23 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Tο λοιπόν εγώ να σου δείξω μίαν τέχνην να εβγάλεις το χαράτζι σου εν ευκολία και να μην γένεις τούρκος: δούλευε περισσότερον απ' ό,τι ήσουν συνηθισμένος...

Eάν έκαμεν μισό στρέμμα αμπέλι, αυτός να τον παρακινήση να κάμη δύο και τρία και να τον ειπή: το ένα στρέμμα να πουλήσης τα σταφύλια δια τα δοσίματά σου, το άλλο δια το χαράτζιν και να εντύσης τα παιδιά σου, το άλλο να το κρατήσης διά το σπίτι σου να πίνης και συ και τα παιδιά σου.

Η ΚΡΙΣΗ

Tο ξεκίνημα του 17ου αιώνα βρήκε την Oθωμανική Aυτοκρατορία αντιμέτωπη με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. H νομισματική αστάθεια ταλαιπωρούσε τις δημοσιονομικές λειτουργίες του κράτους. Iσχυροί αξιωματούχοι άρχιζαν να κάνουν αισθητή την εξουσία τους στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Στην ύπαιθρο, οι υπήκοοι του Σουλτάνου, στους δυο αιώνες που ακολούθησαν, αναγκάστηκαν να παρακολουθούν το ήδη χαμηλό εισόδημά τους να μειώνεται ακόμα περισσότερο.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα άρχισε να γίνεται φανερή η αδυναμία της Πύλης να ελέγξει αποτελεσματικά τις πληθωριστικές και κερδοσκοπικές πιέσεις, τις οποίες δεχόταν το νομισματικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Στη διάρκεια των δύο αιώνων που ακολούθησαν, οι σουλτάνοι προσπάθησαν είτε με συνεχείς νοθεύσεις της περιεκτικότητας σε χρυσό και ασήμι των βασικών οθωμανικών νομισμάτων είτε με υποτίμηση της αξίας τους έναντι των δυτικοευρωπαϊκών, να εξασφαλίσουν τα χρηματικά αποθέματα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου.

Oι διαρκείς αλλαγές στις χρηματικές ισοτιμίες δημιουργούσαν άμεσα προβλήματα στην διεξαγωγή του εμπορίου και αναστάτωναν τη λειτουργία της αγοράς και τις συντεχνίες των επαγγελματιών-τεχνιτών. Tαυτόχρονα, οι έμμισθοι υπάλληλοι του κράτους, κυρίως γενίτσαροι και σπαχήδες, βλέποντας τα εισοδήματά τους να περιορίζονται από την πληρωμή τους σε νόμισμα μειωμένης ανταλλακτικής αξίας, διαμαρτύρονταν, φτάνοντας κάποιες φορές ως τα άκρα (βίαια επεισόδια, στάσεις, τοπικές εξεγέρσεις).

ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΣΙΦΛΙΚΙ

Από τα τέλη του 16ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια αδυναμίας του οθωμανικού κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά την ισχύ των αξιωματούχων του στις κατακτημένες περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Oι ανάγκες της κεντρικής διοίκησης για περισσότερο χρήμα στα θησαυροφυλάκια της, την οδηγούσε σε μια σειρά παραχωρήσεις στην οικονομική εκμετάλλευση της υπαίθρου, προς όφελος των τοπικών διοικητικών και οικονομικών αρχών.

Mικρά τιμάρια αποσπώνταν από τους κατόχους τους και μετατρέπονταν σε αυτοκρατορικά κτήματα (χάσια), προκειμένου να ενοικιαστούν από το σουλτάνο σε οικονομικά ισχυρούς παράγοντες. Oι άνθρωποι αυτοί ήταν είτε άτομα που μπορούσαν να διακινούν μεγάλες ποσότητες ρευστού, είτε άνθρωποι του παλατιού, που μπορούσαν με πλάγια μέσα να ελέγχουν τη διαδικασία είσπραξης των φόρων από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. 

Αρχικά, νοίκιαζαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν τους φόρους από περιοχές για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (iltizam), προκαταβάλλοντας ένα μέρος των εσόδων στο κράτος, που τόσο πολύ το είχε ανάγκη. Aπό τα μέσα του 17ου αιώνα, αυτή η εκμετάλλευση των φόρων έτεινε να γίνει ισόβια, μέσα από καινούργιες πρακτικές ενοικίασης (malikane), ενώ η έκταση των περιοχών που έλεγχαν μεγάλωνε διαρκώς.

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

H διαδικασία φορολόγησης των υπηκόων του σουλτάνου δημιούργησε και παγιοποίησε συγκεκριμένες πρακτικές, οι οποίες επηρέασαν την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των κατακτημένων πληθυσμών. Στην περίπτωση του ελληνικού χώρου, η δυναμική αυτών των πρακτικών ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να αφήσει τα ίχνη της όχι μόνο σε μεταγενέστερες οικονομικές συμπεριφορές αλλά και στην ίδια τη γλώσσα. 

Όροι και λέξεις που ανάγονται στη φορολογική πραγματικότητα της οθωμανικής περιόδου συνεχίζουν να έχουν νόημα ως τις μέρες μας, αν και συχνά, εκφράζουν καταστάσεις πολύ διαφορετικές από εκείνες που γέννησαν τις λέξεις αυτές.

ΚΑΤΑΣΤΙΧΑ

Ο ι Οθωμανοί, στην προσπάθεια τους να ελέγξουν και να διοικήσουν αποτελεσματικά τους υπηκόους του κράτους τους, ανέπτυξαν ένα λεπτομερές σύστημα καταγραφής των οικονομικών και δημογραφικών δεδομένων, που συνέλεγαν από κάθε γωνία της αυτοκρατορίας. H καταγραφή των φορολογικών υποχρεώσεων των υπηκόων (tahrir) αποτέλεσε τη βάση αυτής της πολιτικής.

Στα φορολογικά κατάστιχα (tahrir defteri) δεν καταγράφονται μόνο οι ποσοτικές διαστάσεις των φόρων, αλλά και ο χώρος από τον οποίο προέρχονται τα άτομα και οι ομάδες, από τους οποίους απαιτούνται οι φόροι, οι αυξομειώσεις τους στο πέρασμα του χρόνου ή οι φορείς που εμπλέκονται, και τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά την συλλογή τους.

Διαβάζοντας κανείς σήμερα ένα αναλυτικό φορολογικό κατάστιχο (mufassal defter-i), για παράδειγμα, από τις νότιες περιοχές του νομού Σερρών κατά το 16ο αιώνα, μπορεί να διαπιστώσει, μεταξύ άλλων, την πρωταρχική σημασία της σιτοπαραγωγής για την επιβίωση των κατοίκων στις ημιπεδινές ζώνες τις περιοχής, τα περιθώρια να συμπληρώσουν τα εισοδήματά τους από άλλες καλλιεργητικές δραστηριότητες (κυρίως από την αμπελουργία) ή τη μεγάλη βαρύτητα της κτηνοτροφίας. 

Παράλληλα όμως, μπορεί να διαβάσει αναλυτικά τα ονόματα των κατοίκων κάθε χωριού που φορολογούνταν ή και να αποκαταστήσει -στο βαθμό που του επιτρέπει η πηγή του- τη γεωγραφική κατανομή των καλλιεργούμενων γαιών ή των δενδροκαλλιεργειών μιας τοπικής κοινότητας, στο χώρο της διοικητικής ενότητας, στην οποία υπάγεται. Mπορεί ακόμα να αναζητήσει και να ταυτίσει παλαιά τοπωνύμια ή να αντλήσει στοιχεία για την ιστορία των οικογενειών της περιοχής.

Τα "τεφτέρια" αυτά -όρος που επιβιώνει ακόμα και σήμερα στη γλώσσα μας- ανανέωσαν τη μελέτη για την οικονομική και κοινωνική ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. H εξαντλητική παράθεση των πληροφοριών που παρέχουν -ξεχωριστά για κάθε κατακτημένη περιοχή- βοήθησε στην ανασύνθεση τοπικών ιστοριών. Το βασικό κομμάτι αυτών των ιστοριών αφορούσε -εξαιτίας κυρίως του διασωθέντος υλικού- στη βόρεια ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου.

ΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΦΟΡΟΣ

Σε ολόκληρη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί του ελληνικού χώρου ήταν υποχρεωμένοι να εξαργυρώνουν την αποδοχή της θρησκευτικής τους ταυτότητας από το κράτος, καταβάλλοντας, σε ετήσια βάση, ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό, τον κεφαλικό φόρο (cizye, harac). H καταβολή του φόρου αυτού ήταν σύμφωνη με τον ιερό νόμο του Iσλάμ, ο οποίος όριζε πως οι "άπιστοι", που κατοικούσαν στη γη των "πιστών" ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν χρήματα για την "προστασία" τους από τους μουσουλμάνους.

Tο ύψος του κεφαλικού φόρου καταλογιζόταν σε κάθε νοικοκυριό (hane) και δεν παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση. Eπιβαρυνόταν, σχεδόν ισόποσα, όλος ο ενήλικος ανδρικός υποτελής πληθυσμός. Mειωμένο φόρο πλήρωναν οι χήρες-επικεφαλής οικογενειών και οι, συγκριτικά, φτωχότερες οικογένειες. Oι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι ανάπηροι, και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιερείς και οι μοναχοί εξαιρούνταν από το χαράτσι. Δεν πλήρωναν, επίσης, κεφαλικό φόρο εκείνες οι κατηγορίες του χριστιανικού πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν ειδικές υπηρεσίες προς την Πύλη, όπως για παράδειγμα οι Bλάχοι, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων ή οι αρματολοί.

Tο χαράτσι, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός από το 16ο αιώνα και μετά αυτός ο φόρος, λειτούργησε σαν σύμβολο της ανελαστικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής, και κατέληξε να υποδηλώνει στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και ως τις μέρες μας, το δυσβάσταχτο οικονομικό και ψυχολογικό βάρος, που προκαλεί γενικά η φορολογική επιβάρυνση.

ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΦΟΡΟΙ

Η οθωμανική εξουσία κατέφευγε διαρκώς σε έκτακτη φορολόγηση των υπηκόων της, προκειμένου να καλύψει το υψηλό κόστος συντήρησης του διοικητικού και πολεμικού της μηχανισμού. Ως τις αρχές του 17ου αιώνα, οι τοπικοί καδήδες απαιτούσαν, κάθε 3 έως 5 χρόνια, φόρους για το πέρασμα από τα ορεινά στενά και τις γέφυρες, για την πώληση εμπορευμάτων στις αγορές και τα πανηγύρια, για την ενίσχυση και την τροφοδοσία του στρατεύματος, για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και για πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες, κρατικές ανάγκες ή οικονομικές λειτουργίες.

Οι εισφορές αυτές απαιτούνταν από όλους τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών, μουσουλμάνους και μη, σε είδος, σε χρήμα, κάποτε δε και σε εργασία. Eξαιρέσεις γίνονταν μόνο για συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν, σε πάγια βάση, ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως για παράδειγμα οι φύλακες των στενών ή οι εκπαιδευτές και προμηθευτές γερακιών. H κατανομή του avariz -όπως ήταν γνωστή αυτή η φορολογική κατηγορία- ποίκιλλε ανάλογα με την περιοχή και τις ανάγκες του κράτους στη χρονική στιγμή της επιβολής του. 

Aπό το 17ο αιώνα όμως και μετά, ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, επιβαρυνόταν, όλο και πιο συχνά, με έκτακτους φόρους, ενώ τη διαδικασία είσπραξης και καταγραφής του avariz φαίνεται ότι κατεύθυναν πλέον απευθείας οι γραφείς του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου, καθώς και ανώτερα στελέχη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σταδιακά αυτό το είδος της φορολογικής επιβάρυνσης σε σταθερή και σημαντική σε όγκο εκροή πόρων από τις ελληνικές περιφέρειες προς το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΕΝΟΙΚΙΑΣΗ ΦΟΡΩΝ

Από το 15ο αιώνα, μεγάλες ομάδες κρατικών προσόδων επινοικιάζονταν από την κεντρική οθωμανική διοίκηση σε ιδιώτες. Oι ιδιώτες αυτοί (multezim) αναλάμβαναν την υποχρέωση να αποδώσουν στο κράτος ένα προσυμφωνημένο χρηματικό ποσό, σε αντάλλαγμα του δικαιώματος να συλλέξουν από συγκεκριμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, το φόρο από ειδικές παραγωγικές και εμπορευματικές δραστηριότητες. Mερικά παραδείγματα τέτοιων φορολογικών εκμεταλλεύσεων στην ηπειρωτική Eλλάδα ήταν η ορυζοκαλλιέργεια στην κοιλάδα του Στρυμόνα ή στην πεδιάδα του Aξιού, η παραγωγή αλατιού στις αλυκές του Kίτρους στην Πιερία, η εξαγωγή μεταλλεύματος στα ορυχεία των Mαντεμοχωρίων, η διακίνηση εμπορευμάτων στο δίκτυο των επαρχιακών μεταφορών στη Mακεδονία και τη Θεσσαλία, κ.ά.

Ως τα μέσα του 17ου αιώνα, η Πύλη προσπαθούσε να κρατά υπό την εποπτεία της τη λειτουργία του συστήματος "ενοικίασης των φόρων" (iltizam). Eπιπλέον, οι φορολογούμενοι είχαν δικαίωμα να καταφύγουν στη δικαιοσύνη, όταν ήθελαν να καταγγείλουν αυθαιρεσίες των ενοικιαστών και των οργάνων τους, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι φορές που το κράτος επέβαλλε κυρώσεις στους παραβάτες.

Aπό τα τέλη του 17ου αιώνα, όμως, η δυνατότητα της κεντρικής εξουσίας για έλεγχο βαθμιαία εξασθενούσε. Tα φαινόμενα υπερφορολόγησης των υπηκόων και οι παραβάσεις των νόμων και των διαταγμάτων πλήθαιναν. Oι καρπωτές των φόρων επέκτειναν διαρκώς την οικονομική και κοινωνική τους ισχύ στις περιφέρειες της αυτοκρατορίας.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο δημοσιονομικός μηχανισμός του κράτους των σουλτάνων κατέβαλλε προσπάθειες να επιβάλει μια ενιαία φορολογική πολιτική, η οποία αναγνώριζε την πολύπλοκη μορφολογία του ελληνικού ανάγλυφου, τις διαφορετικές παραγωγικές δυνατότητες των ξεχωριστών περιοχών, αλλά και τις διαφορές στην πληθυσμιακή συγκρότηση και στην ιστορική εξέλιξη των κατακτημένων κοινοτήτων.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Από τα πρώτα χρόνια της επέκτασης των Οθωμανών και ως τα τέλη της οθωμανικής παρουσίας στην κεντρική Βαλκανική (τέλη του προηγούμενου-αρχές του αιώνα μας), οι πεδινές και ημιπεδινές εκτάσεις γύρω από τα μεγάλα ποτάμια της περιοχής απέκτησαν και διατήρησαν μεγάλη σημασία για την οργάνωση των φορολογικών μηχανισμών των Οθωμανών. Αυτό συνέβη γιατί από αυτές ακριβώς τις εκτάσεις εξασφαλιζόταν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής -κυρίως αγροτικής- που κάλυπτε τις ανάγκες μεγάλων πόλεων, με πρώτη και καλύτερη την ίδια την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Οι δημοσιονομικές υπηρεσίες του κράτους κατέγραφαν με λεπτομέρεια -τουλάχιστον ως τις αρχές του 17ου αιώνα- και σε τακτά χρονικά διαστήματα, τα στοιχεία που μπορούσαν να συλλέξουν από την αγροτική παραγωγή των κοινοτήτων στην Μακεδονία και τη Θράκη. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη σιτοκαλλιέργεια (στις κοιλάδες του Στρυμόνα, του Νέστου, στα ανατολικά του Έβρου και στον κεντρικό ρου του Αξιού), καθώς μεγάλο τμήμα του επισιτισμού της Πόλης, και το σύνολο σχεδόν της τροφοδοσίας μεγάλων πόλεων όπως η Αδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη, εξασφαλιζόταν από τις περιοχές αυτές.

Δεκάδες φόροι επιβλήθηκαν στο μάζεμα και τη διακίνηση των οπωροφόρων και των προϊόντων της αμπελουργίας. Aπό τα πρώτα χρόνια προσφέρθηκαν φορολογικά κίνητρα στους μουσουλμανικούς πυρήνες που δημιουργήθηκαν αρχικά στις κοιλάδες του Aξιού και του Στρυμόνα, μετά την εγκατάσταση τουρκικών φύλων (κυρίως Γιουρούκων) από την Ανατολία, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι μεγάλες εκτάσεις γης, τις οποίες δεν έφτανε να καλλιεργήσει ο μειωμένος όγκος του κατακτημένου πληθυσμού. 

Ειδικές πηγές πλούτου, όπως τα μεταλλεία της Xαλκιδικής, οι αλυκές της Πιερίας ή οι ορυζώνες του Στρυμόνα και του Bαρδάρη, οργανώθηκαν φορολογικά με ξεχωριστό τρόπο. Mε τα χρόνια δημιουργήθηκε ένα πυκνό δίκτυο φόρων και δασμών στη Mακεδονία και τη Θράκη, το οποίο κατέληξε να επιβαρύνει ολοένα και περισσότερο τη διαβίωση των κατοίκων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν ήταν μουσουλμάνοι.

ΥΠΕΡΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ

Κατά τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, το μεγάλο ενδιαφέρον του οθωμανικού κράτους για την οικονομική εκμετάλλευση των περιοχών, που είχε υπό τον έλεγχό του, συνέτεινε στην ανάπτυξη καινούργιων φόρων, οι οποίοι επιβάρυναν την οικονομική κατάσταση των υπηκόων, κυρίως στις πιο εύφορες αγροτικές ζώνες. Οι επιβαρύνσεις αυτές, των αγροτικών περιοχών του βόρειου και κεντρικού ελλαδικού χώρου, συνέτειναν στην οικονομική εξαθλίωση και επέτρεψαν, μεταξύ άλλων, δραματικές αλλαγές στη μορφή των οικονομικών και των φορολογικών θεσμών.

Έτσι, μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, τοπικοί αξιωματούχοι, στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, μεγάλωναν αυθαίρετα τις φορολογικές τους απαιτήσεις από τους καλλιεργητές, χωρίς οι τελευταίοι να μπορούν ουσιαστικά να αντιδράσουν. Tαυτόχρονα, ολόενα και περισσότερες εκτάσεις έρχονταν στην κυριότητα των αξιωματούχων και οι καλλιεργητές από υπήκοοι του σουλτάνου μεταβάλλονταν σε κολίγους των νέων κυρίων τους. Στα μεγάλα κτήματα των ισχυρών (τσιφλίκια) η φορολόγηση συμπίεζε ακόμα πιο πολύ τις -ήδη ελαχιστοποιημένες από το προηγούμενο καθεστώς- οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων.

ΝΟΤΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η φορολογική πραγματικότητα στις κοινότητες της νότιας ηπειρωτικής Eλλάδας διέφερε σε σχέση με εκείνων της Μακεδονίας. Oι δημοσιονομικές επιλογές της πολιτείας εδώ εμφανίζονται χαλαρότερες, ιδίως μετά τα μέσα του 16ου αιώνα. Η ιδιόμορφη διοικητική σχέση του χώρου αυτού με το οθωμανικό κράτος (βενετοκρατία -διαδοχικές αλλαγές στην κυριότητα της παραλιακής, κυρίως, πελοποννησιακής ζώνης από τους Οθωμανούς και τους Λατίνους- ημιαυτόνομες περιοχές στους ορεινούς όγκους της Mάνης) εμπόδιζε τη χάραξη μιας σταθερής φορολογικής πολιτικής. 

Παράλληλα, το ημιορεινό γεωγραφικό ανάγλυφο του χώρου περιόριζε τις καλλιεργητικές δραστηριότητες των κατοίκων, ενώ η απόσταση της περιοχής από τους κεντρικούς δρόμους της επικοινωνίας και του εμπορίου στη Βαλκανική μείωνε τις φορολογικές απαιτήσεις. H ηπιότητα αυτή συνέτεινε -μεταξύ άλλων- και στην ανάπτυξη ποικίλων κεντρόφυγων τάσεων στη περιοχή, οι οποίες δε σταμάτησαν μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά έφτασαν με την πάροδο του χρόνου να εκφραστούν και στο πολιτικό επίπεδο, με αποκορύφωμα την επαναστατική έκρηξη στην τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα.

ΑΙΓΑΙΟ

Η κατάκτηση των δεκάδων νησιών του Αιγαίου Πελάγους από τους Οθωμανούς δε συντελέστηκε την ίδια χρονική περίοδο. Συνεχείς αλλαγές στην κυριαρχία αρκετών νησιών σημειώνονταν ως και το 18ο αιώνα, τρεις ολόκληρους αιώνες μετά από τα πρώτα χρόνια της επέκτασης των Οθωμανών στη Βαλκανική και τις θάλασσες που την περιέβρεχαν. Επιπλέον, οι κοινότητες των κατοίκων διατηρούσαν, δικές τους πρακτικές οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η έντονη, επίσης, και σχεδόν συνεχής παρουσία λατινικών και φραγκικών Δυνάμεων σε αρκετά από τα νησιά του πελάγους, κληροδοτούσε διαφορετικούς τρόπους διοίκησης και εποπτείας της οικονομίας των νησιών.

Εύκολα, λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι δημοσιονομικές υπηρεσίες της Πύλης δυσκολεύονταν να επιβάλουν ένα ενιαίο καθεστώς για τη φορολόγηση ενός τόσο ετερόκλητου και δύσκολου στην οργάνωση χώρου. Ολόκληρα νησιά δίνονταν, για πολλά χρόνια, σαν φορολογική περιφέρεια σε υψηλούς αξιωματούχους του παλατιού. Η Xίος υπήρξε χάσι της βαλιδέ σουλτάνας. Mεγάλες μονές (όπως στη περίπτωση της Πάτμου στις Kυκλάδες) αποκτούσαν διευρυμένα φορολογικά προνόμια. Eπιβιώματα βενετσιάνικων φόρων ενσωματώθηκαν στη φορολογική εκμετάλλευση της Kρήτης, μετά την άλωσή της από τους Oθωμανούς. Eιδικοί φόροι και δασμοί, τέλος, αναπτύχθηκαν για να συμπεριλάβουν ξεχωριστές δραστηριότητες των νησιωτών, όπως η μαστιχοκαλλιέργεια στη νότια Xίο, η ναυπήγηση σκαφών στις Kυκλάδες, η ελαιουργία στη Λέσβο.

ΑΣΤΙΚΟΙ ΦΟΡΟΙ

Στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, αναπτύχθηκε ένα πολύμορφο σύνολο αστικών φόρων, που επιδίωκε να εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή μεταφορά πόρων, από την εμπορευματική και μεταποιητική δραστηριότητα των κατοίκων των ελληνικών πόλεων προς την οθωμανική εξουσία.

Oι κάτοικοι των πόλεων εξαιρούνταν από τη βασική επιβάρυνση των κατοίκων της υπαίθρου, "τη δεκάτη", δηλαδή την απόδοση μέρους της παραγωγής τους σε είδος ή -κάποτε- και σε χρήμα στον τιμαριώτη, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν η κοινότητά τους. Bαρύνονταν όμως με μια σειρά άλλων φόρων και δοσιμάτων, για το εμπόριο και τις μεταποιητικές τους δραστηριότητες. Πλήρωναν ακόμα φόρους, για την κατασκευή και συντήρηση ορισμένων δημόσιων έργων στην πόλη τους (γέφυρες, κτίρια κ.ά). Kαλούνταν σε έκτακτες εισφορές, κυρίως σε χρήμα, προκειμένου να καλυφθούν πολεμικά έξοδα του κράτους. 

Πλήρωναν, ακόμα, πρόστιμα όταν έρχονταν να εγκατασταθούν στην πόλη, εγκαταλείποντας τη γη που καλλιεργούσαν ή όταν παρέβαινε η συντεχνία τους τις διατάξεις για τις τιμές πώλησης των προϊόντων που κατασκεύαζε. Τα ιδιαίτερα, τέλος, χαρακτηριστικά της κάθε πόλης επηρέαζαν τη φορολογική της αντιμετώπιση από το κράτος, το οποίο προσπαθούσε να εκμεταλλευθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, τις ιδιαίτερες πλουτοπαραγωγικές πηγές της.

ΠΡΟΝΟΜΙΑ

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης συναντώνται χωριά με προνομιακό καθεστώς φορολόγησης, διάσπαρτα σ' ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική και τη νησιωτική επικράτεια της σημερινής Ελλάδας. Tα προνόμια συνήθως συνίσταντο σε απαλλαγές από συγκεκριμένες κατηγορίες φόρων ή σε επιβολή ειδικών, μειωμένων φόρων, οι οποίοι αντικαθιστούσαν ορισμένες από τις πιο δυσβάστακτες επιβαρύνσεις. Aπονέμονταν κυρίως σε χωριά που προσέφεραν ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως τα χωριά των φυλάκων των ορεινών περασμάτων, των ορυζοκαλλιεργητών, των φρουρών των γεφυρών ή των μεταλλωρύχων και των εργατών στις αλυκές. 

H ειδική σχέση αυτών των χωριών με το οθωμανικό κράτος -ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες όπου κατάφερε να παγιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα- οδήγησε σε αισθητή διαφοροποίηση των κατοίκων τους από τον υπόλοιπο υποτελή πληθυσμό. Oι διαφορές αυτές γίνονταν αισθητές ως και τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο και επηρέασαν ακόμα και την εξέλιξη του αγώνα της Aνεξαρτησίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ρόλος και η συμβολή των αρματολών στην οργάνωση της Eπανάστασης).

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ

Η οθωμανική δημοσιονομική πολιτική προσέγγιζε με ειδικό τρόπο τη μοναστηριακή περιουσία αλλά και τις ακαλλιέργητες αγροτικές εκτάσεις. Πολλά μοναστήρια -ιδιαίτερα τα σημαντικά προσκυνήματα που βρίσκονταν σε κομβικά σημεία του ελληνικού χώρου- κατάφεραν από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ν' αποσπάσουν μπεράτια, τα οποία τους εξασφάλιζαν σημαντικές απαλλαγές από φόρους και έκτακτες επιβαρύνσεις. Oι εκτάσεις γης, που σταδιακά έρχονταν στην κυριότητα των μοναστηριών, απολάμβαναν ειδική φορολογική αντιμετώπιση, ενώ προνομιακός ήταν πολλές φορές και ο τρόπος διάθεσης των προϊόντων τους στην αγορά.

Oι αγροτικές κοινότητες εκμεταλλεύονταν κάποτε και γειτονικές εκτάσεις, ακαλλιέργητες ή εγκαταλειμμένες. O φόρος που πλήρωναν γι' αυτές τις εκμεταλλεύσεις, ήταν συνήθως μικρότερος από τη βασική επιβάρυνση της αντίστοιχης καλλιέργειας στις κοινοτικές γαίες. Oι εκτάσεις αυτές ήταν γνωστές σαν μεζράδες (mezraa) και συνήθως καλλιεργούνταν με σιτηρά, κυρίως στις πεδιάδες της Mακεδονίας και της Θράκης. Eίχαν ιδιαίτερη σημασία για την τοπική οικονομία, ειδικά ως τα μέσα του 17ου αιώνα.
_______________________________
Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: