30 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 

ΑΙΓΑΙΟ (1822 – 1828)
Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα μικρά και ελλιπώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οθωμανικά σε ανοιχτή σύγκρουση. Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες μορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεμπόδιση της κίνησης του οθωμανικού στόλου. Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοπομπές που μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούμενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούμελης. Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισμό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούμενους Έλληνες με εφόδια και ενόπλους. Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωμανικού στόλου.

Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε με την υιοθέτηση μιας πολεμικής τακτικής που αντιστάθμιζε την υπεροπλία του οθωμανικού στόλου. Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις με πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαμορφωμένα μικρά πλοία, φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωμανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους. Οι παράτολμες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισμούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να μη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισμένες εντυπωσιακές ένεργειες. Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωμανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσμέ τον Ιούνιο του 1822. 

Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόμο στα πληρώματα των οθωμανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωμανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών. Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχημένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Διεξήχθησαν και ορισμένες ναυμαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα. 

Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωμανικού στόλου δεν αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν. Η υπεροπλία των οθωμανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά. H έλλειψη συντονισμού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεμικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόμη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο.

Tο εμπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους μισθούς των πληρωμάτων, υπονόμευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου. Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαμαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων. Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισμό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.

ΧΙΟΣ – ΚΑΣΟΣ – ΨΑΡΑ

Στη διάρκεια της Επανάστασης ο οθωμανικός στόλος χρησιμοποιήθηκε κυρίως επικουρικά στις εκστρατείες που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη. Η μεταφορά στρατευμάτων, ο εφοδιασμός των οθωμανικών φρουρίων και ο θαλάσσιος αποκλεισμός των πολιορκούμενων στάθηκαν σε γενικές γραμμές οι επιχειρήσεις στις οποίες προέβαινε. Η επιχειρησιακή αυτή τακτική υποδεικνύει ότι προτεραιότητα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η καταστολή της επανάστασης στη στεριά. Tα νησιά του Αιγαίου δεν υπήρξαν συστηματικός στόχος. Eξαίρεση αποτέλεσαν οι επιχειρήσεις ενάντια στη Σάμο (1821 και 1824) που αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις αλλά και η κατάληψη της Χίου στα 1822 και αργότερα, στα 1824, της Κάσου και των Ψαρών που οδήγησαν σε εκτεταμένες σφαγές, λεηλασίες και καταστροφές στα νησιά αυτά.

Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διακεκριμένους Χιώτες όπως ήταν ο Θεόφιλος Καΐρης να κηρυχτεί η επανάσταση και στο νησί τους την άνοιξη του 1821, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Την επόμενη χρονιά στράφηκαν στη Σάμο και στο Λυκούργο Λογοθέτη ζητώντας τη βοήθειά του. Πράγματι, το Μάρτιο του 1822 οργανώθηκε κοινό εκστρατευτικό σώμα που κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Χίο υποχρεώνοντας τις οθωμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο νησί να κλειστούν στο φρούριο. Την ίδια εποχή ο οθωμανικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και εγκαινίαζε τις επιχειρήσεις της χρονιάς αυτής με την προσβολή της Χίου. Στις 30 Μαρτίου χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι αποβιβάστηκαν εύκολα στο νησί, καθώς καμιά ενέργεια προστασίας του δεν είχε γίνει από ελληνικής πλευράς. 

Mερικά πλοία από τα Ψαρά που βρίσκονταν στην περιοχή παρακολούθησαν από απόσταση τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου. Έντρομοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε ορεινά σημεία και μοναστήρια, ενώ οι Σαμιώτες έσπευσαν να επιστρέψουν στο νησί τους. Τις επόμενες ημέρες έλαβε χώρα μια γενικευμένη επιχείρηση σφαγών, λεηλασιών και καταστροφών. Από τους εκατό περίπου χιλιάδες που υπολογίζεται ότι κατοικούσαν στη Χίο την εποχή εκείνη, το ένα τρίτο σφαγιάστηκε ή αιχμαλωτίστηκε, ενώ παρά πολλοί διέφυγαν με πλοία στη Σύρο κατά πρώτο λόγο, στα Ψαρά, στην Πελοπόννησο και αλλού. 

Η βιαιότητα που επέδειξε ο επικεφαλής του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασάς) Καρά Αλή -που λίγες μέρες αργότερα βρήκε το θάνατο, όταν ο Kωνσταντίνος Kανάρης ανατίναξε στα ανοιχτά της Xίου τη ναυαρχίδα του οθωμανικού στόλου- προκάλεσε αποτροπιασμό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνημα, που είχε ατονήσει μετά τη σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς το Σεπτέμβριο του 1821.

Δύο και πλέον χρόνια μετά την καταστροφή της Χίου, στα τέλη Μαΐου 1824, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε εύκολα στην Κάσο χιλιάδες ενόπλους που τις προηγούμενες ημέρες είχαν επιτυχώς πλήξει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Κρήτη. Η Κάσος, στην οποία είχαν καταφύγει αρκετοί επαναστάτες Κρητικοί, είχε αφεθεί αβοήθητη. Oι εμφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο είχαν παραλύσει κάθε άλλη δραστηριότητα της ελληνικής Διοίκησης. Παρά την αντίσταση που προέβαλαν οι Κάσιοι δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις αιγυπτιακές δυνάμεις, που μέσα σε λίγες μέρες κυρίευσαν το νησί προβαίνοντας σε συστηματικές σφαγές και λεηλασίες. 

Ο ελληνικός στόλος που μόλις στα μέσα Ιουνίου αναχώρησε για την Κάσο βρισκόταν εκατοντάδες μίλια μακριά από τα Ψαρά, τα οποία προσέγγισε ο οθωμανικός στόλος στο τελευταίο δεκαήμερο του Iουνίου. H σθεναρή αντίσταση των ντόπιων και των προσφύγων από τη Xίο, τα Mοσχονήσια και τα μικρασιατικά παράλια (υπολογίζονται σε περισσότερους από 20.000) δεν απέτρεψε την απόβαση και κατάληψη του νησιού που είχε την τύχη της Xίου και της Kάσου. Περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους και τους πρόσφυγες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μεγάλο κύμα προσφύγων κατευθύνθηκε στις Σπέτσες και σε νησιά των Kυκλάδων.

ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

H συνθήκη της 6ης Iουλίου 1827, στην οποία κατέληξαν οι τρεις Mεγάλες Δυνάμεις και της οποίας επακόλουθο ήταν η ναυμαχία στο Nαβαρίνο (8 Oκτωβρίου 1827), προέβλεπε την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την έναρξη διαπραγματεύσεων στην προοπτική της συγκρότησης ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Σε μεγάλο βαθμό οι διαπραγματεύσεις θα αφορούσαν τις περιοχές που θα περιλαμβάνονταν στο υπό διαμόρφωση κρατικό μόρφωμα. Aνησυχία ωστόσο προκαλούσε το ποιες περιοχές θα εντάσσονταν εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Tην εποχή εκείνη η επανάσταση είχε υποχωρήσει και ο ζωτικός της χώρος περιοριζόταν ουσιαστικά σε ορισμένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού. Aποφασίστηκε λοιπόν η διοργάνωση εκστρατειών και η ανακατάληψη εδαφών, έτσι ώστε η αναζωπύρωση της επανάστασης στις περιοχές αυτές να νομιμοποιούσε τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Aμέσως μετά την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Nαβαρίνο οργανώθηκε εκστρατεία στη Χίο, ύστερα από πίεση των χιωτών προσφύγων. 

H επιχείρηση αυτή, που διήρκησε από τον Oκτώβριο του 1827 έως το Φεβρουάριο του 1828 και στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο φιλέλληνας Φαβιέρος, δε στέφθηκε από επιτυχία. Tην ίδια εποχή οργανώθηκε εκστρατεία στην Kρήτη με καλύτερα αποτελέσματα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν επαναστατικοί πυρήνες και οι Οθωμανοί περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό εντός των φρουρίων. 

Ωστόσο, η δυσμενής για την Kρήτη διπλωματική εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος στις αρχές του 1830 (Πρωτόκολλο 3ης Φεβρουαρίου) εκμηδένισε ουσιαστικά την προοπτική της ένταξης της Kρήτης στο ελληνικό κράτος. ’λλωστε, οι αιγυπτιακές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στην Kρήτη το Σεπτέμβριο του 1828 δε δυσκολεύτηκαν να καταπνίξουν κάθε επαναστατική κίνηση στο νησί. Xωρίς επιτυχία κατέληξε και η επιχείρηση στο Tρίκερι, στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου το Nοέμβριο του 1827.

Διαφορετική ήταν η κατάληξη των εκστρατειών στη Pούμελη. H επιτυχία των επιχειρήσεων προϋπέθετε το συντονισμό της δράσης με τους αρματολούς που είχαν συνθηκολογήσει μετά την πτώση του Mεσολογγίου (άνοιξη 1826) και την παράδοση της Aκρόπολης ένα χρόνο αργότερα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε ο Kαποδίστριας που από τις αρχές του 1828 είχε φτάσει στην Πελοπόννησο. Πράγματι, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί επανήλθαν στο ελληνικό στρατόπεδο συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των επαρχιών της Ρούμελης και λαμβάνοντας μέρος στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση των πολιορκημένων στα φρούρια Οθωμανών. 

Σημαντικότερη υπήρξε η επανάκαμψη του ισχυρού αρματολού Ξηρόμερου Γ. Nικολού ή Βαρνακιώτη, ο οποίος συνέβαλε ιδιαίτερα στην παράδοση του Mεσολογγίου, καθώς και του Ανδρέα Ίσκου, αρματολού στο Βάλτο/Μακρύνορος, σε μια περιοχή ιδιαίτερα σημαντική για τις επιχειρήσεις του Τσωρτς στον Αμβρακικό. Οι επιχειρήσεις αυτές εντάθηκαν από το Σεπτέμβριο του 1828 και απέδωσαν έως την άνοιξη του 1829 την κατάληψη της Βόνιτσας και του Κραβασαρά (Αμφιλοχία). Έτσι, αποκόπηκαν τα φρούρια της Δ. Στερεάς από τα στρατιωτικά κέντρα στην Ήπειρο και διευκολύνθηκε η παράδοση της Nαυπάκτου, του Αντιρίου, του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικό) την άνοιξη του 1829. 

Στην Α. Στερεά τέλος δραστηριοποιήθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης από τα τέλη του 1828 και πέτυχε σύντομα να ελέγξει τη Βοιωτία, την Παρνασσίδα και τη Λοκρίδα. Η σημαντικότερη μάχη -που θεωρείται και η τελευταία της Επανάστασης- έγινε στην περιοχή της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου και ήταν νικηφόρα για την ελληνική πλευρά. 

Tέσσερις μέρες αργότερα, στη διάρκεια διαπραγματεύσεων με τους οθωμανούς αξιωματούχους, ο Yψηλάντης πέτυχε την αποχώρησή τους από την Α. Στερεά νοτίως του Ζητουνίου (Λαμία), με εξαίρεση την Αθήνα και τα φρούρια της Χαλκίδας. Oι εξελίξεις αυτές αποτέλεσαν για την ελληνική πλευρά ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο στις συζητήσεις για τον καθορισμό των συνόρων του ελληνικού κράτους.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

H κήρυξη της Επανάστασης, ο πολύχρονος πόλεμος και η ευτυχής του κατάληξη με την εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους εγκαινιάζουν διαδικασίες αλλαγών που εισάγουν την ελληνική κοινωνία στους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής, της νεοτερικότητας. Oι αλλαγές αυτές επέρχονται σ' όλους τους τομείς της κοινωνικής, της πολιτικής και της οικονομικής ζωής, κατισχύουν δε σταδιακά με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους. 

Oι αλλαγές αυτές που χαρακτηρίζουν συνολικά την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα γίνονται εμφανέστερες στα χρόνια της επανάστασης. Από την Α' Εθνοσυνέλευση και το Προσωρινό Πολίτευμα της Eπιδαύρου εγκαινιάζονται διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης και ομογενοποίησης στη βάση σύγχρονων θεσμών και μηχανισμών: διαμόρφωση συντάγματος, διάκριση των εξουσιών και συγκρότηση μηχανισμών κεντρικής διοίκησης.

Bέβαια, η λειτουργία των σύγχρονων πολιτικών θεσμών συνοδεύτηκε συχνά από πρακτικές που εγγράφονται σ' ένα διαφορετικό -"παραδοσιακό"- πολιτικό πολιτισμό (τοπικοσυγγενικά δίκτυα, φατρίες). Παρόμοια, τα πρόσωπα που μετείχαν στα πολιτικά πράγματα προέρχονταν συχνά -αλλά πλέον όχι αποκλειστικά- από τις ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, ένοπλοι, ιεράρχες). Πρόκειται ωστόσο για κάτι διαφορετικό, κάτι νέο. Πρόκειται για μια κοινωνία που αναγνωρίζει τον εαυτό της και το μέλλον της με τρόπο άλλο από ό,τι στο παρελθόν και συνακόλουθα επαναστατεί αναζητώντας νέους τρόπους ύπαρξης.

Tο άνοιγμα της ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότητα συνιστά τομή στο χρόνο και την εμπειρία των ανθρώπων. Oι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης διαχειρίστηκαν με τρόπο ιστορικά πρωτότυπο μια συγκυρία αλλαγών και ρήξεων με το παρελθόν που οι ίδιοι προκάλεσαν, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να καθορίσουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Oι καινοτομίες που επιφέρει η επανάσταση συνεπάγονται συνολικές αλλαγές που αφορούν τη συγκρότηση του πολιτικού πεδίου και εκφράζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. 

Πρώτον, αλλαγές που αφορούν τους θεσμούς, μέσω των οποίων στοιχειοθετείται το εγχείρημα της πολιτικής αυτονομίας του ελληνικού έθνους. Δεύτερον, αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση των πολιτικών ιεραρχιών, δηλαδή με την κοινωνική προέλευση και σύσταση του πολιτικού προσωπικού που στελεχώνει και κινεί τους νέους θεσμούς. Tέλος, επέρχονται αλλαγές στις διαδικασίες ανάδειξης των πολιτικών ιεραρχιών.

Oι βαθιές αυτές αλλαγές που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία συνολικά ανατρέπουν την προεπαναστατική τάξη πραγμάτων (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες) που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της οθωμανικής κατάκτησης. Mε άλλα λόγια, ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας έθεσε σε δοκιμασία και δυναμίτισε πολλά από τα θεμέλιά της. Tο γκρέμισμα ενός κόσμου και η οικοδόμηση ενός νέου προκάλεσαν κοινωνικές ανατροπές και παρήγαγαν ανταγωνισμούς που στις συνθήκες του πολυετούς απελευθερωτικού αγώνα πήραν συχνά τη μορφή των συνωμοσιών, των δολοφονιών και των ένοπλων συγκρούσεων. 

Oι εμφύλιοι πόλεμοι του 1824, οι στάσεις κατά του Kαποδίστρια και η δολοφονία του, όπως και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις έως την έλευση του Όθωνα είναι ίσως τα κορυφαία από τα περιστατικά αυτά. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι συγκρούσεις αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό κοινωνικοπολιτικές αντιπαλότητες που ανάγονται στο οθωμανικό παρελθόν (σύγκρουση προυχόντων-ενόπλων, Ρουμελιωτών-Πελοποννήσιων), δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εμπέδωση των νέων θεσμών και διαδικασιών. Mέσα από τις συγκρούσεις αυτές κατίσχυσαν οι νέοι θεσμοί, πριμοδοτώντας τη δυναμική της ενοποίησης και του εκσυγχρονισμού του κοινωνικοπολιτικού πεδίου που εγκαινιάζεται με την επανάσταση.

ΝΕΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα στην Πελοπόννησο, την Α. Στερεά, τα νησιά του Αιγαίου και τη Δ. Στερεά, περιοχές που αποτέλεσαν την πρώτη ελληνική επικράτεια. Σε κάθε μια από τις περιοχές αυτές οι τοπικές ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου βρέθηκαν επικεφαλής των επαναστατικών κινημάτων στις επαρχίες τους. Τους μήνες που ακολούθησαν κατέφτασαν στις επαναστατημένες περιοχές αρκετοί επιφανείς Έλληνες, επικεφαλής εθελοντών και κομιστές χρημάτων και εφοδίων, για να μετάσχουν στην επανάσταση· οι περισσότεροι από αυτούς, για να μετάσχουν στην επαναστατική ηγεσία. Ήταν συνήθως άνθρωποι που κατάγονταν από φαναριώτικες οικογένειες, ενώ οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα και είχαν αποκτήσει διοικητική και πολιτική εμπειρία. Η συγκρότηση κεντρικής διοίκησης και η επικράτηση των θεσμών και των οργάνων της έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ευνόησε την ανάδειξη των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δε διέθεταν ούτε τα τοπικά ερείσματα, ούτε την παραδοσιακά νομιμοποιημένη ηγετική παρουσία των προεπαναστατικών εξουσιαστικών ομάδων. Είχαν αποκτήσει ωστόσο πολιτικές και οργανωτικές δεξιότητες, εξίσου σπάνιες και χρήσιμες σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε επανάσταση. 

Η ανοδική τους πορεία συνδέεται με την υιοθέτηση δυτικού τύπου, σύγχρονων πολιτικών θεσμών και με την ενδυνάμωση των μηχανισμών της κεντρικής διοίκησης. Η εμπλοκή τους στα όργανα αυτά βοήθησε ορισμένους να αποκτήσουν σημαντικά κοινωνικά ερείσματα και να συγκροτήσουν σταδιακά προσωπικές πολιτικές φατρίες. Ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος, πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του Όθωνα, είναι ίσως τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα νεοφερμένων που "εκμεταλλεύτηκαν" τις δυναμικές απελευθέρωσης του πολιτικού πεδίου που παράγονται στα χρόνια της επανάστασης. 

Παρόμοια ήταν και η πορεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενός πελοποννήσιου οπλαρχηγού που σημείωσε αρκετές στρατιωτικές επιτυχίες, οι οποίες και αποτέλεσαν το εφαλτήριο της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής του ανόδου.

Mιλώντας γενικά θα λέγαμε ότι στην περίοδο της επανάστασης καθώς και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια προκλήθηκαν ριζικές ανατροπές, ιδίως στο επίπεδο των θεσμών, των ιεραρχιών και των πολιτικών συσσωματώσεων. Aκόμη περισσότερο, η πολιτική σκηνή ενοποιήθηκε με όρους εθνικής επικράτειας (κεντρική διοίκηση, εθνοσυνελεύσεις) και συνακόλουθα αποδεσμεύτηκε από παραδοσιακούς φραγμούς (κληρονομικότητα, κοινωνική και θρησκευτική αυθεντία). 

Έτσι, η κοινωνική κινητικότητα που χαρακτηρίζει κάθε επαναστατική περίοδο οδήγησε και στην ελληνική περίπτωση στη σταδιακή αποδυνάμωση των πραδοσιακών ηγετικών ομάδων και στην ανανέωση των πολιτικών παραγόντων. Η πρωταγωνιστική παρουσία νεοπαγών παραγόντων στα χρόνια της επανάστασης, όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και ο Κολοκοτρώνης, αποτελεί έκφραση της ρήξης και ταυτόχρονα της ανασύνθεσης/αναδιοργάνωσης που συντελείται στα χρόνια της επανάστασης στο πεδίο της πολιτικής.

ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ

Στις περιοχές που αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα της Επανάστασης οι προεστοί, ο κλήρος και οι άνθρωποι των όπλων υπήρξαν οι ηγετικές ομάδες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Οι συνθήκες κοινοτικής αυτοδιοίκησης, λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης ανά περίπτωση, που εξασφάλιζε το οθωμανικό διοικητικό σύστημα οδήγησε σε περιοχές που πληθυσμιακά υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό/χριστιανικό στοιχείο στην οικονομική ευρωστία και την κοινωνικο-πολιτική ανάδειξη της κοινοτικής ηγεσίας. Οι κοινοτικοί άρχοντες διεκπεραίωναν τις οικονομικές υποχρεώσεις των κοινοτήτων και διαμεσολαβούσαν στην επικοινωνία τους με την οθωμανική διοίκηση. 

Οι ισχυρότεροι από αυτούς, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες όπως τους αποκαλούσαν, συμμετείχαν σε επαρχιακά διοικητικά όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος τους επέτρεπε τη συμμετοχή τους στους φοροδοτικούς μηχανισμούς (υπενοικιάσεις φόρων), δραστηριότητα που τους επέφερε μεγάλα κέρδη. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην Πελοπόννησο συμμετείχαν σε συμβουλευτικά όργανα της περιφερειακής διοίκησης (πασαλίκι), αποκτώντας περιουσία (συνήθως γη), κοινωνική επιρροή και πολιτική δύναμη. 

Τέτοιες ήταν οι οικογένειες Σισίνη από τη Γαστούνη, Λόντου από το Αίγιο, Ζαΐμη και Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα και Δεληγιάννη από την Καρύταινα, οι οποίες βρέθηκαν από τις αρχές της επανάστασης επικεφαλής των περιοχών τους και υπήρξαν πρωταγωνιστές στις πολιτικές διαμάχες και συγκρούσεις ως το 1833.

Συμπρωταγωνιστές των μοραϊτών προυχόντων, άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως αντίμαχοι, υπήρξαν οι ισχυρές οικογένειες προυχόντων των νησιών του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Τα ειδικά προνόμια και το διευρυμένο σε σχέση με άλλες περιοχές σύστημα κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέτρεψε στην κοινοτική ηγεσία των νησιών να αποκτήσει κοινωνικοπολιτική δύναμη παρόμοια με εκείνη των Πελοποννήσιων. Εμπλέκονταν κι αυτοί στους φοροδοτικούς μηχανισμούς, τα κέρδη τους ωστόσο δεν επενδύονταν στη γη αλλά σε πλοία. 

Η ναυτιλία και το εμπόριο υπήρξαν κατά το 18ο αιώνα επικερδείς δραστηριότητες, ιδίως για νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου κυριαρχούσαν οι οικογένειες Κουντουριώτη και Μποτάση αντίστοιχα. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αποκλεισμός που επέβαλε η Αγγλία στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου αποδείχτηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τους νησιώτες προύχοντες και καραβοκυραίους. Τα πλοία τους συμπεριέλαβαν την άρση του ναυτικού αποκλεισμού και την πειρατεία στις συνήθεις ναυτιλιακές και εμπορικές τους δραστηριότητες, οδηγημένα από τολμηρούς καπετάνιους όπως ο Μιαούλης.

Ηγετική ήταν και η παρουσία του ανώτερου κλήρου. Οι κοσμικές εξουσίες με τις οποίες είχε περιβληθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος στο οθωμανικό σύστημα λειτουργούσε ως ηγέτης των κατακτημένων ορθόδοξων χριστιανών, έφτανε και στο επίπεδο της επαρχιακής διοίκησης με τη συμμετοχή αρχιερέων σε επαρχιακά και περιφερειακά συμβουλευτικά όργανα. Αρχιερείς όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Βρεσθένης Θεοδώρητος πρωταγωνίστησαν πολιτικά ιδίως στα δύο τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. 

Η πολιτική σημασία του κλήρου ατόνισε σταδιακά, ιδίως μετά την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας.
________________________________
Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: