07 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.


 
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ Στα χρόνια των Διαδόχων και της δυναστείας του Αμορίου οι Βούλγαροι, υπό την ηγεσία του Κρούμου (803-814), αναδιοργάνωσαν το κράτος τους και άρχισαν εκ νέου να απειλούν την αυτοκρατορία. Η εκστρατεία που ανέλαβε ο Νικηφόρος Α' εναντίον τους το 811 κατέληξε σε πανωλεθρία των Βυζαντινών. Την ήττα γνώρισαν και τα στρατεύματα του Μιχαήλ Α' το 813 κοντά στην Αδριανούπολη. Ο Κρούμος είχε φτάσει μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και ζητούσε να καρφώσει το δόρυ του στη Χρυσή Πύλη για να επιδείξει έτσι τη νίκη του. 

Ο νέος όμως αυτοκράτορας Λέων Ε' Αρμένιος αρνήθηκε και, αφού ασφάλισε τα τείχη της πόλης, βάδισε εναντίον των Βουλγάρων. Κατάφερε να παγιδέψει τον Κρούμο και τον κατατρόπωσε στη Μεσημβρία το φθινόπωρο του 813. Οι πηγές μάλιστα αναφέρουν ότι ο τόπος καταστροφής των Βουλγάρων ονομάστηκε από το νικητή "βουνό Λέοντος". Ο θάνατος του Κρούμου το 814 απάλλαξε προσωρινά το βυζαντινό κράτος από τις επιδρομές τους, καθώς έριδες για τη διαδοχή του οδήγησαν τους Βουλγάρους στη σύναψη τριακονταετούς ειρήνης με τους Βυζαντινούς.

ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΔΥΣΗ Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση στην περίοδο αυτή της ιστορίας του συνδέονται κυρίως με την προσπάθεια διαφύλαξης από μέρους των Βυζαντινών των δυτικών τους κτήσεων (το εξαρχάτο γύρω από τη Ραβέννα, την Πεντάπολη γύρω από το Αρίμινο και την Αγκόνα, τη Ρώμη μαζί με μια περιοχή της κεντρικής Ιταλίας, τις παράλιες πόλεις της Καμπανίας μαζί με την Καλαβρία και Απουλία). Κυρίαρχοι παράγοντες στη Δύση ήταν τότε το βασίλειο των Φράγκων και το λογγοβαρδικό βασίλειο. Το τελευταίο άρχισε να εξαπλώνεται ιδιαίτερα τον 8ο αιώνα εις βάρος των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας. 

Όταν μάλιστα το 751 ο βασιλιάς των Λογγοβάρδων Ασταϊούλφος κατέλαβε τη Ραβέννα και κατέλυσε το ομώνυμο βυζαντινό εξαρχάτο, ο Πάπας στράφηκε για βοήθεια στο βασιλιά των Φράγκων Πιπίνο Γ' και όχι στο βυζαντινό αυτοκράτορα. Τη στροφή του αυτή δικαιολόγησε με την εικονομαχική πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων της περιόδου, προς την οποία είχε εξαρχής αντιταχθεί η Παπική Εκκλησία. Στην ουσία όμως εκείνο που επιδίωκε ο Πάπας ήταν η ενίσχυση της θέσης του και η απόσπασή του από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Πιπίνος Γ' πράγματι δέχτηκε την πρόσκληση και το 756, αφού νίκησε τους Λογγοβάρδους και τους περιόρισε στη βορειοανατολική Ιταλία, παραχώρησε στον Πάπα τις περιοχές του εξαρχάτου Πενταπόλεως και Αιμιλίας.

Τα γεγονότα αυτά σήμαιναν τη διακοπή των σχέσεων Βυζαντίου και Ρώμης, στον Πάπα της οποίας ο βυζαντινός αυτοκράτορας επέβαλε ορισμένα μέτρα που περιόρισαν την οικονομική του δύναμη. Γεγονός όμως ήταν ότι ήδη στα μέσα του 8ου αιώνα στην Ιταλία είχε δημιουργηθεί το παπικό κράτος και ο Πάπας έγινε, εκτός από θρησκευτικός, και κοσμικός άρχοντας. Την Ιταλία παρέδωσε οριστικά στον Πάπα ο Καρλομάγνος, που κατέλυσε το 774 το βασίλειο των Λογγοβάρδων. Οι νίκες του φράγκου βασιλιά ενίσχυσαν τη φιλοδοξία του να ηγηθεί μιας αυτοκρατορίας σαν τη Ρωμαϊκή. Η ευκαιρία τού δόθηκε όταν κατέλαβε το θρόνο του Βυζαντίου η Ειρήνη (797). 

Η άνοδος μιας γυναίκας στον αυτοκρατορικό θρόνο δεν κρίθηκε νόμιμη από τον Κάρολο. Ο θρόνος του Βυζαντίου θεωρήθηκε κενός και το 800 ο Κάρολος στέφθηκε από τον Πάπα αυτοκράτορας στη Ρώμη, διεκδικώντας για λογαριασμό του την ηγεσία της "οικουμένης" ως συνεχιστής της ρωμαϊκής παράδοσης. Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας έκριναν τη στέψη του Κάρολου παράνομη και αρνήθηκαν να του αναγνωρίσουν τον αυτοκρατορικό τίτλο μέχρι το 812, όταν πολιτικοί λόγοι το επέβαλαν. Αλλά και τότε ακόμη δεν τον ονόμασαν αυτοκράτορα Ρωμαίων, παρά μόνο αυτοκράτορα.

ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και η δημιουργία του σλαβικού αλφαβήτου, με το οποίο μπόρεσαν να εκφραστούν θρησκευτικά και φιλολογικά, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του βυζαντινού πολιτισμού. Το έργο ξεκίνησε στα χρόνια του Μιχαήλ Γ', του Βάρδα και επί πατριαρχίας του Φωτίου και συνεχίστηκε στον επόμενο αιώνα. Πρώτοι δέχτηκαν το Χριστιανισμό οι Σλάβοι της Μοραβίας. 

Από τα μέσα του 9ου αιώνα ο ηγεμόνας τους Ρατισλάβος έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε την αποστολή βυζαντινών επισκόπων και δασκάλων για να διδάξουν τη χριστιανική θρησκεία στη γλώσσα του λαού του. Aλλά και πολιτικοί λόγοι έστρεψαν το Ρατισλάβο στο Βυζάντιο. Καθώς απομάκρυνε τη γερμανική επικυριαρχία, ήρθε σε γειτνίαση με τους Βουλγάρους, που είχαν συμμαχήσει με τους Φράγκους το 863. Η συμμαχία αυτή αποτελούσε απειλητικό κλοιό για τους Μοραβούς που στράφηκαν έτσι για αντιπερισπασμό στο Βυζάντιο.

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' και ο πατριάρχης Φώτιος διέκριναν τα οφέλη που θα προσπόριζε στο Βυζάντιο η επέκταση της θρησκευτικής και πολιτικής επιρροής του και ανέθεσαν τη σημαντική αποστολή στους δύο θεσσαλονικείς αδελφούς Κωνσταντίνο- Κύριλλο και Μεθόδιο, που είχαν αναλάβει και στο παρελθόν ανάλογες δραστηριότητες. Αυτοί ξεκίνησαν το 864 για τη Μοραβία εφοδιασμένοι με σλαβικές μεταφράσεις λειτουργικών κειμένων σε ένα νέο αλφάβητο, το λεγόμενο γλαγολιτικό. Η πρώτη φάση της αποστολής τους (864-867) στέφθηκε από πλήρη επιτυχία.

Τον εκχριστιανισμό των Μοραβών ακολούθησε εκείνος των Βουλγάρων, τον οποίο επέβαλαν όμως τα βυζαντινά όπλα. Το 864, ο ηγεμόνας τους Βόρις βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Μιχαήλ. Ακριβώς όμως επειδή η στροφή τους προς το Χριστιανισμό έγινε κάτω από στρατιωτική πίεση, το 866 ο ηγεμόνας τους δε δίστασε να αλλάξει πολιτική και ζήτησε την αποστολή κληρικών από τη Ρώμη και το φραγκικό βασίλειο. Ο Πάπας, που ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και καραδοκούσε να επαναφέρει τη δικαιοδοσία της Ρώμης στην περιοχή, απ' όπου την είχαν απομακρύνει οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, έσπευσε να στείλει κληρικούς προκαλώντας την οργή του πατριάρχη Φωτίου που καταδίκασε σε σύνοδο το 867 τις αντικανονικές ενέργειες του λατινικού κλήρου και κυρίως το δόγμα του filioque.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η οργάνωση του κράτους σύμφωνα με τις εδαφικές και κοινωνικές εξελίξεις, η αντιμετώπιση των θρησκευτικών ερίδων και η εξυγίανση της νομοθεσίας απασχόλησαν την εσωτερική πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων της πρώτης περιόδου της Μέσης Βυζαντινής εποχής (610-867). Τις αλλαγές στην κεντρική και επαρχιακή διοίκηση του κράτους, το χειρισμό των θρησκευτικών διαμαχών και τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις θα αναλύσουμε στις ενότητες της εσωτερικής πολιτικής.

ΘΕΣΜΟΣ ΘΕΜΑΤΩΝ Σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής, πηγή της εξουσίας και αρχηγός του κράτους ήταν ο αυτοκράτορας. Κάτω από αυτόν και τον εκπρόσωπό του -το ενδιάμεσο δηλαδή πρόσωπο ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τις υπηρεσίες του κράτους- υπήρχε μια περίπλοκη κρατική μηχανή. Κύριο χαρακτηριστικό της κρατικής οργάνωσης της περιόδου (610-867) ήταν η στρατιωτικοποίηση της διοίκησης. 

Αυτή είχε ήδη ξεκινήσει από τον 6ο αιώνα και συστηματοποιήθηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Σκοπός της ήταν η ενίσχυση των εξασθενημένων από τις εχθρικές επιδρομές, παραδουνάβιων κυρίως, περιοχών. Εξελίχθηκε στους χρόνους των διαδόχων του Ιουστινιανού Α΄ με τη δημιουργία των εξαρχάτων της Ιταλίας (584) και της Αφρικής (591), ενώ αποκρυσταλλώθηκε τον 8ο αιώνα με το θεσμό των θεμάτων.

Θέματα ονομάζονταν αρχικά οι κατάλογοι της κεντρικής βυζαντινής υπηρεσίας, όπου καταγράφονταν οι στρατιώτες μιας μονάδας. Στη συνέχεια, ο όρος δήλωνε την ίδια τη στρατιωτική μονάδα και την περιοχή όπου έδρευε και, τέλος, μια γεωγραφική και διοικητική ενότητα. Στη θεματική οργάνωση, ο στρατηγός κάθε θέματος συγκέντρωνε στα χέρια του τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της περιοχής της δικαιοδοσίας του. 

Ωστόσο, οι διευρυμένες εξουσίες που είχε αναλάβει ο στρατηγός δε συνεπάγονταν ότι ασκούσε ανεξέλεγκτος την εξουσία λογοδοτώντας μόνο στον αυτοκράτορα. Οι άμεσοι υφιστάμενοί του, ο πρωτονοτάριος του θέματος, ο πολιτικός δηλαδή διοικητής του θέματος, ο πραίτωρ του θέματος, που ήταν ο θεματικός δικαστής και ο χαρτουλάριος του θέματος, που ήταν ο στρατολόγος του θέματος, μπορούσαν επίσης να απευθύνονται στον αυτοκράτορα για υποθέσεις του θέματος.

Τα θέματα της υπό μελέτη περιόδου (610-867), με διακυμάνσεις κατά καιρούς στην εδαφική τους έκταση, ήταν τα εξής: θέμα Ανατολικών, Αρμενιακών, Οψικίου, Οπτιμάτων, Βουκελλαρίων, Κιβυρραιωτών, Αιγαίου Πελάγους, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Ελλάδος, Κεφαλληνίας, Πελοποννήσου, Θεσσαλονίκης, Δυρραχίου, Σικελίας, Κλιμάτων-Χερσώνος και Κρήτης. Τα θέματα υποδιαιρούνταν σε μικρότερες περιφέρειες, τις τούρμες, και αυτές σε άλλες μικρότερες τα βάνδα. Με την οργάνωση των θεμάτων καταργήθηκε σταδιακά ο χωρισμός σε επαρχότητες και διοικήσεις, που υπήρχε την προηγούμενη περίοδο, ενώ, καθώς παρείχαν στο κράτος ισχυρό στρατό στην περίοδο της μεγάλης τους ακμής, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ Εκτός από την επαρχιακή διοίκηση, μεταβολές παρατηρούνται την περίοδο αυτή και στην κεντρική διοίκηση της αυτοκρατορίας. Στον 7ο αιώνα τοποθετείται η διάσπαση της κεντρικής υπηρεσίας του μαγίστρου των θείων οφφικίων. Στη θέση της εμφανίστηκαν τα λογοθέσια, κεντρικές υπηρεσίες που εξαρτώνταν άμεσα από τον αυτοκράτορα. Αλλαγές σημειώθηκαν επίσης στη διάρθρωση των οικονομικών υπηρεσιών, καθώς δημιουργήθηκαν πολλά τμήματα, που ανέλαβαν τις αρμοδιότητες των ολιγάριθμων παλιότερων οικονομικών οργάνων.

Τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης ανέλαβε ο έπαρχος της πόλεως, καθώς παρήκμασε η παλιά διοικητική οργάνωση υπό τον έπαρχο των πραιτωρίων, αξιωματούχο που μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα εξαφανίζεται. Ο "πατήρ της πόλεως", όπως αποκαλούνταν επίσημα ο έπαρχος της πόλεως, φρόντιζε για την αστυνόμευση και τήρηση της τάξης στην πρωτεύουσα. Επίσης, ήταν υπεύθυνος για την εποπτεία των συντεχνιών και την κίνηση του εμπορίου, ενώ είχε και δικαστικές αρμοδιότητες.

Μεταβολές παρατηρήθηκαν και στην υπηρεσία των ανακτόρων, όπως και στον τομέα της δικαιοσύνης. Κέντρο της απονομής του δικαίου ήταν ο αυτοκράτορας. Το δικαστήριό του, το αυτοκρατορικό ή βασιλικό κριτήριο ή βήμα, προεδρευόταν από τον ίδιο και, όταν απουσίαζε, από τον έπαρχο ή το δρουγγάριο της βίγλας.

ΑΜΥΝΑ Η νευραλγική θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που απλωνόταν σε τρεις ηπείρους, απαιτούσε άρτια στρατιωτική οργάνωση. Αλλαγές παρατηρούμε και σε αυτό τον τομέα του κράτους καθώς περνάμε στη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Η πρωτοβυζαντινή στρατιωτική οργάνωση εξαφανίζεται τον 7ο αιώνα. Στην περίοδο που ακολουθεί διαμορφώνονται δύο βασικές κατηγορίες στρατιωτικών σωμάτων, τα θέματα και τα τάγματα.

Η θεματική οργάνωση του κράτους παρείχε αξιόμαχους ντόπιους στρατιώτες, που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της βυζαντινής άμυνας και επίθεσης. Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Αυτά διαμορφώθηκαν ήδη τον 8ο αιώνα και αποτελούνταν από μισθοφόρους, βυζαντινούς ή ξένους.

Στον 9ο αιώνα τα τάγματα διαιρούνταν:

α) στις σχολές, σώματα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες με επικεφαλής το δομέστικο των σχολών,

β) στους εξκουβήτορες, που χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές με επικεφαλής ένα δομέστικο,

γ) στον αριθμό ή βίγλα, που είχε ως κύρια αποστολή τη φρούρηση του παλατιού και, σε περιπτώσεις εκστρατείας, της αυτοκρατορικής σκηνής με επικεφαλής ένα δρουγγάριο και

δ) στο τάγμα των ικανάτων, που ήταν το νεότερο σώμα της φρουράς και συγκροτήθηκε από το Νικηφόρο Α'. Τα τάγματα αυτά, σε αντίθεση με την παλιότερη ανακτορική φρουρά, ήταν μάχιμα. Την κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων που διοικούσε ο εταιριάρχης.

Τον ισχυρό στρατό πλαισίωνε αυτή την περίοδο ένας εξίσου ισχυρός στόλος. Η αραβική επέκταση και κυρίως η ναυτική πολιτική του χαλίφη Μωαβία ανάγκασε τους βυζαντινούς, στα τέλη του 7ου αιώνα, να δημιουργήσουν αξιόμαχο στόλο. Αυτός χωρίστηκε από το Λέοντα Γ' σε μητροπολιτικό στόλο, που ήταν μικρής σημασίας ναυτική δύναμη, και σε θεματικό, που αποτελούσε και την κύρια δύναμη κρούσεως στη θάλασσα.

ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ Οι εκκλησιαστικές έριδες κυριάρχησαν στην περίοδο αυτή και απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική πολιτική των αυτοκρατόρων. Με τους νικηφόρους πολέμους εναντίον των Περσών και την ανάκτηση των ανατολικών επαρχιών που ήταν προσκείμενες στο Μονοφυσιτισμό, ο Ηράκλειος Α΄ ήρθε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της συμβίωσης μονοφυσιτών και ορθοδόξων. Για το λόγο αυτό στήριξε τη μονοενεργητική-μονοθελητική διδασκαλία του πατριάρχη Σεργίου, καθώς πίστεψε ότι θα ήταν αποδεκτή και από τις δύο ομάδες. 

Τόσο ο Μονοενεργητισμός όσο και ο Μονοθελητισμός, που εισήχθη με την "Έκθεση" του Ηρακλείου το 638, συνάντησαν σύσσωμη την αντίδραση και των μονοφυσιτών και των ορθοδόξων, μεγάλωσαν τις αντιθέσεις μεταξύ τους και διευκόλυναν τελικά την αραβική επέκταση στις περιοχές αυτές, καθώς οι σύροι και παλαιστίνιοι μονοφυσίτες θεώρησαν μικρότερο κακό την αραβική κατάκτηση από την υποταγή στο δόγμα της Χαλκηδόνας.

Τις θρησκευτικές έριδες προσπάθησε να κατευνάσει ο διάδοχος του Ηρακλείου, Κώνστας Β'. Με τον "Τύπο" που εξέδωσε το 648 διέταξε την απομάκρυνση της "Έκθεσης" του Ηρακλείου από το νάρθηκα της Αγίας Σοφίας και απαγόρευσε κάθε συζήτηση για τις ενέργειες ή τις θελήσεις του Χριστού. Οι προσπάθειες όμως τόσο του Ηρακλείου όσο και του Κώνσταντα Β' να ρυθμίσουν τις διαφορές ορθοδόξων και μονοφυσιτών-μονοθελητών απέτυχαν λόγω της αδιάλλακτης στάσης και των δύο μερίδων. 

Όταν λοιπόν οι 'Aραβες κατέκτησαν οριστικά τις νοτιοανατολικές περιοχές του κράτους, που ήταν κατεξοχήν μονοφυσιτικές, ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος Δ' θεώρησε ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να συνεχίζονται αυτού του είδους οι έριδες. Συγκάλεσε τη Στ' Οικουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινούπολη 680/1), που τάχθηκε υπέρ της Ορθοδοξίας και αποκατέστησε τη θρησκευτική ενότητα του κράτους. Τελευταία απόπειρα αποκατάστασης του Μονοθελητισμού έγινε το 712 από το Βαρδάνη-Φιλιππικό. Ο τελευταίος όμως εκθρονίστηκε το 713 από τον Αρτέμιο-Αναστάσιο Β', που κατάργησε την πολιτική αυτή.

ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ Δεν είχαν ακόμη κατασιγάσει οι αντιθέσεις που είχε προκαλέσει στη βυζαντινή κοινωνία η έριδα του Μονοθελητισμού, όταν νέες ταραχές συγκλόνισαν το κράτος με το ξέσπασμα της Εικονομαχίας. Πολλά έχουν ειπωθεί για το χαρακτήρα του κινήματος και τους λόγους που το προκάλεσαν. Σύμφωνα με κάποιους, επρόκειτο για αντιμοναχικό κίνημα που αποσκοπούσε στη μείωση του αριθμού των μοναχών και της μοναστηριακής περιουσίας, άρα εντασσόταν στα πλαίσια των κοινωνικοπολιτικών μέτρων των Ισαύρων. 

Για άλλους, ήταν κίνημα θρησκευτικού χαρακτήρα που εξέφραζε τις διαφορετικές θεολογικές αντιλήψεις των ανατολικών και δυτικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Οι απόψεις αυτές ωστόσο έχουν τρωτά σημεία και ο προσδιορισμός των αιτίων της Εικονομαχίας παραμένει υπό συζήτηση. Γεγονός είναι πάντως ότι η εικονομαχική πολιτική του Λέοντα Γ' έθιξε ευαίσθητες χορδές της βυζαντινής κοινωνίας και η εμμονή του σε αυτή διατήρησε τη διαμάχη σε όλη την περίοδο που μελετάμε, καθιστώντας την έτσι χαρακτηριστικό στοιχείο της. Η Εικονομαχία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη εκτείνεται από το 726 ως το 787 και η δεύτερη από το 815 ως το 843.

ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ (726 – 787) Δεν είχαν ακόμη κατασιγάσει οι αντιθέσεις που είχε προκαλέσει στη βυζαντινή κοινωνία η έριδα του Μονοθελητισμού, όταν νέες ταραχές συγκλόνισαν το κράτος με το ξέσπασμα της Εικονομαχίας. Πολλά έχουν ειπωθεί για το χαρακτήρα του κινήματος και τους λόγους που το προκάλεσαν. Σύμφωνα με κάποιους, επρόκειτο για αντιμοναχικό κίνημα που αποσκοπούσε στη μείωση του αριθμού των μοναχών και της μοναστηριακής περιουσίας, άρα εντασσόταν στα πλαίσια των κοινωνικοπολιτικών μέτρων των Ισαύρων. 

Για άλλους, ήταν κίνημα θρησκευτικού χαρακτήρα που εξέφραζε τις διαφορετικές θεολογικές αντιλήψεις των ανατολικών και δυτικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Οι απόψεις αυτές ωστόσο έχουν τρωτά σημεία και ο προσδιορισμός των αιτίων της Εικονομαχίας παραμένει υπό συζήτηση. Γεγονός είναι πάντως ότι η εικονομαχική πολιτική του Λέοντα Γ' έθιξε ευαίσθητες χορδές της βυζαντινής κοινωνίας και η εμμονή του σε αυτή διατήρησε τη διαμάχη σε όλη την περίοδο που μελετάμε, καθιστώντας την έτσι χαρακτηριστικό στοιχείο της. Η Εικονομαχία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη εκτείνεται από το 726 ως το 787 και η δεύτερη από το 815 ως το 843.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ (815 – 843) Μετά τη λήξη της εικονομαχικής έριδας το 787, από την Ειρήνη, το ζήτημα της λατρείας των εικόνων ανακίνησε ο Λέων Ε' ο Αρμένιος. Οι εικονομαχικές πεποιθήσεις του ενισχύθηκαν από τη διάχυτη στους εικονομαχικούς κύκλους αντίληψη ότι η εικονομαχία συνδεόταν με περιόδους ακμής και στρατιωτικών επιτυχιών, ενώ η επικράτηση των εικονολατρών συνέπιπτε με περιόδους στρατιωτικών αποτυχιών. 

Το 815 συγκάλεσε σύνοδο στο παλάτι των Βλαχερνών, με την οποία έγιναν πάλι αποδεκτές οι αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας (754) και καταδικάστηκαν, με ήπιο όμως αυτή τη φορά τρόπο, οι εικονολατρικές αντιλήψεις. Μετριοπαθής στην εκκλησιαστική του πολιτική στάθηκε ο διάδοχος του Λέοντα Ε', Μιχαήλ Β', ενώ το εικονομαχικό κίνημα προσπάθησε να αναζωπυρώσει ο γιος του τελευταίου Θεόφιλος. Τις απόψεις του Θεόφιλου όμως δε συμμεριζόταν η σύζυγός του Θεοδώρα. Ως επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ', έλυσε οριστικά το ζήτημα των εικόνων μετά το θάνατο του αυτοκράτορα (842). 

Με νέα σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, το 843, επικύρωσε τα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής συνόδου (787) και διακήρυξε την αναστήλωση των εικόνων. Έκτοτε την πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής (Σαρακοστής), που πήρε την ονομασία "Κυριακή της Ορθοδοξίας", η Εκκλησία γιορτάζει την αποκατάσταση των εικόνων και της τάξης στους κόλπους της.
______________________________
Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΕΚΛΟΓΗ ΤΩΝ ΙΣΑΥΡΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: