06 Αυγούστου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΜΕΡΟΣ Ε’
ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΕΜΠΟΡΙΟ

Ο Πειραιάς ήταν το κατεξοχήν εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Εκεί έφταναν τα πλοία κάθε μεγάλης πόλης που συμμετείχε στο εμπόριο της περιοχής από την Καρχηδόνα έως και τις πόλεις της χερσονήσου της Κριμαίας. Η Αθήνα έτσι αποτελούσε το κέντρο εισαγωγής και εξαγωγής ποικίλων προϊόντων. Διάφορες κοινωνικές ομάδες απασχολούνταν με τη διεξαγωγή του αθηναϊκού εμπορίου: κάπηλοι -μικροπωλητές δηλαδή που πουλούσαν τα αγαθά τους σε πάγκους στην αγορά- αχθοφόροι, βαρκάρηδες, ναύκληροι -ιδιοκτήτες πλοίων που εμπορεύονταν δικά τους προϊόντα- και έμποροι που ταξίδευαν με ξένα πλοία.

Επίσης, πλούσιοι Αθηναίοι, ιδιοκτήτες γης ή εργαστηρίων με δούλους, συχνά επένδυαν σε προσοδοφόρα εμπορικά ταξίδια, χωρίς ωστόσο ποτέ οι ίδιοι να εμπλακούν άμεσα στις εμπορικές διαδικασίες. Ο ρόλος των μετοίκων και των ξένων στο εμπόριο ήταν σημαντικός αλλά όχι και κυρίαρχος. 

Μολονότι η πλειοψηφία των εμπόρων και των ναυκλήρων αποτελούνταν από μετοίκους, ξένους και δούλους, εκείνοι που χορηγούσαν τα ναυτικά δάνεια ήταν πολίτες. Υπήρχαν Αθηναίοι που ασχολούνταν με το εμπόριο μέσω τραπεζικών μηχανισμών. Οι τραπεζικές συναλλαγές είχαν ευρεία διάδοση στην Αθήνα, καθώς το εμπόριο βασιζόταν στα δάνεια και στην κίνηση κεφαλαίων. Οι περισσότεροι γνωστοί τραπεζίτες δεν ήταν πολίτες, υπήρχαν μάλιστα και ορισμένοι δούλοι.

Αν και ο Δεκελικός πόλεμος επηρέασε αρνητικά τόσο την παραγωγή ελαιόλαδου όσο και την εξόρυξη αργύρου -δύο από τα πιο σημαντικά εξαγόμενα προϊόντα της Αθήνας- δε λειτούργησε καταστροφικά και για το εμπόριο της πόλης. Επιπλέον, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι ανάγκες για την εισαγωγή διάφορων βασικών προϊόντων, όπως το σιτάρι.

Σε γενικές γραμμές κατά τη διάρκεια του Δεκελικού πολέμου σημειώθηκε μία διαφοροποίηση στις εμπορικές συναλλαγές: μειώθηκαν οι εξαγωγές, ενώ αυξήθηκαν οι εισαγωγές. Το 413 π.Χ. τα συνολικά έσοδα από το θαλάσσιο εμπόριο ολόκληρης της Αθηναϊκής ηγεμονίας ξεπερνούσαν τα 18.000 τάλαντα, ενώ το μερίδιο του Πειραιά πρέπει να ήταν τουλάχιστον το 25%, δηλαδή 4500 τάλαντα. Η αξία όμως συνολικά των εισαγωγών και εξαγωγών στον Πειραιά το 402/1 π.Χ. ήταν 1800 τάλαντα και το 401/0 ακόμη λιγότερα.

Ωστόσο, επειδή τα 1800 τάλαντα δε θεωρούνται ποσό ανάξιο λόγου, μπορεί να ειπωθεί ότι η οικονομία της Αθήνας δεν κατέρρευσε, απλά υπέστη μία μεγάλη κρίση. Υπήρχαν πολίτες που κατάφεραν και δημιούργησαν περιουσία στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως για παράδειγμα ο Ανδοκίδης από το δήμο Kυδαθηναίων. Μετά το 415 π.Χ., όταν έχασε ό,τι του ανήκε, άρχισε να εισάγει σιτάρι και ξυλεία στην Αθήνα, καθώς και σιτάρι και χαλκό στη Σάμο -που εκείνη την εποχή λειτουργούσε ως αθηναϊκή ναυτική βάση- αποκτώντας έτσι γρήγορα καινούργια περιουσία.

ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ

Τα μεταλλεία αργύρου (αργυρούχου μολύβδου) στην περιοχή της Λαυρεωτικής, στη νότια Αττική, αποτελούσαν για την Αθήνα μία σημαντική πηγή πλουτισμού από την εποχή του Θεμιστοκλή έως και τα χρόνια του Δημητρίου Φαληρέως. Άργυρος από το Λαύριο για την κοπή των αθηναϊκών νομισμάτων άρχισε να χρησιμοποιείται μετά τη δεκαετία του 520 π.Χ.

Τα μεταλλεία του Λαυρίου λειτουργούσαν σύμφωνα με ένα σύστημα μισθώσεων δύο κατηγοριών. Η μία αφορούσε όσα ήταν ήδη σε λειτουργία, ενώ η άλλη αναφέρεται σε καινούργιες περιοχές ή σε νέες μισθώσεις. Στην πρώτη περίπτωση, οι απλές εκμισθώσεις γίνονταν για 3 χρόνια με δυνατότητα ανανέωσης. Στη δεύτερη, τα μεταλλεία μισθώνονταν από 7 μέχρι 10 χρόνια.

Η έγκριση των δικαιωμάτων μίσθωσης δινόταν από το συμβούλιο των πωλητών. Kάθε χρόνο, στο τέλος της υπηρεσίας τους κρατούσαν αρχείο με τις εκμισθώσεις των μεταλλείων αλλά και με τις πωλήσεις των δημευμένων περιουσιών. Κάθε μίσθωση περιλάμβανε το όνομα του δικαιούχου, την τιμή που πλήρωνε καθώς και το όνομα εκείνου που κατέγραψε την τοποθεσία, την κατηγορία και τις λεπτομέρειες για τα όρια του μεταλλείου.

Τα μόνα έξοδα που είχε ο δικαιούχος ενός μεταλλείου ήταν η μίσθωση των δούλων και η ελάχιστη δαπάνη για τη συντήρησή τους. Με τη χρήση τέτοιου είδους εργατικού δυναμικού το κόστος διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα, ενώ επιτυγχανόταν επιστροφή ποσού μεγαλύτερου από το επενδυμένο κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο το κέρδος ήταν μεγαλύτερο τόσο για τους πλούσιους ιδιώτες δικαιούχους όσο και για το κράτος που παρείχε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των μεταλλείων και επέβαλλε τους φόρους.

Στην πόλη των Αθηνών ανήκε το 1/24 των εσόδων από το κάθε μεταλλείο, ανεξάρτητα από το χρόνο εκμίσθωσης. Αν και τα οικόπεδα ανήκαν σε ιδιώτες, το μέταλλο από τη διαδικασία εξόρυξης στο Λαύριο ήταν περιουσία της πόλης. Πιθανότατα η ίδια μάλιστα να είχε στην ιδιοκτησία της και κάποιες εκτάσεις εκμεταλλεύσιμης γης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως ένας ιδιώτης δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τα μεταλλεία χωρίς να του έχει δοθεί το δικαίωμα εκμετάλλευσής τους από την πόλη, το οποίο μάλιστα ήταν δυνατόν να αποκτηθεί και από μία ομάδα ιδιωτών.

Όταν ένας δικαιούχος αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, δε διωκόταν τουλάχιστον ποινικά. Αντίθετα, εάν κρινόταν υπεύθυνος για την απομάκρυνση των δοκών που στήριζαν τις οροφές των στοών ή των στήλων υποστήριξης, κινδύνευε να τιμωρηθεί με θάνατο, ενώ η περιουσία του δημευόταν και μοιραζόταν στους πολίτες. Ο νόμος αυτός είχε εισαχθεί όχι τόσο για να προστατέψει τις ζωές όσων εργάζονταν στις στοές -των δούλων δηλαδή - αλλά για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των μεταλλείων.
____________________________
Αύριο η συνέχεια με την ενότητα ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: