26 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

image

ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Tα όρια κάθε περιόδου είναι συμβατικά και συνήθως βρίσκονται σε άμεση σχέση με τα σημαντικά εκείνα γεγονότα που άλλαξαν τη ροή της ιστορίας. Ως τέτοιο λογίζεται και το έτος 324, όταν ο Mέγας Kωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην Kωνσταντινούπολη. Έτσι το 324 αποτελεί την απαρχή της μακραίωνης βυζαντινής ιστορίας.

Ο όρος "βυζαντινός" προήλθε από την επιλογή του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μετατρέψει την αρχαία ελληνική αποικία Βυζαντίς σε πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας και να τη μετονομάσει σε Κωνσταντινούπολη, δηλαδή πόλη του Κωνσταντίνου. O όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 16ο αιώνα και καθιερώθηκε στην επιστημονική ορολογία το 17ο χαρακτηρίζοντας έτσι την ιστορία των 11 περίπου αιώνων.

Oι μορφές του Mεγάλου Kωνσταντίνου (306-337) και του Iουστινιανού A' (527-565) κυριάρχησαν στην περίοδο 324-610. Oι αυτοκράτορες αφομοιώνοντας τη ρωμαϊκή παράδοση επεδίωξαν να θέσουν τις βάσεις για τις μετέπειτα εξελίξεις και τη διαμόρφωση του βυζαντινού κράτους. H διασφάλιση των συνόρων του κράτους αλλά και η προσπάθεια για την αποκατάσταση των εδαφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χαρακτήρισαν τους πρώτους αιώνες. Παράλληλα, η οριστική διαμόρφωση και επικράτηση του ορθόδοξου δόγματος καθώς και οι αλλεπάλληλες αντιθέσεις με μια σειρά αιρέσεων που αναπτύχθηκαν μέσα στα όρια της αυτοκρατορίας σφράγισαν την πρώιμη περίοδο της βυζαντινής ιστορίας.

ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στο θρόνο το 306. Ωστόσο, η αρχή της βυζαντινής ιστορίας τοποθετείται στο 324, όταν κατόρθωσε να απομείνει μονοκράτορας στην απέραντη αυτοκρατορία. Tα γεγονότα που χαρακτήρισαν την εποχή του ήταν τόσο η απόφαση της μεταφοράς της πρωτεύουσας από τη Δύση στην Ανατολή όσο και η εσωτερική του πολιτική.

Όταν ο Kωνσταντίνος απέμεινε μονοκράτορας, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη στο Bυζάντιο, την αρχαία μεγαρική αποικία, στην οποία έδωσε το όνομά του. Η μεταφορά ενός κράτους διοικητικά, γλωσσικά και νομοθετικά ρωμαϊκού, σε έναν τόπο που βρισκόταν κάτω από την πολιτισμική σφαίρα του ελληνισμού και των ανατολικών λαών αποτελούσε τον προάγγελο της αλλαγής ολόκληρης της υπόστασής του. Η συμβολή του Kωνσταντίνου στη διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους αλλά και η θρησκευτική πολιτική του αποτελούν σημαντικά κεφάλαια της ιστορίας καθώς έθεσαν τις βάσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη του Βυζαντίου. Αξιοσημείωτη αλλά και δυσερμήνευτη λόγω της έλλειψης πηγών είναι η εξόντωση πολλών από τους πολιτικούς του αντιπάλους, ακόμα και μελών της οικογένειάς του, το 326.

Ως προς τα σύνορα του κράτους, ο Kωνσταντίνος δεν έκανε καμιά επεκτατική προσπάθεια. Φρόντισε μόνο να διατηρήσει την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, τοποθετώντας στα μέτωπα των συνόρων τους γιους του. Αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις των βαρβαρικών φύλων στο Pήνο και το Δούναβη και κατόρθωσε να συνάψει ειρήνη με τους Γότθους, με την οποία οι τελευταίοι όφειλαν να προστατεύουν το σύνορο του Δούναβη παίρνοντας ως αντάλλαγμα τρόφιμα και χρήματα. Στην Ανατολή, η θρησκευτική πολιτική του Kωνσταντίνου προκαλούσε τους Πέρσες, οι οποίοι αντιδρούσαν με διωγμούς κατά των χριστιανών υπηκόων τους.

ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ H μεγαρική αποικία που ιδρύθηκε το 660 π.Χ. και έφερε το όνομα Βυζάντιο έμελλε να δανείσει το όνομά της σε μια χρονική περίοδο 11 αιώνων, τη βυζαντινή, και να γίνει πρωτεύουσα με το όνομα του ιδρυτή της Κωνσταντίνου. Η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, που ήταν ισότιμη με τη Ρώμη, έγινε το 324.

Η μετάθεση της πρωτεύουσας και η επιλογή της νέας θέσης δεν ήταν τυχαία. Υπαγορεύτηκε κυρίως από στρατιωτικούς λόγους. Η θέση της πόλης ανάμεσα σε δύο ηπείρους, τριγυρισμένη από θάλασσα, την καθιστούσε όχι μόνο καίριο στρατιωτικό σημείο αλλά και σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και την Aζοφική.

Κίνητρο στην απόφαση του Κωνσταντίνου να εγκατασταθεί στη νέα πρωτεύουσα αποτέλεσε η εξάπλωση της νέας θρησκείας. Η στροφή του προς το Χριστιανισμό συνδυάστηκε με την απομάκρυνσή του από μια πόλη που είχε γίνει επίκεντρο ειδωλολατρίας, τη Ρώμη. Παρόμοιοι λόγοι συνέβαλαν και στην απόφασή του να στολίσει τη νέα πρωτεύουσα με μια σειρά λαμπρών εκκλησιών. Έκτισε ακόμη πολλά δημόσια οικοδομήματα, μετέφερε έργα τέχνης, υποχρέωσε τους μισθωτές αυτοκρατορικών γαιών στη Μικρά Ασία και τον Πόντο να κτίσουν εκεί σπίτια και τους απάλλαξε από τους φόρους που βάρυναν τις επαρχίες έξω από την Ιταλία. Mέσα σε έξι χρόνια ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και το Μάιο του 330 έγιναν τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας.

Επίσημη γλώσσα της Κωνσταντινούπολης ήταν η λατινική, αν και στην πλειοψηφία του ο πληθυσμός μιλούσε ελληνικά. Προνόμια των κατοίκων της "Νέας Ρώμης" αποτελούσαν οι φθηνές τιμές των σιτηρών από το 332 αλλά και η καθημερινή διανομή άρτου.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Τα μέτρα που έλαβε ο Κωνσταντίνος στην εσωτερική πολιτική μπορούν να θεωρηθούν ως η βάση της οργάνωσης του βυζαντινού κράτους και της κοινωνίας. Σημαντική ήταν η διαμόρφωση του αυτοκρατορικού θεσμού και των συμβόλων που τον συνόδευαν. Ο βασιλεύς έφερε διάδημα που αντικατέστησε το στεφάνι που φορούσαν οι ρωμαίοι αυτοκράτορες, ενώ το επίθετο ιερός χαρακτήρισε τόσο τον ίδιο όσο και οτιδήποτε είχε άμεση σχέση μαζί του, όπως το παλάτι. Έτσι η αυτοκρατορική εξουσία υιοθέτησε χαρακτηριστικά του θεσμού της βασιλείας.

Oι αυτοκρατορικές υπηρεσίες αναδιοργανώθηκαν και βρέθηκαν υπό τη διοίκηση δύο αξιωματούχων, του προϊσταμένου των αυτοκρατορικών ενδιαιτημάτων για την προσωπική υπηρεσία του αυτοκράτορα και του μαγίστρου των οφφικίων (magister officiorum) για τις υπόλοιπες υπηρεσίες. Eπίσης δημιουργήθηκε μια ολόκληρη σειρά πολύπλοκων κρατικών υπηρεσιών. Tο κράτος διαιρέθηκε σε τέσσερις επαρχότητες που κάθε μια είχε το δικό της έπαρχο πραιτωρίου, αξιωματούχο που δεν είχε καμία στρατιωτική αρμοδιότητα. Ο στρατός χωρίστηκε σε στρατό προκαλύψεως και σε στρατό κρούσεως, ενώ κάθε λεγεώνα περιορίστηκε στον αριθμό των 1000 ανδρών ώστε να είναι πιο ευκίνητη. Επικεφαλής του στρατού ήταν ο στρατηγός του πεζικού και ο στρατηγός του ιππικού.

Σημαντικές μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις πραγματοποίησε ο Κωνσταντίνος και στον οικονομικό και δημοσιονομικό τομέα. Εισήγαγε το solidus, το χρυσό δηλαδή νόμισμα που διατήρησε την καθαρότητά του μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν άρχισαν να πραγματοποιούνται οι πρώτες υποτιμήσεις. Ωστόσο, κάτω από το βάρος των αυξημένων εξόδων, τόσο για τη διαφύλαξη των συνόρων όσο και για την ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, ο αυτοκράτορας επέβαλε βαριά φορολογία.

Τα κοινωνικά μέτρα που έλαβε απέβλεπαν στην αντιμετώπιση της αύξησης της μεγάλης ιδιοκτησίας σε βάρος της μικρής αλλά και στην προσπάθεια να μην εγκαταλείπουν οι πολίτες το επάγγελμα ή τη γη τους, φαινόμενο που παρατηρούνταν συχνά. Σε ό,τι αφορά τον τομέα της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήταν σαφώς επηρεασμένες από το χριστιανικό πνεύμα. Έτσι πάρθηκαν μέτρα υπέρ της προστασίας των αδυνάτων, για παράδειγμα βαρύτατες ποινές για ορισμένα αδικήματα όπως οι απαγωγές ή η πατροκτονία, αλλά και μέτρα για την καλύτερη διαβίωση των καταδίκων.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Οι χριστιανοί ασκούσαν ήδη από το 311 ελεύθερα τη λατρεία τους σύμφωνα με το διάταγμα του Γαλέριου. Το 313 έγινε από τον Κωνσταντίνο και το Λικίνιο η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού και με το διάταγμα των Μεδιολάνων δόθηκε η ελευθερία στους πολίτες να ακολουθήσουν όποια θρησκεία ήθελαν. Ωστόσο, τη σημαντικότερη ώθηση στη χριστιανική θρησκεία έδωσε η φιλοχριστιανική στάση του Κωνσταντίνου, από την εποχή που απέμεινε μονοκράτορας στην αυτοκρατορία.

Ο ρόλος του Χριστιανισμού υπήρξε ο συνδετικός κρίκος σε ένα κράτος με υπηκόους που προέρχονταν από διαφορετικούς γεωγραφικούς και πολιτισμικούς χώρους. Η Εκκλησία επιβεβαίωνε και ενίσχυε ηθικά τις ενέργειες του Κράτους και το Κράτος με τη σειρά του ενίσχυε οικονομικά την Εκκλησία στην προσπάθειά της για την εξάπλωση του Χριστιανισμού και την καταπολέμηση των αιρέσεων. Ο αυτοκράτορας παρείχε σημαντική οικονομική ενίσχυση στην Εκκλησία είτε με χρηματικές παροχές είτε με φορολογικές απαλλαγές. Παράλληλα οι επίσκοποι απέκτησαν και δικαστική αρμοδιότητα, αναγνωρισμένη από όλους.

Στο Μεγάλο Κωνσταντίνο οφείλεται ακόμη η σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 στη Νίκαια με σκοπό να διευθετηθεί η διαμάχη ορθοδόξων και αρειανών. Η διδασκαλία του Αρείου, ιερέα στην Αλεξάνδρεια, αμφισβητούσε τη θεία φύση του Χριστού και υποστήριζε ότι ο Χριστός ήταν δημιούργημα του Πατέρα.

Η ανάμιξη του Κωνσταντίνου, της πολιτικής δηλαδή εξουσίας, στις εκκλησιαστικές διαμάχες αποτέλεσε την πρώτη στην ουσία ενεργό ανάμιξη του Κράτους στις εκκλησιαστικές υποθέσεις, που απέκτησαν έτσι και πολιτικό χαρακτήρα, ενώ συχνά οδήγησαν τις δυο πλευρές σε διενέξεις και ανταγωνισμό. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να ενώσει το Κράτος επεμβαίνοντας στις διαφορές της Εκκλησίας και ακριβώς γι' αυτό το λόγο η προσπάθειά του απέτυχε.

Ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος βαπτίστηκε χριστιανός λίγες μόνο ημέρες πριν το θάνατό του το 337 και τάφηκε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σύμφωνα με δική του υπόδειξη. Στον ίδιο ναό ετάφησαν και πολλοί άλλοι αυτοκράτορες στους επόμενους αιώνες.

ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ Mετά το θάνατο του Μεγάλου Κωνσταντίνου το 337 και μέχρι την άνοδο του Ιουστινιανού A' (527-565), ο οποίος αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της βυζαντινής ιστορίας, αρκετοί αυτοκράτορες ανέβηκαν στο θρόνο. Όλοι είχαν να αντιμετωπίσουν τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο για τα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά και τα τεράστια προβλήματα που δημιουργούσαν οι θρησκευτικές έριδες.

Tο θάνατο του Mεγάλου Kωνσταντίνου ακολούθησε περίοδος αναστάτωσης και διαφωνιών ανάμεσα στους γιους του. Tελικά, από το 340 έως το 350 απέμειναν να κυβερνούν την αυτοκρατορία ο Kώνστας και ο Kωνστάντιος. Kύριο μέλημά τους ήταν η ενίσχυση της άμυνας των συνόρων, στο οποίο ανταποκρίθηκαν με επιτυχία. Στην Ανατολή αντιμετώπιζαν τους Πέρσες και στη Δύση τους Φράγκους και τους Αλαμανούς.

Στην εσωτερική πολιτική, ακολουθώντας τις αρχές που χάραξε ο πατέρας τους, ενίσχυσαν αρκετά το βουλευτικό αξίωμα. Σημαντικές, ωστόσο, στάθηκαν οι εξελίξεις στο θρησκευτικό τομέα. Στη μοιρασμένη στα δύο αυτοκρατορία επικρατούσαν διαφορετικές θρησκευτικές αντιλήψεις, τις οποίες ασπάζονταν αντίστοιχα και οι αυτοκράτορες. Ο Κωνστάντιος στην Ανατολή υποστήριζε τον Αρειανισμό και ο Κώνστας στη Δύση την Ορθοδοξία. Πολλές προσπάθειες συμβιβασμού έγιναν με σκοπό την ειρήνη και την ενότητα, ενώ συχνά σημειώθηκαν αιματηρές συγκρούσεις.

Μετά το θάνατο του Κώνστα το 350, ο ημιβάρβαρος αξιωματικός Mαγνέντιος σφετερίστηκε το θρόνο. Στη μεγαλύτερη σύγκρουση του 4ου αιώνα, στη Μούρσα της Παννονίας (τη σημερινή Oυγγαρία) με αντιπάλους τον Μαγνέντιο και τον Κωνστάντιο, πάνω από 54.000 άνδρες από τους 116.000 που αντιμάχονταν έχασαν τη ζωή τους. Η νίκη του Κωνστάντιου του άνοιξε το δρόμο για την τελευταία μάχη το 353, οπότε και απέμεινε μονοκράτορας.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ Το χρονικό διάστημα 518-610 χαρακτηρίζεται από ποικίλα και πολλαπλά επιτεύγματα σε όλους τους τομείς. Πρόκειται για μια από τις καλύτερα τεκμηριωμένες περιόδους από τις πηγές της εποχής, κυρίως σε ό,τι αφορά στις στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις, στον τομέα του δικαίου και στις εκκλησιαστικές υποθέσεις.

Η μορφή του Ιουστινιανού αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της όχι μόνο στον 6ο αιώνα αλλά και σε ολόκληρη τη Βυζαντινή περίοδο. Η προσπάθεια για την παλινόρθωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ένα από τα κυριότερα στοιχεία που καθόρισαν την εξωτερική πολιτική και την πορεία του κράτους. Παράλληλα, στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας η κωδικοποίηση του δικαίου, η αναδιοργάνωση στη διοίκηση και τη στρατιωτική διάρθρωση αλλά και η ακμή στον τομέα της τέχνης, συνδέθηκαν άμεσα με την προσωπικότητα του Ιουστινιανού και αποτέλεσαν την απαρχή των μελλοντικών εξελίξεων του βυζαντινού κράτους.

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 518 -610 Την περίοδο από το 518-610 στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκαν οι αυτοκράτορες: Ιουστίνος Α' (518-527), Ιουστινιανός A' (527-565), Ιουστίνος Β' (565-578), Τιβέριος (578-582), Μαυρίκιος (582-602), Φωκάς (602-610). Ωστόσο η προσωπικότητα του Iουστινιανού και τα επιτεύγματά του σφράγισαν κατά τέτοιο τρόπο τον 6ο αιώνα ώστε να ονομάζεται ο αιώνας του Ιουστινιανού.

Ανάμεσα στον Αναστάσιο A' (491-518) και τον Ιουστινιανό A' κυβέρνησε ο Iουστίνος Α' (518-527). Ήταν ανώτατος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής φρουράς και όπως αποδεικνύει η σταδιοδρομία του διέθετε κάποιες ικανότητες. Αναταραχή και διαφωνίες προηγήθηκαν της ανόδου του Ιουστίνου στο θρόνο. Tόσο η ηλικία του, ήταν 70 ετών, όσο και το γεγονός ότι δεν ήταν μορφωμένος τον οδήγησαν στην επιλογή του ανιψιού του Ιουστινιανού στο ρόλο του συμβούλου. Το πραγματικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν Πέτρος Σαββάτιος. Όταν υιοθετήθηκε από τον Iουστίνο απέκτησε το όνομα Iουστινιανός, το οποίο προτιμούσε και με το οποίο έμεινε γνωστός. Ο Ιουστινιανός ήταν εκείνος που χάραζε στην ουσία την πολιτική σε ό,τι αφορά στη διοίκηση αλλά και στα εκκλησιαστικά θέματα. Στις πρώτες ενέργειές του συμπεριλαμβάνεται η προσπάθεια προσέγγισης της Δύσης. Με αυτό το σκοπό επέβαλε το δόγμα της Xαλκηδόνας απομακρύνοντας κάθε εκκλησιαστικό παράγοντα που υποστήριζε το Μονοφυσιτισμό. Η αναταραχή που ξέσπασε στις ανατολικές επαρχίες ήταν αναμενόμενη. Ο Ιουστινιανός δίπλα στο θείο του απέκτησε σιγά σιγά δύναμη ανάμεσα στο λαό της Πρωτεύουσας, προετοιμάζοντας την εξέλιξή του και την άνοδό του στο θρόνο. Λίγους μήνες πριν το θάνατο του Ιουστίνου ο Ιουστινιανός στέφθηκε συναυτοκράτωρας.

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Ο Ιουστινιανός γεννήθηκε το 482 και κυβέρνησε από το 527 έως το θάνατό του το 565. Το 518 έγινε κόμης των δομέστικων και πήρε τον τίτλο του πατρικίου ενώ το 521 ανέλαβε το αξίωμα του υπάτου, πράγμα που τον βοήθησε να αποκτήσει κύρος και δύναμη μέσα στους κύκλους της Πρωτεύουσας. Αργότερα έγινε ανώτατος αξιωματικός της αυτοκρατορικής φρουράς. Το 527 ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας και την ίδια χρονιά, με το θάνατο του Ιουστίνου, απέμεινε μονοκράτορας.

Η φυσική αντοχή του και ο ολιγόωρος ύπνος τού χάρισαν το χαρακτηρισμό του "ακοίμητου βασιλιά" στην επιγραφή του ναού των Αγίων Σέργιου και Βάκχου στην Kωνσταντινούπολη ή του "άρχοντος των δαιμόνων" σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο. Ήταν άνθρωπος δεσποτικός, διέθετε μεγάλη επιμονή, σύστημα και υπομονή για να πετύχει τους σκοπούς του. Yπήρξε επίσης ιδιαίτερα δραστήριος και εργατικός, με καλούς τρόπους, χωρίς να επιδίδεται σε ασυδοσίες, αλλά και αρκετά δύσπιστος.

Το πορτρέτο του αυτοκράτορα μας έχει σωθεί στον ψηφιδωτό διάκοσμο του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα (Iταλία) καθώς και σε νομίσματα της εποχής.

Στις 14 Nοεμβρίου του 565 ο Iουστινιανός πέθανε. Το μεγαλειώδες πρόγραμμά του ήταν διαποτισμένο από το πνεύμα της παντοδυναμίας της παλινορθωμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και την προσπάθεια για την επικράτηση της Ορθοδοξίας. Πολλοί ωστόσο ήταν εκείνοι που άσκησαν αρνητική κριτική στο έργο του σε ό,τι αφορά στην οικονομία του κράτους, καθώς θεώρησαν ότι οι μακροχρόνιοι πόλεμοι όπως και αρκετά από τα μεγαλεπήβολα ανοικοδομητικά του έργα κόστισαν στο κράτος τεράστια χρηματικά ποσά, αλλά και ότι δημιουργήθηκαν νέα προβλήματα στα βόρεια και ανατολικά σύνορα, παράλληλα με τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν με τις ανατολικές επαρχίες. Παρόλα αυτά τόσο η αναδιοργάνωση του κράτους, το νομοθετικό του έργο καθώς και η παλινόρθωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά και η ακμή στις τέχνες και τα γράμματα χαρακτηρίζουν τα τριάντα οκτώ χρόνια δημιουργικής βασιλείας του Ιουστινιανού.

_____________________________________________

Αύριο η συνέχεια με την ενότητα το περιβάλλον του Ιουστινιανού

Δεν υπάρχουν σχόλια: