02 Σεπτεμβρίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
Η ΥΠΑΙΘΡΟΣ ΧΩΡΑ Το Πρώιμο Βυζάντιο φαίνεται ότι ήταν οργανωμένο κυρίως σε πόλεις και λιγότερο σε κωμοπόλεις ή χωριά. Υπήρχαν δηλαδή οι πολυάνθρωπες και οικονομικά ισχυρές κεντρικές πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια και η Έφεσος, που κυρίως στηρίζονταν στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιοτεχνική παραγωγή. Ακολουθούσαν κάποια άλλα κέντρα, συνήθως παραθαλάσσια ή παραποτάμια, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Μίλητος και η Σεβάστεια, που ήταν εμπορικά κέντρα και με καλή βιοτεχνία.

Η υπόλοιπη ύπαιθρος περιλάμβανε τα κέντρα των αγροτικών περιοχών στην ενδοχώρα, που ήταν επίσης σημαντικές πόλεις, όπως η Αδριανούπολη, η Ναϊσσός, η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Λαοδίκεια, η Αμάσεια και η Λάρισα. Κάποιες άλλες πόλεις, ή συχνότερα μικρότερες κωμοπόλεις, ήταν οργανωμένες σε στρατιωτικά οχυρά, κοντά στα σύνορα ή στα επίκαιρα σημεία των στρατιωτικών οδών: τέτοιες ήταν το Σίρμιο, το Δορόστολο, η Αγχίαλος, τα Σύναδα, οι Στόβοι, η Σερδική, η 'Αγκυρα, η Θεοδοσιούπολη, η 'Αμιδα, η Έδεσσα και η Μελιτηνή. Την εικόνα της βυζαντινής υπαίθρου συμπλήρωναν οι διάσπαρτες, και μάλιστα ορισμένες αμυντικά τειχισμένες, αγροικίες (villae), με τις αγροτικές τους εκτάσεις και τα βοηθητικά κτίσματα (μύλους κ.λπ.).

ΤΟ ΠΡΩΙΜΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ Οι κατοικίες των Βυζαντινών κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δε φαίνεται να άλλαξαν καθόλου σε σχέση με τη Ρωμαϊκή. Από τις αγροικίες της υπαίθρου έχουμε μαρτυρίες μόνο για τα μεγάλα κτίσματα των πιο εύπορων αγροτών. Επρόκειτο για κτίσματα στο πρότυπο της ρωμαϊκής villa (έπαυλη), εξοπλισμένα με χώρους κατάλληλους για τη διαμονή των ενοίκων, αλλά και με αποθήκες ή χώρους βοηθητικούς για τις αγροτικές εργασίες. Από τις καλύβες των φτωχών αγροτών, που χτίζονταν με ευτελέστερα υλικά, δεν έχει σωθεί τίποτε.

Περισσότερα γνωρίζουμε για τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της ρωμαϊκής αστικής οικίας. 

Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας. Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του.

Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής ήταν οι αργοί λίθοι και τα τούβλα, καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων και ρωμαϊκών κτηρίων που είχαν καταρρεύσει. Εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι ο τρόπος που διακοσμούνταν τα σπίτια αυτά, αφού ο πλούτος και η ποιότητα της διακόσμησης έπρεπε να δηλώνει -και να συμφωνεί με- την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του: συχνά συναντάμε πέρα από σιντριβάνια, μαρμάρινες κολόνες και κάποια περίτεχνα (π.χ. μαρμάρινα) τραπέζια ή πάγκους, αλλά και καταπληκτικά ψηφιδωτά που κοσμούσαν τα πατώματα στα κεντρικά δωμάτια.

ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ Σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του βυζαντινολόγου Cyril Mango στο βιβλίο του "Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης", "όλες οι αυτοκρατορίες πάντοτε κυβέρνησαν μια πληθώρα λαών και η βυζαντινή αυτοκρατορία δεν αποτέλεσε εξαίρεση". Τα έθνη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της, αν και μεταξύ τους υπήρχε κοινή αποδοχή του κυρίαρχου ελληνόφωνου και χριστιανικού στοιχείου της αυτοκρατορίας, είχαν την τάση να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους και να επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητά τους μέσω των ξεχωριστών πολιτιστικών στοιχείων (κυρίως της γλώσσας) που μοιράζονταν. 

Ως παράδειγμα αναφέρουμε την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή του Ιουστινιανού A΄(527-565) όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες, παραδίδεται ως χωνευτήρι ετερόκλητων στοιχείων. Σύμφωνα με σύγχρονη πηγή, αντιπροσωπεύονταν σ' αυτήν και οι εβδομήντα δύο γνωστές γλώσσες! Ξένοι (Γερμανοί και Ούννοι) και σκληροτράχηλοι βυζαντινοί υπήκοοι ( Ίσαυροι, Ιλλυριοί και Θράκες) περιλαμβάνονταν στα στρατεύματα της πόλης. 

Μοναχοί Σύροι, Μεσοποτάμιοι και Αιγύπτιοι, που δε γνώριζαν λέξη ελληνικά, συνέρεαν στην πρωτεύουσα υπό την προστασία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Οι πανταχού παρόντες Εβραίοι εργάζονταν ως τεχνίτες και έμποροι, ενώ πολλοί ήταν και οι Ιταλοί και Αφρικανοί, των οποίων η μητρική γλώσσα (όπως και του ίδιου του Ιουστινιανού A!) ήταν τα λατινικά. Ποικίλη ήταν την ίδια εποχή η δημογραφική σύνθεση και σε άλλες περιοχές του κράτους που ο πληθυσμός του έχει υπολογιστεί σε 30 περίπου εκατομμύρια (!). 

Οι περιοχές αυτές ήταν, στην κυριολεξία, εκπληκτικά μωσαϊκά από γηγενείς λαούς και εποίκους, αμετάβλητα για πολλούς αιώνες πριν την εποχή του Ιουστινιανού. Αναφέρουμε λίγα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα: Ίβηρες, Λαζοί, Αβασγοί και Γότθοι κατοικούσαν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, Κέλτες, Εβραίοι και περσικής καταγωγής έποικοι βρίσκονταν στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, Αρμένιοι στην Καππαδοκία, Εβραίοι, Σαμαρείτες και 'Αραβες στην Παλαιστίνη.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ Ο καθορισμός της χρονολογίας 324 ως ορόσημου για τη γένεση του νέου χριστιανικού Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους δε σημαίνει ότι η βυζαντινή κοινωνία μετά το χρόνο αυτό είναι κάτι εξ ορισμού διαφορετικό από την μέχρι τότε ρωμαϊκή κοινωνία. Αντίθετα, όλα τα βασικά γνωρίσματα της κοινωνίας των χρόνων του Διοκλητιανού (284-305) ξαναβρίσκονται αυτούσια στην κοινωνία των Πρώιμων βυζαντινών χρόνων. 

Η βασική διαίρεση του πληθυσμού γίνεται σε δύο γενικές κατηγορίες: τους honestiores (εντιμότατους) που κατείχαν την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία και τους humiliores που ακολουθούσαν. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονταν τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα των συγκλητικών και των βουλευτών, ενώ στη δεύτερη τα υπόλοιπα, μέσα και κατώτερα, στρώματα του αστικού και αγροτικού πληθυσμού. Τελευταίοι στην ιεραρχία έρχονταν οι δούλοι, που ακόμη αποτελούσαν σημαντική μερίδα του βυζαντινού πληθυσμού, παρά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο ρωμαϊκό κράτος, την "ελεύθερη δράση" αντικατέστησε ο κρατικός καταναγκασμός ως προς τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας. 

Το κράτος καθόριζε την κληρονομικότητα των επαγγελμάτων και εξανάγκαζε τους γιους να ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους. Η κοινωνία αποκτούσε έτσι μια διάρθρωση αυστηρά ιεραρχημένη, παρόλο που τα εξαιρετικά δεσμευτικά αυτά μέτρα καμία φορά κατέληγαν στην πράξη ανεφάρμοστα.

HONESTIORES Honestiores (δηλαδή εντιμότατοι-σεμνότεροι) αποκαλούνταν τα μέλη της ομάδας που κατείχε την ανώτατη θέση στην κοινωνική ιεραρχία του Πρώιμου βυζαντινού κράτους. Αποτελούνταν από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές (curiales) ή, αργότερα, και εκπροσώπους της επαρχιακής αριστοκρατίας. Σ' αυτούς προστέθηκε και η σχετικά πολυάριθμη κατηγορία των κρατικών υπαλλήλων, μεσαίων και κατώτερων δηλαδή πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, καθώς επίσης ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος. Τα ακριβή όρια της κατηγορίας των honestiores δεν ορίζονταν από τη νομοθεσία.

Γνωρίζουμε, ωστόσο, πως τα μέλη της ανώτατης αυτής κοινωνικής κατηγορίας απολάμβαναν σημαντικά προνόμια: είχαν ιδιαίτερη μεταχείριση από τη δικαιοσύνη, δεν υπόκειντο σε μαστιγώσεις και βασανιστήρια, δεν καταναγκάζονταν σε ατιμωτικές ποινές (π.χ. καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία) ούτε και σε θάνατο και είχαν φορολογικά προνόμια. Μάλιστα, συγκλητικοί και βουλευτές είχαν το δικαίωμα να δικάζονται από ειδικά ανώτερα δικαστήρια (praescriptio fori). Η μεγαλύτερη ποινή για τους honestiores ήταν η εξορία και η δήμευση της περιουσίας τους.

Η ιδιαίτερα υψηλή θέση των honestiores στην κοινωνική διαστρωμάτωση του πρώιμου βυζαντινού κράτους οφειλόταν στην τεράστια συγκέντρωση πλούτου που τους χαρακτήριζε. Κείμενα του 5ου αιώνα, γραμμένα από τον Ολυμπιόδωρο και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, αναφέρουν οικογένειες στο Βυζάντιο με ετήσια εισοδήματα, σε χρήματα και σε είδος, που έφθαναν τα 55 κεντηνάρια, δηλαδή τις 5500 λίτρες χρυσού.

ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΙ H τάξη των συγκλητικών (ordo senatorius) ήταν η ανώτατη κοινωνική τάξη στο Πρώιμο Bυζάντιο. Πρόκειται για τους πολίτες εκείνους που θεωρητικά συμμετείχαν (με συμβουλευτικό ρόλο) στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας ως μέλη της συγκλήτου της Kωνσταντινούπολης, της διαδόχου δηλαδή της συγκλήτου της Ρώμης στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Kράτος. Tα κύρια κριτήρια για την είσοδο κάποιου στη ρωμαϊκή σύγκλητο ήταν η αριστοκρατική καταγωγή, συνδυασμένη με την κατοχή ορισμένης περιουσίας. Οι αυτοκράτορες ωστόσο μπορούσαν να ονομάζουν συγκλητικούς και άλλους, με κριτήριο την επιτυχημένη θητεία τους σε ανώτατα ή ανώτερα αξιώματα, όπως εκείνα του λαμπρότατου (clarissimus), του περίβλεπτου (spectabilis) ή του ενδόξου-ιλλούστριου (illustris). 

Tο τελευταίο αυτό κριτήριο επικράτησε προοδευτικά στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (γιατί ο θεσμός εδώ ήταν ακόμη νέος και οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια νέα αυτοκρατορική αριστοκρατία) και έγινε ο κύριος τρόπος εισόδου στη σύγκλητο της Kωνσταντινούπολης. Mάλιστα, η πολιτική των αυτοκρατόρων της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, που έδωσαν στη σύγκλητο της Kωνσταντινούπολης κύρος εφάμιλλο με αυτό της συγκλήτου της Ρώμης, οδήγησε στη συνεχή διεύρυνση της απονομής των αξιωμάτων που αντιστοιχούσαν στους ανώτατους τιμητικούς τίτλους (και επέτρεπαν την είσοδο στη σύγκλητο). 

Οι τίτλοι απονέμονταν επίσης σε πρώην κρατικούς υπαλλήλους, αλλά και σε προσωπικότητες της διανόησης και των επιστημών (γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες) που δεν κατείχαν αντίστοιχα αξιώματα. Τέλος, στη σύγκλητο είχε παρεισφρήσει, παρά τις κατά καιρούς απαγορευτικές διατάξεις, και ικανός αριθμός βουλευτών (curiales). Από όλους τους συγκλητικούς που κατείχαν αυτούς τους τίτλους, μόνον οι ιλλούστριοι είχαν το δικαίωμα πραγματικής συμμετοχής στις εργασίες της συγκλήτου και είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στην Κωνσταντινούπολη. 

Οι υπόλοιποι έμεναν στις επαρχίες και απ' αυτούς στρατολογούνταν οι αξιωματούχοι της επαρχιακής διοίκησης. Διασπάστηκε έτσι η ενότητα που υπήρχε στο ρωμαϊκό κράτος, ανάμεσα στο θεσμό της συγκλήτου ως συμβουλευτικού σώματος και ανώτατου οργάνου της κρατικής μηχανής και στην ευρύτερη ομάδα των συγκλητικών. Οι τελευταίοι αποτελούσαν πλέον, παρά την εσωτερική τους διαστρωμάτωση με βάση την περιουσία και τους τίτλους τους, απλά μια ενιαία ανώτατη αριστοκρατική κοινωνική τάξη.

ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ Η οργάνωση και διοίκηση της βυζαντινής πόλης αποτελούν εξέλιξη εκείνων της ρωμαϊκής, η οποία με τη σειρά της είχε βασιστεί στις αρχές της ελληνιστικής πόλης. Η ευθύνη για την εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας μιας Πρώιμης βυζαντινής πόλης ανήκε στο βουλευτήριο, που αποτελούνταν από τους βουλευτές ή curiales. Αυτοί ανήκαν συνήθως στην τάξη των ιππέων (ordo equester) και διορίζονταν ή εκλέγονταν με βάση ένα τιμοκρατικό σύστημα. 

Το σώμα αυτό των βουλευτών μετατράπηκε, από το τέλος του 4ου αιώνα, σε μια κλειστή κληρονομική κοινωνική ομάδα. Ανήκαν σ' αυτήν υποχρεωτικά όσοι πληρούσαν τις τρεις προϋποθέσεις που έθεσε ο Mέγας Κωνσταντίνος (306-337) το 317: την καταγωγή (origo), τη μόνιμη διαμονή (incolatus) και την ανάλογη έγγεια περιουσία (condicio possidendi). Δημιουργήθηκε έτσι μια δεύτερη κοινωνική τάξη μετά τους συγκλητικούς, ένα είδος επαρχιακής αριστοκρατίας μεγάλων, μεσαίων και -σπανιότερα, σε μικρές πόλεις- μικρών γαιοκτημόνων, οι ανώτατες βαθμίδες της οποίας συγχωνεύτηκαν με τις κατώτερες βαθμίδες των συγκλητικών της επαρχίας.

Οι βουλευτές είχαν καθήκοντα και λειτουργίες αστικής φύσεως, όπως η φροντίδα για τον επισιτισμό της πόλης, η συντήρηση των τειχών, του υδραγωγείου, η θέρμανση και η λειτουργία των λουτρών, ο φωτισμός και η νυκτοφυλακή της πόλης, η διοργάνωση αγώνων, εορτών και παιγνίων, η εκλογή και η φροντίδα για τη μισθοδοσία γιατρών και καθηγητών κ.ά. Ο αριθμός τους δεν ήταν αυστηρά καθορισμένος αλλά εξαρτώνταν από την οικονομική ακμή της πόλης: για παράδειγμα, ο Λιβάνιος αναφέρει ότι η Αντιόχεια στην εποχή του είχε 60 βουλευτές, παλιότερα όμως 600 κι ακόμη παλιότερα 1200. 

Ισότιμοι κοινωνικά με τους βουλευτές ήταν και όσοι νόμιμα απαλλάσσονταν από τις βουλευτικές υποχρεώσεις, δηλαδή επίσκοποι, ρήτορες, γιατροί και άλλοι που ήταν επιφορτισμένοι με άλλα λειτουργήματα (π.χ. οι navicularioi, που ήταν υπεύθυνοι για τη μεταφορά σταριού).

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ Η άμυνα του Πρώιμου βυζαντινού κράτους οργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (284-305) και του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337). Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες, προκειμένου να επιλύσουν το πρόβλημα των βαρβαρικών επιθέσεων σε έναν τόπο χωρίς να μένουν ανυπεράσπιστα τα υπόλοιπα σημεία των συνόρων, διαίρεσαν το ρωμαϊκό στρατό σε δύο τμήματα: το στρατό προκαλύψεως και ανασχέσεως και το στρατό αντεπιθέσεως και κρούσεως. Το πρώτο τμήμα αποτελούσαν οι limitanei που είχαν ως αποστολή τη διασφάλιση των συνόρων από εχθρικές μικροεπιδρομές και την ανάσχεση του εχθρού, μέχρι να φτάσει το δεύτερο τμήμα. 

Αυτό αποτελούνταν από τους ονομαζόμενους comitatenses των στρατιωτικών διοικήσεων (magisteria militum) στα ενδότερα και εξεδίωκε γρήγορα και αποτελεσματικά τους εχθρούς. Η γενική εφεδρεία των βυζαντινών ενόπλων δυνάμεων ανήκε στους comitatenses palatini, στρατιωτικούς που έδρευαν κυρίως στην πρωτεύουσα, τη Βιθυνία και τον Πόντο. Οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αιώνα ήταν τρεις: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. 

Σύμφωνα με τον πρώτο, κάποια άτομα ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιλάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Τέλος, κατά τον τρίτο τρόπο, οι φορολογούμενοι εξασφάλιζαν μισθοφόρους, ο αριθμός των οποίων ήταν ανάλογος με το ύψος της περιουσίας του. Η κοινωνική θέση των στρατιωτών του Βυζαντίου δε διέφερε από αυτήν των υπόλοιπων κρατικών υπαλλήλων.

HUMILIORES Δίπλα στο προνομιούχο κοινωνικό στρώμα των honestiores (που αποτελούνταν από τους συγκλητικούς και τους βουλευτές ή curiales), κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο διακρίνεται το πλήθος των αγροτών και του αστικού πληθυσμού, που συνθέτει τη γενική κατηγορία των humiliores. Με νομοθετήματα το κράτος επιδίωκε να δημιουργήσει και μέσα σ' αυτή την κατηγορία υπηκόων κλειστές και παγιωμένες κληρονομικές ομάδες. Οι ομάδες που συνέθεταν την κατηγορία των humiliores (αγρότες και αστοί), παρά την εσωτερική τους οικονομική διαστρωμάτωση, έπρεπε να αποτελούν μια ενιαία κοινωνική τάξη που καταρχήν θα αναπαραγόταν κληρονομικά.

Οι ομάδες των κατοίκων της υπαίθρου που ανήκαν στους humiliores ήταν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, οι ακτήμονες χωρικοί, οι μισθωτοί (ελεύθεροι) εργάτες γης και οι εξαρτημένοι γεωργοί. Οι ομάδες των humiliores των πόλεων παρουσίαζαν μεγαλύτερη ακόμη ποικιλία. Τις αποτελούσαν τα διάφορα λαϊκά στρώματα: μικροεπαγγελματίες τεχνίτες και έμποροι, κατώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, ναύκληροι, αργυροπράτες (αργυραμοιβοί, είδος μικροτραπεζιτών), ιδιοκτήτες εργαστηρίων παντός είδους και, τέλος, η κατώτερη αστική ομάδα των εργατών του μεροκάματου και των ατόμων με τις ακαθόριστες και ευκαιριακές ασχολίες, για τους οποίους λίγα γνωρίζουμε. 

Όλες αυτές οι αστικές επαγγελματικές ομάδες ήταν αυστηρά οργανωμένες σε συντεχνίες (σωματεία ή συστήματα) οι οποίες πολλές φορές είχαν οικονομικά προνόμια ή παρουσιάζονταν ως ομάδες πίεσης που η κεντρική εξουσία αναγκαζόταν να υπολογίζει. 
___________________________________

Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΙ
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: