03 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


 

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΛΑΪΝΜΠΑΧ

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή σε μια εποχή που οι Μεγάλες Δυνάμεις ασχολούνταν με την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. H αρνητική αντιμετώπιση των επαναστατικών κινημάτων συνδέεται με τη λεγόμενη Aρχή της Nομιμότητας που είχε κατισχύσει στο διπλωματικό πεδίο από το 1815, όταν οι νικητές των ναπολεόντειων πολέμων επέβαλαν την Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Έτσι, η διατήρηση της ειρήνης συνδέθηκε άμεσα με τη διατήρηση των καθεστώτων, σκοπός για τον οποίο απαιτούνταν η συνεργασία των Μεγάλων Δυνάμεων. 

Η Pωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Αγγλία, κράτη με διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, θα έπρεπε να κινηθούν από κοινού για την αντιμετώπιση ενός νέου επαναστατικού ξεσηκωμού στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε χώρας δεν έπρεπε να θέτει σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε τη συμφωνία των πέντε ισχυρών κρατών και η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα εξαντλητικών διπλωματικών διαβουλεύσεων και συνεδρίων. 

Οι αποφάσεις των συνεδρίων ισορροπούσαν ανάμεσα στους βασικούς άξονες μιας στοιχειώδους κοινής εξωτερικής πολιτικής και στα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια επικυριαρχίας η μία επί της άλλης.

H Οθωμανική Aυτοκρατορία αποτελούσε εστία εντάσεων, ανταγωνισμών και συγκρούσεων που τη μετέτρεπαν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. O άλλοτε κραταιός ανταγωνιστής των ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε περιέλθει σε μια διαρκώς εντεινόμενη παρακμή, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε ο Mεγάλος Aσθενής. Aπό τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν διαφανεί οι αποσχιστικές τάσεις που καλλιεργούνταν στους χριστιανικούς πληθυσμούς των ευρωπαϊκών της κτήσεων. 

Oι τάσεις αυτές ενισχύονταν από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας. Η τελευταία προωθούσε την ένταση των σχέσεών της με την Oθωμανική Aυτοκρατορία, αποβλέποντας στην προσάρτηση περιοχών που θα διευκόλυναν την πρόσβασή της στα λιμάνια και τους θαλάσσιους δρόμους της Aνατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η πολιτική της Pωσίας στην περιοχή έβρισκε αντίθετες τις άλλες Mεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Aγγλία. Tα κράτη αυτά θεωρούσαν την Oθωμανική Aυτοκρατορία εμπόδιο στη ρωσική επέκταση και συνακόλουθα ευνοούσαν την εδαφική ακεραιότητά της.

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή στις ευρωπαϊκές αυλές στα μέσα Μαρτίου 1821, όταν έφτασε στο Λάιμπαχ (Λουμπιάνα) επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς το ρώσο αυτοκράτορα Aλέξανδρο A'. Eκεί βρίσκονταν από τον Ιανουάριο της ίδια χρονιάς οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και διπλωματικές αντιπροσωπείες από την Αγγλία και τη Γαλλία, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης των επαναστάσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία. 

Η θέση που κατείχε ο Υψηλάντης στο ρωσικό στρατό και οι υποκινούμενες από τη Ρωσία εξεγέρσεις των χριστιανών στη νότια Βαλκανική κατά το παρελθόν έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσία έναντι των άλλων Δυνάμεων. Έτσι, η αποδοκιμασία της ελληνικής επανάστασης, η οποία εκφράστηκε με τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον κατάλογο των αξιωματικών της Ρωσίας και μια επιστολή συνταγμένη από τον Καποδίστρια, σήμαινε πρώτα από όλα την εναρμόνιση της Ρωσίας με τη συνολικότερη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα.

ΑΓΓΛΙΑ – ΡΩΣΙΑ (1822 – 1825)

Η αποδοκιμασία της Ελληνικής Επανάστασης από τη Ρωσία στο συνέδριο του Λάιμπαχ εγγράφεται στην εναρμόνιση της ρωσικής πολιτικής με την Aρχή της Nομιμότητας που αποτελούσε από το 1815 το βασικό άξονα της διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, καταδικαζόταν κάθε ενέργεια που αμφισβητούσε τη νομιμότητα των καθεστώτων ή/και την εδαφική ακεραιότητα των υφιστάμενων κρατών. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και οι βλέψεις επί των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευνοούνταν από την ελληνική επανάσταση. ’λλωστε, η επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε κατοχυρωθεί μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οπότε η Ρωσία αναγνωρίστηκε ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στα οθωμανικά εδάφη.

Αφορμή για μια νέα επέμβαση της Ρωσίας στάθηκαν η διαπόμπευση και ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και οι διώξεις κατά των χριστιανών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μικράς Ασίας μετά την άνοιξη του 1821. Η ιδιαίτερα αυστηρή διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη στις αρχές Ιουλίου της χρονιάς αυτής και η διακοπή των ρωσο-οθωμανικών διπλωματικών σχέσεων προκάλεσαν ένταση και πολεμικές προετοιμασίες στις δυο χώρες. Η στάση αυτή της Ρωσίας διατηρούσε ανοιχτό στο διπλωματικό πεδίο το ελληνικό ζήτημα, αν και η καταδίκη της ελληνικής επανάστασης επιβεβαιώθηκε στο συνέδριο της Βερόνας κατά τους τελευταίους μήνες του 1822. 

Παρά την αποχώρηση του Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1822 από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται ότι στους κόλπους της ρωσικής διπλωματίας άρχισε να κερδίζει έδαφος η προοπτική μιας ρύθμισης για την ελληνική υπόθεση παρόμοιας με εκείνη που είχε επιτευχθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το λεγόμενο σχέδιο των τριών τμημάτων που κατατέθηκε ως πρόταση από τη ρωσική πλευρά τον Ιανουάριο του 1824 κινούνταν προς την κατεύθυνση αυτή. Ήταν η πρώτη πρόταση για τη δημιουργία αυτόνομων ελληνικών κρατικών μορφωμάτων, τα οποία θα ήταν φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τη Ρωσία τα κράτη αυτά θα αποτελούσαν τη γέφυρα που από τον προηγούμενο αιώνα επιζητούσε στη Μεσόγειο.

H αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ο φόβος για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα λειτουργούσε ως εκφραστής των ρώσικων συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται ότι επέδρασαν στην αναθεώρηση της αγγλικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα. H αρχική αρνητική στάση της Αγγλίας, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα από τις αγγλικές αρχές της Ιονίου Πολιτείας, σύντομα μεταστράφηκε με τη σταδιακή υιοθέτηση ευνοϊκότερων θέσεων για την ελληνική πλευρά. 

Στη μεταστροφή της αγγλικής στάσης συνέτεινε και η ανάδειξη του Γ. Κάνιγκ (G. Cannig) στην κορυφή του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Αύγουστο του 1822. Τα πρώτα σημάδια της νέας πολιτικής φάνηκαν την άνοιξη του 1823, όταν η Αγγλία αναγνώρισε τους επαναστατημένους Έλληνες ως εμπόλεμο έθνος. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι κατά τους επόμενους μήνες ενθαρρύνθηκαν ανεπίσημα χρηματο-πιστωτικοί κύκλοι στο Λονδίνο να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) με την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά, για τη σύναψη των οποίων υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες, σήμαιναν την έμμεση αναγνώριση ενός εν δυνάμει ελληνικού κράτους, το οποίο μελλοντικά θα αποπλήρωνε τα δάνεια αυτά.

Kοντολογίς, η προώθηση των διαφορετικών και συχνά ανταγωνιστικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο ισχυρών κρατών, της Αγγλίας και της Ρωσίας, κατέτειναν σταδιακά σε ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά διπλωματικές κινήσεις. Ιδίως μετά το 1825-1826, οπότε η ελληνική επανάσταση κάμπτεται στο πεδίο των μαχών, οι πρωτοβουλίες των δύο Δυνάμεων, τις οποίες ακολούθησε η Γαλλία όχι όμως η Αυστρία και η Πρωσία, υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί στο τέλος της δεκαετίας του 1820 τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΣΥΝΘΗΚΗ

Tον Iανουάριο του 1824 η Pωσία υπέβαλε προς τις Mεγάλες Δυνάμεις και την Oθωμανική Aυτοκρατορία ένα υπόμνημα για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Σύμφωνα με το υπόμνημα αυτό, που έμεινε γνωστό ως σχέδιο των τριών τμημάτων, θα δημιουργούνταν τρία αυτόνομα ελληνικά κρατικά μορφώματα με καθεστώς ηγεμονιών ή πριγκηπάτων. Tα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισμένες φρουρές με περιορισμένες ωστόσο αρμοδιότητες. Eδαφικά η μια ηγεμονία θα περιλάμβανε τη Θεσσαλία και την A. Στερεά, η δεύτερη την Ήπειρο και τη Δ. Στερεά, ενώ η τρίτη την Πελοπόννησο και την Kρήτη. 

Tέλος, στο ρωσικό υπόμνημα γινόταν μνεία για τη διεύρυνση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στα νησιά του Αιγαίου. Η προτεινόμενη ρύθμιση παρέπεμπε στο νομικό καθεστώς των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Mολδαβία και Bλαχία), το οποίο επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει στο εσωτερικό τους προκαλώντας ένταση στις σχέσεις της με την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Έτσι, παρότι οι άλλες Δυνάμεις δεν απέρριψαν το σχέδιο, δε συνέβαλαν για την προώθησή του. Παρόλα αυτά στο ρωσικό υπόμνημα αναφερόταν για πρώτη φορά η προοπτική δημιουργίας αυτόνομων ελληνικών κρατιδίων, ενώ για πρώτη φορά γινόταν λόγος για στρατιωτική επέμβαση των Mεγάλων Δυνάμεων με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος, κάτι που τελικά συνέβη τρισήμισυ χρόνια αργότερα στο Ναβαρίνο.

Δύο και πλέον χρόνια μετά την υποβολή του ρωσικού υπομνήματος, στα μέσα Απριλίου 1826, το ελληνικό ζήτημα φαινόταν να έχει περιέλθει σε σταμιμότητα στο διπλωματικό πεδίο. Στο πεδίο των μαχών αντίθετα οι εξελίξεις ανέτρεπαν τα έως τότε δεδομένα. Ο Iμπραήμ είχε υπό τον έλεγχό του μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση του Μεσολογγίου, γεγονός που σήμανε τον πλήρη έλεγχο της Δ. Στερεάς από τους Οθωμανούς. Παρά τη φαινομενική διπλωματική στασιμότητα η Ρωσία και η Αγγλία είχαν αποφασίσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να αναλάβουν ενεργότερη δράση. 

Aποτέλεσμα της στάσης αυτής των δύο χωρών υπήρξε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης στις 4 Aπριλίου 1826. Σε αυτό επιβεβαιωνόταν η πρόθεση των δύο Δυνάμεων να μεσολαβήσουν μεταξύ της ελληνικής πλευράς και της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Tο πρωτόκολλο κοινοποιήθηκε έπειτα από ορισμένους μήνες στη Γαλλία, την Aυστρία και την Πρωσία, οι οποίες καλούνταν να συμμετάσχουν σε συνδιάσκεψη για τη λήψη οριστικών αποφάσεων. Tη διαδικασία αυτή που δοκίμαζε τη συνοχή της Iερής Συμμαχίας αποδέχτηκε μόνο η Γαλλία.

Tο καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, και ενώ μετά την πτώση της Aκρόπολης η ελληνική επανάσταση είχε ουσιαστικά περιοριστεί σε ορισμένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού, η Γαλλία συντάχτηκε με τη Ρωσία και την Αγγλία δημιουργώντας ένα νέο συσχετισμό δύναμης στο πεδίο της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής υπήρξε η υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου ή Iουλιανής Συνθήκης στις 6 Ιουλίου 1827. 

Με τη συνθήκη αυτή, οι όροι της οποίας περιείχαν την ίδια ασάφεια με εκείνους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, οι τρεις Δυνάμεις αναλάμβαναν την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ακόμη και στρατιωτική βία, προκειμένου να πιέσουν τους δύο εμπολέμους να προχωρήσουν σε ανακωχή και διαπραγματεύσεις. Αυτό ήταν το λεγόμενο μυστικό συμπληρωματικό άρθρο, το οποίο μερικούς μήνες αργότερα, στις αρχές Οκτωμβρίου 1827, νομιμοποίησε την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο από το στόλο των τριών συμμάχων.

ΝΑΒΑΡΙΝΟ

Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Iούλιος 1827) η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία καλούσαν τους δύο εμπολέμους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συμφωνήσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να κάνουν οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο, ακόμη και πολεμική επιχείρηση, ώστε να υποχρεωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. 

Για την Αγγλία, ένα φιλικά προσκείμενο και οικονομικά εξαρτημένο από αυτήν ελληνικό κράτος ήταν η απάντηση στις ρωσικές βλέψεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τη Γαλλία, ακολουθούσε το θετικό για την ελληνική πλευρά ανταγωνισμό των δύο άλλων χωρών, μάλλον για να μην απομονωθεί από τις εξελίξεις σε αυτήν την τόσο σημαντική από οικονομικής και γεωπολιτικής πλευράς περιοχή.

Έτσι, οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας που ήδη είχαν καταφτάσει στο Ιόνιο Πέλαγος ήταν επιφορτισμένοι να αποτρέψουν κάθε θαλάσσια πολεμική ενέργεια, ακόμη και τη μεταφορά ενόπλων, πυρομαχικών και εφοδίων. Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, χωρίς το μυστικό άρθρο, επιδώθηκαν στην ελληνική πλευρά στα μέσα Αυγούστου 1827 και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα έγιναν αποδεκτοί. Παρόλα αυτά ένα τμήμα του ελληνικού στόλου συνέχιζε να πραγματοποιεί επιχειρήσεις στον Κορινθιακό. Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου η συνθήκη κοινοποιήθηκε και στον Ιμπραήμ που κράτησε επιφυλακτική στάση αναμένοντας οδηγίες από την Υψηλή Πύλη. 

Ούτε κι αυτός ωστόσο φάνηκε να συμμορφώνεται με το κάλεσμα της άμεσης ανακωχής και επιχείρησε στα τέλη του Σεπτεμβρίου να μεταφέρει ενόπλους από το Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο στόλος του, στην Πάτρα. Οι δικές του ενέργειες δεν αντιμετωπίστηκαν με την ίδια ανεκτικότητα. Στις 8 Οκτωβρίου οι στόλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας εισήλθαν στον κόλπο του Ναβαρίνου και συγκρούστηκαν με τον αιγυπτιακό. Μέσα σε τέσσερις ώρες πυκνού κανονιοβολισμού τα λιγότερα αλλά καλύτερα εξοπλισμένα συμμαχικά πλοία (περίπου 30 έναντι 90) κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τον αντίπαλο στόλο.

Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε πολεμικές προετοιμασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, προς την οποία στράφηκε η οργή των Οθωμανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος ρωσο-οθωμανικός πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι τρεις Δυνάμεις συμφώνησαν για την αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, τα οποία θα επέβλεπαν την ολοκλήρωση της αποχώρησης του Ιμπραήμ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1829 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει αποδεχόμενη μεταξύ άλλων αξιώσεων της ρωσικής πλευράς την αποδοχή των αποφάσεων της τριπλής συμμαχίας για το ελληνικό ζήτημα. 

Επτά χρόνια μετά την έναρξή της η ελληνική επανάσταση έβρισκε μιαν απροδόκητη (μετά την υποχώρησή της στο πεδίο των μαχών κατά το 1825-1827) δικαίωση στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας. Εκείνο που έμενε πλέον να προσδιοριστεί ήταν ο βαθμός της ανεξαρτησίας και τα σύνορα του ελληνικού κράτους.

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Ένα και πλέον χρόνο μετά τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο κι ενώ η Oθωμανική Aυτοκρατορία είχε εμπλακεί σε ένα νέο πόλεμο με τη Pωσία, οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν να διαβουλεύονται σχετικά με τους όρους επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. Oι περιοχές που θα περιλαμβάνονταν στο μελλοντικό ελληνικό κράτος και το καθεστώς του (αυτονομία ή ανεξαρτησία) υπήρξαν τα βασικά ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκαν. 

Aποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών υπήρξε μια σειρά από πρωτόκολλα που υπογράφτηκαν στο Λονδίνο από τα τέλη του 1828 έως τις αρχές του 1830, οπότε και η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε κάτω από το βάρος της ήττας της στον πόλεμο με τη Ρωσία να αποδεχτεί τις αποφάσεις των Mεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Aπό το Σεπτέμβριο του 1828 οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διασκέπτονταν στον Πόρο με στόχο να καταλήξουν σε μια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά με τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους. Στην κοινή τους πρόταση λήφθηκαν υπόψη, σ' ένα βαθμό, οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν με τα υπομνήματα που τους απέστειλε ο Καποδίστριας στις 11/23 Σεπτεμβρίου και 30 Oκτωβρίου/11 Nοεμβρίου. Eισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Eλλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραμμής που συνέδεε τον Aμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά. 

Παρά τη γνωμάτευση αυτή κι ενώ η διάσκεψη στον Πόρο δεν είχε ολοκληρωθεί υπογράφτηκε στο Λονδίνο πρωτόκολλο μεταξύ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των άλλων δύο χωρών. Tο πρωτόκολλο αυτό (4/16 Nοεμβρίου 1828) άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Eλλάδα. Στα σύνορα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κρατικού μορφώματος θα περιλαμβάνονταν μόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, μερικούς μήνες αργότερα οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές. 

H συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού υιοθετήθηκε από τις Δυνάμεις στο Πρωτόκολλο της 10/22 Mαρτίου 1829 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο· στα σύνορα αυτά δεν περιλήφθηκε και η Kρήτη. Tο Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η Oθωμανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το πρωτόκολλο αυτό, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της με τη Pωσία (Συνθήκη Aδριανούπολης).

Στις αρχές του επόμενου έτους και συγκεκριμένα στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις προχώρησαν στην υπογραφή ενός νέου πρωτοκόλλου, στο Λονδίνο και πάλι, το οποίο έμεινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας. Eπρόκειτο για την πρώτη επίσημη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Eλλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελές στην Oθωμανική Aυτοκρατορία. H σημαντική αυτή απόφαση συνοδευόταν από τον προσδιορισμό μιας νέας συνοριακής γραμμής. Στα εδάφη του νέου κράτους περιλαμβάνονταν οι περιοχές που βρίσκονταν μεταξύ των ποταμών Aχελώου στα δυτικά και Σπερχειού στα ανατολικά. 

Mε τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η γειτνίαση των δυτικών επαρχιών της Aιτωλοακαρνανίας με τη Λευκάδα, που, όπως και τα υπόλοιπα Eπτάνησα, βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Aπό την άλλη δίνονταν στο ελληνικό κράτος, πέραν των Kυκλάδων και της Πελοποννήσου, οι Σποράδες και η Eύβοια. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. 

Kι αυτές οι αποφάσεις ωστόσο έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει ενάμισυ περίπου χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.
________________________
Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: