29 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 

ΔΥΤΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ 1822 – 1824

H πτώση του Aλή-πασά (Iανουάριος 1822) ανέτρεψε σε βάρος των Ελλήνων το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των εμπολέμων τόσο στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά όσο και στις άλλες περιοχές. Δεκάδες χιλιάδες οθωμανοί ένοπλοι μπορούσαν πλέον να κατευθυνθούν νοτιότερα και να χρησιμοποιηθούν για την καταστολή της επανάστασης. Tην ίδια ώρα οι Σουλιώτες βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην επαρχία τους και θα έπρεπε ή να συνθηκολογήσουν εγκαταλείποντας την Ήπειρο ή να ενισχυθούν. 

Η δεύτερη προοπτική προϋπέθετε την εξάπλωση της επανάστασης στην Ήπειρο με ορμητήριο τη Δ. Στερεά. Για το σκοπό αυτό, αποφασίστηκε η οργάνωση εκστρατείας με στόχο την ’ρτα, που αποτελούσε τη σημαντικότερη στρατιωτική βάση των Οθωμανών στις νότιες επαρχίες της Ηπείρου. Eκτός από τους αρματολούς και τους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής (Bαρνακιώτης, Mπακόλας, Ίσκος, Mακρής κ.ά.) στην εκστρατεία συμμετείχε η πλειονότητα των φιλελλήνων που είχαν προσέλθει τους προηγούμενους μήνες στις επαναστατημένες περιοχές. 

H εκστρατεία, της οποίας τη γενική διεύθυνση είχε ο Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου με την κατάληψη θέσεων και τη συγκρότηση στρατοπέδων πλησίον της οχυρωμένης πόλης. H κρίσιμη μάχη διεξήχθη στην περιοχή Πέτα στις 4 Iουλίου 1822 και υπήρξε καταστροφική για το στρατόπεδο των επαναστατών -ιδίως για τους φιλέλληνες που σχεδόν αποδεκατίστηκαν από το ιππικό των Οθωμανών. Στη συνέχεια, οι Οθωμανοί έφτασαν σχετικά ανεμπόδιστοι στο Mεσολόγγι, αλλά η τρίμηνη πολιορκία που επιχείρησαν (Oκτώβριος 1822-Iανουάριος 1823) δεν είχε επιτυχία.

H ήττα στο Πέτα σήμανε το τέλος των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ήπειρο. Σηματοδότησε ακόμη την ανάδειξη ή, ακριβέστερα, την όξυνση αντιθέσεων στους χώρους των επαναστατών. Χαρακτηριστική είναι η αντιπαράθεση του Aλ. Mαυροκορδάτου με τον ισχυρότερο αρματολό, το Γεώργιο Bαρνακιώτη, ο οποίος σύντομα πέρασε στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Aκόμη προκλήθηκαν διχόνοιες μεταξύ των ενόπλων και αναβίωσαν παραδοσιακές αντιπαλότητες, όπως αυτή ανάμεσα στους σουλιώτες και τους άλλους οπλαρχηγούς. 

Τέλος, δεν έλειψε ο ανταγωνισμός των καπετάνιων για τα αρματολίκια, όπως συνέβη στην περίπτωση των Aγράφων, που διεκδικούνταν τόσο από τον Καραϊσκάκη όσο και από το Γιαννάκη Ράγκο. Όλα αυτά σήμαιναν πρακτικά την υποχώρηση της επανάστασης. Oι περισσότεροι και σημαντικότεροι οπλαρχηγοί είχαν αποσυρθεί στις επαρχίες τους, άλλοι συνθηκολόγησαν, ενώ αρκετοί διατηρούσαν επικοινωνία τόσο με τους Οθωμανούς όσο και με τους επαναστάτες. Έτσι, γινόταν πλέον σχετικά ανεμπόδιστα η πρόσβαση των Οθωμανών στο Μεσολόγγι, που αποτελούσε το βασικό επαναστατικό πυρήνα σε ολόκληρη τη Δ. Στερεά. 

Aπό τη μάχη του Πέτα και μετά η στρατηγική των αντιπάλων και, συνακόλουθα, η επικράτηση ή όχι της επανάστασης στη Δ. Στερεά επικεντρώνεται στο Mεσολόγγι. Tο καλοκαίρι του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη πολιορκία του Mεσολογγίου. Oι πολιορκούμενοι άντεξαν έως τα τέλη Νοεμβρίου, οπότε οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν. Πλήγμα ωστόσο υπήρξε ο θάνατος του σπουδαιότερου σουλιώτη αρχηγού, του Μάρκου Μπότσαρη, στη διάρκεια νυχτερινής επίθεσης. Στις αρχές του 1824 η παρουσία του Μπάιρον στο Μεσολόγγι βοήθησε σημαντικά στη βελτίωση των οχυρωματικών έργων. Μάλιστα, πολλοί οπλαρχηγοί προσήλθαν ξανά στο στρατόπεδο των επαναστατών. 

Σ' αυτό συνέτεινε η μη πραγματοποίηση οθωμανικής εκστρατείας τη χρονιά εκείνη αλλά και οι φήμες για τα χρήματα του δανείου, που διαχειριζόταν ο άγγλος φιλέλληνας. Συνέτειναν ακόμη οι ευκαιρίες για λαφυραγωγία που πρόσφεραν οι επιχειρήσεις ενάντια στις "προσκυνημένες" ορεινές επαρχίες της ’ρτας το καλοκαίρι του 1824, αλλά και η χρησιμοποίησή τους από τη Διοίκηση στις εμφύλιες συγκρούσεις που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο.

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Στα τέλη Μαρτίου 1825, την εποχή δηλαδή που ο Iμπραήμ ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (γνωστότερος ως Κιουταχής) κατέλαβε σχετικά εύκολα το Μακρυνόρος, που αποτελούσε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Δ. Στερεά, και κατευθύνθηκε χωρίς να συναντήσει δυσκολία στο Mεσολόγγι. Oι υπερασπιστές της πόλης, που αποτελούσε το κέντρο της επανάστασης στη Δ. Στερεά, είχαν ενισχύσει την άμυνα τόσο από την ξηρά όσο και από τη λιμνοθάλασσα. Στο Mεσολόγγι έσπευσαν ακόμη αρκετοί οπλαρχηγοί από τις γειτονικές επαρχίες. 

H πολιορκία ξεκίνησε στα τέλη Απριλίου 1825, πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις και διήρκησε έναν ολόκληρο χρόνο. Έως τον Oκτώβριο οι πολιορκημένοι είχαν με επιτυχία αντιπαρέλθει την πίεση και υποχρέωσαν τον Κιουταχή να χαλαρώσει την πολιορκία, η οποία όμως έγινε πολύ σύντομα (Nοέμβριος 1825) και πάλι ασφυκτική. Tελικά, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Aπριλίου 1826 οι καταπονεμένοι από τη δωδεκάμηνη πολιορκία και εξαντλημένοι από την έλλειψη τροφής υπερασπιστές της πόλης πραγματοποίησαν μια απελπισμένη και συνάμα ηρωική έξοδο.

H κατασκευή χαρακωμάτων και υπόγειων στοών (λαγούμια) υπήρξε βασική πολεμική τακτική για τους δυο αντιπάλους. Από την πλευρά των επαναστατών στην κατασκευή υπόγειων στοών διακρίθηκε ο Kώστας Xορμόβας, ο οποίος έκτοτε έμεινε γνωστός ως Λαγουμιτζής. H κινητοποίηση του ελληνικού στόλου με στόχο την άρση του αποκλεισμού και την ενίσχυση των πολιορκημένων με ενόπλους, πυρομαχικά και εφόδια επιχειρήθηκε αρκετές φορές άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Στα τέλη Iουλίου 1825 και στα μέσα Iανουαρίου 1826 ο Ανδρέας Μιαούλης πέτυχε να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισμό δίνοντας ελπίδα στους πολιορκημένους. 

Η αποτυχία ωστόσο το Φεβρουάριο του 1826 έκρινε σε μεγάλο βαθμό την πτώση του Μεσολογγίου. Tέλος, σημαντική από επιχειρησιακής πλευράς ήταν και η προσπάθεια των πολιορκημένων να συντονίσουν τη δράση τους με τον Καραϊσκάκη και άλλους ενόπλους που βρίσκονταν στα νώτα του οθωμανικού στρατού και προέβαιναν σε μικρής κλίμακας επιχειρήσεις. Eπρόκειτο συνήθως για νυχτερινές επιδρομές στο στρατόπεδο των αντιπάλων καθώς και σε εφοδιοπομπές. 

Tέλος, πραγματοποιούνταν και έξοδοι από τους προμαχώνες με στόχο την κατάληψη των πλησιέστερων στο Mεσολόγγι θέσεων των Οθωμανών. Tέτοιες επιχειρήσεις είχαν αναγκάσει το Μεχμέτ Ρεσίτ-πασά να χαλαρώσει την πολιορκία το φθινόπωρο του 1825, γεγονός που επέτρεψε τον εφοδιασμό των πολιορκημένων και την ανακατασκευή των οχυρωματικών έργων. Eνισχύθηκε όμως και ο Kιουταχής με την έλευση του Iμπραήμ.

Aπό το Φεβρουάριο του 1826 η κατάσταση για τους πολιορκημένους γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Σ' αυτό συνέτεινε η παράδοση του γειτονικού Aνατολικού (Aιτωλικού), ο έλεγχος της λιμνοθάλασσας από τον οθωμανικό στόλο και η αποτυχία μιας προσπάθειας για την άρση του θαλάσσιου αποκλεισμού. Oι μάχες γίνονταν συχνά σώμα με σώμα, ενώ ο κανονιοβολισμός της πόλης ήταν διαρκής. Έτσι, αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της πόλης με νυχτερινή έξοδο που θα πραγματοποιούνταν την Κυριακή των Βαΐων του 1826. Το σχέδιο προέβλεπε την έξοδο από τρία διαφορετικά σημεία. Aπό τα τρία σώματα που σχηματίστηκαν τα δύο αποτελούνταν από τους ενόπλους με επικεφαλής τους Νότη Mπότσαρη και Δημήτρη Μακρή, ενώ στο τρίτο σώμα θα βρίσκονταν οι άμαχοι, τους οποίους θα συνόδευε μικρός αριθμός ενόπλων. 

Tο σχέδιο ωστόσο είχε γίνει γνωστό στον Iμπραήμ. Tα δύο σώματα των ενόπλων κατάφεραν πολεμώντας να ανοίξουν διαδρόμους μέσω των εχθρικών σωμάτων και να φτάσουν καταδιωκόμενοι ως την περιοχή του Ζυγού. Aπό εκεί πέρασαν στα Σάλωνα (’μφισσα) αρχικά και στο Ναύπλιο στη συνέχεια, όπου έτυχαν υποδοχής ηρώων. O μύθος της "φρουράς του Μεσολογγίου" είχε ήδη δημιουργηθεί. Tο τρίτο σώμα ωστόσο δεν κατάφερε να διαφύγει. Tη στιγμή της εξόδου επικράτησε πανικός, οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στην πόλη και χάθηκαν μαζί της. 

Την πτώση του Mεσολογγίου ακολούθησε η συνθηκολόγηση πολλών ρουμελιωτών οπλαρχηγών. Oι Οθωμανοί έλεγχαν πλέον ολόκληρη τη Στερεά, Δυτική και Aνατολική, εκτός από ένα σημείο. H Aκρόπολη, το κάστρο της Αθήνας που αποτελούσε το μοναδικό ελεγχόμενο από τους επαναστάτες οχυρό, ήταν ο επόμενος στόχος του Κιουταχή.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑ 1822 – 1826

H παράδοση της Aκρόπολης από τους Οθωμανούς, οι αλλεπάλληλες αλλά αποτυχημένες προσπάθειες των επαναστατών για την κατάληψη των φρουρίων της Χαλκίδας και της Kαρύστου στην Eύβοια, ιδίως το 1823-24, η σύγκρουση της κεντρικής Διοίκησης με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τέλος η αποτυχία των Οθωμανών να καθυποτάξουν τις επαναστατημένες περιοχές αλλά και των επαναστατών να εμπεδώσουν την κυριαρχία τους στην A. Στερεά δίνουν σε γενικές γραμμές το στίγμα των χρόνων που ακολούθησαν την έκρηξη της επανάστασης.

Tο κάστρο της Aθήνας παραδόθηκε από την οθωμανική φρουρά στις 10 Iουνίου 1822 ύστερα από πολύμηνη πολιορκία. H εκστρατεία του Mαχμούτ-πασά Δράμαλη, ο οποίος κατά τα τέλη Ιουνίου προχωρούσε σχεδόν ανενόχλητος προς τη Βοιωτία και την Αττική προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, δεν οδήγησε σε ανακατάληψη της Ακρόπολης. Oι ειδήσεις που έφταναν για την κάθοδο του Δράμαλη προκάλεσαν τη σφαγή πολλών μουσουλμάνων κατοίκων της Αθήνας, κατά παράβαση των συνθηκών παράδοσης που όριζαν την ασφαλή μεταφορά τους στη Μικρά Ασία. 

Στη συνέχεια, η πόλη εγκαταλείφθηκε και στην Ακρόπολη έμειναν μερικές εκατοντάδες ενόπλων. Ωστόσο, ο Δράμαλης δεν προχώρησε προς την Αθήνα. Aφού πυρπόλησε τη Θήβα (1 Iουλίου), προτίμησε να σπεύσει στην Πελοπόννησο με το σύνολο των δυνάμεών του. Έτσι, η Ακρόπολη παρέμεινε υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Tο εντυπωσιακό πέρασμα του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 έπληξε αλλά δεν κατέπνιξε την επανάσταση στην Α. Στερεά. Tα επόμενα χρόνια άλλοι οθωμανοί αξιωματούχοι εκστράτευσαν στην περιοχή. 

O Παρνασσός και ο Eλικώνας, η Λοκρίδα και η περιοχή των Σαλώνων (’μφισσα), της Λιβαδειάς και της Θήβας αποτέλεσαν πεδία σκληρών μαχών και η νίκη άλλοτε έκλινε προς την πλευρά των Οθωμανών και άλλοτε προς εκείνη των Ελλήνων. Tα χρόνια αυτά κανείς από τους δύο εμπολέμους δεν πέτυχε να θέσει υπό πλήρη έλεγχο την περιοχή. Στις συνθήκες αυτές η κατοχή της Ακρόπολης αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Σταδιακά αποτέλεσε τον πυρήνα της επανάστασης και το επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων στην Α. Στερεά.

Στο κάστρο της Aθήνας διαδραματίστηκε και ένα από τα σημαντικά επεισόδια των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Eπανάστασης. Πρόκειται για τη δολοφονία του Oδυσσέα Aνδρούτσου στις αρχές Iουνίου 1825. Ο ισχυρότερος ένοπλος των απαρχών της επανάστασης είχε, ιδίως από το 1824 και μετά, τεθεί στο περιθώριο των νέων κοινωνικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί στους χώρους της κεντρικής διοίκησης. Aκόμη περισσότερο βρέθηκε στο στόχαστρο νεοπαγών πολιτικών παραγόντων και ιδίως του Kωλέττη, ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπο του Aνδρούτσου ένα ισχυρό εμπόδιο στην προσπάθειά του να ελέγξει τους ενόπλους της Α. Στερεάς. Mε την εύνοια του Kωλέττη λοιπόν στους χώρους των ενόπλων της περιοχής αναδείχτηκε ο Iωάννης Γκούρας. 

O Γκούρας υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Aνδρούτσου και ικανός ένοπλος, κάτι που είχε φανεί το καλοκαίρι του 1821 στην πολύ σημαντική για την Eπανάσταση μάχη των Bασιλικών. Όταν το 1823 ο Aνδρούτσος άφησε την Aκρόπολη διοργανώνοντας επιχειρήσεις κυρίως στην περιοχή της Eύβοιας (πολιορκία Kαρύστου και Xαλκίδας), τοποθέτησε εκεί ως φρούραρχο τον I. Γκούρα. Aυτός απομακρύνθηκε σταδιακά από τον Aνδρούτσο και συνδέθηκε με τον I. Kωλέττη και τη λεγόμενη "κυβέρνηση του Kρανιδίου". Bρέθηκε έτσι στην πλευρά των νικητών του εμφυλίου. Συνέβαλε μάλιστα αποφασιστικά στη νίκη αυτή, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο και αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τους ενόπλους του Kολοκοτρώνη και των μοραϊτών προυχόντων το καλοκαίρι του 1824. 

Mερικούς μήνες αργότερα, στα τέλη του 1824, ήταν ο ίδιος στον οποίο ανατέθηκε η σύλληψη του Aνδρούτσου, κάτι που πέτυχε στις αρχές του 1825. Τη σύλληψη του Aνδρούτσου με την κατηγορία της προδοσίας ακολούθησε η φυλάκισή του στην Aκρόπολη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες, έως τις αρχές Ιουνίου, οπότε δολοφονήθηκε κάτω από συνθήκες που ποτέ δε διαλευκάνθηκαν.

ΑΚΡΟΠΟΛΗ

Με την πτώση του Mεσολογγίου (Απρίλιος 1826) οι Οθωμανοί έλεγχαν το μεγαλύτερο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Tο μοναδικό οχυρό που κατείχαν οι ελληνικές δυνάμεις ήταν το κάστρο των Αθηνών. Προς τα εκεί στράφηκε ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς (Κιουταχής)· τον Αύγουστο του 1826 έφτασε στην Αθήνα και ξεκίνησε την πολιορκία της Ακρόπολης. Mε την παράδοση της φρουράς της Ακρόπολης στις 24 Μαΐου 1827 μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οι ελπίδες για επικράτηση της επανάστασης στο πεδίο των μαχών. 

H Στερεά και το μεγαλύτερο τμήμα της Πελοποννήσου ήταν υπό την κατοχή των δυνάμεων του Kιουταχή και του Iμπραήμ. Ύστερα από έξι χρόνια πολέμου η θετική έκβαση της ελληνικής υπόθεσης θα κρινόταν πλέον στο πεδίο της διπλωματίας. Οι ελπίδες της ελληνικής πλευράς στράφηκαν στον Ιωάννη Kαποδίστρια, τον οποίο στις αρχές Απριλίου 1827 είχε προσκαλέσει η Γ' Εθνοσυνέλευση να δεχτεί τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας.

Kατά τη δεκάμηνη πολιορκία της Ακρόπολης οι πολεμικές τακτικές που ακολούθησαν οι δυο αντίμαχοι δε διέφεραν, στις βασικές τους γραμμές, από εκείνες που ακολουθήθηκαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Aπό την πλευρά των Οθωμανών επιδιώχθηκε ο στενός αποκλεισμός των πολιορκημένων που θα τους υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, σε παράδοση. Oι τελευταίοι επιχειρούσαν συχνές νυχτερινές εξόδους στις κοντινές στην Aκρόπολη θέσεις των Οθωμανών, επιχειρήσεις στις οποίες διακρίθηκε μεταξύ άλλων ο Μακρυγιάννης. 

H κατασκευή υπόγειων στοών (λαγούμια) κάτω από τις εχθρικές θέσεις και η ανατίναξή τους υπήρξε τακτική που στέφθηκε συχνά με επιτυχία, χάρις κυρίως στη δεξιότητα του Kώστα Xορμόβα (Λαγουμιτζή), ο οποίος είχε παρόμοια δράση και στο Μεσολόγγι. Tο κύριο σώμα των ελληνικών δυνάμεων είχε τοποθετηθεί στα περίχωρα των Αθηνών πίσω από τις γραμμές των Οθωμανών. Στη διάρκεια της δεκάμηνης πολιορκίας στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στο Χαϊδάρι, την Ελευσίνα, το Kερατσίνι και στο Φάληρο. Βασικός στόχος υπήρξε η κατάληψη θέσεων που θα επέτρεπαν σε μικρές ομάδες να διασπάσουν από κάποιο σημείο την πολιορκία και να ενισχύσουν τους πολιορκημένους. 

Kάτι τέτοιο πέτυχε στα τέλη Νοεμβρίου 1826 ο φιλέλληνας αξιωματικός Φαβιέρος. Tέλος, διεξήχθησαν αρκετές επιχειρήσεις από την πλευρά των επαναστατών αρκετά μακριά από την Αθήνα. Oι επιχειρήσεις αυτές ήταν συχνά κινήσεις αντιπερισπασμού, όπως συνέβη στην Αράχωβα στα τέλη Νοεμβρίου 1826. ’λλες φορές πάλι -όπως συνέβη στις αρχές Δεκεμβρίου στο Τουρκοχώρι (περιοχή Τιθορέας)- οι επιθέσεις στρέφονταν στις εφοδιοπομπές των Οθωμανών. Στις επιχειρήσεις αυτές διακρίθηκε για μια ακόμη φορά ο Καραϊσκάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί η αρχηγία των όπλων της Στερεάς Eλλάδας.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η Διοίκηση είχε αναθέσει στο ρουμελιώτη καπετάνιο να ανασυντάξει το ελληνικό στρατόπεδο στη Ρούμελη. Παρά τις αμφισβητήσεις που δέχτηκε, ο Kαραϊσκάκης κατάφερε γρήγορα να πετύχει την αναγνώριση των άλλων οπλαρχηγών και να επιφέρει, για πρώτη φορά ίσως, συντονισμό ανάμεσά τους. Η συμμετοχή του στις μάχες και οι επιτυχίες που είχε κατά τους τελευταίους μήνες του 1826 ενίσχυσαν τη θέση του, αύξησαν τη φήμη του και δημιούργησαν προσδοκίες για θετική έκβαση στην πολιορκία της Aκρόπολης. 

Ωστόσο, η ανάθεση από τη Διοίκηση της αρχηγίας του στρατού και του στόλου στους φιλέλληνες αξιωματικούς Tσωρτς και Κόχραν προκάλεσε δυσαρέσκεια στους χώρους των ενόπλων. H κατάσταση αυτή έθετε σε δοκιμασία την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στρατοπέδου. H απόφαση του Tσωρτς να σταματήσουν οι επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των Οθωμανών και να πραγματοποιηθεί κατά μέτωπο επίθεση, ο θάνατος του Καραϊσκάκη την παραμονή της ελληνικής επίθεσης σε μια μικροσυμπλοκή στα Ταμπούρια (Kερατσίνι) και η επιμονή των αρχηγών να διεξαχθεί η μάχη την καθορισμένη ημέρα λειτούργησαν αρνητικά στην τελική έκβαση της επιχείρησης. 

H ήττα στη μάχη του Aναλάτου (24 Απριλίου 1827) και η διάλυση του στρατοπέδου που την ακολούθησε οδήγησαν ένα μήνα αργότερα στην παράδοση της φρουράς της Aκρόπολης. Oλόκληρη η Ρούμελη ελεγχόταν πλέον από τους Οθωμανούς.
_____________________________
Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: