09 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Ο "Γεωργικός Νόμος" αναφέρει την ύπαρξη και μικρού αριθμού μισθωμένων εργατών δίπλα στους ελεύθερους γεωργούς, που αναλάμβαναν αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, καθώς επίσης και δούλων. Αυτό υποδεικνύει πως υπήρχαν και αγρότες αρκετά πλούσιοι ώστε να μπορούν να αγοράσουν δούλους και να πληρώσουν εργάτες. O πλούτος τους προερχόταν από τη συγκέντρωση γης. Οι μεγαλοκτηματίες της εποχής ήταν ιδιώτες, η Εκκλησία και το ίδιο το κράτος.

Ιδιωτικά κτήματα

Στο "Γεωργικό Νόμο", αναφέρεται η ύπαρξη μεγάλης ιδιοκτησίας (δηλαδή μεγάλων εκτάσεων γης που ανήκαν σε έναν γαιοκτήμονα), αν και φαίνεται πως ήταν περιορισμένες αυτές οι περιπτώσεις σε σχέση με αυτές της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Η μείωση της μεγάλης ιδιοκτησίας οφείλεται στις αλλαγές στη διοίκηση των πόλεων (κατάργηση των δημοτικών συμβουλίων και διοίκηση απευθείας από κρατικούς αξιωματούχους διορισμένους στην Πρωτεύουσα), που είχαν ως αποτέλεσμα να μετατοπιστεί το μεγάλο ενδιαφέρον από την επένδυση σε γη σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, σιγά σιγά χάθηκε η σταθερή τάξη των μεγάλων, αριστοκρατών γαιοκτημόνων των πόλεων της προηγούμενης περιόδου. 

Ωστόσο, η επένδυση σε γη, παρά τις επιδρομές και τους εξωτερικούς κινδύνους, αποτελούσε μια από τις ασφαλέστερες οικονομικά επενδύσεις, τουλάχιστον για μια γενιά, και έτσι μεγάλα κτήματα εξακολούθησαν να υπάρχουν. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του γαιοκτήμονα Φιλάρετου στο θέμα Αρμενιακών στα τέλη του 8ου αιώνα, του οποίου η περιουσία ανερχόταν σε 48 μεγάλα αρδευόμενα αγροκτήματα μεγάλης αξίας και εκατό ζευγάρια βόδια, τα οποία προϋπέθεταν 15.000 ως 20.000 μοδίους γης. Τα κτήματά του φιλοξενούσαν επίσης εξακόσια βόδια, οκτακόσια ογδόντα άλογα, μελίσσια και δώδεκα χιλιάδες πρόβατα.

Κράτος, Εκκλησία και αστικές γαίες

Δίπλα στα μικρά και μεγάλα ιδιωτικά κτήματα αναπτύσσονταν και μεγάλα κτήματα που ανήκαν στο κράτος και την Εκκλησία. Σε κρατική ιδιοκτησία κατέληγαν οι γαίες που εγκαταλείπονταν από μικροϊδιοκτήτες. Η Εκκλησία άρχισε να αποκτά επίσης σημαντική εκμεταλλεύσιμη γη από δωρεές ευσεβών πιστών ή του κράτους. Μια από τις σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο είναι η εξαφάνιση των αστικών γαιών, αυτών δηλαδή που ανήκαν συλλογικά στις πόλεις και αξιοποιούνταν από αυτές με σκοπό την αύξηση των εσόδων του κοινού ταμείου. Με την αλλαγή του οικονομικού και διοικητικού ρόλου των πόλεων αλλά και με τις δημογραφικές αλλαγές (συρρίκνωση του πληθυσμού), οι γαίες αυτές δεν είχαν πια μεγάλη σημασία για τα έσοδα των πόλεων. Απλούστερη και χρησιμότερη ήταν η καλλιέργειά τους από ελεύθερους μικροκαλλιεργητές.

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Το κτηματολόγιο της εποχής ήταν ο κώδιξ ή τα χαρτία του γενικού και περιλάμβανε αναλυτική καταγραφή των γαιών κάθε περιοχής και τη φορολογική της υποχρέωση. 'Aρχιζε με καταγραφή των γαιών κάθε φορολογούμενου, του χωριού του, του ονόματός του και του ποσού του φόρου που έπρεπε να πληρώσει. Στη συνέχεια, αναγράφονταν τα ιδιόστατα, δηλαδή οι γαίες που δεν ανήκαν στο χωριό, τα κλάσματα, οι χέρσες γαίες που είχαν περιέλθει στο δημόσιο, και τα ανέκδοτα, οι γαίες που καταγράφονταν για πρώτη φορά στο κτηματολόγιο. 

Το σύνολο των ψηφίων, δηλαδή των φορολογικών ποσών μιας περιοχής, αποτελούσε το ακρόστιχό της, δηλαδή τη φορολογική της υποχρέωση προς το κράτος. Το κτηματολόγιο αυτό ωστόσο -ίσως λόγω της ταραγμένης ζωής και των μεταβολών στην κυριότητα της γης- δεν είχε αποφασιστικό αποδεικτικό χαρακτήρα αυτή την εποχή, σπανιότατα δηλαδή χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικό στοιχείο σε περιπτώσεις αντιδικίας και δεν του αποδιδόταν ιδιαίτερη σημασία.

ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι πόλεις, λόγω των δυσχερών οικονομικών συνθηκών, ολοένα και περισσότερο αδυνατούσαν να συντηρήσουν τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να αναλάβουν τη διοίκηση των κρατικών εσόδων, όπως έκαναν την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Αυτή η απώλεια της αστικής οικονομικής ανεξαρτησίας οδήγησε στην αντικατάσταση των δημοτικών συμβουλίων από υπαλλήλους που ουσιαστικά ήταν μέλη της τεράστιας κρατικής γραφειοκρατίας και, επομένως, στον απευθείας κρατικό έλεγχο πάνω στη φορολόγηση των κατοίκων σε όλους τους τομείς της οικονομίας με έναν τρόπο συγκεντρωτικό. Απόδειξη γι' αυτό αποτελεί το φαινόμενο της ξαφνικής εμφάνισης τον 7ο και 8ο αιώνα μικρών σφραγίδων από μόλυβδο (μολυβδόβουλλων), οι οποίες χρησιμοποιούνταν από τους κομμερκιάριους. 

Αυτοί ήταν κρατικοί αξιωματούχοι υπεύθυνοι για την προμήθεια και τη διανομή των βιοτεχνικών αγαθών, τη ρύθμιση του εμπορίου και τη συλλογή των έμμεσων φόρων στο βυζαντινό κράτος, λειτουργίες που πραγματοποιούνταν στις κρατικές αποθήκες κάθε επαρχίας. Οι σφραγίδες χρησιμοποιούνταν απ' αυτούς πρώτον για να σφραγίσουν δέματα εμπορευμάτων που είχαν ζυγιστεί και κοστολογηθεί, έτσι ώστε να μην ανοίγουν, και δεύτερον για να εγγυηθούν, με την υπογραφή που είχαν ως επιγραφή, τη γνησιότητά τους και τον έλεγχο του αυτοκράτορα. Με τον κρατικό αυτό παρεμβατισμό, ο οικονομικός ρόλος των πόλεων υποβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο και η αστική οικονομία έχασε οριστικά τη σημαντική θέση που είχε κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.

Μετά τον 8ο αιώνα, ωστόσο, και κυρίως τον 9ο, όταν η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας επέφερε μεγαλύτερη ευημερία, η αστική οικονομία σημείωσε μεγάλη πρόοδο, τόσο στον τομέα της βιοτεχνίας όσο και στο εμπόριο. Οι σφραγίδες των κρατικών αυτών αξιωματούχων που ήλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία εξαφανίστηκαν από το τέλος του 8ου και τον 9ο αιώνα, πράγμα που δείχνει ότι ο κρατικός έλεγχος δεν ήταν πια απαραίτητος για τη ρύθμιση των αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες πια είχαν ξαναπάρει το δρόμο τους μέσα στη γενική ανάκαμψη της οικονομίας.

Όσον αφορά το εμπόριο οι 7ος και 8ος αιώνας χαρακτηρίζονται από την έλλειψη εκτεταμένων εμπορικών δραστηριοτήτων και την ενθάρρυνση στοιχειωδών και απλών τρόπων οικονομικής συντήρησης, όπως η αγροτική εκμετάλλευση της γης. Αιτίες γι' αυτό στάθηκαν η οικονομική και δημογραφική κρίση και το γεγονός ότι οι εχθρικές επιδρομές και οι καταστροφές έκαναν το οδικό δίκτυο του κράτους δύσχρηστο και την επικοινωνία μεταξύ των περιοχών επισφαλή. Αυτό αποθάρρυνε τους Βυζαντινούς απ' το να αναλαμβάνουν τη μεταφορά φθηνών προϊόντων που δεν θα απέφεραν μεγάλα κέρδη. Από τον 9ο αιώνα, η αγροτική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, η βιοτεχνία να αναπτύσσεται ταχέως και το βυζαντινό εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό, να ανθεί.

Βιοτεχνική δραστηριότητα, αν και μειωμένη, εξακολούθησε να υπάρχει στο Βυζάντιο αυτή την εποχή, αλλά δε γνώρισε τη μεγάλη ανάπτυξη που χαρακτήρισε τους αμέσως επόμενους αιώνες. Τα βιοτεχνικά εργαστήρια αναπτύχθηκαν προς το τέλος αυτής της περιόδου και συγκεντρώθηκαν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στις ελάχιστες μεγάλες πόλεις που επιβίωσαν. Συντεχνίες βιοτεχνών, οι οποίες επιβλέπονταν από το κράτος, παρήγαν τα χρειώδη για την αυτοκρατορική αυλή και το στρατό, υφάσματα λινά και μεταξωτά, δερμάτινα είδη, κεριά, αρώματα, σαπούνι, αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα και σμάλτο. Τα μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα από μόλυβδο, χαλκό και σίδηρο κατασκευάζονταν πιθανόν εκτός των συντεχνιών.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Από τις λίγες γραπτές πηγές που διαθέτουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι κατά τον 7ο και 8ο αιώνα το εσωτερικό βυζαντινό εμπόριο ήταν περιορισμένο σε σχέση με αυτό της προηγούμενης περιόδου, εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν. Τα αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν αυτή την εικόνα: η εύρεση ελάχιστων βυζαντινών χάλκινων νομισμάτων, που χρονολογούνται μεταξύ του 640 και του τέλους του 7ου αιώνα, υποδηλώνει ότι η κοπή και κυκλοφορία τους αυτή την εποχή ήταν μειωμένη. Δεδομένου, λοιπόν, ότι τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν περισσότερο για καθημερινές, μικρές εμπορικές συναλλαγές, η έλλειψή τους υποδεικνύει ότι το εσωτερικό εμπόριο είτε είχε σταματήσει είτε γινόταν σε μικρότερη κλίμακα και όχι με χρήματα. 

Η πρώτη εκδοχή δεν είναι ρεαλιστική, εφόσον δεν ήταν όλες οι περιοχές και όλοι οι κάτοικοι του κράτους απόλυτα αυτάρκεις και κάποια μορφή ανταλλαγής προϊόντων θα έπρεπε να υπάρχει. Η ύπαρξη μαγαζιών και αγορών, τόσο στις συρρικνωμένες πόλεις αυτής της εποχής όσο και στην Κωνσταντινούπολη, και η διατήρηση κάποιων εμπορείων της προηγούμενης περιόδου αποδεικνύουν ότι η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη.

Από την εποχή του αυτοκράτορα Θεόφιλου, τον 9ο αιώνα, η εικόνα άλλαξε: χρυσά και χάλκινα νομίσματα βρίσκονται σε αφθονία και σε όλες τις περιοχές, και είναι εμφανές ότι το εσωτερικό εμπόριο, η μεταφορά δηλαδή φθηνών προϊόντων σε μικρές αποστάσεις και μέσα στα γεωγραφικά όρια της αυτοκρατορίας, άνθησε. H επαρχία προμήθευε τις πόλεις (κυρίως την πρωτεύουσα) με είδη διατροφής, και οι επαρχιώτες που γίνονταν πιο ευκατάστατοι από πριν μπορούσαν να προμηθευτούν καλύτερα ρούχα ή άλλα απαραίτητα είδη. 'Aρχισε σιγά σιγά και η εμπορική κυκλοφορία πολυτελών ειδών βιοτεχνίας, που κυριάρχησε την επόμενη περίοδο.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Kατά τον 7ο αιώνα, η χειροτέρευση των δρόμων και η ανασφάλεια που χαρακτήριζε τις θάλασσες αποθάρρυνε τους εμπόρους και τους πλοιοκτήτες από το να αναλαμβάνουν εμπορικές αποστολές. Ωστόσο, κάποια από τα εμπορεία της προηγούμενης περιόδου διατηρήθηκαν, προφανώς διεξάγοντας μια υποτυπώδη δραστηριότητα μέχρι που γνώρισαν, από τα τέλη του 8ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 9ου, μια νέα περίοδο ανάπτυξης και ακμής. Τέτοια εμπορεία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, ήταν και η Θεσσαλονίκη, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Αττάλεια και η Τραπεζούντα. Η αύξηση, σε σχέση με πριν, της βιοτεχνικής δραστηριότητας ενθάρρυνε τους πλοιοκτήτες και προμηθεύοντάς τους με προϊόντα προς πώληση, έδωσε σταθερότητα στη δουλειά τους. 

Εξάλλου, αξιοποιήθηκε το οδικό δίκτυο, που είχε επισκευαστεί για στρατιωτικούς και ταχυδρομικούς λόγους, και το οποίο συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Ανατολία (τη Νίκαια, το Αμόριο, την 'Aγκυρα, την Αττάλεια, την Τραπεζούντα) και το αραβικό χαλιφάτο. Έτσι, τα προϊόντα των συντεχνιών άρχισαν να κυκλοφορούν, βρίσκοντας και νέες αγορές στο Βορρά (στους Χαζάρους, στους Ρως και στους Βουλγάρους), και το βυζαντινό εμπόριο να εξαπλώνεται. Το γεγονός ότι ο θαλάσσιος κίνδυνος των αράβων πειρατών δεν εμπόδισε τους βυζαντινούς να ρισκάρουν τη διεξαγωγή εμπορίου, δείχνει ότι το εμπόριο είχε αρχίσει να γίνεται πολύ προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα.

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΑ

Στην περίοδο 610-867 το βυζαντινό κράτος οργάνωσε τη δημοσιονομική του πολιτική με τρόπο που διευκόλυνε τον έλεγχο στους διάφορους τομείς της οικονομίας, ώστε να είναι αποδοτικοί, και εξασφάλιζε τα έσοδα που του επέτρεπαν να επιβιώσει. Οργάνωσε την οικονομική διοίκηση του κράτους σε ένα σχήμα πιο συγκεντρωτικό. Kαθόρισε την κοπή και κυκλοφορία των νομισμάτων στο μέτρο που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες σε χρήμα. Tέλος, φορολόγησε τους υπηκόους του με το σύστημα που θεώρησε πιο δίκαιο και πιο αποτελεσματικό, ώστε να εξασφαλίσει τη συντήρηση της κρατικής μηχανής, του στρατού και της αυτοκρατορικής αυλής.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Η οργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών στη Μέση Βυζαντινή περίοδο άλλαξε: η νέα οργάνωση αναπτύχθηκε κατά τον 7ο αιώνα και έλαβε την τελική της μορφή στην εποχή των Ισαύρων. Οι διαφορές της οργάνωσης αυτής από εκείνη της προηγούμενης περιόδου έχουν να κάνουν με το συγκεντρωτικό έλεγχο που ανέλαβε πια το κράτος πάνω στη διαχείριση των οικονομικών και τη διεκπεραίωση της φορολογίας. Αυτό δημιούργησε την ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των οικονομικών υπηρεσιών από 2-3 της προηγούμενης περιόδου σε μια ολόκληρη σειρά ξεχωριστών οργάνων που αναλάμβαναν έναν ιδιαίτερο τομέα το καθένα. Επιπλέον, για να αποφευχθούν οι ατασθαλίες και η διαφθορά σ' έναν τόσο μεγάλο αριθμό υπηρεσιών και υπαλλήλων, αναπτύχθηκε βαθμηδόν και υπηρεσία οικονομικού ελέγχου όλων των επιμέρους.

ΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Οι υπηρεσίες χωρίζονταν σε δύο μεγάλες ομάδες, τις αυτοκρατορικές υπηρεσίες (που ασχολούνταν με τα οικονομικά της αυλής και του αυτοκράτορα) και τις κρατικές (για τα οικονομικά του κράτους). Η πρώτη ομάδα περιλάμβανε το λεγόμενο χαρτουλαριάτο του σακελλίου με προϊστάμενο το σακελλάριο (είδος γενικού επιθεωρητή όλων των οικονομικών υπηρεσιών του κράτους), το χαρτουλαριάτο του βεστιαρίου, υπηρεσία διανομής ειδών στρατιωτικής εξαρτύσεως και εποπτείας της κοπής νομισμάτων, τον ειδικό λόγο, αποθήκη για τα απαραίτητα είδη για τον πολεμικό εξοπλισμό πλοίων και ναυτών και για τη φύλαξη του άσημου χρυσού, και τη μεγάλη κουρατωρία, που φρόντιζε την αυτοκρατορική περιουσία (παλάτια και γαίες) και διαχειριζόταν τα έσοδα που προέρχονταν απ' αυτή. 

Η δεύτερη ομάδα υπηρεσιών ήταν το λογοθέσιο του γενικού, με αποστολή την είσπραξη των φόρων στις διάφορες περιφέρειες του κράτους, το λογοθέσιο του στρατιωτικού, υπεύθυνο για την καταγραφή, τον ανεφοδιασμό, τον καταυλισμό και τη μισθοδοσία του στρατού, το λογοθέσιο των αγελών, αρμόδιο για την αγορά ίππων για το στρατό, και το λογοθέσιο των δρόμων, με αρμοδιότητες σχετικές με τη λειτουργία του κρατικού ταχυδρομείου και τη συντήρηση των δημόσιων δρόμων.

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ 

Το φορολογικό σύστημα που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο στηριζόταν στον υπολογισμό της φορολογήσιμης αξίας της γης. Με βάση τρεις παράγοντες, την έκταση της γης, την ποιότητά της και το είδος της αξιοποίησής της, υπολογιζόταν καταρχήν η αξία της και έπειτα καθοριζόταν το ποσό που όφειλε να καταβάλλει ο φορολογούμενος.

Η μέτρηση της φορολογήσιμης αξίας δε γινόταν πια κατά ζυγά ή κεφαλές όπως πριν, αλλά σε μοδίους. Ο μόδιος ήταν φορολογική μονάδα μέτρησης της γης ανάλογη κάθε φορά με την ποιότητά της και με το είδος της (αμπέλια, χωράφια, λιβάδια για βοσκή κλπ.). Αφού λοιπόν μετρούσαν το εμβαδόν της φορολογήσιμης γης με μαθηματικούς τρόπους, μόδιζαν το αποτέλεσμα της μέτρησης, υπόλογιζαν δηλαδή τη φορολογήσιμη αξία του.

Ακολουθούσε ο καθορισμός του φόρου που αναλογούσε στη γη, ο οποίος υπολογιζόταν συνήθως στο 1/24 ή (4 1/6%) της αξίας της. 1, 1/2 ή 1/3 νομίσματος αντιστοιχούσε σε χωράφια 1ης, 2ης και 3ης κατηγορίας (ανάλογα με την ποιότητά τους), 3 νομίσματα για λιβάδια 1ης κατηγορίας και 3-10 νομίσματα για τα αμπέλια. Τα ελαιόδεντρα φορολογούνταν κατά μέσο όρο με 4 νομίσματα ανά 100 δέντρα. 

Το ποσοστό του φόρου επί των ζώων ήταν υψηλότερο: 1/12 (ή 8 1/2%) της αξίας τους. Αντιστοιχούσε περίπου ένα 1 νόμισμα ανά 100 πρόβατα και 1/3 νομίσματος για κάθε βουβάλι ή βόδι. Τα πρόσωπα επίσης διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες και φορολογούνταν: οι ζευγαράτοι με 24 νομίσματα, οι βοϊδάτοι με 12 νομίσματα και οι ακτήμονες ή πεζοί με 6. Το πώς ο αυτοκράτορας υπολόγιζε τη φορολογική οφειλή του κάθε κατοίκου μέχρι το τελευταίο χωριό της αυτοκρατορίας δε μας είναι γνωστό. 

Πάντως, φαίνεται ότι κάθε κοινότητα πρέπει να είχε μια συνολική οφειλή προς τον αυτοκράτορα, την οποία μοιράζονταν όλα τα μέλη, γιατί ξέρουμε ότι και την περίοδο αυτή εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα της επιβολής. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι κάτοικοι μιας κοινότητας υποχρεούνταν να πληρώνουν τους φόρους που της αναλογούσαν στο σύνολό τους. Αν, λοιπόν, κάποιο μέλος της κοινότητας εγκατέλειπε τη γη του κι εξαφανιζόταν, επιβαλλόταν στους υπόλοιπους να μοιραστούν το χρέος του έχοντας όμως το δικαίωμα να καλλιεργήσουν τη γη του προς δικό τους όφελος.
______________________________

Αύριο η συνέχεια 


Δεν υπάρχουν σχόλια: