24 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

image

ΠΑΙΔΙΑ

Η ανατροφή των παιδιών ανατίθετο στους δούλους. Η αυξημένη βρεφική και παιδική θνησιμότητα -το ένα τέταρτο του αριθμού των νεογέννητων δεν επιβίωναν πάνω από ένα έτος- δεν επέτρεπε στους γονείς να επενδύσουν συναισθηματικά στα παιδιά τους. Δεν υπάρχουν πληροφορίες που να προσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στη μητέρα και τα παιδιά στη ρωμαϊκή κοινωνία. Σε περίπτωση διαζυγίου των γονιών τα παιδιά παρέμεναν με τον πατέρα τους, ο οποίος συχνά ξαναπαντρευόταν. Τα παιδιά των εύπορων οικογενειών είχαν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν.

Οι κόρες εγκατέλειπαν το σπίτι τους κατά την ενηλικίωση -περίοδο κατά την οποία συνήθως παντρεύονταν- ή ακόμη νωρίτερα, όπως συνέβαινε με τις κόρες των αριστοκρατικών οικογενειών, που παντρεύονταν σε ηλικία μόλις 12 ετών. Αντίθετα τα άρρενα μέλη της οικογένειας -αν και η ηλικία γάμου τους ήταν γύρω στα 30- εγκατέλειπαν νωρίτερα το πατρικό τους σπίτι, είτε για να υπηρετήσουν τη θητεία τους στο στρατό, είτε για να διαχειριστούν ένα μέρος της πατρικής περιουσίας που βρισκόταν μακριά από το σπίτι τους, ή ακόμη και για να ανεξαρτητοποιηθούν από την καταπιεστική πατρική εξουσία.

Οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον των αριστοκρατικών τάξεων, είχαν μία ατομιστική αντίληψη για τη ζωή και δεν έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον ούτε για την επιτυχία της οικογένειας ούτε για τη διαδοχή τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες. Πολλές φορές συνέβαινε ο πατέρας να αποφασίσει ότι η κόρη του θα αποτελούσε το συνεχιστή του οίκου του -οπότε δεν επιδίωκε την απόκτηση γιου- ή ακόμη προτιμούσε να υιοθετήσει ένα γιο και μάλιστα ενήλικα.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΑΤΡΩΝΕΙΑΣ

Με τον όρο πατρωνεία εννοείται η αμοιβαία σχέση μεταξύ ανθρώπων που δεν ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και δεν είχαν τους ίδιους οικονομικούς πόρους. Τη θέση ενός Ρωμαίου στην κοινωνία της εποχής του καθόριζαν οι εξής παράγοντες: η κατάταξή του στην κοινωνική ιεραρχία, ο ρόλος του στην οικογένεια και η εμπλοκή του σε ένα πλέγμα σχέσεων εκτός του οίκου του. Πιο συγκεκριμένα, οι Ρωμαίοι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στις οικογένειές τους, στα συγγενικά τους πρόσωπα, στους φίλους τους· γενικά σε όσους εξαρτιόνταν από αυτούς μέσα και έξω από τον οίκο, και περίμεναν την υποστήριξή τους. Επειδή η ευεργεσία και η ανταπόδοση αποτελούσαν θέματα τιμής στη ρωμαϊκή κοινωνία, αυτή η δυναμική της ανταλλαγής καθόριζε εν μέρει και την κοινωνική θέση όσων εμπλέκονταν.

Με βάση τις σχέσεις πατρωνείας, ο κάθε Ρωμαίος είχε "ανώτερους", "κατώτερους", "ίσους φίλους" και "ταπεινούς" πελάτες, κατηγοριοποιήσεις που εξαρτιόνταν από τις οικονομικές δυνατότητες των επιμέρους ομάδων. Μερικοί μόνο είχαν τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν ισάξια οφέλη, οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν φίλοι "ίσης" κοινωνικής στάθμης. Οι υπόλοιποι βρίσκονταν υψηλότερα ή χαμηλότερα στην ιεραρχία, σύμφωνα με τη δυνατότητά τους να παρέχουν ανώτερες ή κατώτερες υπηρεσίες ως ανταπόδοση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αποκρύψουν την ευνοϊκή τους μεταχείριση, προκειμένου να αποφύγουν να χαρακτηριστούν κοινωνικά κατώτεροι, επειδή απευθύνθηκαν σε κάποιο πρόσωπο για βοήθεια. Το ρωμαϊκό σύστημα της πατρωνείας επικράτησε στην κοινωνία των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας, και παρέμεινε σε ισχύ στην Ελλάδα και στην Ασία για πολλούς αιώνες.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η ηπειρωτική Ελλάδα, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπέφερε ήδη από σοβαρά οικονομικά προβλήματα που σταδιακά εντείνονταν. Αυτό κυρίως οφειλόταν στην ευρεία πλέον εμπορική χρήση της Μεσογείου και στη διάθεση φθηνότερου εισαγόμενου ελαιόλαδου και κρασιού -των δύο βασικών προϊόντων που εξήγαν οι ελληνικές πόλεις- σε σύγκριση με εκείνα που παράγονταν τοπικά.

Ο περιηγητής Στράβων περιέγραψε την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία ως περιοχές των οποίων ο πληθυσμός είχε μειωθεί, κάποιες μάλιστα και ως ερημωμένες περιοχές. Η άποψή του όμως αυτή, διαμορφωμένη σε σύγκριση πάντα με την ευημερία που επικρατούσε στις ελληνικές περιοχές την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο, θεωρείται υπερβολική. H αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι, ενώ ο πληθυσμός στις αγροτικές περιοχές φανερώς μειώθηκε, στις πόλεις συνεχώς αυξανόταν.

Η άμεση μεσολάβηση της Ρώμης στην ίδρυση αποικιών και στην επανίδρυση πόλεων στην ελληνική επικράτεια, σίγουρα ώθησε την τοπική οικονομία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κορίνθου, όπου η εγκατάσταση κατοίκων άρχισε από τον καιρό του Ιούλιου Καίσαρα το 44 π.Χ., και της Πάτρας που ιδρύθηκε από τον Αύγουστο το 14 μ.Χ. Το ίδιο συνέβη και με την αναπτυσσόμενη Νικόπολη, κοντά στο ’Aκτιο, η οποία ιδρύθηκε από τον Αύγουστο και κατοικήθηκε από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε εκεί από τις γύρω περιοχές. ’Aλλες πόλεις, πάλι, ένδοξες όπως η Αθήνα, συχνά υποστηρίζονταν με αυτοκρατορικές χρηματικές δωρεές στο όνομα του λαμπρού παρελθόντος τους.

Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας που ξέσπασαν σε αρκετές πόλεις κυρίως στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η Θεσσαλία τιμωρήθηκε για τέτοιου είδους εκδηλώσεις χάνοντας κάποια στιγμή το δικαίωμά της να είναι ελεύθερη περιοχή. Σε γενικές γραμμές, οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας -από οικονομικής άποψης πάντα- παρέμειναν στο περιθώριο. Αυτό εν μέρει συνέβη, επειδή και από στρατηγικής σημασίας ήταν υποδεέστερες. Δεν μπορούσαν επομένως να ωφεληθούν από τα αυτοκρατορικά κονδύλια που διατίθεντο για τη συντήρηση των ρωμαϊκών λεγεώνων στις διάφορες επαρχίες. Οι κοντινότερες λεγεώνες στα ελληνικά εδάφη ήταν σταθμευμένες στη Μοισία (βόρεια και δυτικά της Θράκης και της Μακεδονίας).

Όσον αφορά τις πόλεις της Μικράς Ασίας, αυτές βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από εκείνες της κυρίως Ελλάδας. Την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας προσαρμόστηκαν ευκολότερα στη φορολογική πολιτική της Ρώμης, αντιμετωπίζοντας έτσι τα λιγότερα δυνατά προβλήματα. Οι περισσότεροι εξάλλου έλληνες αριστοκράτες -μέλη της ρωμαϊκής Συγκλήτου- προέρχονταν από τις περιοχές της Μικράς Ασίας. Θα μπορούσε, τελικά, να ειπωθεί ότι σε γενικές γραμμές οι ελληνικές πόλεις αναπτύχθηκαν και ότι σε ορισμένα μέρη η γη περιείλθε στην κατοχή ενός μικρού αριθμού πλουσίων. Αντίθετα, οι περιοχές που βρίσκονταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα -όπως για παράδειγμα η Εύβοια που τα κοιτάσματα χαλκού της είχαν πλέον εξαντληθεί- υπέστησαν μία σοβαρή μείωση του πληθυσμού τους και έναν γενικότερο μαρασμό.

ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ

Στα τέλη της 1ης χιλιετίας π.Χ. και στις αρχές της 1ης χιλιετίας μ.Χ., η Ρώμη κυριάρχησε πολιτικά στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Στους αιώνες αυτούς πολλοί λαοί με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, θρησκευτικές νοοτροπίες και κοινωνικές δομές συμβίωσαν ειρηνικά, αποδεχόμενοι σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές πρακτικές και το διοικητικό σύστημα οργάνωσης της ρωμαϊκής εξουσίας. Η ύπαρξη για αρκετούς αιώνες ενός χώρου που εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι την Ερυθρά θάλασσα και από τον Καύκασο, το Ρήνο και το Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη και την έρημο της Σαχάρας, μέσα στον οποίο κυκλοφορούσαν ελεύθερα άνθρωποι και θεοί, προϊόντα και ιδέες, δημιούργησε εξαιρετικά ιδιάζουσες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες -χωρίς ιστορικό προηγούμενο στις περιοχές αυτές- και επέτρεψε την ανάδειξη ενός πολιτισμού εδραιωμένου πάνω στη διττή κληρονομιά της Ελλάδας και της Ρώμης. Η επίδραση του πολιτισμού αυτού -γνωστού ως ελληνορωμαϊκού- υπήρξε τόσο καθοριστική, ώστε οι περισσότεροι σημερινοί λαοί της Ευρώπης να ανάγουν την έναρξη της πολιτικής τους ιστορίας στη ρωμαϊκή τους περίοδο. Eπιπλέον η διαβίωση των λαών της ανατολικής Μεσογείου κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία μετέπλασε πολλές αξίες τους, σε βαθμό που να αποτελεί μία από τις περισσότερο σημαντικές περιόδους του πολιτισμού τους.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Κατά την περίοδο της Δημοκρατίας κυρίως, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν πολιτικές και θρησκευτικές αντιλήψεις από τον ελληνιστικό κόσμο, για να εξυπηρετήσουν τις νέες ιδεολογικές ανάγκες που προέκυπταν από την εξωτερική εξάπλωση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό της Ρώμης. Οι αρετές αποτέλεσαν μία ιδιαίτερη κατηγορία θεοτήτων στη Ρώμη. Η ένταξή τους στο ρωμαϊκό Πάνθεον αντανακλά τις αντιλήψεις των Ρωμαίων για την πολιτική, σύμφωνα με τις οποίες η θρησκεία επηρέαζε κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού τους βίου.

Οι αρετές αναγνωρίζονταν ως θεϊκές επεμβάσεις που επέφεραν τις αντίστοιχες πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις. Η θρησκευτική εικονογραφία αντικατόπτριζε τις αντιλήψεις των Ρωμαίων για την πολιτική και λατρευτική ζωή του κράτους και απέδιδε κάθε μετατροπή της πολιτικής δομής του. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η λατρεία των αρετών αποτέλεσε το θρησκευτικό περίβλημα της πολιτικής ιδεολογίας που επέβαλλε η εξάπλωση της Ρώμης.

Η λατρεία αφηρημένων εννοιών όπως της Εύκλειας, Ευνομίας, Θέμιδας, Νέμεσης στον ελληνικό χώρο, καθώς και της Ομόνοιας, Πίστης, Τύχης, Αφθονίας, Ειρήνης, Ευσέβειας, Πρόνοιας, Σωτηρίας, Ελπίδας, Νίκης και των αντίστοιχών τους Concordia, Fides, Fortuna, Ops, Pax, Pietas, Providentia, Salus, Spes, Victoria στη Ρώμη, αποτέλεσε χαρακτηριστική έκφραση ενός λατρευτικού φαινομένου, κοινού στη θρησκευτική ζωή των δύο λαών.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι γόνιμες κι αμφίδρομες πολιτισμικές επιδράσεις των λαών της ιταλικής χερσονήσου, κυρίως των Ετρούσκων και των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, στις παραδόσεις και τα ήθη των Ρωμαίων, ήδη από την πρώτη χιλιετία π.Χ., συνετέλεσαν στη διαμόρφωση ενός πολυδιάστατου καλλιτεχνικού, πνευματικού και θρησκευτικού φαινομένου, γνωστού ως ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

Η δημιουργία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που εκτεινόταν σε τρεις ηπείρους γύρω από τη Μεσόγειο -την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική- και στην οποία διαβίωσαν ειρηνικά για περισσότερο από τέσσερις αιώνες λαοί με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, σε συνδυασμό με το πολύ καλά οργανωμένο διοικητικό σύστημα των Ρωμαίων αποτέλεσε το κατάλληλο πολιτικό υπόβαθρο, που ευνόησε τη διάδοση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στους λαούς της Ευρώπης.

ΤΕΧΝΕΣ

Οι Ρωμαίοι γνώριζαν την ελληνική τέχνη, πολύ πριν κατακτήσουν τον ελληνικό χώρο. Τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα των Ελλήνων, που ζούσαν στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Σικελίας ήδη από τους γεωμετρικούς χρόνους, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της ρωμαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα μετά τον 4ο αιώνα π.Χ. Με τη σταδιακή κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων, από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ήρθαν αμεσότερα σε επαφές με τους λαούς της Μεσογείου, γνώρισαν καλύτερα τις καλλιτεχνικές παραδόσεις τους και η τέχνη τους δέχτηκε εντονότερα τις ελληνιστικές επιδράσεις.

Η ιδιαιτερότητα της ελληνορωμαϊκής τέχνης έγκειται στη γόνιμη σύζευξη μορφολογικών στοιχείων και εκφραστικών τάσεων, τόσο ελληνικών όσο και ρωμαϊκών. Οι Έλληνες καλλιτέχνες μέσα από τα έργα τους μπόρεσαν, όχι μόνο να αποδώσουν τη δυναμική των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής τους, αλλά ταυτόχρονα και να αναδείξουν την τεχνοτροπική παράδοση της πατρίδας τους, να αποδείξουν τις ικανότητές τους και να εκφράσουν τις προσωπικές τους ευαισθησίες.

Η τέχνη, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατικής περιόδου στη Ρώμη (503-31 π.Χ.), γινόταν όλο και περισσότερο διακοσμητική εξυπηρετώντας παράλληλα την πολιτική ιδεολογία της άρχουσας τάξης και την ανάγκη της για κοινωνική προβολή. Κύριο καλλιτεχνικό φαινόμενο των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ.-14 μ.Χ.), με τον οποίο ξεκινά μια νέα περίοδος της ρωμαϊκής ιστορίας, γνωστή ως Αυτοκρατορία, ήταν η υιοθέτηση εκφραστικών μέσων και μορφών, που αντλούσαν τα πρότυπά τους από το κλασικό ελληνικό παρελθόν. Το ρεύμα αυτό, που έμεινε γνωστό στην ιστορία της τέχνης ως "κλασικισμός", γίνεται περισσότερο εμφανές στη γλυπτική. Γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., ρεαλιστικά στοιχεία και διακοσμητικά μοτίβα προσδίδουν δυνατό πάθος στην έκφραση των μορφών.

Κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., η τέχνη κάνει στροφή προς τον κλασικισμό και ιδιαίτερα προς τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του Αυγούστου. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αντωνίνειας τεχνοτροπίας είναι η εκτεταμένη χρήση της φωτοσκίασης, προκειμένου να αποδοθεί η πλαστικότητα των μορφών, και η έντονη στίλβωση των αγαλμάτων. Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., επικράτησαν πιο λιτές τάσεις στην τέχνη. Οι μορφές παριστάνονταν επίπεδες και μετωπικές, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό τις βυζαντινές καλλιτεχνικές κατευθύνσεις.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Οι αρχιτεκτονικοί τύποι των οικοδομημάτων στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής επικράτειας ακολούθησαν σε γενικές γραμμές τις ελληνιστικές παραδόσεις, ενώ παράλληλα δέχτηκαν και πολλές ρωμαϊκές επιδράσεις. Οι αρχιτέκτονες των ρωμαϊκών χρόνων ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την κατασκευή μεγάλων εσωτερικών χώρων με όσο το δυνατό λιγότερα στηρίγματα. Οι μεγάλες θολωτές κατασκευές, τα τόξα, οι καμάρες, οι κυλινδρικοί θόλοι και οι τρούλοι αποτελούν χαρακτηριστικούς ρωμαϊκούς αρχιτεκτονικούς τύπους. Ο τονισμός της εισόδου του κτηρίου με την κατασκευή μνημειακών προσόψεων -μια τάση που συναντάται ήδη από την ελληνιστική εποχή- αποκτά πρωταρχική σημασία στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθετότερες μορφές οικοδομημάτων.

Η μέθοδος της λεγόμενης χυτής τοιχοποιίας ευνόησε ιδιαίτερα την κατασκευή τέτοιων οικοδομημάτων ή αρχιτεκτονικών τμημάτων ικανών να κρατούν τις πιέσεις. Το γνωστό opus caementicium, ένα πολύ σκληρό και ανθεκτικό μίγμα από σπασμένες πέτρες, άμμο, χαλίκια και θραύσματα πλίνθων συνδεδεμένα με ασβεστοκονίαμα, ήταν φθηνότερο υλικό από το μάρμαρο ή τον πωρόλιθο και δουλευόταν ευκολότερα ακόμα κι από ανειδίκευτους τεχνίτες. Οι τοίχοι που κατασκευάζονταν με τη μέθοδο αυτή επενδύονταν εξωτερικά με λίθους ή πλίνθους σε διάφορα σχήματα και αποκτούσαν πιο διαρθρωμένη όψη.

ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Παλαιότερα, τοποθετούσαν την ανατολή του ελληνικού πνεύματος στη γεωμετρική και στην αρχαϊκή εποχή, το μεσουράνημά του στην Κλασική και στην Ελληνιστική περίοδο και τη δύση του στα ρωμαϊκά χρόνια. Κριτικοί της λογοτεχνίας και μελετητές της φιλοσοφίας -γοητευμένοι από τον κλασικό πολιτισμό- στάθηκαν ιδιαίτερα αρνητικοί μπροστά στη ρωμαϊκή γραμματολογία, τη χαρακτήρισαν φτωχή σε ποιότητα και άκομψη σε ύφος, έκριναν ότι ήταν ανίκανη να δημιουργήσει καινούργια είδη και για το λόγο αυτό αναζητούσαν συνεχώς τα πρότυπά της στην κλασική ελληνική γραμματολογία.

Σε σύγκριση με τις κλασικές τραγωδίες οι ρωμαϊκοί μίμοι τούς φαίνονταν αφελείς κι οι εκπρόσωποι της δεύτερης σοφιστικής πομπώδεις μπροστά στους αττικούς ρήτορες. Η λυρική ποίηση συγκρινόμενη με την αντίστοιχη αρχαϊκή φαινόταν χωρίς πρωτοτυπία, ενώ θεωρούσαν παρηκμασμένη τη νεοπλατωνική φιλοσοφία σε σχέση με την πρωτότυπη διδασκαλία του Πλάτωνα. Νεότερες μελέτες, όμως, τείνουν να ανασκευάσουν τις θεωρίες αυτές, αναγνωρίζοντας όλο και περισσότερο τη μοναδικότητα των ελληνορωμαϊκών γραμμάτων και την προσφορά τους στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ

Κύρια έκφραση του πνευματικού βίου, κυρίως από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ., αποτελεί η δεύτερη σοφιστική, ένα κίνημα ρητορικό και φιλοσοφικό. Ο όρος "δεύτερη σοφιστική" ανήκει στο Φιλόστρατο, που απορρίπτει τον όρο "νέα σοφιστική", ανάγοντας το ξεκίνημα του κινήματος στον 4ο αιώνα π.Χ. με το ρήτορα Αισχίνη· ουσιαστικά, όμως, ο πρώτος εκπρόσωπος ήταν ο Νικήτας από τη Σμύρνη, στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. Η έντονη στροφή προς το κλασικό παρελθόν για την αναζήτηση θεματολογίου και η σχεδόν μιμητική αντιγραφή της αττικής γλώσσας συνοψίζουν το χαρακτήρα της δεύτερης σοφιστικής, η οποία σε αντίθεση με το σοφιστικό κίνημα του 5ου αιώνα π.Χ. ελάχιστα συνδέθηκε με την πολιτική, εξυπηρέτησε όμως εξίσου καθημερινές ανάγκες και πρακτικά προβλήματα της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας, κυριάρχησε στην ανώτερη εκπαίδευση και επηρέασε πολλούς τομείς της λογοτεχνίας.

Οι σοφιστές της ρωμαϊκής εποχής ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς ρήτορες, που άλλοτε καλούνταν να υποστηρίξουν στα δικαστήρια τους πελάτες τους ως δικηγόροι, και άλλοτε προσκαλούνταν να διαπραγματευτούν ένα οποιοδήποτε θέμα, για να συγκινήσουν το κοινό τους. Με πρότυπό τους τούς αττικούς ρήτορες της Κλασικής περιόδου, κατά κύριο λόγο το Δημοσθένη και τον Ισοκράτη, και ανάλογα με τις ρητορικές τους ικανότητες μπορούσαν από ένα ευρύ θεματολόγιο να επιλέγουν, να εκθέτουν και να απαγγέλλουν διαφόρων ειδών λόγους, για να συναρπάσουν τα πλήθη με τη δεινότητα του ύφους τους και με τις θεατρικές τους χειρονομίες, δίνοντας ένα μίγμα αττικιστικής γλώσσας και ασιατικού στόμφου.

Θα πρέπει να είχαν άμεση επαφή με τους ακροατές, οι οποίοι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τους επιδοκιμάσουν ή να τους αποδοκιμάσουν και να τους ζητήσουν να διαπραγματευτούν επί τόπου ένα θέμα, χωρίς να το έχουν ήδη προετοιμάσει· οι λόγοι αυτοί ονομάζονταν αυτοσχέδιοι. Η κοινωνική τους προβολή και αποδοχή ήταν ευρεία, είχαν πολλούς μαθητές σε αρκετά μέρη της ρωμαϊκής επικράτειας, αφού ταξίδευαν ασταμάτητα, ενώ πολλοί έχαιραν ακόμα και της εκτίμησης των αυτοκρατόρων.

Τα μεγαλύτερα κέντρα της δεύτερης σοφιστικής αναπτύχθηκαν στις πόλεις της Μικράς Ασίας και στην Αθήνα. Στους κυριότερους εκπροσώπους συγκαταλέγονται ο Διονύσιος Aλικαρνασσέας (μέσα 1ου αιώνα π.Χ.-αρχές 1ου αιώνα μ.Χ.), ο Δίων Χρυσόστομος (40-112 μ.Χ.), ο Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.), ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.), ο Πολέμων (85-141 μ.Χ.), ο Ηρώδης Αττικός (101-178 μ.Χ.), ο Αίλιος Αριστείδης (117/129-187/189 μ.Χ.), ο Φιλόστρατος (160/170-244/249 μ.Χ.), ο Kάσσιος Δίων (163-235 μ.Χ.)

_________________________________________

Αύριο η συνέχεια ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: