30 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή του βυζαντινού κράτους σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν η αγροτική οικονομία. Στο πλαίσιό της η κτηνοτροφία, η αλιεία, η μελισσοκομία και η δασοκομία γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη. 

Η βάση όμως της οικονομίας αυτής ήταν η γεωργία. Η φορολόγηση της εγγείου ιδιοκτησίας αποτελούσε την κύρια πηγή εσόδων για το κράτος γι' αυτό και οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν κατά την καλλιέργεια και εκμετάλλευση της γης καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του Βυζαντίου. Ενδεικτικό της σπουδαιότητας της γεωργίας για την αυτοκρατορία είναι το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες από την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (324-610) ενδιαφέρθηκαν για τη ρύθμιση των αγροτικών σχέσεων έτσι ώστε να πετύχουν κατά το δυνατόν οικονομική και κοινωνική σταθερότητα.

Οι πάπυροι, κυρίως από την περιοχή της Αιγύπτου, η αυτοκρατορική νομοθεσία, φιλολογικές πηγές και αγιολογικά κείμενα μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τις αγροτικές δραστηριότητες, τους τρόπους εκμετάλλευσης της γης και την οργάνωση της αγροτικής οικονομίας στην περίοδο αυτή.

ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ Η βάση της οικονομίας του βυζαντινού κράτους ήταν η αγροτική παραγωγή. Η φορολόγηση της εγγείου ιδιοκτησίας ήταν η σημαντικότερη  πηγή εσόδων για το αυτοκρατορικό ταμείο. Για το λόγο αυτό η κατανομή της γης και οι τρόποι εκμετάλλευσής της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, όπως και στην Υστερορωμαϊκή, κυριάρχησε στο χώρο της αγροτικής οικονομίας η μεγάλη ιδιοκτησία. Αυτήν αποτελούσαν οι αυτοκρατορικές γαίες, οι κτήσεις της Εκκλησίας, των πόλεων και των ιδιωτών μεγαλογαιοκτημόνων.

 Οι αυτοκρατορικές γαίες στα Πρώιμα βυζαντινά χρόνια διακρίνονταν στην οικογενειακή περιουσία του αυτοκράτορα (praedia patrimonialia) και στις κτήσεις του θρόνου (praedia rei privatae), που αυξάνονταν κυρίως με δημεύσεις περιουσιών και μειώνονταν με δωρεές σε άτομα που έχαιραν της εύνοιας των αυτοκρατόρων. Με τα έσοδά τους καλύπτονταν έξοδα της διοίκησης και της διπλωματίας. Οι γαίες των ειδωλολατρικών ναών που παραχωρήθηκαν στη χριστιανική Εκκλησία, οι κληροδοσίες και δωρεές γης προς την τελευταία, οι φορολογικές απαλλαγές και το γεγονός ότι η έγγειος ιδιοκτησία της απαγορευόταν να εκποιηθεί συντέλεσαν στη ραγδαία αύξηση των εκκλησιαστικών γαιών και την ένταξη της Εκκλησίας στην κατηγορία των μεγάλων γαιοκτημόνων.

 Οι πόλεις επίσης είχαν μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία. Η περιουσία τους προερχόταν κυρίως από κληροδοσίες, δωρεές και δημεύσεις περιουσιών των βουλευτών. Με την εκμίσθωσή τους οι αστικές γαίες αποτελούσαν σημαντική πηγή εσόδων για τις πόλεις. Οι καταχρήσεις όμως που παρατηρούνταν κατά την εκμίσθωσή τους μείωσαν τη σπουδαιότητα των αστικών γαιών για τα έσοδα των πόλεων, ενώ με τις εχθρικές επιδρομές τον 7ο αιώνα χάθηκαν οριστικά. Υπήρχαν επίσης οι μεγάλες κτήσεις των ιδιωτών, οι οποίοι συνήθως ταυτίζονταν με τους ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς, στρατιωτικούς ή εκκλησιαστικούς. 

Η επικράτηση της μεγάλης ιδιοκτησίας, η προνομιακή της θέση και κυρίως οι επεκτατικές τάσεις των μεγάλων γαιοκτημόνων εις βάρος των μικρών καλλιεργητών και του κράτους επηρέασαν την οικονομική και κοινωνική ζωή του Βυζαντίου, όπως και την ανάλογη διαμόρφωση της πολιτικής των αυτοκρατόρων.

ΜΙΚΡΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ Στην Πρώιμη Bυζαντινή αγροτική οικονομία είναι δεδομένη η κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μικρή και μεσαία  ιδιοκτησία είχε εκλείψει. Η απόκτηση γης θεωρούνταν καλή τοποθέτηση χρημάτων και όχι μόνο τα μέλη της ανώτερης, αλλά και της μεσαίας τάξης ενδιαφέρονταν για την αγορά της. Αυτοί αποτελούσαν τους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες γης που καλλιεργούσαν τις γαίες οι ίδιοι ή με τη βοήθεια ελεύθερων εργατών και δούλων. Στην κατηγορία των μικρών ιδιοκτητών ανήκαν και οι στρατιώτες, που είτε αγόραζαν γη με το μισθό τους είτε την έπαιρναν ως αντάλλαγμα της στρατιωτικής τους υπηρεσίας.

 Οι μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες γης αποτελούσαν με την τακτική καταβολή των φόρων την οικονομική βάση της αυτοκρατορίας. Οι επιδρομές όμως των βαρβάρων από τον 4ο αιώνα και η βαριά φορολογία για τις αμυντικές ανάγκες του κράτους ανάγκασαν τους μικρούς ιδιοκτήτες να καταφεύγουν στους μεγάλους γαιοκτήμονες και να ζητούν την "προστασία" τους. Ως αντάλλαγμα πρόσφεραν προσωπική εργασία ή τη γη τους στους μεγαλογαιοκτήμονες, των οποίων η δύναμη αυξανόταν ραγδαία, με αποτέλεσμα να απειλείται η οικονομική και κοινωνική ισορροπία της αυτοκρατορίας. 

Οι αυτοκράτορες επενέβησαν και προσπάθησαν να αντικαταστήσουν την "προστασία" των μεγαλογαιοκτημόνων με την κρατική προστασία, χωρίς να καταφέρουν ωστόσο να περιορίσουν τις επεκτατικές τάσεις των ισχυρών. Η αντίθεση που προέκυψε μεταξύ της μεγάλης και μικρής ελεύθερης ιδιοκτησίας αποτέλεσε έτσι σοβαρό ζήτημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των βυζαντινών αυτοκρατόρων και επρόκειτο να τους απασχολήσει και στην επόμενη περίοδο της ιστορίας του Βυζαντίου (610-1204).

ΕΚΜΕΤΑΛΕΥΣΗ ΓΑΙΩΝ Οι ιδιοκτήτες γης κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο μπορούσαν να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους με δυο τρόπους, άμεσα και έμμεσα. Ο  πρώτος τρόπος, που εφαρμοζόταν από τους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες, συνίστατο στην καλλιέργεια των γαιών από τους ίδιους ή με τη βοήθεια ίσως ελεύθερων εργατών και δούλων. Ο δεύτερος τρόπος, που ακολουθούνταν από τη μεγάλη ιδιοκτησία, σήμαινε την καλλιέργεια των γαιών από ελεύθερους ή εξαρτημένους γεωργούς έναντι ορισμένου μισθώματος. 

Η έμμεση καλλιέργεια γης γινόταν συνήθως βάσει συμβολαίου, που καθόριζε τόσο το χρόνο εκμετάλλευσης όσο και το ποσό του μισθώματος και συνεπαγόταν τη δημιουργία πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ ιδιοκτητών και καλλιεργητών, ανάλογα με την κατηγορία γης προς καλλιέργεια. Για το λόγο αυτό αποτέλεσε μορφή εκμετάλλευσης που επηρέασε σημαντικά τη διαμόρφωση της βυζαντινής κοινωνίας.

 Στην περίπτωση των ιδιωτικών γαιών η εκμετάλλευση μπορούσε να γίνει με απλή μίσθωση ή με μίσθωση εμφυτευτικού δικαίου. Όταν η μίσθωση ήταν απλή, οι μισθωτές, που ήταν συνήθως ελεύθεροι καλλιεργητές ή μικροϊδιοκτήτες, καλλιεργούσαν τη γη που μίσθωναν με δικά τους μέσα έναντι ενοικίου σε χρήμα ή σε είδος. Η μίσθωση ήταν συνήθως περιορισμένης διάρκειας. Η εκμετάλλευση με βάση την εμφύτευση σήμαινε την καλλιέργεια της γης έναντι μισθώματος, με την παράλληλη ευθύνη βελτίωσης των ενοικιαζόμενων γαιών. Οι εμφυτευτές μπορούσαν να πουλήσουν τις βελτιώσεις, ενώ σταδιακά ο χρόνος εκμετάλλευσης αυξήθηκε και η εμφύτευση έγινε διηνεκής.

 Στις αυτοκρατορικές γαίες ο τρόπος εκμετάλλευσης που επικράτησε ήταν η διηνεκής εμφύτευση. Στις εκκλησιαστικές γαίες εφαρμοζόταν τόσο η απλή μίσθωση όσο και η εμφύτευση. Επειδή όμως μέσω της μακρόχρονης εμφύτευσης οι μισθωτές προσπαθούσαν να καταχραστούν την εκκλησιαστική περιουσία, οι αυτοκράτορες Λέων Α' (457-474), Αναστάσιος Α' (491-518), και αργότερα ο Ιουστινιανός A΄(527-565) με νομοθετήματα περιόρισαν το χρόνο μίσθωσης. Παρόμοιες καταχρήσεις παρατηρήθηκαν και στις μισθώσεις των αστικών γαιών, που ήταν συνήθως διηνεκείς και γίνονταν με πλειοδοσία. Οι καταχρήσεις αυτές, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν συντέλεσαν στην εξαφάνιση των αστικών γαιών.

Από τον 6ο αιώνα γνώρισε μεγάλη διάδοση η εκμίσθωση γαιών με βάση το παροικικό δίκαιο. Σύμφωνα με αυτό, κάποιος ελεύθερος ακτήμονας μπορούσε να εγκατασταθεί στις γαίες ενός γαιοκτήμονα και να τις καλλιεργήσει, με αντάλλαγμα την καταβολή ενός μέρους της παραγωγής στον κύριο της γης. Μετά την παρέλευση όμως μιας περιόδου, συνήθως τριάντα χρόνων, το παροικικό μετατρεπόταν σε μόνιμη σχέση εξάρτησης μεταξύ ιδιοκτήτη και καλλιεργητή. Η παροικία ενσωμάτωσε στους μετέπειτα χρόνους όλες τις ομάδες της εξαρτημένης εργατικής δύναμης, ενώ ο όρος πάροικος μπορούσε να δηλώνει τόσο τον ιδιοκτήτη, όσο και το μισθωτή καλλιεργητή.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑΣ Στο πέρασμα από την υστερορωμαϊκή στη βυζαντινή αυτοκρατορία δε σημειώθηκαν ουσιαστικές αλλαγές στις τεχνικές καλλιέργειας. Η εναλλαγή αγρανάπαυσης και καλλιέργειας ανά διετία ήταν ο κύριος τρόπος αξιοποίησης της γης. Το άροτρο, η τσάπα και το δικέλλι αποτέλεσαν τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι γεωργοί για το καθάρισμα και όργωμα της γης. Τον καιρό της συγκομιδής τα δημητριακά μαζεύονταν με το δρεπάνι, αλωνίζονταν με το δουκάνι και καθαρίζονταν από τα άχυρα με το λικμητήριο ή το πτύον. 

Το κλαδευτήριον ήταν το βασικό εργαλείο των αμπελουργών. Οι μύλοι, στους οποίους μετατρεπόταν το σιτάρι σε αλεύρι, και τα ελαιοτριβεία, όπου οι ελιές γίνονταν λάδι, αποτελούσαν τους πιο σύνθετους μηχανισμούς στον αγροτικό κόσμο. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειξαν οι γεωργοί κυρίως από τον 4ο αιώνα στην καλλιέργεια ελιάς και αμπελιού, λόγω της αυξημένης ζήτησης στις πόλεις.

Οι πληροφορίες των πηγών σχετικά με την απόδοση των καλλιεργειών την περίοδο αυτή (324-610) είναι περιορισμένες. Δύσκολο είναι επίσης να καθοριστεί το μέσο εισόδημα των καλλιεργητών ιδιοκτητών ή μισθωτών γης που δε φαίνεται ωστόσο να ξεπερνούσε το απαραίτητο για την απλή επιβίωσή τους ποσό.

ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ H βάση της οικονομίας του βυζαντινού κράτους ήταν σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του η αγροτική παραγωγή. Και στις πόλεις ακόμη  ο πληθυσμός ζούσε σε μεγάλο βαθμό από την καλλιέργεια των γαιών των γύρω περιοχών. Oι αστικές οικονομικές δραστηριότητες συνίσταντο κυρίως στην ενασχόληση με τους διάφορους κλάδους του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Aκολουθώντας τη ρωμαϊκή παράδοση, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες επιδίωξαν να κατευθύνουν και να ελέγξουν αυτούς τους τομείς της οικονομίας. 

Η κρίση του 3ου αιώνα άλλωστε, που έπληξε την εμπορική και βιοτεχνική ανάπτυξη, επέβαλε εν μέρει τον κρατικό παρεμβατισμό για να ξεπεραστεί. Τα μέτρα των αυτοκρατόρων και η σταθεροποίηση των ανατολικών συνόρων κατά τον 4ο αιώνα βοήθησαν την ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων στο ανατολικό τμήμα του κράτους. Στη Δύση η πορεία δεν ήταν ανάλογη. Οι βαρβαρικές επιδρομές τον 5ο αιώνα αποδυνάμωσαν την οικονομική βάση των πόλεων και επέβαλαν μια διαφορετική εξέλιξη. 
___________________________________ 

Η συνέχεια αύριο με την ενότητα ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: