25 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

image

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κύριο θέμα της ιστοριογραφίας ήταν η ιστορία της Ρώμης, από την ίδρυσή της μέχρι την εποχή των ιστοριογράφων, οι οποίοι έγραψαν τόσο στα ελληνικά όσο και στα λατινικά. Το έργο τους, φορτωμένο συχνά με έντονα ρητορικά στοιχεία, διαπνέεται από νομιμοφροσύνη απέναντι στη Ρώμη και σεβασμό προς τους θεούς, ενώ κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η πεποίθησή τους για την υπεροχή και τον οικουμενικό χαρακτήρα της ηγέτιδας πόλης κι ο θαυμασμός προς τους θεσμούς της. Ένα μικρό έργο του Λουκιανού "πως δει ιστορίαν συγγράφειν" κάνει έντονη κριτική στις μεθόδους και τη γραφή των σύγχρονών του ιστοριογράφων, των οποίων πρότυπα αξεπέραστα παρέμεναν οι ιστορικοί της Κλασικής περιόδου, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, αλλά και οι αττικοί ρήτορες, ακόμα και ο Όμηρος.

Οι ιστοριογράφοι της εποχής ακολουθούν διάφορα συστήματα χρονολόγησης, για να κατατάξουν τα γεγονότα· χρονολογούν με βάση κάποιες σταθερές: τη θητεία των ρωμαίων υπάτων και των αρχόντων της Αθήνας, τις Ολυμπιάδες και τα χρόνια μετά τη νίκη του Αυγούστου στο ’Ακτιο.

Στο έργο "Ρωμαϊκή Αρχαιολογία" του Διονύσιου Αλικαρνασσέα (μέσα 1ου αιώνα π.Χ.-αρχές 1ου αιώνα μ.Χ.) γίνεται σημαντική προσπάθεια να αποδειχτεί η ελληνική καταγωγή των ιδρυτών της Ρώμης. Τα "Ρωμαϊκά" του Αππιανού, από την Αλεξάνδρεια (81/96-165 μ.Χ.), έχουν διάταξη εθνογραφική και όχι χρονογραφική όπως οι άλλες ιστοριογραφίες· η διαπραγμάτευση κάθε έθνους γίνεται με τη σειρά που η Ρώμη κατέκτησε ή προσάρτησε τις περιοχές αυτές.

Ο Ιώσηπος από την Ιερουσαλήμ αποτελεί κύρια μορφή της ιουδαιοελληνικής γραμματείας (37-100 μ.Χ.). Στο έργο του "Iστορία του Ιουδαϊκού Πολέμου προς Pωμαίους", περιγράφει την επανάσταση της Ιουδαίας και την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους, ενώ στην "Iουδαϊκή Αρχαιολογία" αφηγείται την ιστορία των Ιουδαίων σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Στο έργο αυτό υπάρχει και η μοναδική μνεία στην αρχαία ελληνική γραμματολογία για τον Ιησού Χριστό, η οποία όμως σύμφωνα με ορισμένους μελετητές θεωρείται μεταγενέστερη προσθήκη. Ο Αρριανός από τη Νικομήδεια της Βιθυνίας (95-175 μ.Χ.), με πρότυπό του την "Kύρου Aνάβασις" του Ξενοφώντα, περιέγραψε την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο έργο του "Αλεξάνδρου Ανάβασις".

Στα σημαντικότερα ιστοριογραφικά έργα της περιόδου μπορούν να συγκαταλεχτούν και οι βιογραφίες του Πλουτάρχου, επειδή ο συγγραφέας τους καταφέρνει να συνθέσει το ιστορικό ανάγλυφο της εποχής που έζησαν τα πρόσωπα, περιγράφοντας το χαρακτήρα τους και αφηγούμενος τη δράση τους. Η σκέψη να ενώσει σε ζευγάρια έναν Έλληνα και ένα Ρωμαίο εκφράζει τόσο το κλίμα της εποχής του, στην οποία η ελληνική παράδοση συνυπήρχε με τη ρωμαϊκή παρουσία, όσο και την προσωπικότητα του συγγραφέα από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, που σπούδασε στην Αθήνα, δίδαξε στη Ρώμη, διαβάστηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης κι επέδρασε στο σαιξπηρικό δραματολόγιο.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Γεωγράφοι και ιστορικοί, συμπιλητές κάθε είδους γνώσης, οι περιηγητές της Ρωμαϊκής περιόδου, ταξίδευαν πολύ και κατέγραφαν τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις τους, για να τέρψουν τους αναγνώστες τους. Ο σημαντικότερος από τους συγγραφείς αυτούς, τον οποίο γνωρίζουμε, είναι ο Παυσανίας από τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, ο οποίος περιηγήθηκε στην Ελλάδα στα χρόνια των Αντωνίνων. Το έργο που μας άφησε είναι η "Ελλάδος Περιήγησις" χωρισμένο σε μικρότερες υποενότητες: τα "Αττικά", τα "Κορινθιακά", τα "Λακωνικά", τα "Μεσσηνιακά", τα "Ηλιακά", τα "Αχαϊκά", τα "Αρκαδικά", τα "Βοιωτικά" και τα "Φωκικά". Ο περιηγητής, μιμούμενος τον Ηρόδοτο, συμβουλευόταν τοπικούς ξεναγούς, για να καταγράψει τις λατρείες και τις παραδόσεις κάθε περιοχής, από όπου περνούσε. Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα του Παυσανία παραμένει το εκλεκτικό του ενδιαφέρον για τις μυθικές δοξασίες, τις λαϊκές προλήψεις και τα περισσότερο πρωτόγονα και αρχαιοπρεπή λατρευτικά θέματα· τον περιηγητή άφηνε σχεδόν αδιάφορο το ιστορικό παρόν κι η καθημερινή πραγματικότητα των κοινωνιών που επισκεπτόταν.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Οι υπήκοοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απολάμβαναν στα θέματα της θρησκείας τους μια ιδιαίτερη ελευθερία. Αν και αυστηρά τυπικοί στο τελετουργικό της λατρείας τους, οι Ρωμαίοι εισήγαγαν στο πάνθεό τους, θεούς των ντόπιων ιταλικών φύλων και των Ελλήνων, αποδέχτηκαν κέλτικες και γαλατικές θεότητες και δε δίστασαν να υιοθετήσουν τις "εξωτικές" μυστηριακές λατρείες των ανατολικών επαρχιών.

Έχει υποστηριχτεί ότι πίσω από την τάση αυτή κρύβεται η πολιτική στάση των Ρωμαίων απέναντι στους λαούς της αυτοκρατορίας κι εξυπηρετείται η πολιτική τους ιδεολογία, αφού θεωρούσαν ότι η θρησκεία ήταν ένα πολύ καλό μέσο αφομοίωσης άλλων πολιτισμών. Η αντίδρασή τους στο δρυιδισμό ή στο χριστιανισμό εκδηλώθηκε, όταν θεωρήθηκε ότι οι συγκεκριμένες θρησκείες κλόνιζαν τα ιδεολογικά στηρίγματα της αυτοκρατορίας, αμφισβήτηση που γινόταν κυρίως αντιληπτή στην άρνηση των οπαδών τους να αποτίσουν λατρευτικές τιμές στο ρωμαίο αυτοκράτορα. Η ολοένα και μεγαλύτερη παρόρμηση των Ρωμαίων για μονοθεϊσμό αποκρυσταλώθηκε στην υιοθέτηση του χριστιανισμού ως μοναδικής επίσημης θρησκείας του κράτους.

ΠΑΝΘΕΟ

Ένα από τα περισσότερο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας ήταν η διάρθρωσή της γύρω από ένα τριαδικό σύστημα θεοτήτων. Οι θεοί αυτοί ονομάζονταν θεοί πατρώοι (dii patres) και ήταν κατά την περίοδο της Βασιλείας (753-509 π.Χ.) ο Jupiter, ο Mars και ο Quirinus. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, η θρησκεία των Ρωμαίων δέχτηκε πολλές επιδράσεις από τους Ετρούσκους, στους οποίους αποδίδεται και η εγκαθίδρυση στο Καπιτώλιο μιας νέας τριάδας θεών σε αντικατάσταση της προηγούμενης· πρόκειται για τους θεούς Jupiter, Juno και Minerva. Μια άλλη σημαντική τριάδα, που καθιερώθηκε ιδιαίτερα από τον 5ο αιώνα π.Χ., αποτελεί η Ceres, η Libera και ο Liber, θεότητες της γονιμότητας ανάλογες με τις ελληνικές Δήμητρα, Περσεφόνη και Διόνυσο αντίστοιχα.

Οι επαφές των Ρωμαίων με τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας και της Σικελίας, ιδιαίτερα από τον 4ο αιώνα π.Χ., είχαν καθοριστική σημασία στην εξέλιξη της ρωμαϊκής θρησκείας, αφού τότε εισήχθησαν στο ρωμαϊκό πάνθεο ο Απόλλωνας, ο Ασκληπιός, ο Ηρακλής, και οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Τα λατινικά ονόματα των θεοτήτων αυτών, Apollo, Aesculapius, Herculus, Castor και Pollux αντίστοιχα, μαρτυρούν την ελληνική τους προέλευση.

Με το φαινόμενο αυτό, το οποίο ονομάζεται συγκρητισμός, οι ρωμαϊκές θεότητες βρήκαν τις αντίστοιχές τους στο ελληνικό πάνθεο και αντίστροφα, γεγονός που βοήθησε ιδιαίτερα στην κατανόηση και στην επικοινωνία των λαών σε θρησκευτικό επίπεδο. Η ρωμαϊκή Vesta - μολονότι η θέση της ήταν πολύ πιο σημαντική στη ρωμαϊκή θρησκεία- βρήκε την αντίστοιχή της στην ελληνική Εστία, η Diana στην ’Αρτεμη, ο Neptunus στον Ποσειδώνα, ο Volcanus στον Ήφαιστο και ο Mercurius στον Ερμή.

ΑΡΕΤΕΣ

Οι Ρωμαίοι περισσότερο από τους Έλληνες θεοποίησαν και λάτρεψαν αφηρημένες έννοιες, όπως τις Concordia, Fortuna, Ops, Pax, Pietas, Providentia, Salus, Spes, Victoria, που είναι αντίστοιχες με τις ελληνικές Ομόνοια, Τύχη, Αφθονία, Ειρήνη, Ευσέβεια, Πρόνοια, Σωτηρία, Ελπίδα, Νίκη.

Η λατρεία των ιδεών αυτών, ιδιαίτερα από την Αυτοκρατορική περίοδο, εξυπηρέτησε ουσιαστικά την πολιτική προπαγάνδα. Κοινό χαρακτηριστικό αναρίθμητων νομισμάτων, που κυκλοφόρησαν σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια, είναι να φέρουν συχνά στον εμπροσθότυπο την προτομή του αυτοκράτορα, ενώ στον οπισθότυπο να αναπαριστάνεται ως γυναικεία θεότητα μια από αυτές τις αφηρημένες έννοιες, η οποία αναγνωρίζεται από τα σύμβολα που συνήθως φέρει: η Fortuna από τον τροχό ή το πηδάλιο, η Ops και η Pax από το κέρας της Aμαλθείας και η Victoria απεικονίζεται φτερωτή να στεφανώνει τον αυτοκράτορα.

Η λατρεία τους βρήκε μεγάλη απήχηση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σε πολλές πόλεις έχτιζαν ναούς, αφιέρωναν αγάλματα και τελούσαν θυσίες σε βωμούς προς τιμήν τους. Πρόκειται για λατρευτικές πράξεις που στο σύνολό τους μαρτυρούν την κοινή επιθυμία των υπηκόων για ευμάρεια και ευτυχία και την ελπίδα ότι μια ισχυρή Ρώμη θα μπορούσε να την εκπληρώσει.

ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Μολονότι το μυστηριακό στοιχείο στη ρωμαϊκή θρησκεία ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, χάρη στις πολιτισμικές και πολιτικές επαφές τους με τον ελληνιστικό κόσμο, οι Ρωμαίοι γνώρισαν κι ενθουσιάστηκαν από τις μυστηριακές και ανατολικές θρησκείες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν για τις λατρείες της Μεγάλης Μητέρας θεάς, η οποία αποτελούσε προσωποποίηση της γονιμότητας της γης. Η αιγυπτιακή Ίσιδα, η φρυγική Κυβέλη, η φοινικική Αστάρτη-Aτάργατις, η ελληνική Δήμητρα, είχαν ήδη εισβάλει στο ρωμαϊκό πάνθεο από τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες.

Καθώς η αφοσίωση στις θεές αυτές γινόταν όλο και περισσότερο έντονη, η ρωμαϊκή εξουσία προσπάθησε κατά καιρούς να εκρωμαΐσει τις λατρευτικές πρακτικές προς τιμήν τους και να τις απαλλάξει από τα ξενικά στοιχεία. Η έκσταση που προκαλούσαν στους πιστούς και -σε ορισμένες περιπτώσεις- η ακραία συμπεριφορά του ιερατείου τους υπήρξαν οι σημαντικότεροι λόγοι ευκαιριακής δίωξής τους από τη Ρώμη, επειδή θεωρήθηκε ότι συνέβαλλαν στη χαλάρωση των ηθών των πολιτών.

Παρόλα αυτά ορισμένοι αυτοκράτορες στάθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκοί απέναντι στις μυστηριακές λατρείες, όπως για παράδειγμα ο Αύγουστος και ο Αδριανός, οι οποίοι όταν επισκέφτηκαν την Αθήνα μυήθηκαν στα Ελευσίνια Μυστήρια, τα οποία μάλιστα ο Κλαύδιος προσπάθησε μάταια να μεταφέρει στη Ρώμη.

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Στη Ρώμη μετά το θάνατό τους οι αυτοκράτορες θεοποιούνταν, εισάγονταν δηλαδή στο ρωμαϊκό πάνθεο. Μετά την τελετή της αποθέωσης (consecratio), τους απέδιδαν λατρευτικές τιμές.

Στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής επικράτειας η απόδοση ισόθεων τιμών στους ηγεμόνες αποτελούσε λατρευτική πρακτική, καθιερωμένη ήδη από την Ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος έλληνας ηγεμόνας που λατρεύτηκε ως θεός, ως ’μμων Pα στην Αίγυπτο και ως Διόνυσος στην Ασία. Συνηθισμένοι στην απόδοση θεϊκών τιμών σε ζώντες βασιλείς, οι Έλληνες της ανατολικής αυτοκρατορίας απέδωσαν λατρευτικές τιμές και στους ρωμαίους αυτοκράτορες, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην εξουσία.

Θέσπισαν αγώνες προς τιμήν τους, τα λεγόμενα Καισάρεια και Σεβάστεια, τους ανέθεταν λατρευτικά αγάλματα στα οποία τους αναπαριστούσαν με τη στάση και τα σύμβολα θεών, στα νομίσματα τούς απεικόνιζαν θεοποιημένους να φορούν ακτινωτό διάδημα, τούς επικαλούνταν με θεϊκές επικλήσεις σε ύμνους και σε εγκώμια, έχτιζαν προς τιμήν τους ναούς και τελούσαν θυσίες σε βωμούς, ενώ οργάνωσαν κι ένα πολυπληθές ιερατείο στις πόλεις, στα κοινά και στις επαρχίες.

Μολονότι οι πηγές που μαρτυρούν τις εκδηλώσεις της αυτοκρατορικής λατρείας είναι αρκετές, παραμένει σχεδόν αδύνατο για το σύγχρονο μελετητή να διαπιστώσει τα πραγματικά κίνητρα της λατρευτικής αυτής τάσης. Πολλοί πιστεύουν ότι η αυτοκρατορική λατρεία ήταν μία περισσότερο διπλωματική και λιγότερο θρησκευτική πράξη και αποδίδουν τις θεϊκές αποδόσεις τιμών στη δουλοπρεπή στάση των υπηκόων της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην έφεση της άρχουσας τοπικής αριστοκρατίας για κολακεία, με σκοπό την απόκτηση περισσότερων προνομίων από τη ρωμαϊκή εξουσία.

Αλλοι πάλι, προσεγγίζοντας με διαφορετικό τρόπο τις πηγές, διαβλέπουν τις εκδηλώσεις πηγαίου ενθουσιασμού κι αυθόρμητου θρησκευτικού συναισθήματος στην απόδοση τιμών προς τους παντοδύναμους μονάρχες μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, οι οποίοι ενσαρκώνουν μία άλλη όψη του θείου· ο αρχαίος πολυθεϊσμός μπορούσε πολύ εύκολα να εγκολπωθεί μερικές ακόμα θεότητες, τους θεούς Σεβαστούς, τους divi Augusti.

Μία από τις περισσότερο ενδιαφέρουσες πτυχές στην εξέλιξη της αρχαίας θρησκείας αποτελεί η μετάβασή της στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό. Ο αυτοκράτορας θα βρει καινούργια θέση στο νέο κοσμολογικό σύστημα, αυτή του αντιπροσώπου του Θεού στη γη, και ως κύριος της επίγειας βασιλείας θα παραλληλιστεί με τον κύριο της επουράνιας.

ΑΓΩΝΕΣ

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, οι Έλληνες συνέχιζαν με πλήρη ελευθερία και σύμφωνα με τις λατρευτικές τους παραδόσεις να τελούν τις γιορτές τους, ακολουθώντας το δικό τους ημερολόγιο.

Στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες -τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα- καθώς και σε άλλους τοπικούς, όπως τα Παναθήναια στην Αθήνα, τα Ηραία στο ’ργος, τα Μουσεία στη Θήβα, τα Ερωτίδεια στις Θεσπιές, προστέθηκαν γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί αγώνες. Αρχικά καθιερώνονται από το 2ο αιώνα π.Χ. προς τιμήν της προσωποποίησης της πόλης Ρώμης τα λεγόμενα Ρωμαία, ενώ με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας από τον Αύγουστο έχουμε προς τιμήν των αυτοκρατόρων τα λεγόμενα Καισάρεια και Σεβάστεια.

Την εποχή αυτή ο αθλητισμός συνδέθηκε όσο ποτέ άλλοτε με το θέαμα και εξελίχτηκε προς τον "πρωταθλητισμό", ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε και ο γυναικείος αθλητισμός. Τιμητικές επιγραφές που στήνονταν στις διάφορες πόλεις, για να μνημονεύσουν τις νίκες τους, μαρτυρούν ότι οι αθλητές ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς, ταξίδευαν σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια και συμμετείχαν σε πολυάριθμους αγώνες. Η βαθμιαία εξέλιξη του ιδεώδους του παραδοσιακού αθλητισμού προς μία μορφή "επαγγελματοποίησης" θεωρείται ότι σε μεγάλο βαθμό συνετέλεσε στην παρακμή του, ιδιαίτερα κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ., μέχρι την πλήρη εξάλειψή του το 395 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος με διάταγμά του κατάργησε τους αθλητικούς αγώνες.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ρωμαϊκή μυθολογία -σε αντίθεση με την ελληνική- δε συνδέθηκε ποτέ ιδιαίτερα με τη θρησκεία και για το λόγο αυτό ήταν αρκετά περιορισμένη. Διαμορφώθηκε κυρίως μετά τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν άρχισε να δέχεται πολλές επιδράσεις από την αντίστοιχη ελληνική.

Η συμβολή της ποίησης -ιδιαίτερα της επικής- υπήρξε καθοριστική για την περαιτέρω διαμόρφωση της ρωμαϊκής μυθολογίας. Ο πιο σημαντικός ρωμαϊκός μυθολογικός κύκλος, ο οποίος αναφέρεται στην πρώιμη ιστορία της Ρώμης, στο ταξίδι του Αινεία από την Τροία μέχρι την Ιταλία μετά τη λήξη του Τρωϊκού πολέμου, στις περιπέτειες των απογόνων του και ιδιαίτερα του Ρωμύλου, του μυθικού ιδρυτή της πόλης, παραδίδεται με πολύ γλαφυρό τρόπο από το Βιργίλιο στην Αινειάδα. Ο συγκεκριμένος ποιητής, που επηρεάστηκε όσο κανένας άλλος από τον Όμηρο, συνέγραψε το έργο αυτό μετά από προτροπή του Αύγουστου.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Η επίδραση που άσκησε ο ελληνιστικός πολιτισμός στον ιουδαϊκό κόσμο ξεκίνησε στο επίπεδο της πολιτικοκοινωνικής ζωής, για να κορυφωθεί στα γράμματα και στη θρησκεία. Το 175 π.Χ. στα Ιεροσόλυμα αναγέρθηκε ελληνικό γυμνάσιο, ενώ οι ιουδαϊκοί αριστοκρατικοί κύκλοι της Παλαιστίνης, ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν οι πρώτες σημαντικές προσωπικότητες του χριστιανισμού να προέλθουν από τις ομάδες αυτές των εξελληνισμένων Ιουδαίων.

Η προσωπικότητα, ωστόσο, που βοήθησε στην ταχύτερη διάδοση της νέας θρησκείας ήταν ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος με τα ταξίδια του ίδρυσε τις πρώτες μικρές χριστιανικές κοινότητες και με τις επιστολές, που αργότερα έστελνε σε αυτές, έδινε διευκρινίσεις για θέματα λατρευτικά και τόνωνε το θρησκευτικό αίσθημα των πρώτων χριστιανών. Ο Απόστολος των Εθνών επισκέφτηκε τη Ρώμη, την Έφεσο, τη Θεσσαλονίκη, τους Φιλίππους, την ευρωπαϊκή πόλη που πρώτη άκουσε το χριστιανικό κήρυγμα, την Κόρινθο, η οποία από την εποχή εκείνη έγινε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της χριστιανικής λατρείας στον ελληνικό χώρο και την Αθήνα, που άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον τη διδασκαλία της νέας θρησκείας, εκχριστιανίστηκε όμως αρκετούς αιώνες αργότερα. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η κοινωνική ζωή και η πολιτική διάρθρωση του ελληνισμού επηρέασαν τον τρόπο οργάνωσης της εκκλησίας ως κοινωνικού συνόλου, ενώ στον ηθικό τομέα η ελληνορωμαϊκή έννοια της ηθικής υιοθετήθηκε αρχικά από τον Παύλο και αργότερα από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

_____________________________

Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: