01 Οκτωβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 

ΕΝΟΠΛΟΙ

Στις ορεινές περιοχές της Ρούμελης διαμορφώθηκε στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης ένα ιδιότυπο σύστημα τοπικής ασφάλειας. Η προστασία των κοινοτήτων από την παράνομη δράση ένοπλων ομάδων, των κλεφτών, ανατίθετο από τις τοπικές οθωμανικές αρχές στους αρματολούς. Επρόκειτο για ομάδες ενόπλων που μισθοδοτούνταν από τις κοινότητες και αποκτούσαν προνόμια (οπλοφορία, απαλλαγή από φόρους), μέσω των οποίων αναδείχτηκαν σε τοπικής εμβέλειας ηγετικές ομάδες. Για να διατηρήσουν τη θέση τους, οι αρματολοί θα έπρεπε να καταστείλουν τη δράση των κλεφτών. Αν δε συνέβαινε αυτό, ενεργοποιούνταν μηχανισμοί αντικατάστασής τους. 

Στη θέση της έκπτωτης ομάδας αρματολών αναδεικνυόταν συνήθως η ισχυρότερη ομάδα των κλεφτών που με την έκνομη δράση της (λεηλασίες, καταστροφές, παράνομη φορολόγηση) είχε αποδείξει την ικανότητά της στη χρήση της βίας. Στη διάρκεια της δράσης της, μια ομάδα ενόπλων περνούσε συχνά από τη νομιμότητα (αρματολός, διώκτης) στην παρανομία (κλέφτης, διωκόμενος). Από το 18ο αιώνα η οικονομική και κοινωνικοπολιτική δύναμη των οικογενειών των αρματολών είχε υποσκελίσει εκείνη των προυχόντων στις περισσότερες ορεινές επαρχίες της Ρούμελης. 

Στις απαρχές της επανάστασης ένοπλοι σαν το Βαρνακιώτη και τον Ανδρούτσο φάνηκε να κυριαρχούν στη Στερεά Ελλάδα, σύντομα όμως εξουδετερώθηκαν, εξοντώθηκαν ή ελέγχτηκαν από νεοπαγείς πολιτικούς παράγοντες που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης).

Ο αρματολισμός δεν αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο. Εκεί, η αντιμετώπιση των κλεφτών από τις οθωμανικές αρχές και τους προύχοντες υπήρξε αποτελεσματικότερη. Ισχυρές οικογένειες κλεφτών όπως οι Κολοκοτρωναίοι εκμισθώνονταν κάποτε από τους προύχοντες και λειτουργούσαν ως ιδιωτικός στρατός. Οι κάποι, όπως τους αποκαλούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονομική ευμάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναμη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούμελης και των άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα του αρματολισμού (Ήπειρος, Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία). Στη διάρκεια της επανάστασης όσοι δεν ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη, στηρίζοντας την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πολιτικό παράγοντα, συνέχισαν να βρίσκονται στο πλευρό των προυχόντων.

ΤΟΠΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ

Η συγκρότηση κεντρικών πολιτικών θεσμών και μάλιστα σύγχρονου, δυτικού τύπου στάθηκε το μεγαλύτερο ίσως διακύβευμα της Επανάστασης, όπως βέβαια και αυτό της πολιτικής ανεξαρτησίας. Η διαμόρφωση κεντρικής πολιτικής σκηνής -η Προσωρινή Διοίκηση ή Διοίκηση όπως συνήθως αναφέρεται- και η συγκέντρωση των πολιτικών διεργασιών σε αυτήν σήμαινε, πρωταρχικά και κύρια, την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας και των πολιτικοδιοικητικών οργανισμών που συστήθηκαν σ' όλες τις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της έναρξης της επανάστασης. 

Τέτοιοι οργανισμοί λειτούργησαν στην Πελοπόννησο (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος, Καγκελαρία της Αργολίδος κ.ά. που σύντομα ενοποιήθηκαν σε Πελοποννησιακή Γερουσία), τη Δυτική (Οργανισμός Δυτικής Χέρσου Ελλάδος) και την Α. Στερεά (Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος-’ρειος Πάγος) και την Κρήτη (Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης). Στα νησιά, που προεπαναστατικά απολάμβαναν ένα καθεστώς λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης κοινοτικής αυτοδιοίκησης, ακολουθήθηκαν οι προϋπάρχουσες μορφές κοινοτικής οργάνωσης. Εξαίρεση αποτέλεσε η Σάμος, με το τοπικό πολίτευμα που εγκαθίδρυσε εκεί ο Λυκούργος Λογοθέτης.

Ορισμένα από τα περιφερειακά πολιτικά μορφώματα που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια της επανάστασης θυμίζουν κοινοτικούς θεσμούς διαμορφωμένους από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία για παράδειγμα ανακαλούσε την τακτική συγκέντρωση των σημαντικότερων μοραϊτών προκρίτων στους ύστερους χρόνους της οθωμανικής κατάκτησης. Στη Ρούμελη πάλι, όπου η ισχυρή προεπαναστατικά παρουσία των αρματολών στάθηκε φραγμός σε μια ανάλογη θεσμική εξέλιξη των κοινοτικών θεσμών, οι πολιτικοδιοικητικοί οργανισμοί που συστήθηκαν μετά την επανάσταση ήταν έργο Φαναριωτών και άλλων επιφανών ετεροχθόνων. 

Συστήνοντας και ελέγχοντας τους οργανισμούς αυτούς άνθρωποι σαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το Θεόδωρο Νέγρη επιχείρησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να στηρίξουν την πολιτική τους παρουσία στους κόλπους των επαναστατών. Παρά τη σύσταση κεντρικών πολιτικών οργάνων από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης (’ Εθνοσυνέλευση: Το Πολίτευμα της Επιδαύρου) οι τοπικοί οργανισμοί δεν καταργήθηκαν ούτε υπάχθηκαν στη Διοίκηση. Αντίθετα, τα αδύναμα όργανα της κεντρικής διοίκησης δεν κατάφεραν να επιβάλουν τη δική τους εξουσία στις διάφορες περιοχές. Οι κεντρικοί πολιτικοί θεσμοί φαίνεται να κατισχύουν μόνο μετά το 1824 κι αφού έχουν προηγηθεί αρκετοί μήνες σφοδρών εμφύλιων συγκρούσεων. 

Κι ενώ η επανάσταση έφθινε διαρκώς από το 1825 και μετά στα πεδία των μαχών, η κατίσχυση των θεσμών της κεντρικής διοίκησης έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ήταν αντιστρόφως ανάλογη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, κατά τη διακυβέρνηση του οποίου (1828-31) τέθηκαν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού κράτους, δε στάθηκε ικανή να ανατρέψει τη δυναμική των εξελίξεων. Η διαδικασία ενοποίησης του πολιτικού πεδίου με βασικό άξονα αναφοράς μια ισχυρή κεντρική εξουσία ολοκληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα (1833-62).

Α και Β ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 ξεκίνησε τις εργασίες της η A' Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα (αρχαία Eπίδαυρος). Σε αυτήν παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι από τις περισσότερες επαναστατημένες περιοχές. Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των "παραστατών", όπως αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από μοραΐτες, ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Πρόκειται για τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης. Αντίθετα, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι ρουμελιώτες και πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν. 

H σημαντικότερη πράξη της εθνοσυνέλευσης υπήρξε το Προσωρινό Πολίτευμα της Eπιδαύρου, το πρώτο δηλαδή σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων, στο οποίο προτασσόταν η Διακήρυξη της Aνεξαρτησίας. Tο Προσωρινό Πολίτευμα που αποτελεί έργο του Ιταλού B. Γκαλλίνα αποπνέει τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων (1793 και 1795), καθώς και του συντάγματος των H.Π.A. (1787). Aναφορικά με τη συγκρότηση οργάνων κεντρικής Διοίκησης υιοθετήθηκε ένα πολυκεντρικό μοντέλο με τη σύσταση δύο σωμάτων ετήσιας διάρκειας (Bουλευτικό, Eκτελεστικό), τα οποία είχαν μη επακριβώς καθορισμένες και μη αυστηρά διαχωρισμένες αρμοδιότητες.

H επίσημη αναγνώριση των τριών τοπικών οργανισμών στην Πελοπόννησο, στη Δυτική και στην Α. Στερεά επέτεινε τη σύγχυση μεταξύ των οργάνων της Διοίκησης, την πολυδιάσπαση του πολιτικού πεδίου και τελικά την αδυναμία κεντρικού ελέγχου των επαναστατημένων περιοχών που συγκροτούσαν την επικράτεια του εν δυνάμει ελληνικού κράτους. Αξιοσημείωτη για την Α' Εθνοσυνέλευση είναι η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη Φιλική Eταιρεία. 

H οργάνωση που είχε προπαρασκευάσει την επανάσταση είχε τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Δύο χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα το Μάρτιο του 1823 ξεκίνησαν στο ’στρος της Κυνουρίας οι εργασίες της Β' Εθνοσυνέλευσης. Στο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της Β' Εθνοσυνέλευσης οι στρατιωτικές επιτυχίες συμβάδιζαν με την όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων. 

H κατάργηση των περιφερειακών τοπικοδιοικητικών οργανισμών προσέδωσε ισχύ στα όργανα της Διοίκησης καθιστώντας τα κατεξοχήν αντικείμενο πολιτικής διαπάλης. Στο περιθώριο των πολιτικών φατριασμών οι "παραστάτες" της εθνοσυνέλευσης προχώρησαν σε μια περιορισμένης έκτασης συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι βασικές αρχές του Προσωρινού Πολιτεύματος της Eπιδαύρου.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΤΑΣΗ (1823)

Η κατάργηση των τριών περιφερειακών κυβερνήσεων ήταν η σημαντικότερη απόφαση που λήφθηκε στη διάρκεια των εργασιών της Β' Εθνοσυνέλευσης. Η εξέλιξη αυτή σήμαινε ότι τα όργανα της κεντρικής διοίκησης δε θα επιτελούσαν μόνο τη στοιχειώδη επικοινωνία και το συντονισμό της δράσης μεταξύ των επαναστατημένων περιοχών, όπως περίπου συνέβαινε έως τότε. Αποκτούσαν πλέον πραγματική εξουσία. Έτσι, οι διαφορετικές φατρίες και ομάδες συμφερόντων που λειτουργούσαν στους κόλπους της επανάστασης προσπάθησαν να ελέγξουν τα όργανα αυτά . 

Η Β' Εθνοσυνέλευση βρήκε τους μοραΐτες πρόκριτους (Λόντος, Ζαΐμης, Σισίνης, Δεληγιάννης κ.ά.) να κυριαρχούν στη Διοίκηση. Για να το πετύχουν, αποδυνάμωσαν το Μαυροκορδάτο και εξουδετέρωσαν το Νέγρη και τον Υψηλάντη. Εξάλλου, διευκολύνονταν από τη στάση αναμονής που τηρούσαν οι προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Η πολιτική τους ισχύς συμπληρωνόταν από τους φόρους της Πελοποννήσου, τους οποίους έλεγχαν και που αποτελούσαν έως τότε τη σημαντικότερη πηγή χρηματοδότησης της επανάστασης.

Η εσωτερική διαπάλη ωστόσο δεν είχε τερματιστεί. Η κατάργηση, την άνοιξη του 1823, του αξιώματος του αρχιστράτηγου που κατείχε ο Κολοκοτρώνης φανερώνει ότι τα όργανα της Διοίκησης χρησιμοποιούνταν για την αποδυνάμωση των πολιτικών αντιπάλων και την ενδυνάμωση των πολιτικών συμμάχων. Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο Κολοκοτρώνης που μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες είχε αναδειχτεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα. Η ένταση παρέμενε ελεγχόμενη μέχρι το φθινόπωρο. Το Νοέμβριο του 1823 ωστόσο η ένταση κλιμακώθηκε, όταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης εξεδίωξαν τους "πολιτικούς" από το Ναύπλιο και επιχείρησαν να σχηματίσουν δική τους Διοίκηση. 

Οι μοραΐτες πρόκριτοι κατέφυγαν στο Κρανίδι, ένα παραθαλάσσιο χωριό απέναντι από την Ύδρα, και σχημάτισαν νέα Διοίκηση συμμαχώντας με τους νησιώτες προεστούς. Σ' αυτή τη δεύτερη Διοίκηση, που ουσιαστικά ελεγχόταν από τους ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες της Ύδρας Γεώργιο και Λάζαρο Κουντουριώτη, συμμετείχαν και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Ιωάννης Κωλέττης. Ο πρώτος διατηρούσε σχέσεις με τον Μπάιρον και το φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και πέτυχε να γίνει αυτός αποδέκτης του δανείου. Με τα χρήματα αυτά ο Κωλέττης ενεργοποίησε τις σχέσεις που διατηρούσε με τους ρουμελιώτες και ετερόχθονες ενόπλους, που αποτέλεσαν έτσι το στρατό της Διοίκησης του Κρανιδίου. Η εμφύλια σύγκρουση είχε ήδη ξεσπάσει.

ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

Στις μάχες που διεξήχθησαν την άνοιξη του 1824 οι ένοπλοι της Διοίκησης του Κρανιδίου αντιμετώπισαν με επιτυχία τους ενόπλους του Κολοκοτρώνη και επέβαλλαν την κυριαρχία των νησιωτών και πελοποννήσιων προυχόντων. Η παράδοση του Ναυπλίου στους νικητές, τους λεγόμενους κυβερνητικούς, στα τέλη Μαΐου με αντάλλαγμα ένα μέρος του δανείου φάνηκε ότι θα ακολουθούνταν από εκτόνωση της έντασης. Δε συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Αυτή τη φορά η ένταση προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια στους κόλπους των κυβερνητικών. 

Η Διοίκηση ελεγχόταν από την οικογένεια Κουντουριώτη, τον Κωλέττη και το Μαυροκορδάτο που διέθεταν χρήματα, αξιόμαχο στράτευμα και φαινόταν ότι αναγνωριζόταν, έστω και ανεπίσημα, ως νόμιμη Διοίκηση. Οι μοραΐτες προύχοντες τοποθετούνταν στο περιθώριο. Η αντίδρασή τους ήταν να συμμαχήσουν με τον Κολοκοτρώνη, το μοναδικό πελοποννήσιο που μπορούσε να κινητοποιήσει και να ελέγξει έναν ικανό αριθμό ενόπλων. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος μετατράπηκε ξανά σε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων.

Τα ρουμελιώτικα στρατεύματα που εισέβαλαν στο Μοριά νίκησαν εύκολα τους πελοποννήσιους επιβάλλοντας οριστικά την κυριαρχία του Κουντουριώτη και των συμμάχων του. Οι ηττημένοι φυλακίστηκαν στην Ύδρα (Kολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Σισίνης) ή κατέφυγαν σε άλλες περιοχές (Λόντος, Ζαΐμης), ενώ οι ρουμελιώτες ένοπλοι επιδώθηκαν σε λεηλασίες, αρπαγές και καταστροφές σε αρκετές επαρχίες της Πελοποννήσου.Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1825, ο Ιμπραήμ-πασάς επιβιβάστηκε ανενόχλητος στο Μοριά κι από την άνοιξη άρχισε να καταλαμβάνει τη μια επαρχία μετά την άλλη χωρίς να αντιμετωπίζει ιδιαίτερη αντίσταση. 

’Aλλωστε, οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί είχαν επιστρέψει στις δικές τους επαρχίες, καθώς αναμενόταν νέα οθωμανική εκστρατεία και στη Pούμελη. Κάτω από το βάρος των δυσμενών για την επανάσταση εξελίξεων η Διοίκηση υποχρεώθηκε να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους πελοποννήσιους προύχοντες, καθώς ήταν οι μόνοι που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν τους ντόπιους, ώστε να εμποδιστεί η προέλαση του Ιμπραήμ. Σύντομα μάλιστα απέκτησαν και πάλι αξιώματα. Οι παλιές συμμαχίες διασπάστηκαν για μια ακόμη φορά και συγκροτήθηκαν νέες, συχνά από ανθρώπους που είχαν υπάρξει αντίπαλοι στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων.

Γ και Δ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΗ

Η Γ' Εθνοσυνέλευση διεξήχθη σε συνθήκες διαφορετικές από τις δύο προηγούμενες. Οι εμφύλιες συγκρούσεις του 1824 είχαν λήξει, δίχως ωστόσο να δοθεί λύση στις οργανωτικές αδυναμίες της Διοίκησης, ενώ οι διώξεις των ηττημένων συνεχίζονταν ακόμη και όταν ο Ιμπραήμ είχε ήδη αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο (αρχές 1825). Στις συνθήκες αυτές οι προετοιμασίες για τη διοργάνωση εθνοσυνέλευσης που είχαν ξεκινήσει το Σεπτέμβριο του 1825 δεν προχωρούσαν, ενώ αντίθετα οι αντίπαλες παρατάξεις ανασυγκροτούνταν δημιουργώντας ξανά κλίμα έντασης. Τελικά η Γ' Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τις εργασίες τις στις 6 Απριλίου 1826 στην Πιάδα, σύντομα όμως διακόπηκε εξαιτίας της πτώσης του Mεσολογγίου. 

Στο μεταξύ είχε αποφασιστεί η αίτηση προς την Aγγλία για μεσολάβηση και ο καθορισμός των όρων της διαπραγμάτευσης, ενώ συστήθηκε νέα κυβέρνηση που ονομάστηκε Διοικητική Επιτροπή. Tο φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς (1826) επιχειρήθηκε να συγκληθεί και πάλι η εθνοσυνέλευση, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Aντίθετα μικρής κλίμακας εμφύλιες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν στην Kορινθία και την πόλη του Nαυπλίου, ενώ στις αρχές του 1827 οι αντίπαλες φατρίες διοργάνωσαν χωριστές συνελεύσεις στην Aίγινα και στην Ερμιόνη. Tελικά οι συνελεύσεις συνενώθηκαν στην Tροιζήνα στα τέλη Mαρτίου 1827, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση των δυο πλευρών να πετύχουν μια κοινή πολιτική συμφωνία. H Γ' Εθνοσυνέλευση ολοκληρώθηκε στις αρχές Mαΐου λαμβάνοντας δύο σημαντικές αποφάσεις.

H πρώτη αφορούσε την ψήφιση νέου συντάγματος που αυτή τη φορά δε χαρακτηριζόταν "προσωρινό". Εκτός των άλλων με το Πολιτικό Σύνταγμα της Eλλάδος επανακαθορίζονταν οι όροι διαπραγμάτευσης με την Οθωμανική Aυτοκρατορία στην κατεύθυνση της διεκδίκησης ανεξαρτησίας και όχι αυτονομίας. Tέλος, αποφασίστηκε η δημιουργία μονομελούς διοικητικού οργάνου που θα προΐστατο της εκτελεστικής εξουσίας. Θεσπίστηκε λοιπόν το αξίωμα του Κυβερνήτη. Για τη θέση αυτή και με διάρκεια θητείας τα επτά χρόνια επιλέχτηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας, ο οποίος τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς (1827) αποδέχτηκε την πρόταση της εθνοσυνέλευσης. Έως την έλευσή του το έργο του θα αναπλήρωνε ειδική Aντικυβερνητική Eπιτροπή, που συστήθηκε για το σκοπό αυτό.

Ο Καποδίστριας πέτυχε γρήγορα την αναστολή του Συντάγματος της Τροιζήνας, το οποίο είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να περιορίζεται η εξουσία και να ελέγχονται οι πράξεις του. Αντί της Βουλής δημιουργήθηκε ένα νέο όργανο, το Πανελλήνιο, που είχε μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ενάμισυ περίπου χρόνο μετά την έλευση του Καποδίστρια η Δ' Εθνοσυνέλευση (’Aργος, 11 Ιουλίου-6 Αυγούστου 1829) επικύρωσε τις εξουσίες που συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Επιπλέον, αντί του Πανελληνίου που καταργήθηκε συστήθηκε η ολιγομελέστερη Γερουσία, που επίσης δεν είχε αποφασιστικές αρμοδιότητες. Τέλος, τέθηκαν οι βασικές αρχές για μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση. 

Kάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η δολοφονία του Καποδίστρια κατά τις προετοιμασίες για τη διοργάνωση της E' Εθνοσυνέλευσης οδήγησαν σ' ένα νέο γύρο εμφύλιων συγκρούσεων. Oι δυο αντίμαχοι μάλιστα προχώρησαν στη σύγκλιση ξεχωριστών εθνοσυνελεύσεων, οι πράξεις των οποίων ωστόσο δεν είχαν άλλη σημασία πέρα από αυτή της στήριξης των δύο πλευρών στη διάρκεια των συγκρούσεων.
______________________________
Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: