23 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

image

ΜΕΡΟΣ Ζ’

ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΙ

H συγκλητική τάξη (ordo senatorius) ήταν μία από τις δύο ηγετικές ομάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας, η οποία κατείχε τα σημαντικότερα αξιώματα στο διοικητικό μηχανισμό και πιο συγκεκριμένα στην πολιτική, στη δικαιοσύνη και στο στρατό. Ο Αύγουστος προσδιόρισε τη συγκλητική τάξη σαφέστερα διευκρινίζοντας τα όριά της σε σχέση με την αμέσως κατώτερη τάξη των ιππέων. Έτσι, οι συγκλητικοί αποτελούσαν μία ολιγάριθμη και κλειστή κοινωνική ομάδα περίπου 600 μελών. Από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στον αριθμό των υπηκόων των ρωμαϊκών επαρχιών που γίνονταν δεκτοί στη Σύγκλητο. Με αυτό τον τρόπο έπαψε να αποτελεί ένα πολιτικό σώμα της πόλης Pώμης και έγινε σταδιακά ένα αποκλειστικό αντιπροσωπευτικό όργανο όλης της αυτοκρατορίας. Τα μέλη της συγκλητικής τάξης διακρίνονταν ενδυματολογικά από ένα χιτώνα με πλατιά πορφυρή ταινία.

Ο πλούτος, ο πολυτελής τρόπος ζωής αλλά και συχνά η γενναιοδωρία χαρακτήριζαν τους συγκλητικούς. Oρισμένες από τις συγκλητικές οικογένειες που διέθεταν μεγάλη περιουσία έκαναν δωρεές για δημόσια έργα στις ανατολικές επαρχίες. Είναι γνωστό ότι ο πατέρας του Ηρώδη Αττικού παραχώρησε 4.000.000 δηνάρια για την ύδρευση της Τροίας, ενώ επίσης ενίσχυε τους Αθηναίους με χρηματικές προσφορές ή ακόμη και με τη διανομή κρέατος και κρασιού από τις θυσίες. Με τη σειρά του και ο Ηρώδης Αττικός έκανε πολυάριθμες δωρεές στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα ανοικοδόμησε στην Αθήνα το Παναθηναϊκό στάδιο και το Ωδείο της Ρηγίλλας, ένα στάδιο στους Δελφούς και ένα υδραγωγείο στην Ολυμπία.

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Η αριστοκρατία των πόλεων που είχαν οργανωθεί σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα σχημάτιζε τη βουλευτική τάξη (ordo decurionum) στην κάθε πόλη χωριστά και περιελάμβανε περίπου 100 μέλη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, και κυρίως στις πόλεις των ανατολικών επαρχιών, ο αριθμός αυτός κυμαινόταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Στην τάξη αυτή ανήκαν οι άρχοντες της πόλης και τα μέλη της Βουλής, οι οποίοι είχαν σαφή διάκριση από τους πληβείους της πόλης. Η ένταξη σε αυτή την τάξη δεν ήταν κληρονομική, αφού κάθε εύπορος πολίτης μετά τη συμπλήρωση του 25ου ή 30ου έτους της ηλικίας του καλούνταν να συμμετάσχει στη Βουλή και αναλάμβανε δημόσια αξιώματα. Καθώς όμως οι γιοι των βουλευτών κληρονομούσαν τις περιουσίες εκείνων, ήταν συχνό φαινόμενο κάποιες οικογένειες να ανήκουν επί πολλές γενιές στην τάξη αυτή. Στα μεγάλα εμπορικά κέντρα, η βουλευτική τάξη απαρτιζόταν από πολλούς εμπόρους και επιχειρηματίες.

Είναι βέβαια ευνόητο ότι η σύνθεση της βουλευτικής τάξης διέφερε από πόλη σε πόλη, ακόμη και μέσα στην ίδια επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και η μορφή της εξαρτιόταν από την κοινωνική δομή της συγκεκριμένης πόλης. Παράγοντες που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα της τάξης ήταν η περιουσία, η οικονομική δραστηριότητα, η μόρφωση και η καταγωγή. Παρ' όλα αυτά τόσο το έργο όσο και τα προνόμιά τους ήταν κοινά. Οι βουλευτές συχνά αναλάμβαναν τα έξοδα για την ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων μέσα στην πόλη ή έκαναν άλλες δαπάνες προς όφελός της, γνωστές με το λατινικό όρο munificentia (ευεργεσίες). Συχνά η βουλευτική τάξη μίας πόλης παρουσίαζε διαφοροποίηση και στο εσωτερικό της, κυρίως από το 2ο αιώνα μ.X. και εξής, όταν πολλοί βουλευτές άρχισαν να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν ήταν πια σε θέση να αντέξουν το οικονομικό βάρος της συμμετοχής στην τάξη τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προέρχεται από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας. Σε αυτή την πόλη, κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Αδριανού, η βουλευτική τάξη είχε δύο υποομάδες: τους viri primores και τους viri inferiores, τους ανώτερους και κατώτερους άντρες αντίστοιχα.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η οικογένεια αποτελούσε τη βασική κοινωνική μονάδα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αφού μέσω αυτής μεταφέρονταν στα μέλη της ο πλούτος και η κοινωνική τους θέση. Το ρωμαϊκό ιδιωτικό δίκαιο αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για τη ρωμαϊκή οικογένεια ( familia), τα μέλη της οποίας βρίσκονταν κάτω από την εξουσία ενός ατόμου, του πατέρα, ο οποίος ονομαζόταν pater familias.

Ο λατινικός όρος domus απέδιδε την έννοια του οίκου, ο οποίος περιελάμβανε περισσότερα μέλη από τη familia, όπως για παράδειγμα δούλους. Τον οίκο στη ρωμαϊκή κοινωνία συγκροτούσαν οι σύζυγοι, τα παιδιά τους, οι άρρενες μόνο απόγονοι των τελευταίων, τα υιοθετημένα μέλη, οι δούλοι και οι απελεύθεροι. Δεν ήταν, ωστόσο, αναγκαία η συγκατοίκηση όλων στο ίδιο σπίτι ούτε ακόμη και στους οίκους της κατώτερης κοινωνικής τάξης. Η ένταξη δούλων στο ρωμαϊκό οίκο δεν απέκλειε τη δυνατότητα να συνιστούν και ξεχωριστούς οίκους, μέλη των οποίων ήταν και άλλοι δούλοι.

Στις επαρχίες της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, η ελληνική οικογένεια διατήρησε το χαρακτήρα που είχε διαμορφώσει στη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου. Δεν είναι όμως γνωστό πώς προσδιορίστηκαν οι ρόλοι των μελών της κατά τις επιμειξίες και τους γάμους με Ρωμαίους, καθώς και πώς επέδρασε η μορφή της ελληνικής οικογένειας στη ρωμαϊκή.

ΑΝΤΡΑΣ

Ηγετικός ήταν ο ρόλος του άντρα στη ρωμαϊκή οικογένεια, καθώς είχε το δικαίωμα να ασκεί εξουσία στα μέλη της, να επιβάλλει τιμωρίες και να είναι ο κύριος του οίκου. Το γεγονός ότι η σύζυγός του δεν ήταν νομικά κάτω από την εξουσία του -συχνά μόνο ένα τμήμα της περιουσίας της περνούσε στην κατοχή του συζύγου της- δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εξαιρούνταν και από την κυριαρχία του. Οι άντρες των υψηλών κοινωνικών τάξεων είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως συχνά συνέβαινε σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της γυναίκας τους.

Ο αυταρχισμός ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της εξουσίας του πατέρα μέσα στον οίκο, ο οποίος μάλιστα είχε διακαιώματα ζωής και θανάτου απέναντι στα παιδιά του (vitae necisque potestas). Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα μ.Χ. ο πατέρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε αν θα εγκατέλειπε τα παιδιά του (έκθεση νεογέννητων), ή θα αναλάμβανε την ανατροφή τους. Εάν επέλεγε να τα αναθρέψει, είχε αυτομάτως απέναντί τους νομική εξουσία μέχρι το θάνατό τους. Η συγκατάθεσή του ήταν αναγκαία για το γάμο των παιδιών του ανεξαρτήτως φύλου, ενώ μόλις το 2ο-3ο αιώνα μ.X. περιορίστηκε η δικαιοδοσία που είχε να διαλύει αυτούς τους γάμους.

Ο πατέρας είχε στην κατοχή του όλη την οικογενειακή περιουσία και μπορούσε να τη διαθέσει, μετά το θάνατό του, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε. Υπάρχουν μάλιστα και περιπτώσεις που ο πατέρας αποκλήρωνε τα παιδιά του, γεγονός όμως που προϋπέθετε ρητή αναφορά στη διαθήκη του. Η καταπίεση που ασκούσε συχνά δημιουργούσε στους γιους του αισθήματα εχθρότητας, σε σημείο που να θεωρούνται τυχεροί εκείνοι που τον είχαν χάσει από νωρίς.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και στην ελληνική, η γυναίκα είχε τη φροντίδα του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. Οι βαριές οικιακές εργασίες εκτελούνταν από τους δούλους, τουλάχιστον στις αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό τους. Οι γυναίκες των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων μορφώνονταν και είχαν τη δυνατότητα να συνοδεύουν τους συζύγους τους σε εκδηλώσεις κοινωνικού (συμπόσια) ή ακόμη και πολιτικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η γυναίκα αναλάμβανε ένα ρόλο μέσα στην οικογένεια που έμοιαζε αρκετά με εκείνον του συζύγου της.

Η δράση της δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο χώρο του σπιτιού, αλλά εκτεινόταν και σε δημόσιους χώρους της πόλης, όπως στην αγορά. Επιπλέον, γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις -ακόμη και δούλες και πόρνες- προσέρχονταν στα ιερά, για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Iουνίας Θεοδώρας από τη Λυκία, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Κόρινθο στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. ως πρέσβειρα των Λυκίων εκεί αναλαμβάνοντας ποικίλες δραστηριότητες πολιτικού, θρησκευτικού ή ακόμη και εμπορικού χαρακτήρα.

Η ρωμαϊκή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας είχε θετικό αντίκτυπο και στην Ελλάδα, όπως δείχνει η αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου της στη Βέροια της Μακεδονίας αλλά και η ανάδειξή της σε σημαντικά αξιώματα, κυρίως θρησκευτικά. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι που αποκτούσαν ορισμένες γυναίκες, σύζυγοι των Μακεδονιαρχών (αξιωματούχων που τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας στην πόλη), καθώς και η απονομή δημόσιων τιμών σε γυναίκες. Η Φλάβια Ισιδώρα είχε και αυτή τον τίτλο του άντρα της (Μακεδονιάρχισσα), ενώ άλλες -όπως η Αιλία Αλεξάνδρα και η Λουκία Αυρηλία- ήταν ανώτερες ιέρειες της δημόσιας λατρείας. Οι γυναίκες επίσης, όπως φαίνεται από τις επιγραφές της Βέροιας, είχαν τη δυνατότητα να απελευθερώνουν δούλους και να κάνουν δωρεές. Στις περισσότερες περιπτώσεις ενεργούσαν ανεξάρτητα, ενώ σε κάποιες άλλες μόνο μετά τη συγκατάθεση των αδερφών, του άντρα ή της κόρης τους.

___________________________________

Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΠΑΙΔΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: