19 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΜΕΡΟΣ ΣΤ’
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΓΛΩΣΣΑ

Ως ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή ορίζεται η απλοποιημένη αττική κυρίως διάλεκτος, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. γίνεται η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Η χρησιμοποίησή της από γλωσσικά ανομοιογενείς πληθυσμούς είχε ως αποτέλεσμα πολλά δομικά στοιχεία της να υποστούν απλοποιήσεις και γενικεύσεις, προκειμένου να διευκολυνθούν οι επικοινωνιακές ανάγκες των νέων φορέων της.

Σε φωνολογικό επίπεδο καταργήθηκε η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία έγιναν πλέον ισόχρονα. Οι δίφθογγοι μονοφθογγίστηκαν και συχνά ιωτακίστηκαν (π.χ. οι δίφθογγοι οι, ει δεν προφέρονται πλέον οϊ, εϊ αλλά ι). Η δασεία έπαψε να προφέρεται και ο τονισμός των λέξεων από μουσικός μετατράπηκε σε δυναμικό, η τονισμένη δηλαδή συλλαβή δεν προφερόταν πια σε μουσικά υψηλότερο τόνο αλλά πιο δυνατά από τις υπόλοιπες συλλαβές.

Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εμφανίστηκαν έντονες τάσεις για περιφραστική δήλωση έναντι της μονολεκτικής -που χαρακτήριζε τις διαλέκτους των κλασικών χρόνων- καθώς και για ένταξη σε γενικότερα δομικά σχήματα, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία κοινών καταλήξεων. Σε λεκτικό επίπεδο παρατηρήθηκε η σημασιολογική διαφοροποίηση κάποιων λέξεων, ενώ υιοθετήθηκαν και αρκετές ξένες, κυρίως εβραϊκές και λατινικές.

Οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την ελληνιστική κοινή είναι οι επιγραφές, οι πάπυροι και τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η περίοδος της ελληνιστικής κοινής είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, καθώς σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα διαμορφώθηκαν οι δομές εκείνες που θα επηρεάσουν καθοριστικά τη μεταγενέστερη νέα ελληνική.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

-Μώμος: Πες μου, Δία, όμως, πώς μας κουβαλήθηκαν ο ’ττις κι ο Κορύβας και ο Σαβάζιος; Ή εκείνος εκεί, ο Μίθρας ο Μήδος, με το μανδύα και την τιάρα του, που ούτε και ελληνικά δε μιλάει; Κι εσύ, σκυλομούρη ’νουβι, πώς νομίζεις ότι θα περάσεις για θεός, αν συνεχίσεις να γαυγίζεις; Ντρέπομαι, Δία, ν' αναφέρω τις ίβιδες και τις μαϊμούδες και τα τραγιά, και τ' άλλα πιο γελοία ζώα, που δεν ξέρω πώς ήρθανε από την Αίγυπτο και χώθηκαν στον Ουρανό. Πώς το ανέχεστε, θεοί, να βλέπετε να λατρεύονται το ίδιο με σας ή και περισσότερο; Kι εσύ, Δία, πώς το βλέπεις να σου φυτεύουν κέρατα κριαριού στο κεφάλι;

-Ζευς: Είναι πράγματι αισχρά όλα αυτά που λες, Μώμε, για τους Αιγύπτιους. Ωστόσο, τα περισσότερα απ' αυτά είναι ζητήματα συμβολισμού και δεν ταιριάζει καθόλου στους αμύητους να τα ειρωνεύονται". Λουκιανού, Θεών Εκκλησία, 9-11

ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου η συμβίωση εντόπιων λαών και ελληνικών πληθυσμών στα κράτη που δημιούργησαν οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου ευνόησε τη βαθμιαία διάδοση και εξάπλωση της λατρείας ανατολικών θεοτήτων: των αιγυπτιακών Ίσιδος και Σαράπιδος, της μεγάλης Mητέρας των θεών Κυβέλης και του συντρόφου της ’ττι, του φρυγικού. 

Μην, των ασσυριακών Ατάργατι, Χαδάδ, Μελκάρτ, Αστάρτης, Σαβάζιου και πολυάριθμων ακόμα. Αρχικά οι θεότητες αυτές έγιναν γνωστές σε κοσμοπολίτικα μέρη, όπως στη Ρόδο, στη Δήλο, στην Κόρινθο ακόμα και στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας. Μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς τους οφειλόταν στο γεγονός ότι εύκολα εξομοιώνονταν ή ακόμα και ταυτίζονταν με άλλες ελληνικές θεότητες, ιδιαίτερα μάλιστα με τις ολύμπιες.

Η πιο χαρακτηριστική μορφή του φαινομένου αυτού, το οποίο ονομάζεται "θρησκευτικός συγκρητισμός", υπήρξε η εικονογραφική και λεκτική εξομοίωση θεοτήτων που έχουν σε δύο ή περισσότερα λατρευτικά συστήματα παρόμοια χαρακτηριστικά, φέρουν τα ίδια σύμβολα, λατρεύονται με παρεμφερή τρόπο ή τους αποδίδονται ανάλογες τιμές και θυσίες. Μία προσευχή που απηύθυνε στην Ίσιδα ένας αιγύπτιος ιερέας ονόματι Ισίδωρος, κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., αναδεικνύει το συγκρητισμό: "Οι Σύριοι σε ονομάζουν Aστάρτη, ’ρτεμη, Aναία, οι φυλές των Λυκίων βασίλισσα Λητώ, οι Θράκες Μητέρα των θεών, οι Έλληνες μεγαλόθρονη Ήρα, Αφροδίτη, καλή Εστία, Ρέα και Δήμητρα, όμως οι Αιγύπτιοι σε αποκαλούν Θιούη, γιατί μόνη εσύ είσαι όλες οι άλλες θεές που ονομάζουν οι λαοί". 

Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξομοίωση οδηγούσε στη συγχώνευση τοπικών και ελληνικών θεοτήτων και στη δημιουργία άλλων, υβριδικών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνενώσεις του αιγυπτιακού Θωθ ή του ’νουβι με τον ελληνικό Ερμή, από τις οποίες προέκυψαν ο Ερμής Τρισμέγιστος και ο Ερμάνουβις αντίστοιχα, καθώς και του αιγυπτιακού Σά(ε)ραπι με τον Ήλιο, από όπου προήλθε ο Ηλιοσά(ε)ραπις.

ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ

Μολονότι το φαινόμενο του συγκρητισμού χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό την ελληνιστική θρησκεία, σε ορισμένες περιπτώσεις διακρίνεται η τάση προς αναζήτηση μίας μοναδικής και απόλυτης θεότητας που θα αφομοίωνε όλες τις διαφορές και τις ανομοιότητες των πολλαπλών θεοτήτων. Στην εξέλιξη αυτή καθοριστικό ρόλο έπαιξε πρώτιστα η θεολογία των λαών της Ανατολής, η οποία αναγόταν άμεσα σε ένα και μοναδικό παντοδύναμο ον· σε έναν ουράνιο θεό ή μία μεταφυσική αρχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ελληνικός Ζευς ως πατέρας όλων των θεών λατρεύτηκε με την προσωνυμία Χαδίδ στην Μπααλμπέκ, Δολιχηνός στην Κομμαγηνή και Σαβάζιος στην Ανατολία. 

Μέσα από αυτόν το συγκρητισμό απόκτησε και διατήρησε χαρακτηριστικά πολύ διαφορετικά από εκείνα του ανθρωπόμορφου Δία της ελληνικής μυθολογίας, σταθερά πλησιάζοντας όλο και περισσότερο προς το σοβαρό και ανεξιχνίαστο εβραϊκό ή χριστιανικό θεό πατέρα. Η ανάλογη μείωση της οικειότητάς του με τον άνθρωπο αναπληρώθηκε με τη μεσολάβηση διάφορων σωτήρων, που γεφύρωναν το χάσμα μεταξύ του ανθρώπου και του ύψιστου ή υπερήσιου Δία.

Η συνεχώς διαδιδόμενη αντίληψη ότι είναι αδύνατον να υπάρχουν τα πολλά χωρίς το Ένα, η οποία σύμφωνα με αρκετούς μελετητές ανάγει την απαρχή της στη φιλοσοφία, έστρεψε σταδιακά τις θρησκευτικές αναζητήσεις προς έναν ηλιακό μονοθεϊσμό. Στο σύστημα αυτό ως κέντρο του κόσμου και υπέρτατο ον θεωρήθηκε ο Ήλιος, ο οποίος ουσιαστικά συνδύαζε στοιχεία από τον ελληνικό Απόλλωνα, τον ασσυριακό Μίθρα και το σύριο Βάαλ. Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους, πολλούς αιώνες αργότερα, πηγάζει ουσιαστικά από την επίδραση που άσκησε ο ηλιακός μονοθεϊσμός στις θρησκευτικές απόψεις των Mεγάλου Κωνσταντίνου.

ΠΟΙΗΣΗ – ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Κατά την Ελληνιστική περίοδο οι κοινωνικοπολιτικές μεταβολές και η εμφάνιση νέων οικονομικών και πνευματικών κέντρων στην Ανατολή επηρεάζουν το θέατρο, που ίσως και να αποτελεί την περισσότερο εξαρτημένη από τα πολιτιστικά δρώμενα μορφή τέχνης. Το νέο είδος που δημιουργείται ονομάζεται συμβατικά Νέα Κωμωδία, η οποία αντλεί στοιχεία τόσο από την προγενέστερη κωμωδιογραφία - κυρίως από τις δύο τελευταίες κωμωδίες του Αριστοφάνη Eκκλησιάζουσες και Πλούτος - όσο και από τη Μέση Κωμωδία, ακόμη όμως και από τον τραγικό Ευριπίδη.

Σε σύγκριση με την αρχαία πολιτική κωμωδία, η ελληνιστική διαφοροποιείται ως προς τη θεματογραφία, αφού τα πολιτικά θέματα εγκαταλείπονται και το ενδιαφέρον αρχίζει να εστιάζεται σε καταστάσεις εμπνευσμένες από τις καθημερινές ασχολίες και στην παρουσίαση των ανθρώπινων χαρακτήρων της εποχής. Επιπλέον, όσον αφορά τη δομή της καθιερώνεται η διαίρεση σε πράξεις, ενώ τα χορικά άσματα παύουν να συνδέονται με την υπόθεση του έργου και χρησιμοποιούνται εμβόλιμα.

Σημαντικός εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας, ο οποίος μάλιστα έγραψε και το μοναδικό σχεδόν ακέραια σωζόμενο έργο της, θεωρείται ο Μένανδρος (342/1-291/0 π.Χ). Πρόκειται για την κωμωδία του Δύσκολος, η οποία διδάχτηκε στα Λήναια το 317/6 π.Χ. Το περιεχόμενο των υπόλοιπων κωμωδιών, που δε διασώθηκαν, είναι γνωστό από μαρτυρίες άλλων έργων της εποχής, κυρίως όμως από αναφορές στην ιστοριογραφία.

Οι επιρροές που άσκησε η Νέα Κωμωδία στους λατίνους ποιητές, ιδιαίτερα στον Πλαύτο και τον Τερέντιο, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξη και στη διαμόρφωση του νεότερου ευρωπαϊκού δράματος.
_____________________________
Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: