29 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΑΜΕΣΟΙ ΦΟΡΟΙ Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι φόροι ήταν κατανεμημένοι με τρόπο ώστε οι φορολογούμενοι να συμβάλουν στα κρατικά έσοδα ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Ήταν για το λόγο αυτό χωρισμένοι σε γενικούς και φόρους τάξεων. Στους γενικούς φόρους ανήκε η αννώνα, έγγειος φόρος που καταβαλλόταν σε είδος και αργότερα σε χρήμα και προοριζόταν για τη συντήρηση του στρατού της Κωνσταντινούπολης. Η εσθής, που ήταν παροχή ειδών στρατιωτικής εξάρτυσης, η εισφορά ίππων για το στρατό και ο χρυσός τιρώνων, που σχετιζόταν με την παροχή στρατιωτών ή το χρηματικό αντιστάθμισμα για τη στρατολόγησή τους, αποτελούσαν επίσης γενικές αννωνικές εισφορές.

Οι φόροι τάξεων αφορούσαν κυρίως στους συγκλητικούς, τους διάφορους εμπορευόμενους και βιοτέχνες και τους βουλευτές των πόλεων. Οι συγκλητικοί καλούνταν να πληρώσουν την εισφορά γης, τακτικό φόρο επί της περιουσίας τους. Επίσης, τακτικός φόρος που βάρυνε την τάξη αυτή ήταν η ευχετήρια εισφορά, προσφορά χρυσού στον αυτοκράτορα ως δώρο για την Πρωτοχρονιά. Όλοι οι επαγγελματίες πάλι έπρεπε να πληρώνουν το χρυσάργυρο, που αποτελούσε φόρο άσκησης επαγγέλματος, φαίνεται όμως πως ήταν αρκετά βαριά εισφορά και καταργήθηκε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α' (491-518).

Εκτός από τους παραπάνω υπήρχαν και έκτακτοι φόροι τάξεων, όπως η προσφορά χρυσού που έδιναν οι συγκλητικοί στον αυτοκράτορα σε εξαιρετικές εορταστικές εκδηλώσεις. Ανάλογη εισφορά των βουλευτών των πόλεων προς τον αυτοκράτορα είχε την ονομασία στεφανικό χρυσίο και αποδιδόταν συνήθως με παράλληλη εκφώνηση ενός πανηγυρικού λόγου, του λεγόμενου στεφανικού.

ΕΜΕΣΟΙ ΦΟΡΟΙ Παράλληλα με τους άμεσους, σημαντική πηγή εσόδων για το κρατικό ταμείο της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου αποτελούσαν οι έμμεσοι φόροι. Οι φόροι αυτοί επιβάλλονταν στις διάφορες συναλλαγές, όπως στις αγοραπωλησίες και μεταβιβάσεις ακινήτων. Σε αυτούς ανήκαν επίσης τα διαπύλια και διαγώγια τέλη και οι τελωνειακοί δασμοί επί των εισαγομένων ειδών. Τα διαπύλια και διαγώγια τέλη επιβάλλονταν στα εμπορεύματα που διακινούνταν στο εσωτερικό του κράτους και εισπράττονταν από τους stationarii, στρατιωτικούς υπαλλήλους που είχαν αναλάβει την υπηρεσία. 

Οι φόροι που βάρυναν το εξωτερικό εμπόριο, τα λεγόμενα ελλιμένια, ανέρχονταν συνήθως στο 12,5% επί της αξίας των εισαγομένων ειδών και εισπράττονταν στους διάφορους τελωνειακούς σταθμούς από τους αρμόδιους υπαλλήλους που ονομάζονταν κομμερκιάριοι. Εκτός από τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους, τους φόρους συνέλεγαν και ιδιώτες. Η εκμίσθωση όμως των φόρων σε ιδιώτες συνεπαγόταν πολλές φορές καταχρήσεις εις βάρος των φορολογουμένων, τις οποίες οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να καταπολεμήσουν με τη θέσπιση αυστηρών ποινών.

Εκτός από αυτούς τους έμμεσους φόρους, οι Βυζαντινοί έπρεπε να πληρώνουν τέλη για την έκδοση εγγράφων διορισμού σε δημόσιες υπηρεσίες, για προαγωγές, όπως και για την παροχή υπηρεσιών από τις κρατικές αρχές. Στις υποχρεώσεις των Βυζαντινών προς το κράτος πρέπει τέλος να προσθέσουμε τις υπηρεσίες που έπρεπε να προσφέρουν δωρεάν για κρατικούς και αστικούς σκοπούς. 

Οι υπηρεσίες αυτές (λειτουργίες και αγγαρείες) συνίσταντο συνήθως στην ανάληψη αστικών αξιωμάτων που συνοδεύονταν από δαπάνες για έργα κοινής ωφέλειας ή σχετικές με το αξίωμα. Η παροχή των υπηρεσιών αυτών ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τα δημόσια οικονομικά, καθώς περιόριζε στο ελάχιστο τα λειτουργικά έξοδα του κράτους. Είχε όμως βαθμιαία αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ζωή των πόλεων και συνέβαλε στην παρακμή τους.

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Ο υπολογισμός της αξίας του φόρου σε ζυγά (jugum) και κεφαλές (caput) που αναλογούσε σε κάθε φορολογούμενο καταγραφόταν στα κτηματολόγια. Κάποια πρώιμα κτηματολόγια διασώθηκαν σε παπύρους. Διακρίνονταν κυρίως στα αναλυτικά των τοπικών αρχών, στα συνοπτικά των επάρχων του πραιτωρίου και στο κεντρικό κτηματολόγιο. 

Στα αναλυτικά καταγράφονταν λεπτομερειακά, με βάση τις φορολογικές δηλώσεις των φορολογούμενων, τα ονόματά τους, το όνομα του χωριού τους, οι γαίες τους σύμφωνα με την ποιότητά τους, οι πάροικοι, οι δούλοι και τα ζώα που κατείχαν. Στα συνοπτικά κτηματολόγια αναφέρονταν οι πόλεις κάθε επαρχίας με τον αριθμό των φορολογικών τους μονάδων, ενώ στο κεντρικό ο αριθμός των φορολογικών μονάδων κατά επαρχίες.

Κρατικοί υπάλληλοι επαλήθευαν τις φορολογικές δηλώσεις, αποτιμούσαν τα φορολογήσιμα αντικείμενα σε ζυγά και κεφαλές και κατέγραφαν το αποτέλεσμα στα κτηματολόγια. 'Αλλοι πάλι ήταν υπεύθυνοι για την τακτική καταβολή των φόρων και φρόντιζαν για την αντιστοιχία των τελευταίων με τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των φορολογούμενων.  Μέσω των κτηματολογίων η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ήταν ενήμερη για τις φορολογικές υποχρεώσεις των επαρχιών του κράτους, τις οποίες και προσάρμοζε ανάλογα προκειμένου να αντιμετωπίζει τις μεγάλες κρατικές δαπάνες.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ Απαραίτητη προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης του 3ου αιώνα και την εξυγίανση των οικονομικών του ρωμαϊκού κράτους ήταν η μεταρρύθμιση του νομισματικού συστήματος. Συνεχίζοντας την ανορθωτική νομισματική πολιτική του Διοκλητιανού (284-305) , ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337) έθεσε τις βάσεις της βυζαντινής οικονομίας με τη νομισματική μονάδα που επέβαλε στις χρηματικές συναλλαγές, το λεγόμενο νόμισμα (solidus). 

Tο νόμισμα ισοδυναμούσε με το 1/72 της λίτρας χρυσού και είχε βάρος 4,54 γραμμάρια. Χρυσές ήταν και οι υποδιαιρέσεις του νομίσματος, ο semisses, που αντιστοιχούσε στο 1/2 του solidus και ο tremisses, το 1/3 του solidus. Το νόμισμα είχε επίσης αργυρές και χάλκινες υποδιαιρέσεις. Τα μιλιαρέσια και τα κεράτια ήταν αργυρά νομίσματα και ισοδυναμούσαν με το 1/12 και 1/24 του νομίσματος αντίστοιχα. Τα χάλκινα νομίσματα λέγονταν φόλλεις και αντιστοιχούσαν στο 1/288 του νομίσματος. Στις καθημερινές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν χάλκινα νομίσματα μικρότερης αξίας, οι nummi, που η αξία τους είχε πολλές διακυμάνσεις.

Η οικονομική κρίση που ακολούθησε τις πολιτικές καταστροφές του 5ου αιώνα και την απώλεια του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας κλόνισε το νομισματικό σύστημα του Κωνσταντίνου. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' (491-518) εισήγαγε για το λόγο αυτό μεταρρυθμίσεις γύρω στα 498. Με την έκδοση φόλλεων αξίας 40, 20, 10 και 5 νουμμίων προσπάθησε να προσαρμόσει την ονομαστική αξία των νομισμάτων αυτών στην πραγματική μεταλλική τους αξία σε σχέση με το χρυσό νόμισμα και να σταθεροποιήσει το νομισματικό σύστημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κάποια αστάθεια παρατηρήθηκε λίγο αργότερα στις κοπές του Ιουστινιανού Α', (527-565) σε γενικές γραμμές όμως το βυζαντινό χρυσό νόμισμα διατηρήθηκε ανόθευτο μέχρι τον 11ο αιώνα και αποτέλεσε το σταθερότερο μέσο των εμπορικών συναλλαγών όχι μόνο του βυζαντινού, αλλά και του διεθνούς εμπορίου.

ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΑ Σημαντική πηγή πληροφοριών για την οικονομική δραστηριότητα τόσο στις επαρχίες, όσο και στη νέα πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους, την Κωνσταντινούπολη, αλλά και για το πέρασμα από τη ρωμαϊκή στη βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούν η λειτουργία και οι κοπές των νομισματοκοπείων. Τα σημαντικότερα νομισματοκοπεία που λειτούργησαν στις δυτικές και ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας τα χρόνια αυτά ήταν της Ρώμης, του Τρίερ, της Αρελάτης, της Λυών, της Ραβέννας, της Ακυληίας, της Καρχηδόνας, της Κατάνης, των Συρακουσών, της Σισκίας, του Σιρμίου, της Θεσσαλονίκης, της Χερσώνας, της Ηράκλειας, της Κυζίκου, της Αντιόχειας, της Νικομήδειας, της Αλεξάνδρειας, της Κύπρου, της Αλεξανδρέττας και εκείνο της Κωνσταντινούπολης. 

H νομισματική πολιτική ρυθμιζόταν από τον κόμη των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum). Στα επαρχιακά νομισματοκοπεία οι procuratores monetarum ήταν επικεφαλής, oι praepositii, πιθανόν ανώτεροι υπάλληλοι, ενώ οι monetarii απλοί υπάλληλοι, που από τον 4ο αιώνα φαίνεται ότι ήταν προσδεμένοι στην υπηρεσία τους και μπορούσαν να την εγκαταλείψουν μόνο με την άδεια του comes sacrarum largitionum και τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα.

Στις επαρχίες κόβονταν κυρίως νομίσματα από ευτελή μέταλλα για την κάλυψη διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών και έφεραν το χαρακτηριστικό σήμα του κάθε νομισματοκοπείου. Από τα μέσα ωστόσο του 4ου αιώνα άρχισαν να παράγουν και νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, συνήθως όταν άλλαζε ο αυτοκράτορας στο βυζαντινό θρόνο. Για παράδειγμα, τα νομισματοκοπεία του Tρίερ, της Λυών, της Αρελάτης, της Ακυληίας, της Ρώμης, της Θεσσαλονίκης, της Ηράκλειας, της Κυζίκου, της Νικομήδειας και της Αντιόχειας συμμετείχαν με κοπές στον εορτασμό για την άνοδο στο θρόνο των αυτοκρατόρων Βαλεντινιανού Α' και Βάλη το 364. Σταδιακά οι κοπές νομισμάτων από πολύτιμα μέταλλα έγιναν αυτοκρατορικό μονοπώλιο και πραγματοποιούνταν στα νομισματοκοπεία που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς η αυτοκρατορική ακολουθία (comitatus). Από το 395 το νομισματοκοπείο του comitatus ταυτίστηκε με εκείνο της Κωνσταντινούπολης, που είχε άλλωστε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα.

Οι πολιτικές και διοικητικές εξελίξεις επηρέαζαν τη λειτουργία των νομισματοκοπείων. Για παράδειγμα, η επέκταση ή συρρίκνωση του κράτους και οι οικονομικές ανάγκες που κατά καιρούς έπρεπε να καλυφθούν οδηγούσαν συχνά στο άνοιγμα ή κλείσιμο επαρχιακών νομισματοκοπείων. Έτσι η κατάρρευση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας από τον 5ο αιώνα και η οικονομική παρακμή της περιοχής οδήγησαν σε περιορισμό των ενεργών νομισματοκοπείων. Στην Ανατολή αντίθετα, τα νομισματοκοπεία της Θεσσαλονίκης, της Νικομήδειας, της Κυζίκου, της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας συνέχισαν με κάποιες διακοπές την παραγωγή σε όλη την περίοδο.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ Η ύπαρξη σταθερού νομίσματος από τα πρώτα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας επέτρεψε την ανάπτυξη της χρηματικής οικονομίας. Οι  εισπράξεις των φόρων, οι πληρωμές των υπαλλήλων, οι καθημερινές συναλλαγές γίνονταν κατά κύριο λόγο σε χρήμα. Παράλληλα με τη χρηματική αναπτύχθηκε και η πιστωτική οικονομία. Οι αργυροπράται ή argentarii ήταν οι επαγγελματίες που ασχολούνταν με τις διάφορες πιστωτικές και τραπεζιτικές εργασίες. Μεσολαβούσαν για την πώληση πολύτιμων αντικειμένων, έμπαιναν εγγυητές για την πληρωμή χρεών και κυρίως δάνειζαν χρήματα με τόκο. Ο τόκος καθοριζόταν είτε με βάση το νόμο από κάποιον δικαστή είτε με συμφωνία δανειστού και δανειζόμενου. 

Το επιτόκιο και στις δύο περιπτώσεις ήταν συνήθως 6%. Στις περιπτώσεις τοκισμού με συμφωνία ωστόσο το επιτόκιο μπορούσε επιπλέον να διακυμανθεί, ανάλογα με την κοινωνική θέση του δανειστή. Για παράδειγμα, αν ο δανειστής ήταν ανώτατος δημόσιος λειτουργός ή συγκλητικός επιτρεπόταν να δανείσει μόνο με 4%, αν όμως ήταν έμπορος ή τεχνίτης μπορούσε να δανείσει και με 8%. Το κράτος επενέβαινε κατά τον τρόπο αυτό περιοριστικά προκειμένου να αποφευχθούν καταχρήσεις από μέρους των δανειστών.

Η ίδια η έννοια του τοκισμού και οι καταχρήσεις που παρατηρούνταν κατά τους δανεισμούς είχαν καταστήσει το επάγγελμα των αργυροπρατών αντιπαθές και από νωρίς προκάλεσαν τις αντιδράσεις της Εκκλησίας. Η τελευταία καταδίκασε τον τόκο, κατάφερε μάλιστα να τον απαγορεύσει για ένα διάστημα. Η χρήση του ωστόσο θεωρήθηκε απαραίτητη στις συναλλαγές και έτσι σύντομα επανήλθε και αναγνωρίστηκε επίσημα. 
__________________________
Η συνέχεια αύριο με την ενότητα ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια: