02 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ Ι

Όπως φάνηκε από τις πρώτες εβδομάδες που ακολούθησαν την έλευση του Καποδίστρια, βασικός του στόχος υπήρξε η δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού. Η διοργάνωση αποτελεσματικής διοίκησης θα βοηθούσε την ανόρθωση της οικονομίας που είχε πληγεί από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις. Οι πόροι από τη φορολογία και τα εξωτερικά δάνεια θα τύγχαναν ορθολογικής διαχείρισης και δε θα χρησιμοποιούνταν για τον προσεταιρισμό πολιτικών συμμάχων από τις κάθε φορά πολιτικά κυρίαρχες φατρίες. Παράλληλα, μια συγκεντρωτική και κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία θα προωθούσε αποτελεσματικότερα τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς τόσο στο ζήτημα των συνόρων όσο και της μορφής (ανεξαρτησία αντί αυτονομίας) του μελλοντικού ελληνικού κράτους.

Για να τα πετύχει αυτά ο Καποδίστριας διεκδίκησε και πέτυχε τη συγκέντρωση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας στο πρόσωπό του. Παράλληλα αποστασιοποιήθηκε, στην αρχή τουλάχιστον, από τις διάφορες φατρίες, ο πολιτικός ανταγωνισμός των οποίων είχε αποδιοργανώσει τα όργανα και τις λειτουργίες της κεντρικής διοίκησης. Οι αλλαγές που επιχείρησε στην οργάνωση και στη λειτουργία της επαρχιακής διοίκησης ήταν η πρώτη συστηματική παρέμβαση στην κατέυθυνση της δημιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Πρωταρχική του μέριμνα υπήρξε η κατάργηση της επαρχιακής αυτονομίας, από την οποία αντλούσαν την οικονομική τους δύναμη και την κοινωνικοπολιτική τους ισχύ οι παραδοσιακές αλλά και οι νεοπαγείς εξουσιαστικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. 

Ο αριθμός των επαρχιών μειώθηκε, ενώ τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης και τα πρόσωπα που τα στελέχωναν υπάχθηκαν στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τα μέτρα αυτά που περιλαμβάνονται στις αιτίες της ρήξης του Καποδίστρια με τις ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας υπήρξαν, τουλάχιστον στις βασικές τους γραμμές, παρόμοια με εκείνα που υιοθετήθηκαν από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα μερικά χρόνια αργότερα.

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους ήταν η δημιουργία στρατού ελεγχόμενου από την κεντρική διοίκηση. Η αναδιοργάνωση των άτακτων σωμάτων της επαναστατικής περιόδου σε ημιτακτικούς σχηματισμούς προχώρησε παρά τις αντιδράσεις. Αυτές προέρχονταν από τους χώρους των ενόπλων που είχαν δει την οικονομική και πολιτική ισχύ τους να αυξάνεται στα χρόνια της επανάστασης. Τα ένοπλα σώματα οργανώθηκαν αρχικά σε Χιλιαρχίες και κατόπιν αναδιοργανώθηκαν σε Ελαφρά Τάγματα. 

Και στις δύο φάσεις περιορίστηκε δραστικά (στο 1/4 περίπου) ο αριθμός των ενόπλων και αποστρατεύτηκαν αρκετοί επιφανείς οπλαρχηγοί. Στον τομέα της οικονομίας, εμπόδιο στάθηκε η μη χορήγηση εξωτερικού δανείου. Έτσι, η ανασύνταξη της οικονομίας δεν επιτεύχθηκε, καθώς οι πενιχροί εγχώριοι πόροι δε στάθηκε δυνατό να στηρίξουν το φιλόδοξο πρόγραμμα του Kαποδίστρια. Σημαντική ωστόσο υπήρξε η καταπολέμηση της πειρατείας, γεγονός που απελευθέρωσε τους θαλάσσιους δρόμους και έκανε δυνατή την επαναδραστηριοποίηση του εμπορίου και της ναυτιλίας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΙΙ

Κατά την πενταετία 1823-27 οι διάφορες πολιτικές ομάδες και φατρίες είχαν επιδοθεί σ' έναν ατέρμονο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος έπαιρνε κάποτε και τη μορφή της ένοπλης σύγκρουσης. Το κατακερματισμένο πολιτικό πεδίο και ο συγκυριακός χαρακτήρας των πολιτικών συμμαχιών δεν επέτρεπαν στους εκάστοτε νικητές να επιβάλουν την κυριαρχία τους με όρους σταθερότητας. Η πολιτική ρευστότητα ευνοούσε τις αλλεπάλληλες ανατροπές των συσχετισμών δύναμης. Εκτός των άλλων η κατάσταση αυτή έπληττε τη διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς σε μια εποχή (1827) που η Αγγλία και η Ρωσία φαίνονταν να αναζητούν, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, μια ευνοϊκή ρύθμιση για τους επαναστατημένους Έλληνες. 

Στις συνθήκες αυτές η ομόφωνη επιλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη στη διάρκεια των εργασιών της Γ' Εθνοσυνέλευσης είχε να κάνει με την εμπειρία του ως διπλωμάτη. Η θητεία του στην κορυφή του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, και μάλιστα σε μια εποχή (1815-22) που η "τέχνη της διπλωματίας" έφτασε σε υψηλά επίπεδα, φανέρωνε ότι διέθετε τα προσόντα για να διεκπεραιώσει με επιτυχία τους σύνθετους και λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς που απαιτούσε η προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές ομάδες και φατρίες που τον επέλεξαν είχαν ανάγκη από το διπλωμάτη Καποδίστρια. Έτσι, κατά τη διαμόρφωση του συντάγματος της Τροιζήνας φρόντισαν, ώστε το έργο του Κυβερνήτη να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, η οποία με τη σειρά της ελεγχόταν από τους ίδιους.

Χρησιμοποιώντας το κύρος και τη φήμη που τον περιέβαλαν και αιφνιδιάζοντας ίσως τις πολιτικές ομάδες και φατρίες, ο Καποδίστριας πέτυχε από τις πρώτες εβδομάδες την αναστολή του συντάγματος, την αυτοδιάλυση της Βουλής και τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Πέτυχε δηλαδή να περιθωριοποιήσει όλους τους πολιτικούς παράγοντες, τοποθετώντας τους συνήθως σε θέσεις με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, προώθησε ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, ορισμένους συγγενείς και πρόσωπα επτανησιακής και μάλιστα κερκυραϊκής καταγωγής. 

Ωστόσο, η πραγματική εξουδετέρωση των πολιτικών παραγόντων δε θα πραγματοποιούνταν, αν δεν πλήττονταν οι αιτίες τις πολιτικής τους ενδυνάμωσης. Στην κατεύθυνση αυτή προχώρησε σε μια ευρεία διοικητική ανασυγκρότηση καταργώντας τα προνόμια και την αυτοδιοίκηση των επαρχιών και θέτοντας τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού, κατά τα πρότυπα των σύγχρονων δυτικών κρατών. Η πολιτική του ωστόσο προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των προεπαναστατικών (μοραΐτες και νησιώτες προύχοντες, οπλαρχηγοί) και των νεοπαγών (Κωλέττης, Μαυροκορδάτος) πολιτικών παραγόντων που σταδιακά συσπειρώθηκαν με στόχο την ανατροπή της.

ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Η δυσαρέσκεια των πολιτικών παραγόντων από την πολιτική του Καποδίστρια άρχισε να μορφοποιείται σε οργανωμένη αντιπολιτευτική δράση ιδίως μετά τη Δ' Εθνοσυνέλευση (καλοκαίρι 1829). Στην εθνοσυνέλευση αυτή επιβεβαιώθηκαν η αναστολή του συντάγματος, η κατάργηση της Βουλής και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον Κυβερνήτη. 

Με άλλα λόγια, επιβεβαιώθηκε η περιθωριοποίηση των πολιτικών φατριών που έως τότε κυριαρχούσαν διαδοχικά στην πολιτική ζωή. Παρότι ο Καποδίστριας φάνηκε στην αρχή να τηρεί προς όλους ουδέτερη και δύσπιστη στάση, σταδιακά προσέγγισε τον Κολοκοτρώνη και τη φατρία του, που πλαισίωσαν την ηγετική ομάδα η οποία είχε ήδη συγκροτηθεί από συγγενείς και ανθρώπους της εμπιστοσύνης του Κυβερνήτη. 

Η προσέγγιση αυτή οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία ενός "καποδιστριακού" ή, αλλιώς "κυβερνητικού" πολιτικού σχηματισμού, ενόσο οι κατακερματισμένες ομάδες της αντιπολίτευσης συσπειρώνονταν και συντόνιζαν τη δράση τους. Παρόμοια, αν και αρχικά προσπάθησε να αποτινάξει τη φήμη του ρωσόφιλου, η πρόσδεσή του στη Ρωσία γινόταν ολοένα και ισχυρότερη, ενόσω οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας τηρούσαν ουδέτερη στάση ή προσέγγιζαν την αντιπολίτευση.

Η Ύδρα και η Μάνη αποτέλεσαν τα σημαντικότερα κέντρα της αντιπολίτευσης και από τις αρχές του 1830 η εξουσία του Κυβερνήτη ήταν εκεί μάλλον τυπική. Περιοχές με προνομιακό οικονομικό και διοικητικό καθεστώς τόσο κατά την Οθωμανική περίοδο όσο και στη διάρκεια της επανάστασης αποτέλεσαν πηγή έντασης και στασιαστικών κινημάτων. Η Μάνη, προπύργιο της οικογένειας Μαυρομιχάλη, βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση αναταραχής από την άνοιξη του 1830. Σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, με σημαντικότερη εκείνη του καλοκαιριού του 1831, οπότε καταλήφθηκε η Καλαμάτα. Το κίνημά τους ήταν μάλλον "παραδοσιακό", με την έννοια ότι στόχευε στη διατήρηση των ιδιαίτερων προνομίων της περιοχής. 

Παρόμοιες αιτίες θα οδηγήσουν τους Μανιάτες στην πρώτη ένοπλη εξέγερση που σημειώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα (1834). Στην Ύδρα, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, είχαν συγκεντρωθεί οι μοραΐτες και οι νησιώτες πρόκριτοι καθώς και ο Αλ. Μαυροκορδάτος. H αντιπολιτευτική τους κίνηση προσανατολιζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, στην ανατροπή της καποδιστριακής πολιτικής με την περιστολή των εξουσιών του Κυβερνήτη και την υπαγωγή του σε συνταγματικό έλεγχο. Ακραία εκδήλωση των "συνταγματικών" υπήρξε η κατάληψη του ναύσταθμου στον Πόρο από το Μιαούλη και η πυρπόληση μέρους του ελληνικού στόλου το καλοκαίρι του 1831. 

Με τους "συνταγματικούς" συμπορευόταν και ο Ι. Κωλέττης, στον οποίο αποδίδεται το περιορισμένης έκτασης στρατιωτικό κίνημα του Τσάμη Καρατάσου στην Α. Στερεά το καλοκαίρι του 1830. Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Νάυπλιο από δυο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη επέτεινε την ένταση και κλιμάκωσε την αντιπαράθεση. Οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σ' ένα νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων που τερματίστηκαν τις παραμονές της άφιξης του Όθωνα και των μελών της Αντιβασιλείας τον Ιανουάριο του 1833.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

H οργάνωση και ο συντονισμός των πολεμικών επιχειρήσεων επέβαλαν από τις απαρχές της Επανάστασης την ανάγκη συγκρότησης επιμελητείας, ώστε να εξασφαλίζονται όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και μισθοί για τους ενόπλους. Αρχικά οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επαρχιακό επίπεδο, σύντομα όμως κινήθηκαν οι διαδικασίες για την οργάνωση των οικονομικών της κεντρικής Διοίκησης μέσα από τυπικές λειτουργίες (προϋπολογισμός εσόδων-εξόδων, λογιστικό σύστημα, μηχανισμοί εισπράξεων και διαχείρησης των πόρων κτλ.). Η αρχή έγινε στην Α' Εθνοσυνέλευση (1822), ωστόσο ο κεντρικός έλεγχος των οικονομικών πόρων και η διαχείρισή τους με ορθολογικό τρόπο δε φαίνεται να συμβαίνει παρά μόνο κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-31).

Τα χρηματικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί αρχικά από τη Φιλική Εταιρεία, οι σποραδικές εισφορές των φιλελληνικών κομιτάτων καθώς και χρήματα που συγκεντρώνονταν στις ελληνικές παροικίες ήταν ασφαλώς σημαντικά, δεν μπορούσαν ωστόσο να καλύψουν παρά ένα μικρό μέρος των χρημάτων που χρειάζονταν για τη συνέχιση της επανάστασης. Έτσι, οι οικονομικές ανάγκες καλύφθηκαν ιδίως με πόρους από τις επαναστατημένες περιοχές. Οι εισφορές των προυχοντικών οικογενειών στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου ήταν σημαντικές. Οι ίδιες οικογένειες που στην Οθωμανική περίοδο ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των φόρων στις περιοχές τους και την επίδοσή τους στις οθωμανικές αρχές και επιπλέον εμπλέκονταν στους μηχανισμούς υπενοικίασης των φόρων αυτών συνέχισαν και στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης τη δραστηριότητά τους αυτή.

Έτσι, οικονομικοί θεσμοί και μηχανισμοί της Οθωμανικής περιόδου διατηρήθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, όπως ο φόρος της δεκάτης και το σύστημα υπενοικίασης των φόρων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για τη συγκέντρωση των τελωνειακών φόρων. Τα έσοδα αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Πελοπόννησο κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως από τα νησιά του Αιγαίου, αποτέλεσαν τη βασικότερη πηγή για τη χρηματοδότηση της επανάστασης, ιδίως μέχρι το 1824. Ωστόσο, οι πόροι από την άμεση και την έμμεση φορολογία ήταν χαμηλοί, αφού ο πόλεμος δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου. 

Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και η επίδοση των φόρων αυτών στηρίζονταν μάλλον στην καλή διάθεση των ενοικιαστών και των υπενοικιαστών παρά στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών είσπραξης της κεντρικής διοίκησης. Συμπληρωματικό έσοδο αποτέλεσε και ένα ποσοστό από τα πολεμικά λάφυρα, το μοίρασμα των οποίων αποτέλεσε συχνά αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ των διάφορων αρχηγών.

Aπό το 1824 και μετά η σημαντικότερη εξέλιξη στα οικονομικά θέματα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηματοπιστωτικούς κύκλους της Aγγλίας. Oι όροι της αποπληρωμής τους ήταν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα Eθνικά Kτήματα, οι οθωμανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήμονες αγρότες. Tο σημαντικότερο όμως σημείο αναφορικά με τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο με τα οικονομικά θέματα αλλά με την εξωτερική πολιτική. 

Η ανεπίσημη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήμαινε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν μελλοντικά κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ

Όταν ο Καποδίστριας αποβιβαζόταν στο Ναύπλιο στις αρχές του 1828, έφτανε σε μια ερειπωμένη χώρα. Η Πελοπόννησος, στην αγροτική παραγωγή της οποίας στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό τα δημόσια έσοδα ήταν σχεδόν κατεστραμμένη από τον επτάχρονο πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Ειδικά οι καταστροφές που προξενήθηκαν από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ την περίοδο 1825-28 είχαν αποδιαρθρώσει κάθε παραγωγική βάση. 

Τα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών ήταν συνηθισμένο θέαμα στις πόλεις και στα χωριά και η ανάγκη για άμεση ανοικοδόμηση ήταν επιτακτική τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει, τουλάχιστον για την Πελοπόννησο. Eπιπρόσθετα, τα χρήματα των εξωτερικών δανείων (1824 και 1825) είχαν σπαταληθεί και το ταμείο της κεντρικής διοίκησης δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τις απαραίτητες κρατικές δαπάνες.

Αντιμέτωπος με την κατάσταση αυτή ο Καποδίστριας προσπάθησε από την αρχή να εξασφαλίσει δάνειο από τη γαλλική κυβέρνηση ύψους 60.000.000 φράγκων. Με τα χρήματα αυτά θα στήριζε την ανασυγκρότηση και τη λειτουργία της κρατικής διοίκησης καθώς και το πρόγραμμα της οικονομκής ανασυγκρότησης. Το δάνειο ωστόσο δε δόθηκε και έτσι ο Κυβερνήτης αναγκάστηκε να στηριχτεί σε μικρά ποσά που δίνονταν σε μηνιαία βάση από τη Ρωσία και τη Γαλλία μεταξύ του 1828 και του 1830. 

Με τα χρήματα αυτά καλύπτονταν η στοιχειώδης λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και κυρίως οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων και των ενόπλων, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας ισχυρής και λειτουργικής κεντρικής διοίκησης. Ταυτόχρονα τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις μιας σύγχρονης δημοσιονομικής πολιτικής. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούμε να αναφέρουμε την κυκλοφορία του πρώτου ελληνικού νομίσματος στα 1829, του Φοίνικα, του ξεχασμένου συμβόλου της Φιλικής Εταιρείας. Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, στην οποία θα επενδύονταν με σχετικά επωφελές επιτόκιο κεφάλαια από το εσωτερικό αλλά και από τους Έλληνες του εξωτερικού. 

Tο εγχείρημα δεν πέτυχε εξαιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης των εύπορων προυχοντικών οικογενειών προς το καποδιστριακό σύστημα εξουσίας αλλά και λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το νέο θεσμό. Eπίσης, δόθηκε βάρος στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και η καταπολέμηση της πειρατείας στο Aιγαίο.

Βασικός τομέας όπου εφαρμόστηκε η καποδιστριακή οικονομική πολιτική υπήρξε η γεωργία. Η αναδιάρθρωση του πρωτογεννούς τομέα και η σταδιακή επανάκαμψη στα προεπαναστατικά επίπεδα παραγωγής ήταν κάτι περισσότερο από επιτακτική. Για το σκοπό αυτό επιδιώχθηκε η ποιοτική βελτίωση των καλλιεργειών με την εισαγωγή νέων ειδών (π.χ. πατάτα) και τη χρήση νέων γεωργικών μεθόδων και εργαλείων. Έγιναν ακόμη ορισμένα αρχικά βήματα στην αγροτική εκπαίδευση με την ίδρυση του Πρότυπου Αγροτικού Αγροκηπίου στην Τύρινθα. 

Ωστόσο, το φιλόδοξο πρόγραμμα του Καποδίστρια δεν απέδωσε, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη στήριξή του. Τέλος, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της διανομής των Εθνικών Κτημάτων δεν υπήρξε καμία εξέλιξη, καθώς αυτά είχαν ήδη υποθηκευτεί ως εγγύηση για τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων. Tο ζήτημα αυτό αποτέλεσε μόνιμο θέμα συζητήσεων και πηγή πολιτικών αντιπαράθεσεων και εντάσεων για αρκετές δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, έως την Aγροτική Mεταρρύθμιση του Aλέξανδρου Kουμουνδούρου το 1871.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792-1815) η Eυρώπη συνταρασσόταν από μια γενικευμένη σύγκρουση. Στον πόλεμο αυτό κατά τον οποίο συγκρούονταν κράτη και συστήματα (σύμφωνα με την έκφραση του ιστορικού E.J. Hobsbawm) νικητές υπήρξαν τα λεγόμενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττημένων βρέθηκαν όχι μόνο η Γαλλία του Nαπολέοντα αλλά πολύ περισσότερο οι δημοκρατικές ιδέες και τα φιλελεύθερα κινήματα που εμπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισμού και ιδίως της Γαλλικής Eπανάστασης. 

Ωστόσο, η νίκη και η Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δε σήμανε εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών. Tα σπέρματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ριζώσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο και επαναστατικές ζυμώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μέσα από μυστικές εταιρείες. H ανάγκη για την αντιμετώπισή τους οδήγησε στη διαμόρφωση ενός συστήματος ασφάλειας και σταθερότητας που προσανατολιζόταν προς ένα διπλό στόχο: Tην αποτροπή ενός νέου πολέμου και παράλληλα κάποιων νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της γαλλικής, που πιθανά θα οδηγούσαν στην κατάρευση των παλαιών καθεστώτων.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε από το 1815 και μετά η λεγόμενη Iερή, Πενταπλή ή Eυρωπαϊκή Συμμαχία στην οποία μετείχαν οι ισχυρές χώρες της Eυρώπης, οι Mεγάλες Δυνάμεις. H Iερή Συμμαχία υπήρξε για την Aγγλία, τη Ρωσία, την Aυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ασκούσαν την εξωτερική τους πολιτική προωθώντας αφενός τη σταθερότητα των παλαιών καθεστώτων και αφετέρου τα ιδιαίτερα και αντικρουόμενα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους. 

Aπαιτούνταν λοιπόν μια ελάχιστη συμφωνία κοινής εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στα κράτη αυτά ως προς την αντιμετώπιση όλων εκείνων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη σταθερότητα στην Eυρώπη. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και συνέδρια στα οποία μετείχαν οι ηγεμόνες των κρατών αυτών και πολιτικοί ηγέτες όπως ο πρίγκηπας Mέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας και κατεξοχήν θιασώτης της σταθερότητας.

H πολιτική σταθερότητα ωστόσο δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια περίοδο γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα. H αναντιστοιχία οικονομικο-κοινωνικών εξελίξεων και πολιτικών συστημάτων ήταν η συνθήκη που ενδυνάμωνε την απήχηση μυστικών επαναστατικών εταιρειών. Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές εμπνέονταν από συστήματα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού και του εθνικισμού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που παρέπεμπαν σε μορφές συνομωτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις μασονικές στοές. Oι επαναστατικές ζυμώσεις οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σε μια σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον ευρωπαϊκό νότο.

Η Ιερή Συμμαχία δεν περιορίστηκε στην καταδίκη των επαναστάσεων αυτών. H Γαλλία κατέπνιξε την Επανάσταση στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυστρία στην Ιταλική. Η Ελληνική Επανάσταση αντίθετα αφέθηκε να αντιμετωπιστεί από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αντοχή που επέδειξαν οι έλληνες επαναστάτες στα πεδία των μαχών και η σταθεροποίηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου τουλάχιστον έως το 1825, δοκίμασε τη συνοχή της Ιερής Συμμαχίας. 

Ακόμη περισσότερο οδήγησε ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Αγγλία και τη Ρωσία να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ευνοήσουν την προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού κράτους. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και ελπίδας στους χώρους των ευρωπαίων φιλελευθέρων υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα επανάστασης με ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815-1830).
_____________________________
Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: