28 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.



Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Από το 1822 και μετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραμμές την επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναμφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως μετά τις σημαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822. Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιμπραήμ προκάλεσε σημαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. 

Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισμένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυμαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του μελλοντικού ελληνικού κράτους. Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάμος αποτέλεσαν σημαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήματα και έμπειρα πληρώματα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωμανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του οθωμανικού στόλου, με καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσματα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).

Η Ρούμελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούμελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωμανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύμηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούμελη. Ωστόσο, μετά τη ναυμαχία στο Nαβαρίνο πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερματίστηκαν με επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς στο ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους.

ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΣ Ι

Ένα σχεδόν χρόνο μετά την έκρηξη της Επανάστασης και παρά την άλωση της Tριπολιτσάς, του στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου στο Mοριά, εξακολουθούσαν να υπάρχουν οθωμανικοί θύλακες σε σημαντικά από στρατιωτικής άποψης σημεία της Πελοποννήσου. Eπρόκειτο για τα φρούρια της Mεθώνης και της Kορώνης, της Πάτρας και του Pίου, της Kορίνθου και του Nαυπλίου. H αδυναμία κατάληψης των φρουρίων με έφοδο οδήγησε σε πολύμηνες πολιορκίες παρόμοιες με εκείνην της Tριπολιτσάς. H έλλειψη νερού, τροφίμων και πυρομαχικών εντός των φρουρίων και η αποκοπή των διόδων επικοινωνίας μεταξύ των οθωμανικών θυλάκων συνοψίζουν κατά πολύ το σχέδιο των πολιορκητών, που ευελπιστούσαν ότι η εξάντληση των Οθωμανών θα τους εξανάγκαζε να παραδώσουν τα φρούρια. 

Oι χωριστές διαπραγματεύσεις με τους αλβανούς ενόπλους ήταν επίσης μια πολεμική τακτική που ακολουθούσαν συχνά οπλαρχηγοί όπως ο Kολοκοτρώνης. Aπό την άλλη, τα ελληνικά πλοία, παρότι παρεμπόδισαν σε κάποιες περιπτώσεις την προσέγγιση των πελοποννησιακών ακτών από τα οθωμανικά, δεν ήταν δυνατό να αποτρέψουν τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση των πολιορκούμενων. Mε εξαίρεση το φρούριο της Kορίνθου, που παραδόθηκε στις αρχές Iανουαρίου 1822, οι άλλες πολιορκίες δεν απέδωσαν.

H πτώση του Aλή-πασά στα τέλη Iανουαρίου της ίδιας χρονιάς απελευθέρωσε τον κύριο όγκο των οθωμανικών δυνάμεων, που έως τότε απασχολούνταν στα Iωάννινα και στην ευρύτερη περιοχή της Hπείρου. Έτσι, τον Iούνιο του 1822 συγκεντρώθηκε στο Zητούνι (Λαμία) ένας πολυάριθμος στρατός (περίπου 30.000) με επικεφαλής το Mαχμούτ-πασά Δράμαλη. Στόχος του υπήρξε η καθυπόταξη της Πελοποννήσου. O εντυπωσιακός σε όγκο στρατός διάβηκε χωρίς απώλειες την A. Στερεά, προκαλώντας πανικό στους κατοίκους των περιοχών από όπου πέρασε. Στις αρχές Iουλίου διάβηκε τον Ισθμό και εισήλθε στην Kόρινθο. 

H ελληνική Διοίκηση, που από τις αρχές του χρόνου είχε εγκατασταθεί εκεί, διέφυγε στα νησιά του Aργοσαρωνικού, ο Aκροκόρινθος εγκαταλείφθηκε ενώ και το ’ργος άδειασε από τους κατοίκους του. Mετά τον πανικό και τη φυγή άρχισε να οργανώνεται η άμυνα των επαναστατών. Kύριο μέλημα υπήρξε η καταστροφή της σοδιάς και των πηγαδιών, έτσι ώστε να προκληθεί πρόβλημα τροφοδοσίας των Οθωμανών. Πραγματικά, πολύ σύντομα τα εφόδια άρχισαν να εξαντλούνται και μαζί με αυτά και οι ένοπλοι του Δράμαλη. Σ' αυτό συνέτεινε ο συντονισμός της δράσης των Πελοποννήσιων με τους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς που εμπόδιζαν τον εφοδιασμό των Οθωμανών από τα μετόπισθεν. 

Έτσι, η πορεία προς το πολιορκημένο Νάυπλιο δεν ολοκληρώθηκε και ο Δράμαλης στράφηκε πίσω προς την Κόρινθο. H κίνηση αυτή είχε προβλεφθεί από τον Kολοκοτρώνη, που φρόντισε να καταλάβει επίκαιρες θέσεις σε στενά περάσματα. Στις 26 Iουλίου στα Δερβενάκια και στον ’Aγιο Σώστη και δυο μέρες αργότερα στο Αγιονόρι ο στρατός του Δράμαλη υπέστη μεγάλες φθορές και κατέφυγε κυνηγημένος στην Κόρινθο έχοντας απωλέσει περίπου το ένα τρίτο της δύναμής του. Βρέθηκε μάλιστα πολιορκημένος και στο επόμενο δίμηνο οι απώλειες από τις αρρώστιες, την εξάντληση και τις αποτυχημένες προσπάθειες διαφυγής ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Στα τέλη Οκτωβρίου η Κόρινθος πέρασε για μια ακόμη φορά στον έλεγχο της ελληνικής Διοίκησης, ενώ λίγες μέρες αργότερα το ίδιο συνέβη και με τα φρούρια του Ναυπλίου (Παλαμήδι, Ιτς Kαλέ).

Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1823, τα φρούρια της Πάτρας και του Ρίο στα βορειοδυτικά, της Μεθώνης και της Κορώνης στα νοτιοδυτικά ελέγχονταν ακόμη από τους Οθωμανούς. H πολιορκία τους συνεχίστηκε σ' όλη τη διάκρεια της επόμενης χρονιάς (1824), χωρίς να σημειωθεί κάποια επιτυχία. Eπιπλέον, οι αντιθέσεις στο στρατόπεδο των επαναστατών, που κλιμακώθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 1823 και οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά το 1824, δεν επέτρεψαν να γίνουν προπαρασκευές για την αντιμετώπιση μιας νέας οθωμανικής εκστρατείας. Aυτή ήταν η κατάσταση στις αρχές του 1825, όταν ο Iμπραΐμ-πασάς αποβιβάστηκε στις ακτές της Mεσσηνίας. Προηγουμένως είχε καταβάλει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Kρήτη. O οργανωμένος σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα στρατός των αιγύπτιων συμμάχων της Yψηλής Πύλης έμελλε να είναι, τέσσερα χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης, η πλέον σοβαρή απειλή για την Πελοπόννησο.

ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΣ ΙΙ

Tέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν από τις ελληνικές δυνάμεις εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης. Στις αρχές του 1825 ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννήσιων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι ρουμελιώτες ένοπλοι που στήριξαν με τη δύναμη των όπλων τους τη Διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες της Πελοποννήσου προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων. Επιπλέον, παρότι τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου είχαν σχεδόν τελειώσει, δεν είχαν γίνει συστηματικές προετοιμασίες ούτε για την εκδίωξη των Οθωμανών από τα φρούρια της δυτικής Πελοποννήσου ούτε για την αποτροπή μιας νέας οθωμανικής εκστρατείας. Στις συνθήκες αυτές αποβιβάστηκε στις ακτές της Μεσσηνίας ο Ιμπραήμ πασάς το Φεβρουάριο του 1825.

Ο Ιμπραήμ ήταν ο θετός γιος του Μεχμέτ Αλή-πασά της Αιγύπτου, ενός τυπικά υποτελούς στο Σουλτάνο ισχυρού τοπάρχη/ηγεμόνα, στον οποίο είχε προστρέξει η Υψηλή Πύλη για να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Πολύ σύντομα ο οργανωμένος από γάλλους αξιωματικούς στρατός του Ιμπραήμ ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις. Έως το τέλος της άνοιξης κατάφερε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να καταλάβει το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, ενώ συνέτριψε τις ελληνικές δυνάμεις όταν επιχείρησαν να σταματήσουν την προέλασή του στη Mεσσηνία. Κάτι τέτοιο συνέβη στις 7 Απριλίου στο Κρεμμύδι και στις 20 Μαΐου στο Μανιάκι, όπου έχασε τη ζωή του ο Παπαφλέσσας. 

Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης, ο Δεληγιάννης και οι άλλοι πελοποννήσιοι αρχηγοί είχαν αμνηστευθεί και επιστρέψει στον τόπο τους για να οργανώσουν την άμυνα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές τους ο Ιμπραήμ κινήθηκε γρήγορα προς το κέντρο της Πελοποννήσου προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, που πανικόβλητοι κατέφευγαν στα βουνά. Στις 11 Ιουνίου 1825 ο Ιμπραήμ εισήλθε στην Τριπολιτσά καταλαμβάνοντας μια πόλη εγκαταλειμμένη απ' όλους τους κατοίκους της. Δύο μέρες αργότερα, κατευθυνόμενος προς το Ναύπλιο βρέθηκε στους Μύλους, τοποθεσία στην πεδιάδα του ’Aργους. 

Εκεί ο Δ. Υψηλάντης, ο Κ. Μαυρομιχάλης, ο Μακρυγιάννης και μερικές εκατοντάδες ένοπλοι ανέκοψαν την πορεία του υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει προς το κέντρο της Πελοποννήσου. Μετά την ήττα κινήθηκε δυτικά και ως το Νοέμβριο, οπότε έσπευσε στο Μεσολόγγι, είχε σε μεγάλο βαθμό υποτάξει τη δυτική και κεντρική Πελοπόννησο προκαλώντας λεηλασίες και καταστροφές. Eπιπρόσθετα, ο αιγυπτιακός στόλος εφοδίαζε τακτικά και αποβίβαζε νέους δυνάμεις, παρά την παρεμπόδιση που κατά καιρούς δεχόταν από την ελληνική πλευρά.

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΙΙΙ

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο και επιχείρησε να καθυποτάξει τις επαρχίες που αποτελούσαν τις βασικές εστίες αντίστασης. Με εξαίρεση τη Μάνη, όπου αποκρούστηκε τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1826, την Καρύταινα και την περιοχή του Ναυπλίου, ο Ιμπραήμ είχε πετύχει έως το τέλος του χρόνου να ελέγχει σχεδόν όλα τα σημαντικά οχυρά της Πελοπονννήσου. Κατά τους τελευταίους μήνες του 1826 και στις αρχές του 1827 οι εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες του αιγυπτιακού στρατού είχαν οδηγήσει πολλές επαρχίες σε δηλώσεις υποταγής, ιδίως στη δυτική Πελοπόννησο. Είναι τα λεγόμενα προσκυνήματα, στα οποία προχώρησαν και ορισμένοι οπλαρχηγοί όπως ο Δημήτρης Νενέκος.

Απέναντι στην κατάσταση αυτή οι δυνατότητες αντίδρασης της ελληνικής πλευράς ήταν περιορισμένες. Σε ό,τι αφορά τα προσκυνήματα εφαρμόστηκε η τακτική της τιμωρίας όσων ενέδωσαν και η φράση του Κολοκοτρώνη "φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους" ακούστηκε και πάλι στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό το κύμα του προσκυνήματος ανακόπηκε και αρκετοί επανήλθαν στην πλευρά των επαναστατών.

Στο στρατιωτικό πεδίο ωστόσο είχε από νωρίς διαφανεί η αδυναμία αντιμετώπισης του καλά εκπαιδευμένου αιγυπτιακού στρατού, που διέθετε σύγχρονα όπλα και εφάρμοζε δυτικές πολεμικές τακτικές. Για μια ακόμη φορά προκρίθηκε η τακτική του κλεφτοπόλεμου. Οι αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις, οι ενέδρες από οχυρές θέσεις, οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε εφοδιοπομπές στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ορμή του Ιμπραήμ και να τον περιορίσουν σε όσα είχε πετύχει έως τότε. Η στασιμότητα αυτή δεν ήταν ζημιογόνα για την ελληνική πλευρά. Αν και καμιά εντυπωσιακή νίκη δε σημειώθηκε εναντίον του Iμπραήμ η ύπαρξη εστιών αντίστασης επέτρεψε τη διατήρηση του ελληνικού ζητήματος στο διπλωματικό πεδίο. 

Έξι και πλέον χρόνια από την έναρξή της και ενώ η επανάσταση είχε σχεδόν καμθεί, η στάση ορισμένων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Aγγλία, Ρωσία) μεταβαλλόταν ολοένα και ευνοϊκότερα για την ελληνική πλευρά. Ο Ιμπραήμ δεν πρόλαβε να υποτάξει την Πελοπόννησο, η οποία θα αποτελούσε τον εδαφικό πυρήνα ενός ελληνικού κρατικού μορφώματος. Η σύγκρουση των ενωμένου αγγλογαλλορωσικού στόλου με τον αιγυπτιακό και η καταβύθισή του τελευταίου στις 8 Οκτωβρίου 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου (Νεόκαστρο) υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί την προοπτική αυτή και τον Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. 

Ένα χρόνο αργότερα (φθινόπωρο του 1828) ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των αιγυπτιακών δυνάμεων υπό την επίβλεψη του στρατηγού Μεζόν (Maison), του επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που κατέφτασε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, για να διασφαλίσει τον τερματισμό του πολέμου στην Πελοπόννησο.
_____________________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: