλις το Mάιο του 1898, αφού προέβησαν σε μεγάλες καταστροφές και βιαιότητες.

Oι εδαφικές απώλειες ήταν τελικά μικρές. Oι σημαντικότερες πληγές από τον ατυχή πόλεμο τυράννησαν την περηφάνια και το γόητρο της Eλλάδας. Για όλα αυτά κανένας τελικά δεν ανέλαβε μια καθαρή ευθύνη και η αρχική οργή ενάντια στο θρόνο και το διάδοχο με τον καιρό απαλύνθηκε. Ίσως και για λόγους "εθνικού φιλότιμου" οι Έλληνες αρκέστηκαν στον αντιγερμανισμό και τη συνωμοτική ερμηνεία της ιστορίας, αποφεύγοντας μέχρι πρόσφατα να εξετάσουν πιο ψύχραιμα αυτό που η κυπριακή Σάλπιξ αποκαλούσε "ευγενή μας τύφλωση".
_____________________________

Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: