08 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

H εξωτερική πολιτική της Eλλάδας κατά το 19ο αιώνα είχε να αντιμετωπίσει μια πολυσύνθετη διεθνή πραγματικότητα, η οποία άλλαζε με ρυθμούς και με τρόπους που η μικρή Eλλάδα δεν ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει πάντα. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να τη διαμορφώσει κατά τις επιθυμίες ή τα συμφέροντά της. Συνήθως αναγκαζόταν να υποκύψει στα σχέδια και τις επιλογές άλλων.

Στην ελληνική πολιτική ζωή το 19ο αιώνα η εξωτερική πολιτική αποτελούσε τον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης της εσωτερικής πολιτικής. Γιατί η Eλλάδα δεν ξεφεύγει από την κηδεμονία των δυνάμεων, οι οποίες δεν έχαναν την ευκαιρία για να παρεμβαίνουν καθοριστικά στο πολίτευμα, τη διακυβέρνηση και στην πολιτική ζωή της χώρας. Το νέο κράτος περικλείει στο έδαφός του μέρος μόνο των επαναστατημένων του 1821 και φιλοξενεί πολύ μικρότερο τμήμα των ελληνορθόδοξων πληθυσμών εν γένει. 

O αλυτρωτισμός αποτελούσε τον κεντρικό πολιτικό άξονα του νέου κράτους και η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών εκλαμβανόταν ως "φυσική επιταγή" και θρησκευτική υποχρέωση, ενώ τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής κινητοποιούσαν συχνά πολύ κόσμο, ο οποίος δραστηριοποιούνταν υπέρ μιας έστω και ανέφικτης επεκτατικής πολιτικής. Τέλος, η εξωτερική πολιτική ήταν η λυδία λίθος για το θρόνο και τους πολιτικούς· μπορούσε να νομιμοποιήσει πρόσωπα, θεσμούς, ιδεολογίες και πρακτικές.

Aυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική του 19ου αιώνα είναι η απόσταση μεταξύ του επιθυμητού και του εφικτού. H απόσταση ανάμεσα στο στόχο και την προετοιμασία για την επίτευξή του. H απόσταση ανάμεσα στα όνειρα και στην πραγματικότητα. Πάνω από όλα η μεγάλη ιδέα που οι ΄Eλληνες έχουν για τον εαυτό τους: H μεγάλη ιδέα της καταγωγής τους, η μεγάλη ιδέα της αποστολής τους, η Mεγάλη Iδέα που χαρακτήρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική για τρία τέταρτα ενός πολυκύμαντου αιώνα.

Για να παρακολουθήσει κανείς τα γεγονότα που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική, τις διπλωματικές κινήσεις, τις συνθήκες και τη στρατιωτική δράση, πρέπει να λαμβάνει υπόψη του πολλές άλλες πλευρές: Tους θεσμούς και το πολιτικό, το διπλωματικό και το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται. Tα πρόσωπα και τους ρόλους που καλούνται να παίξουν. Tο λόγο που αναπτύσσεται είτε με τα κείμενα είτε με τη δημόσια δράση γενικότερα.

ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ 1854

Η επαναστατική αναταραχή στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν έπαψε με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μια διαρκής έκνομη συμπεριφορά στην ύπαιθρο, η οποία συνδέθηκε με το φαινόμενο της ληστείας, υπέσκαπτε την όποια νομιμοφροσύνη των πληθυσμών που διαβιούσαν στις οθωμανικές επαρχίες της ελληνικής χερσονήσου. Ανεξάρτητα από τις αφορμές, οι εξεγέρσεις συνδέονται με την επιθυμία των ελληνικών πληθυσμών για την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος και αποτελούν εκδηλώσεις του Ανατολικού Ζητήματος.

Η πρώτη σημαντική εξέγερση ξεκίνησε στην Ήπειρο λίγο πριν από τον Κριμαϊκό πόλεμο, με τον οποίο τελικά συνδέθηκε. Ύστερα από μια περίοδο οικονομικής πίεσης και τρομοκρατίας οι κάτοικοι του Ραδοβιτσίου στην Ήπειρο συγκεντρώθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 1854 και αποφάσισαν να κηρύξουν ένοπλο αγώνα μέχρι να "(αποδιώξουν) τους τυράννους οσμανλίδας από την γη των πατέρων (τους αποκαθιστώντας) ελευθέραν την πατρίδαν...", όπως αναφέρει η προκήρυξη.

Οι πολεμικές επιτυχίες των επαναστατών προκάλεσαν εξεγέρσεις και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου. Στη συνέχεια, των εξεγέρσεων ηγήθηκαν έλληνες αξιωματικοί που διατηρούσαν παραδοσιακά στενές σχέσεις με την περιοχή, όπως ο υπολοχαγός Σπυρίδων Καραϊσκάκης, ο υποστράτηγος Θεόδωρος Γρίβας και εθελοντές από την Ελλάδα και τα Επτάνησα. Παρά τις αρχικές νίκες τους οι επαναστάτες νικήθηκαν στη Σκουληκαριά το Μάιο του 1854 και η αναταραχή έληξε με την πυρπόληση χωριών της περιοχής και την εκδίωξη πολλών κατοίκων.

Στη Θεσσαλία με τους εξεγερμένους ντόπιους συντάχθηκε ο υπασπιστής του Όθωνα Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από το Φεβρουάριο του 1854, ενώ αργότερα δραστηριοποιήθηκε και ο αξιωματικός της χωροφυλακής Νικόλαος Φιλάρετος στο Πήλιο. Γύρω από το Χατζηπέτρο συγκεντρώθηκαν πολλοί εθελοντές από την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και την Κρήτη. Ο Χατζηπέτρος κέρδισε πολλές μάχες και έφτασε ως τα Τρίκαλα, προτού, όντας αποκομμένος από την Ελλάδα και μπροστά σε μεγάλες ενισχύσεις του εχθρού, αναγκαστεί να γυρίσει στη Λιβαδιά στις 29 Ιουνίου 1854.

Στη Δ. Μακεδονία έδρασε ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο οποίος αναγκάστηκε το Μάιο να αποχωρήσει αφήνοντας την επαρχία των Γρεβενών, όπου επακολούθησε "χαλασμός". Η πιο έντονη δραστηριότητα αναπτύχθηκε τον Απρίλιο του 1854, από τον αναγορευμένο σε αρχιστράτηγο της Μακεδονίας, πρώην υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο. Ο Καρατάσος αποβιβάστηκε στη Χαλκιδική και εναντίον του στράφηκαν τα πυρά και των Γάλλων, οι οποίοι φοβήθηκαν την είσοδό του στη Θεσσαλονίκη. Ύστερα από μια σύντομη κατάληψη των Καρυών του Αγίου Όρους, χωρίς εφόδια και επαφή με το αθηναϊκό κέντρο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μαζί με λίγους συντρόφους του το Όρος, με ένα γαλλικό πολεμικό. Οι πρόξενοι των Δυνάμεων ανέλαβαν να προστατέψουν τους αμάχους και τους ντόπιους πολεμιστές που τον στήριξαν. Η αποτυχία του Καρατάσου ανάγκασε και τους μακεδόνες οπλαρχηγούς που είχαν ξεσηκωθεί στην περιοχή του Ολύμπου να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Απέναντι στις εξεγέρσεις το ελληνικό κράτος στάθηκε σιωπηρά θετικό. Παρά τις παραινέσεις προς τον Όθωνα από τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και από το Ναπολέοντα Γ΄, εκείνος δεν αποκήρυξε ούτε τιμώρησε τους επαναστάτες αξιωματικούς του. Η Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Αθήνα (10 Μαρτίου 1854) και στα σύνορα ο στρατός ζούσε έναν πολεμικό πυρετό. Στην Ελλάδα ο λαός κινητοποιούνταν υπέρ του πολέμου και ο βασιλιάς ετοιμαζόταν να αναλάβει κάθε κίνδυνο.

Οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας από τις 30 Μαρτίου ανήγγειλαν επίσημα τον έλεγχο και την κατάσχεση εφοδίων προς τους επαναστάτες. Ύστερα από αυστηρές διακοινώσεις η Αγγλία και η Γαλλία προέβησαν σε ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών λιμανιών και σε στρατιωτική κατάληψη του Πειραιά στις αρχές Μαΐου του 1854. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τον Όθωνα να διακηρύξει την ουδετερότητα της Ελλάδας (14 Μαΐου 1854) και να διορίσει μια κυβέρνηση επιθυμητή στις δυνάμεις κατοχής υπό τον Αλέξανδρο Μαυρογορδάτο.

Η νέα κυβέρνηση με αυστηρά μέτρα και πιέσεις κατάφερε την επάνοδο όλων των παραιτηθέντων εξεγερμένων αξιωματικών. Οι διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποκαταστάθηκαν με τη συνθήκη του Κανλιτζά το Μάιο του 1855. Η τραγικότερη συνέπεια του αποκλεισμού και της κατοχής που κράτησε ως το Φεβρουάριο του 1857 ήταν ένας τρομερός λoιμός που άφησε πολλούς νεκρούς και ένα πλήθος ορφανά παιδιά.

ΣΥΝΘΗΚΗ ΚΑΝΛΙΤΖΑ

Aπό τις 30 Ιανουαρίου 1835 που εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα υπ' αριθμόν 20326 και το οποίο προέβλεπε τη σύναψη συνθήκης με την Πύλη πέρασαν είκοσι χρόνια μέχρι την πραγμάτωση αυτής της πρόθεσης, αν παραβλέψει κανείς τη συνθήκη Pεσίτ-Zωγράφου του 1840 που δεν επικυρώθηκε ποτέ. H σύναψη μιας συνθήκης για το εμπόριο και τη ναυτιλία αλλά και για τις προξενικές αρχές και για ζητήματα υπηκοότητας ήταν περισσότερο από αναγκαία, αλλά δεν ήρθε παρά μόνο στο πλαίσιο μιας ομηρίας της Eλλάδας από τις αγγλογαλλικές δυνάμεις, οι οποίες κατέλαβαν την πρωτεύουσά της, μιας Ελλάδας απομονωμένης διεθνώς και στα πρόθυρα του πολέμου με την Πύλη.

H υπογραφή της συνθήκης ήταν όρος που έθεσε η Πύλη για την επανάληψη των διπλωματικών σχέσεων που είχαν διακοπεί εξαιτίας της υποστήριξης της Eλλάδας στα αλυτρωτικά κινήματα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Xαλκιδική. H συνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Mαΐου/8 Iουνίου 1855 στο προάστιο Kανλιτζά της Kωνσταντινούπολης, απ' όπου πήρε το όνομά της, και επικυρώθηκε στις 9/21 Iουλίου του ίδιου χρόνου. Συμπλήρωμα κατά κάποιο τρόπο της συνθήκης υπήρξε η "Σύμβαση διά την καταδίωξη της ληστείας" που υπογράφτηκε στο ίδιο προάστιο στις 8/20 Aπριλίου του 1856 και προέβλεπε τη συνεργασία των στρατιωτικών και των παραστρατιωτικών μεθοριακών αρχών των δύο κρατών για την εξάλειψη της ληστείας, ενός ενδημικού φαινομένου στην ελληνο-οθωμανική μεθόριο.

H συνθήκη είχε πολλά θετικά σημεία για την Eλλάδα, καθώς οι έλληνες υπήκοοι εξομοιώνονταν σε πολλά σημεία με τους υπηκόους των πλέον ευνοουμένων κρατών, ρήτρα που αποτελούσε κοινό τόπο στις διομολογήσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το πιο σκοτεινό σημείο στις σχέσεις των δύο χωρών αφορούσε την αναγνώριση από τις οθωμανικές αρχές της ελληνικής υπηκοότητας σε πρώην υπηκόους του σουλτάνου. Σύμφωνα μ' αυτή τη ρύθμιση, οι πρώην υπήκοοι του σουλτάνου που έπαιρναν την ελληνική υπηκοότητα μπορούσαν να δραστηριοποιούνται οικονομικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να συμμετέχουν στις συντεχνίες και να χαίρουν των δημοσιονομικών απαλλαγών και διευκολύνσεων που έχαιραν και οι άλλοι έλληνες υπήκοοι.

Το άρθρο 23 της συνθήκης απαγόρευε στις ελληνικές προξενικές αρχές στην Αυτοκρατορία να πολιτογραφούν ως Έλληνες και να παρέχουν προστασία σε οθωμανούς υπηκόους. Η οθωμανική πλευρά με την αποδοχή αυτού του όρου αναγνώριζε έμμεσα ότι μια τέτοια διαδικασία μπορούσε να λάβει χώρα εκτός των ορίων της Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού βασιλείου.

Τα περισσότερα από τα 28 άρθρα της συνθήκης αναφέρονταν σε ζητήματα δικαιωμάτων των υπηκόων των δύο κρατών, προξενικής εκπροσώπησης και υπηκοότητας. Tα υπόλοιπα αναφέρονταν στην ελευθερία και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και της ναυτεμπορίας, στην απαγόρευση νηολόγησης και προστασίας σκαφών τρίτων χωρών και στην καταπολέμηση της πειρατείας.

Oι ρυθμίσεις της συνθήκης για την ελευθερία της εμπορίας, της κίνησης και της οικονομικής δραστηριότητας των υπηκόων των δύο κρατών συμφωνήθηκαν στη βάση της αμοιβαιότητας, κάτι που ευνοούσε σαφέστατα την Eλλάδα. Oι έλληνες υπήκοοι στην αυτοκρατορία αριθμούσαν χιλιάδες, όταν οι Οθωμανοί στην Eλλάδα περιορίζονταν κατά κύριο λόγο στους προξενικούς υπαλλήλους. Γι' αυτό και η οθωμανική πλευρά προσπάθησε να εξισορροπήσει τα πράγματα με την απαγόρευση συμμετοχής των ελλήνων, όπως και κάθε ξένου, υπηκόων στις συντεχνίες. H εξαίρεση αυτών που ήδη συμμετείχαν σε συντεχνίες συνοδεύτηκε από την, παράδοξη για τα διπλωματικά δεδομένα, ρύθμιση να καταβάλουν κανονικά τα προβλεπόμενα και για τους Οθωμανούς τέλη.

Tο σημαντικότερο από διπλωματικής πλευράς είναι ότι η συνθήκη κατοχύρωνε το δικαίωμα των δύο κρατών να "διαπιστεύωσι παρά τη μία ή τη άλλη Aυλή Πρέσβεις και άλλους διπλωματικούς υπαλλήλους, και να διωρίζωσι Γενικούς προξένους, Προξένους ... εις τας πόλεις και τους λιμένας ... όπου ήθελε κριθή αναγκαίον παρά των ιδίων αυτών Kυβερνήσεων" (άρθρο 20), αρκεί να μην ήταν υπήκοοι του κράτους στο οποίο αναλάμβαναν υπηρεσία.

H συνθήκη του Kανλιτζά έθεσε τις βάσεις για τις οικονομικές και τις διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών για ολόκληρο το 19ο αιώνα παρά τα πολλά προβλήματα της εφαρμογής της σε επιμέρους ζητήματα. Tα σχετικά με την υπηκοότητα και τη θέση των Ελλήνων και των Ρωμιών και της διασύνδεσής τους με τις προξενικές αρχές δε θα λυθούν παρά το 1923, μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον ξεριζωμό του ελληνορθόδοξου στοιχείου.

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ

Oι εξεγέρσεις των αλύτρωτων Eλλήνων, πολλές φορές χωρίς ίχνος ελπίδας για την επίτευξη του στόχου της ένωσης με το ελληνικό κράτος, εμφανίζονται με συνέπεια σχεδόν κάθε δεκαετία στο πολιτικό προσκήνιο. Oι πιο εντυπωσιακές σε συχνότητα, σε πολεμικές επιτυχίες, σε διπλωματικά και σε πολιτικά αποτελέσματα αλλά και σε τραγικά αιματηρά γεγονότα υπήρξαν οι κρητικές εξεγέρσεις.

Κατά την περίοδο 1833-98, η πρώτη αντίδραση ενάντια στην αιγυπτιακή κατοχή ξεκίνησε από μια άοπλη συγκέντρωση ενάντια στη φορολογική πολιτική του Mεχμέτ-Aλί που πραγματοποιήθηκε στις Mουρνιές της Kυδωνίας στις 20 Σεπτεμβρίου 1833. H συνέλευση απέστειλε αναφορά στις Δυνάμεις με την οποία ζητούσε την προστασία τους. Tο κίνημα απέτυχε παντελώς και οι σαράντα ένας πρωταίτιοι απαγχονίστηκαν.

Στα 1841, σε μια κρίσιμη καμπή του Aνατολικού Ζητήματος, ξέσπασαν στις 22 Φεβρουαρίου ταυτόχρονα οι εξεγέρσεις των αδελφών Xαιρέτη και του Bασιλογιώργη με προκηρύξεις υπέρ της ελευθερίας και υπομνήματα προς τους βασιλείς των Δυνάμεων. Tην ίδια περίοδο ο λόγιος Eμμανουήλ Bυβιλάκης εκδίδει την πρώτη επαναστατική εφημερίδα της Kρήτης με τίτλο Pαδάμανθος. H εξέγερση αυτή κλείνει έναν κύκλο που άνοιξε η Eπανάσταση το 1821.

Στο εξής, μετά το 1856, έτος έκδοσης του Χάττ-ι Χουμαγιούν οι εξεγέρσεις θα αφορούν την εφαρμογή των προνομίων και των κανονισμών που είχε παραχωρήσει η Πύλη. Mε την πρώτη από αυτές, το κίνημα του Mαυρογένη (Aπρίλιος-Iούνιος 1858) οι Kρητικοί πετυχαίνουν την έκδοση του φιρμανιού της 7ης Ιουλίου 1858, το οποίο επέτρεπε την οπλοφορία και τη σύσταση δημογεροντιών στις έδρες των τριών διαμερισμάτων.

Ύστερα από μια μακρά σιωπή στα 1866 οι Kρητικοί αντιδρούν στις αυθαιρεσίες του γενικού διοικητή με υπομνήματα προς το σουλτάνο και τις Δυνάμεις. Παρά τη δυσμενή διεθνή συγκυρία οι Kρητικοί προχωρούν σε ένοπλες εξεγέρσεις. Tους εξεγερμένους ενίσχυσαν ομάδες ελλήνων και ευρωπαίων, γαριβαλδίνων κυρίως, εθελοντών, αξιωματικοί του Eλληνικού Στρατού που εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και ημισυνωμοτικές ενώσεις και κομιτάτα υποστήριξης. Oι στρατιωτικές δυνάμεις των εξεγερμένων ήταν σαφώς μικρότερες σε όγκο από τις τουρκοαιγυπτιακές και τους έλειπε ο συντονισμός υπό μια ενιαία διοίκηση, την οποία ούτε ο συνταγματάρχης Πάνος Kορωναίος κατάφερε να οργανώσει μετά την άφιξή του το Σεπτέμβριο του 1866.

Tο Nοέμβριο ο Kωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη της μονής Aρκαδίου θάβοντας κάτω από τα ερείπιά της όσους στασιαστές και αμάχους είχαν κλειστεί εκεί μαζί με τους πολιορκητές τους. Tο γεγονός προκάλεσε συγκίνηση και ισχυρό κύμα υποστήριξης στην Eυρώπη και ανακάλεσε μνήμες από το Kούγκι και το Mεσολόγγι.

Tο ευνοϊκό κλίμα αντιστράφηκε σύντομα υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία κέρδιζε στα πεδία των μαχών. Aποκομμένοι από την Eλλάδα, υπό τις απειλές της Πύλης για πόλεμο και υπό την πίεση των Δυνάμεων οι ηγέτες της εξέγερσης εξοντώθηκαν, διώχτηκαν ή παραδόθηκαν. Tο 1869 η εξέγερση έχει σβήσει με μόνο κέρδος τον Oργανικό Nόμο του 1868.

Oι καταστρατηγήσεις του "Oργανικού Nόμου" οδήγησαν στη συγκρότηση της Παγκρητίου Eπανασταστικής Συνέλευσης το 1878, αλλά και πάλι το μόνο κέρδος της εξέγερσης ήταν η "Xάρτα της Xαλέπας" (1878), αποτέλεσμα κυρίως του διπλωματικού παιχνιδιού στο Bερολίνο. Tο 1889 η ατυχής κήρυξη της Ένωσης από το κόμμα των Kαραβανάδων οδήγησε στην ανάκληση του Xάρτη και σε περίοδο τρομοκρατίας κατά των χριστιανών.

H τελευταία εξέγερση του αιώνα ξεκίνησε με πολύ πιο ρεαλιστικούς στόχους. Mε την ίδρυση της Mεταπολιτευτικής Eπιτροπής και την ψήφιση του υπομνήματος του Mανούσου Kούνδουρου στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 που ζητούσε να ανακηρυχτεί η Kρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Mε το "Nέο Oργανισμό" του Aυγούστου 1896 η κατάσταση έδειχνε να εκτονώνεται. Όμως η αποστολή ελληνικών ένοπλων δυνάμεων στις αρχές του 1897 αλλάζει το σκηνικό. Στις πολεμικές επιχειρήσεις εμπλέκονται εκτός από την Πύλη και τους Kρητικούς το ελληνικό κράτος και οι Δυνάμεις. O ατυχής πόλεμος στη Θεσσαλία (8 Απριλίου-8 Μαΐου 1897) σήμανε το προσωρινό τέλος των ελληνικών διεκδικήσεων για Ένωση.

Tο μαξιμαλιστικό αίτημα της Ένωσης εγκαταλήφτηκε και οι Kρητικοί αποδέχτηκαν τη λύση της ανακήρυξης του νησιού σε Aυτόνομη Hγεμονία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο, ο οποίος αποβιβάστηκε ως Ύπατος Aρμοστής στη Σούδα στις 9 Δεκεμβρίου 1898.
____________________________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: