08 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ 

Οι αλλαγές στην εσωτερική ζωή της αυτοκρατορίας, κατά τους χρόνους που ακολούθησαν την έκδοση του μεγάλου νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού Α', "Corpus Juris Civilis", επέβαλαν αναθεώρηση της νομοθεσίας, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής. Στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων που εισήγαγε ο πρώτος Ίσαυρος αυτοκράτορας, Λέων Γ', ανέλαβε και την τροποποίηση των νόμων που ίσχυαν μέχρι τότε. Το 726 εξέδωσε την "Εκλογή", στο όνομα του ίδιου και του γιου του Κωνσταντίνου.

Η "Εκλογή", που αναφέρεται στο αστικό και ποινικό δίκαιο αποτέλεσε, όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά στον τίτλο της, "επιδιόρθωσιν (της ιουστινιάνειας νομοθεσίας) εις το φιλανθρωπότερον". Η επιτροπή σύνταξης του έργου δεν είναι επίσημα γνωστή, βασική αποστολή της πάντως ήταν αφενός να τροποποιήσει διατάξεις που δε συμβάδιζαν με την εποχή και αφετέρου να δώσει στους δικαστές ένα συνοπτικό νομικό εγχειρίδιο ικανό να τους βοηθήσει στη σωστή απονομή του δικαίου.

Με τις διατάξεις της "Εκλογής", που είναι επηρεασμένες από το χριστιανικό πνεύμα, αλλά και το εθιμικό δίκαιο, προστατεύθηκε και ενισχύθηκε ο θεσμός του γάμου, αυξήθηκαν τα δικαιώματα της συζύγου και των νομίμων τέκνων και εισήχθη η ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο. Οι ποινές του ακρωτηριασμού και της τύφλωσης, που δε συμβάδιζαν ασφαλώς με το χριστιανικό χαρακτήρα του έργου και εισήχθησαν, μάλλον, κατά ανατολικά πρότυπα, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις των Βυζαντινών κατά την περίοδο αυτή των αλλαγών. 

Με την "Εκλογή" ο Λέων απευθύνθηκε και στους δικαστές, τους οποίους καλούσε "ούτε τους φτωχούς να περιφρονούν ούτε εκείνους που αδικούν να αφήνουν ανεξέλεγκτους", ενώ για να αποτρέψει τη δωροδοκία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους όρισε ότι θα μισθοδοτούνταν όλοι τακτικά από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Η "Εκλογή" αποτέλεσε το βασικό εγχειρίδιο απονομής δικαίου μέχρι την εποχή των μακεδόνων αυτοκρατόρων, που ανέλαβαν επίσης νομοθετική δραστηριότητα, ενώ άσκησε επίδραση αργότερα στο εκκλησιαστικό δίκαιο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Παλιότερα οι ερευνητές απέδιδαν στο Λέοντα Γ' τις νομικές συλλογές "Νόμος Γεωργικός", "Νόμος Ροδίων Ναυτικός" και "Νόμοι Στρατιωτικοί". Οι απόψεις αυτές ωστόσο δεν γίνονται πλέον αποδεκτές.

ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 

Αν εξαιρέσουμε κάποιες πόλεις, με κυρίαρχη την Κωνσταντινούπολη, όπου αναπτύχθηκαν και άλλου είδους οικονομικές δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, η βυζαντινή κοινωνία παρέμεινε στη βάση της αγροτική. Σημαντική πηγή για το δίκαιο, που αντανακλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο την εσωτερική ζωή των βυζαντινών χωριών κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο (7ος-τέλη 12ου αιώνα), αποτελεί ο "Γεωργικός Νόμος". Λόγω της σπουδαιότητάς του ο "Γεωργικός Νόμος" προκάλεσε από νωρίς το ενδιαφέρον των ερευνητών και αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κείμενα που σχετίζονται με την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου. Πρόκειται για ιδιωτική συλλογή, που ανανεωνόταν συνεχώς, και αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σχετικές με την αγροτική ιδιοκτησία στα πλαίσια της βυζαντινής αγροτικής "κοινότητας". 

Όπως φαίνεται από τις διατάξεις του "Νόμου", οι γεωργοί ήταν οργανωμένοι σε "κοινότητες" και συλλογικά υπεύθυνοι για την καταβολή του ομαδικού φόρου που είχε οριστεί για την "κοινότητα", ενώ υποχρεούνταν να καταβάλουν και τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε μέλη που χρωστούσαν. Όσο για το χρόνο συγγραφής του, καθώς στο ίδιο το κείμενο δεν αναφέρεται συγκεκριμένη χρονολογία, κυμαίνεται μεταξύ του δεύτερου μισού του 6ου αιώνα και των μέσων του 14ου. Από νωρίς αναγνωρίστηκε ως σπουδαίο νομικό εγχειρίδιο και άσκησε μεγάλη επίδραση στο δίκαιο των σλαβικών κυρίως χωρών και ιδιαίτερα στη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία.

ΝΟΜΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ 

Προβλήματα χρονολόγησης, παρόμοια με του "Γεωργικού Νόμου", παρουσιάζει ένας κώδικας ίδιου χαρακτήρα, ο "Νόμος Ροδίων Ναυτικός". Πιθανότατα γράφτηκε μεταξύ του 600 και 800. Πρόκειται για συλλογή ρυθμίσεων ναυτικού δικαίου και χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην επικύρωση του "Νόμου Ναυτικού" από τους ρωμαίους αυτοκράτορες. Στο δεύτερο καθορίζεται η συμμετοχή του πληρώματος στα ναυτιλιακά κέρδη και οι κανονισμοί που ίσχυαν στο πλοίο, ενώ το τρίτο και μεγαλύτερο αναφέρεται στο ναυτικό δίκαιο, όπως στον καταμερισμό ευθύνης για κλοπές ή φθορά του φορτίου ή του πλοίου. Ο "Νόμος Ναυτικός" περιλήφθηκε και στα "Βασιλικά" του Λέοντα Στ' του Σοφού ως συμπλήρωμα του βιβλίου 53.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 

Κατά το πρότυπο των λαϊκών νομικών συλλογών, οι κανόνες των εκκλησιαστικών συνόδων αναφέρονταν σε εκκλησιαστικά θέματα και ρύθμιζαν τη συμπεριφορά των κληρικών, αλλά και των λαϊκών σε ζητήματα πίστης. Γνωστή για τους κανόνες της είναι η "Εν Τρούλλω" ή Πενθέκτη Σύνοδος, που συγκλήθηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού Β' (691-692) και ασχολήθηκε αποκλειστικά με πειθαρχικά ζητήματα. Στόχος της συνόδου ήταν να καλύψει τα κενά που είχαν αφήσει στον τομέα του κανονικού δικαίου οι προηγούμενες, Ε' (553) και Στ' (680/1) Οικουμενικές Σύνοδοι. Αυτή η συλλογή κανόνων διαιρούνταν σε τέσσερα μέρη: α) στους κανόνες που επικύρωναν τις δογματικές αποφάσεις των πρώτων έξι οικουμενικών συνόδων και τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας,
β) στους κανόνες που καθόριζαν τις υποχρεώσεις του εφημεριακού κλήρου,
γ) στους κανόνες που αναφέρονταν στους μοναχούς και
δ) στους κανόνες που αναφέρονταν στους λαϊκούς. Οι κανόνες αυτοί εξακολουθούσαν να ασκούν επίδραση και σε μεταγενέστερες εποχές και σχολιάσθηκαν εκτενώς από το Βαλσαμώνα, το Ζωναρά και τον Αριστηνό, τους τρεις μεγάλους εκκλησιαστικούς νομομαθείς του 12ου αιώνα.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ  

H εποχή από το 610 ως τα τέλη του 9ου αιώνα για πολλά χρόνια χαρακτηριζόταν από τους βυζαντινολόγους ως "Σκοτεινοί Χρόνοι του Βυζαντίου". Aφενός γιατί είναι μια περίοδος για την οποία απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά οι γραπτές πηγές και αφετέρου γιατί η απουσία αυτή δίνει μια εντύπωση κρίσης, παρακμής και κατάρρευσης του βυζαντινού κράτους. Η σταδιακή αποκάλυψη αρχαιολογικών μαρτυριών και η μελέτη των ελάχιστων πηγών έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι πράγματι η περίοδος από τα μέσα του 6ου αιώνα ως τις αρχές του 7ου χαρακτηρίζεται από συνθήκες ανατροπής της κατάστασης που υπήρχε στο Βυζάντιο τους προηγούμενους αιώνες (4ο-6ο) και διαμόρφωσης μιας καινούργιας που ολοκληρώθηκε τον 9ο και 10ο αιώνα. 

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής δε δείχνουν απαραίτητα μια εποχή παρακμής, αλλά μια κρίση που κατέληξε σε διαφορετικού τύπου οργάνωση του χώρου, των πρώτων υλών, των ανθρώπων και της παραγωγής στο βυζαντινό κράτος, έτσι ώστε οι κάτοικοί του να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ικανοποιήσουν τις νέες ανάγκες που εμφανίστηκαν. Ο 7ος αιώνας, με την αναμφισβήτητα μεγάλη οικονομική κρίση, είχε ως κύρια χαρακτηριστικά την αγροτοποίηση της οικονομίας, την απλοποίηση των σχέσεων παραγωγής και το μετασχηματισμό σε μεγάλο βαθμό της νομισματικής οικονομίας σε ανταλλακτική. 

Στη διάρκεια του 8ου αιώνα άρχισε, προς απόσβεση των μεγάλων απωλειών της αυτοκρατορίας, η διαδικασία της οικονομικής ανάκαμψης, ανάπτυξης και αναδιοργάνωσης των τομέων της οικονομίας που είχαν ατονήσει (αστική οικονομία). Ο 9ος υπήρξε αιώνας σχετικής ειρήνης και γαλήνης κατά τον οποίο συνεχίστηκε η διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης που ολοκληρώθηκε το 10ο αιώνα, ενώ η νομισματική οικονομία επικράτησε και πάλι.

ΕΚΤΑΣΗ ΚΡΑΤΟΥΣ 

Το χρονικό διάστημα μεταξύ των μέσων περίπου του 7ου αιώνα και των μέσων του 9ου ήταν περίοδος μεγάλων εδαφικών απωλειών για το βυζαντινό κράτος, το οποίο, ωστόσο, κατάφερε σταδιακά να σταθεροποιήσει τα σύνορά του και να αναδομήσει τη διοίκησή του. Στις αρχές του 7ου αιώνα οι Πέρσες κατέλαβαν για σύντομο χρονικό διάστημα τις περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Μια δεκαετία αργότερα, οι 'Aραβες εμφανίστηκαν ως κυρίαρχη δύναμη στην Εγγύς Ανατολή και μέχρι τον 8ο αιώνα είχαν κατακτήσει και αποσπάσει οριστικά από το Βυζάντιο όλες τις ανατολικές και νότιες επαρχίες του, δηλαδή όλη την έκταση από τη Συρία μέχρι την Ισπανία. 

Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, ως τον 9ο αιώνα είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν τη Μικρά Ασία. Οι βόρειες περιοχές του Βυζαντίου γνώρισαν τον 7ο αιώνα την απειλή των Βουλγάρων που ζούσαν στα νότια του Δούναβη, αλλά οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις τους και να κρατήσουν τη Θράκη. Τέλος, το Βυζάντιο έχασε τις δυτικές του επαρχίες στην Ιταλία από την προέλαση των Λομβαρδών (που κατέλαβαν τη Ραβέννα το 751) και των Φράγκων, οι οποίοι τελικά σχημάτισαν μια νέα "δυτική αυτοκρατορία" στην Ιταλία καλύπτοντας πολιτικά τη Δυτική Χριστιανική Εκκλησία. 

Έτσι το Βυζάντιο κατέληξε να περιλαμβάνει τις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου (Ελλάδα, Αλβανία και Θράκη) οι οποίες δεν κατοικούνταν από τους Σλάβους και αυτές της χερσονήσου της Ανατολίας (Μικράς Ασίας).

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ 

Η απώλεια της Συρίας, της Αιγύπτου και της υπόλοιπης βόρειας Αφρικής σήμαινεγια το Βυζάντιο απώλεια όχι μόνο εκτεταμένων αλλά και τωνπλουσιότερων και σημαντικότερων οικονομικά περιοχών του. Εκείσυγκεντρώνονταν η μεγάλη ιδιοκτησία και η αγροτική παραγωγή, καθώς και μεγάλααστικά κέντρα που είχαν έντονη και αξιόλογη οικονομική δραστηριότητατην προηγούμενη περίοδο, όπως η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια. Η απώλεια αυτή σήμαινε, επίσης, την κατάργηση της ακλόνητης ως τώραβυζαντινής ηγεμονίας και του οικονομικού ελέγχου σε όλη την έκταση τηςανατολικής Μεσογείου. Yπό βυζαντινή κατοχή παρέμειναν οι εύφορεςκαι αυτάρκεις περιοχές της Ανατολίας που, όπως μαθαίνουμε από πηγές,είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύουν την αυτοκρατορία με αγροτικάπροϊόντα: κρασί, σιτάρι, κριθάρι, ζώα και δέρματα. 

Kαι εκεί, ωστόσο,ύπαιθρος και αστικά κέντρα είχαν στην αρχή της περιόδου λεηλατηθεί καιυποστεί καταστροφές κατ' επανάληψη, με συνέπεια να χρειαστούν έναδιάστημα αναδιοργάνωσης και ανάκαμψης. Η Βαλκανική -όπου όμως σεμεγάλο ποσοστό είχαν διεισδύσει και κατοικούσαν σλαβικές φυλές τον 6ο και 7ο αιώνα, οπότε δεν ήταν όλη στη διάθεση των Βυζαντινών- η Μακεδονία, η Θράκη και η Θεσσαλία ήταν επίσης περιοχές αυτάρκεις, μεάφθονες καλλιέργειες (κυρίως σιταριού). Η ορεινή Πελοπόννησος, πουπαρήγε μόνο λίγο λάδι και μέλι, ήταν από τις πιο φτωχές περιοχές, όπως επίσης και τα νησιά, από τα οποία μόνον η Λήμνος και η Κρήτηήταν τόποι παραγωγής κρασιού. Τέλος, η Δαλματία και η Κύπρος προμήθευαν ξυλεία.

Την εποχή αυτή, το βυζαντινό κράτος αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα, με δεδομένη τη μεγάλη έκταση των εδαφικών απωλειών, τις αυξημένες αμυντικές ανάγκες, τις καταστροφές και τις εσωτερικές αναστατώσεις. Ως συνέπεια αυτών, η μείωση και αποδιοργάνωση του πληθυσμού και η κατάρρευση της διάρθρωσης της οικονομίας της Πρωτοβυζαντινής περιόδου επιδείνωναν την κατάσταση. Το κράτος, προκειμένου να επιλύσει τα προβλήματά του, ευνόησε έναν απλούστερο και αυτόνομο τρόπο αγροτικής παραγωγής, η οποία ήταν ανέκαθεν η βάση της βυζαντινής οικονομίας. Επιπλέον, οργάνωσε τον τομέα της δημοσιονομίας με διαφορετικό τρόπο, στον οποίο οδήγησε η ανάγκη για έσοδα που θα επέτρεπαν τη συντήρηση του κρατικού μηχανισμού και τη διατήρηση της αυτοκρατορίας με αμυντικές εκστρατείες.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ 

"Αν, την ώρα που ένας άνθρωπος προσπαθεί να κλέψει ένα βόδι από ένα κοπάδι, το κοπάδι τραπεί σε φυγή και κατασπαραχτεί από κάποιο άγριο θηρίο, τότε ο άνθρωπος αυτός να τυφλωθεί. Αν ένας άνθρωπος βρεθεί σε ένα χωράφι να κλέβει καλαμπόκι, την πρώτη φορά να μαστιγωθεί εκατό φορές και να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη, τη δεύτερη φορά να πληρώσει διπλή τη ζημιά για την κλοπή του και, αν κλέψει και τρίτη, να τυφλωθεί. Αν κλέψει κρασί τη νύχτα, να υποστεί την ίδια τιμωρία όπως για το καλαμπόκι. Αν κλέψει τη σοδειά κάποιου άλλου, να του δώσει τη διπλή ποσότητα απ' αυτή που έκλεψε. Αν κάποιος βρει ένα βόδι στο δάσος, το σκοτώσει και πάρει το κουφάρι του, να του κόψουν το χέρι. Αν ένας δούλος, προσπαθώντας να κλέψει τη νύχτα, διώξει τα πρόβατα μακριά από το κοπάδι και χαθούν ή κατασπαραχτούν από άγρια θηρία, να κρεμαστεί ως δολοφόνος".

Τα αποσπάσματα αυτά από το "Γεωργικό Νόμο" δείχνουν πόσο πολύτιμα ήταν τα ζώα και η σοδειά για τους αγρότες της περιόδου. H απώλεια έστω και λίγων από αυτά σήμαινε γι' αυτούς αδυναμία πληρωμής των φόρων και ακολούθως οικονομική καταστροφή. Για το κράτος τα έσοδα από την αγροτική παραγωγή ήταν αυτή την περίοδο η μόνη (όσο το δυνατόν σταθερή) βάση της οικονομίας.

ΕΞΕΛΙΞΗ 

Οι πηγές μάς επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι οι φυσικές καταστροφές αλλά και οι εχθρικές επιδρομές και δηώσεις των προηγούμενων αιώνων δεν κατέστρεψαν μόνιμα τη βυζαντινή αγροτική γη. Ωστόσο, μεγάλες εκτάσεις πιθανότατα έμεναν γεωργικά και κτηνοτροφικά αναξιοποίητες για κάποια χρονικά διαστήματα, όταν οι αγρότες εγκατέλειπαν τις περιοχές που δέχονταν επιθέσεις ή πέθαιναν από τις επιδρομές, τους σεισμούς και τις άλλες φυσικές καταστροφές και τους αλλεπάλληλους λοιμούς, που κράτησαν ως τα μέσα του επόμενου αιώνα. Τη γη της αυτοκρατορίας κατείχαν και εκμεταλλεύονταν μικροί και μεσαίοι κυρίως ιδιοκτήτες, και κάποιοι μεγαλοκτηματίες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν το κράτος και η Εκκλησία. 

Αυτοί οι ιδιοκτήτες γης, πέρα από το να παράγουν τα απαραίτητα για την επιβίωση των ίδιων, των οικογενειών και των περιοχών τους, συντηρούσαν, μέσω της φορολογίας, και τις αμυντικές ανάγκες της αυτοκρατορίας.Τον 8ο αιώνα, η διαδικασία της δημογραφικής και αγροτικής ανάκαμψης, που ολοκληρώθηκε τον επόμενο αιώνα, φαίνεται πως είχε ήδη αρχίσει να εξελίσσεται. Tο τέλος των λοιμών, σχεδόν σε όλη την αυτοκρατορία γύρω στα μέσα του αιώνα, και μια γενική βελτίωση των κλιματολογικών συνθηκών ευνόησαν την αύξηση του πληθυσμού και την εξάπλωση της αγροτικής τους δραστηριότητας στις γαίες που μέχρι τώρα ήταν εγκαταλειμμένες ή ανεπαρκώς αξιοποιημένες.

O 9ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού της αυτοκρατορίας και, συνεπώς, των εργατικών χεριών. Μια πρώτη αιτία για την αύξηση του πληθυσμού ήταν η σχετική ειρήνευση στο χώρο. 'Aλλη αιτία στάθηκε η μετανάστευση στο χώρο του Βυζαντίου κατοίκων πρώην βυζαντινών τόπων κατακτημένων από ξένους λαούς (π.χ. Αρμένιους, Βουλγάρους και Χυρραμίτες). Μια τελευταία αιτία ήταν και ο εκβυζαντινισμός και η απορρόφηση ξένου πληθυσμού περιοχών που τέθηκαν υπό βυζαντινό έλεγχο από το Νικηφόρο Α΄ και το Θεόφιλο ( Σλάβοι, Λατίνοι, Ιλλυριοί και Γότθοι που ζούσαν στην Ελλάδα, τη Δαλματία, την Κριμαία και την Αλβανία). 

Ο μεγάλος αυτός πληθυσμός είχε πλέον άφθονο χώρο προς εξάπλωση και γη προς εκμετάλλευση, χωρίς τον κίνδυνο των τόσο συχνών τα προηγούμενα χρόνια επιδρομών και φυσικών καταστροφών. Αυτό έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας, η οποία ήταν ο ασφαλής και σίγουρος τρόπος για την απόκτηση νέου και σταθερού πλούτου, όπως φάνηκε και στους αιώνες που ακολούθησαν.

ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 

Η Μεσοβυζαντινή περίοδος παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ως προς τη διανομή της γης, καθώς το γαιοκτητικό καθεστώς διέφερε από αυτό της Πρωτοβυζαντινής αλλά και των επόμενων αιώνων. Στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου (7ο και 8ο αιώνα και ως τα μέσα του 9ου) κυριάρχησε η ιδιοκτησία και εκμετάλλευση γαιών μικρής και μεσαίας έκτασης που συνυπήρχε με τη χρήση των περιορισμένων αριθμητικά μεγάλων κτημάτων. Τα μεγάλα αυτά κτήματα άρχισαν να κυριαρχούν από τον 9ο αιώνα, γιατί εξυπηρετούσαν καλύτερα τις νέες ανάγκες και προοπτικές οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, και εξελίχθηκαν τους επόμενους αιώνες στο κύριο χαρακτηριστικό της αγροτικής οικονομίας.

ΜΙΚΡΗ – ΜΕΣΑΙΑ 

Στον τομέα της οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής, που ήταν και η βάση της βυζαντινής οικονομίας, φαίνεται πως τον 7ο και 8ο αιώνα επικράτησε η τάση απλοποίησης και κρατικού συγκεντρωτισμού όπως και στους άλλους τομείς της οικονομίας. Eκτός από τα αρχαιολογικά δεδομένα, πληροφορίες μας δίνει και μια από τις ελάχιστες πηγές της εποχής, ο "Γεωργικός Νόμος". Ως προς την οργάνωση του χώρου του βυζαντινού κράτους, η πηγή αυτή υποδεικνύει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της εποχής την ύπαρξη χωριών, των οποίων τα γειτονικά χωράφια και λιβάδια τα μοιράζονταν ανεξάρτητοι, ελεύθεροι αγρότες. 

Αυτοί ήταν μικροϊδιοκτήτες-καλλιεργητές που δεν υπόκειντο στον έλεγχο κάποιου γαιοκτήμονα, δούλευαν για λογαριασμό τους, πλήρωναν φόρους απευθείας στο κράτος και μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη γη τους ανά πάσα στιγμή. Κάποιοι αγρότες συγκέντρωναν ιδιοκτησία όχι υπερβολικά μεγάλη αλλά ούτε μικρή (μεσαία ιδιοκτησία) με την αγορά και εκμετάλλευση γης που είχε εγκαταλειφθεί από τους καλλιεργητές της.

Τα στρατιωτικά κτήματα

Στη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία εντάσσεται και μια ειδική κατηγορία αγροτικών γαιών: τα στρατιωτικά κτήματα, οι στρατείες. Αυτά ήταν καλλιεργήσιμη γη που αναγκαζόταν να προσφέρει το κράτος στους στρατιώτες, σε εποχές έλλειψης χρημάτων, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Οι καλλιεργητές αυτών των γαιών είχαν στη συνέχεια υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικής φύσης υπηρεσίες, κάθε φορά που το κράτος τις χρειαζόταν: είτε με προσωπική ένοπλη υπηρεσία είτε με καταβολή χρηματικού ποσού ικανού να εξοπλίσει και να συντηρήσει έναν στρατιώτη. Τα στρατιωτικά κτήματα φαίνεται ότι άρχισαν να σχηματίζονται από το τέλος του 7ου αιώνα, παρόλο που στις πηγές μαρτυρούνται μόνο το 10ο, και σχετίζονται, αν και δε συνδέονται απαραίτητα, με το θεσμό των θεμάτων.

Ως τα μέσα του 9ου αιώνα η εικόνα παρέμεινε η ίδια, με τους ελεύθερους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες-καλλιεργητές και τους στρατιώτες-γεωργούς να αποτελούν τον πυρήνα της αγροτικής εκμετάλλευσης της γης στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Από τα μέσα, όμως, του 9ου αιώνα η ισορροπία αυτή διαταρασσόταν ολοένα και περισσότερο ώσπου κατέληξε, το 10ο αιώνα, στην επικράτηση της μεγάλης ιδιοκτησίας (κυρίως ιδιωτικής και εκκλησιαστικής) στην κατοχή της γης.
___________________________
Αύριο η συνέχεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: