29 Ιουλίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΑΡΧΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ

Η Αθήνα ήταν κυρίως μία αγροτική κοινωνία και η οικονομική της σταθερότητα εξαρτιόταν από την παραγωγή των καλλιεργήσιμων εκτάσεών της. Γνωρίζουμε ότι ο Πεισίστρατος θεσμοθέτησε κρατικά αγροτικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους για όσους τα είχαν ανάγκη, πιθανώς χωρίς τόκο. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφάλιζε την άμεση υποστήριξη των χωρικών προς το πρόσωπό του. 

Το ακριβές ποσοστό του φόρου δεν είναι γνωστό, αλλά πρέπει να κυμαινόταν ανάμεσα στο 1/16 και 1/20 της παραγωγής. Οι αγρότες δεν εξαρτιόνταν πλέον από τους ευγενείς ή τους άλλους ισχυρούς πιστωτές. Επίσης, ο τύραννος της Αθήνας ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε την άμεση φορολογία στα προϊόντα που παρήγαγαν οι πολίτες. Αυτό το μέτρο υιοθετήθηκε έπειτα από τους περισσότερους τυράννους (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 16.2-4, 16.6).

Υπάρχει μία πιθανότητα ο Πεισίστρατος να προχώρησε στον καταμερισμό της γης, τον οποίο νωρίτερα ο Σόλων είχε αποφύγει να πραγματοποιήσει. Αφού πρώτα κατάσχεσε την περιουσία των εχθρών του, τη μοίρασε στους φτωχούς χωρικούς. Οι πηγές, πάντως, δεν είναι ακριβείς σε αυτό το θέμα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι, αν και οι λόγοι που ώθησαν τον Πεισίστρατο να μοιράσει τη γη ήταν διαφορετικοί από εκείνους που έκαναν το Σόλωνα να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο, η ιδέα προϋπήρχε. Ο τύραννος της Αθήνας ήθελε να κερδίσει την εύνοια των φτωχών, ενώ ο Σόλων απέρριπτε την οικονομική ισότητα λέγοντας ότι οι θεοί δίνουν στον κάθε άνθρωπο ό,τι δικαιούται.

ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΕΣ

Οι αριστοκράτες ήταν χωρίς αμφιβολία από τα πιο πλούσια μέλη της αρχαϊκής κοινωνίας. Η περιουσία τους οριζόταν κυρίως από τη γη που κατείχαν, αν και ορισμένοι από αυτούς πιθανόν να ήταν αναμεμιγμένοι στο εμπόριο ή στη βιοτεχνία, τουλάχιστον έμμεσα. 

Ο πλούτος τους και ο έλεγχος που ασκούσαν σε θρησκευτικά ζητήματα και στα αξιώματα της πόλης τούς έδιναν την απαραίτητη εξουσία, για να διατηρήσουν την πολιτική τους δύναμη. Αρκετά μέλη των κατώτερων τάξεων ήταν κατά κάποιο τρόπο πελάτες τους. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον ακριβή χαρακτήρα της πελατειακής τους σχέσης. Πιθανότατα να ήταν ολικώς ή μερικώς εξαρτημένοι από τους πλούσιους γαιοκτήμονες για λόγους προστασίας (Φώτιος, Λεξ. πελάτες, Σχολ. Πλάτωνος Ευθύφρ. 327, Πολυδεύκης 4,165).

Στη Βοιωτία από την εποχή του Ησιόδου, στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται συγκέντρωση μεγάλου τμήματος γης στα χέρια ορισμένων οικογενειών, μέσα από τη διαδικασία του γάμου, της προίκας και της διαθήκης. Αυτές οι οικογένειες, αποκτώντας οικονομική δύναμη επιβλήθηκαν στους φτωχότερους αγρότες και σταδιακά αποτέλεσαν την αριστοκρατία της περιοχής (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 338-341).

Στην Αθήνα τα μέλη της αριστοκρατίας, οι ονομαζόμενοι ευπατρίδες, αντέδρασαν στην κατάργηση των χρεών, γιατί -όπως είναι κατανοητό- τους στοίχισε οικονομικά. Θα πρέπει να τονιστεί πάντως ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα αποδείχτηκαν μακροπρόθεσμα ωφέλιμες για τους πλούσιους πολίτες της Αθήνας. Διαμόρφωσαν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ανάμεσα στους αριστοκράτες και τους δούλους, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνεχή ύπαρξή τους. Ένα από τα καθήκοντά της πιθανώς να ήταν η σύμπραξη, σε περίπτωση ανάγκης, με τους πρώτους εναντίον των δεύτερων.

Στην περίπτωση που οι ασθενέστεροι οικονομικά Αθηναίοι ξέπεφταν σε μία κατάσταση ανάλογη με εκείνη των δούλων, τότε ο κίνδυνος για τη δημιουργία μίας ομοιογενούς κατώτερης τάξης ήταν εμφανής. Εάν, στη συνέχεια, η τάξη αυτή αποκτούσε συνείδηση της συλλογικής δύναμής της, αυτό θα σήμαινε και το τέλος της μορφής που είχε η αθηναϊκή κοινωνία την εποχή εκείνη. Με τη δημιουργία όμως μίας ομάδας πολιτών με καθορισμένη την κοινωνική της θέση, οι πλούσιοι μπορούσαν να αξιοποιούν τους ξένους δούλους στο βαθμό που ήθελαν και να φοβούνται λιγότερο για το ξέσπασμα μίας ταξικής επανάστασης.

ΧΩΡΙΚΟΙ

Ίσως, η πιο σημαντική εξέλιξη την εποχή αυτή είναι ο υποβιβασμός των φτωχών αγροτών στο επίπεδο του εξαρτημένου παραγωγού από μία δευτερεύουσα ομάδα, που χρησιμοποιούσε το πλεόνασμα της σοδειάς για μη αγροτικές δραστηριότητες. Στη Θεσσαλία, στη Σπάρτη και στην Κρήτη, οι αυτόχθονες λαοί -πενέστες, είλωτες, αφαμιώτες, μνωίτες και κλαρώτες- είχαν υποδουλωθεί και ήταν νομικά δεμένοι με τη γη (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1269α35-1269β10). 

Μόνο στις απομονωμένες ορεινές περιοχές οι αγρότες παρέμεναν ανεξάρτητοι. Αλλά στις ανοιχτές, εύκολες σε πρόσβαση, περιοχές είχαν μεταπέσει σε απλούς χωρικούς που προμήθευαν με αγαθά τους γαιοκτήμονες. Από την άλλη πλευρά, όμως αυτές οι ομάδες ήταν που στήριζαν τους θρησκευτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς της πόλης.

Η Σπάρτη αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής του καταμερισμού της γης, ύστερα από εισβολή σε γειτονική περιοχή, και της μετατροπής των ηττημένων κατοίκων σε είλωτες. Η ρίζα ελ- της λέξης "είλωτας" υποδηλώνει κυρίευση ή κατάκτηση. Οι είλωτες ήταν ελληνικά φύλα, κάτοικοι της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι, που ήταν και οι περισσότεροι, υποδουλώθηκαν μετά το τέλος του Α' Μεσσηνιακού πολέμου, γύρω στα 715 π.Χ., και η γη τους -γνωστή για τη γονιμότητά της- μοιράστηκε ανάμεσα στους σπαρτιάτες πολίτες. Στην Αθήνα και σε άλλες ιωνικές πόλεις, ο δυναμικός χαρακτήρας της προόδου προστάτευσε τους ανίσχυρους αγρότες από το να γίνουν είλωτες. Ανάμεσά τους όμως υπήρχαν και ορισμένοι, που είχαν υποπέσει σε χρέη και δεν ήταν πλέον σε θέση να συντηρήσουν τις οικογένειές τους και των οποίων η θέση δεν έχει καθοριστεί ακόμα με ακρίβεια. 

Ήταν Αθηναίοι, πιθανώς μέλη φρατριών, φυλών ή και των δύο, αλλά δεν ήταν πλέον ελεύθεροι. Η αύξηση του αριθμού και της δυσαρέσκειάς τους οδήγησε στη λεγόμενη "αγροτική κρίση". Οι περισσότερες πληροφορίες πάντως αναφέρονται στην Αθήνα και στην εκτόνωση της κρίσης εκεί και σχετίζονται με το νομοθέτη Σόλωνα (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 2, Πλούταρχος, Bίος Σόλωνα 23.7-8).       

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Η περιουσία ενός πολίτη περιελάμβανε οικίες, ζώα, δούλους, αλλά κυρίως γη, καλλιεργήσιμες δηλαδή εκτάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν τον εαυτό του σε σχέση με τους συμπολίτες του, όπως και ο τρόπος με τον οποίο γινόταν ο ίδιος αντιληπτός από το κοινωνικό του σύνολο, βασιζόταν κατά κύριο λόγο στον αριθμό των εκτάσεων της γης που του ανήκε.

Στην Αθήνα, ήδη από την εποχή του Σόλωνα, η περιουσία θεωρούνταν ότι "ανήκει στον άνδρα". Μπορούσε να κάνει ό,τι επιθυμούσε με αυτήν κατά τη διάρκεια της ζωής του και είχε το δικαίωμα να αφήσει διαθήκη, εάν δεν είχε γιους. Το δικαίωμα να κληροδοτεί κάποιος ελεύθερα δόθηκε επίσημα από το Σόλωνα, περιορισμένο όμως στους άντρες με νόμιμους γιους, οι οποίοι ήταν και οι φυσικοί κληρονόμοι τους. Αντίθετα, στη Σπάρτη ένας άντρας ήταν ελεύθερος να αφήσει την περιουσία του σε όποιον επιθυμούσε.

Η υιοθεσία έγινε επιτρεπτή με νόμο του Σόλωνα, αλλά μόνο σε άντρες που δεν είχαν γιους. Ο υιοθετημένος γιος κληρονομούσε το θετό του πατέρα, του οποίου έπαιρνε και το πατρώνυμο, έχανε όμως κάθε δικαίωμα στην περιουσία του φυσικού του πατέρα. Επιπλέον, εάν ο θετός πατέρας είχε κόρη, ο υιοθετημένος γιος ήταν πρακτικά υποχρεωμένος να την παντρευτεί. Με αυτόν τον τρόπο, ο θετός πατέρας εξασφάλιζε την παραμονή της περιουσίας του στη δική του οικογένεια (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα 20.1-5, 21.1-3).

Στη Βοιωτία, πάλι, η περιουσία μεταβιβαζόταν με το συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή από τον πατέρα στους γιους του. Η περιουσία, τόσο η πατρική όσο και η προίκα της μητέρας, μοιραζόταν σε ίσα μερίδια ανάμεσα στους γιους μετά το θάνατο του πατέρα. Εάν όμως υπήρχαν κόρες, η οικογένεια κρατούσε ένα ποσοστό της περιουσίας για τις προίκες τους.

Από τον Αριστοτέλη μαθαίνουμε για την ύπαρξη ενός Κορίνθιου από την οικογένεια των Βακχιάδων, το Φιλόλαο, ο οποίος ήρθε στη Βοιωτία και αναδιοργάνωσε τους νόμους περί υιοθεσίας (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1274α31-1274β6). Σε μια προσπάθεια να περιορίσει και να ελέγξει τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων γης σε όλο και λιγότερα χέρια, επέτρεψε και σε μερικές περιπτώσεις επέβαλε τις υιοθεσίες. 

Επίσης λέγεται ότι προστάτεψε τις γυναίκες που ήταν κληρονόμοι περιουσιών. Οι μελετητές εξηγούν αυτά τα μέτρα ως προσπάθειες για τη διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού κλήρων γης στα χέρια των ιδιοκτητών τους, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των πολιτών που ήταν σε θέση να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα.

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Ο ρόλος και η σημασία της κτηνοτροφίας στην οικονομική ζωή της ελληνικής πόλης δεν αντιστοιχούσαν σε αυτόν της γεωργίας. Γενικά υπήρχε μία ιδεολογική τάση, η οποία, ενώ συνέδεε τη γεωργία με την ανάπτυξη του πολιτισμού, υποβίβαζε την προσφορά της κτηνοτροφίας. Πιθανότατα για τους παραπάνω λόγους οι αρχαίοι συγγραφείς, οι οποίοι ανήκαν στις προνομιούχες τάξεις, δε θεώρησαν σημαντικό να αναφερθούν στην κτηνοτροφία. Εκτάσεις που ερημώνονταν ύστερα από καταστροφές δε χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της περιοχής για γεωργική καλλιέργεια, αλλά συνήθως μετατρέπονταν σε βοσκοτόπια, κάτι που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα, για να πραγματοποιηθεί.

Οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες είχαν δούλους ή προσλάμβαναν επαγγελματίες βοσκούς για τη φροντίδα των κοπαδιών τους. Εκτός από τα πουλερικά κανένα νέο είδος ζώων δεν εμφανίστηκε στον ελλαδικό χώρο, στην Αρχαϊκή περίοδο. Η καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού πιθανώς να αντικατέστησε σε κάποιο βαθμό την κτηνοτροφία, καθώς οι Έλληνες εκείνης της εποχής έτρωγαν λιγότερο κρέας από τους προγόνους τους, όπως πληροφορούμαστε από τα ομηρικά έπη. Από τις περιοχές της κυρίως Ελλάδας, η οικονομία της Αρκαδίας εξαιτίας της γεωλογικής της υφής βασιζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία.

ΕΜΠΟΡΙΟ

Ο Αριστοτέλης μάς δίνει κάποιες πληροφορίες για τη σημασία του εμπορίου στην ελληνική κοινωνία. Συγγράφει τον 4ο αιώνα π.Χ. και στο έργο του Αθηναίων Πολιτεία, αναφέρει ότι υπήρχαν πέντε τρόποι, για να επιβιώσει κανείς και να αποκτήσει περιουσία: η γεωργία, η κτηνοτροφία, η πειρατεία, η αλιεία και το κυνήγι. Το εμπόριο δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς, γιατί βασιζόταν σε συναλλαγές και πωλήσεις και δε θεωρούνταν πρωταρχικός τρόπος απόκτησης αγαθών (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1256 β40-1257 β25). Τίποτα βέβαια δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτήν την άποψη ως προσωπική του Αριστοτέλη. Οι ερευνητές πάντως την υιοθετούν ως αντιπροσωπευτική της αντίληψης των αρχαίων για το εμπόριο -όχι μόνο κατ' ανάγκη την εποχή που γράφει ο Αριστοτέλης- αλλά και από πολύ νωρίτερα, ήδη από τα πρώτα στάδια των εμπορικών συναλλαγών. Σε αντίθεση πάντως με την κατηγορηματική θέση του Αριστοτέλη αναφορικά με τον υποβαθμισμένο ρόλο του εμπορίου, είναι γνωστό από αρχαιολογικά ευρήματα ότι από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες είχαν αρχίσει να ασχολούνται με το θαλάσσιο εμπόριο σε διάφορες περιοχές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2.43.15-16, Σιμωνίδης ο Κείος, απόσπασμα 16 στο West, 1993). 

Η παράλληλη ανάπτυξη της ναυπηγικής τούς επέτρεψε να ασχοληθούν με αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν έμποροι της θάλασσας, αν και τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Ανάμεσά τους, εκείνοι που συναλλάσσονταν για λογαριασμό κάποιων αριστοκρατών ήταν πολύ περισσότεροι από όσους εμπορεύονταν ανεξάρτητα (B. Bravo, Dialogues d' Histoire Ancienne 1(1974):123).

Οι περιπτώσεις των αριστοκρατών που μέσω κάποιων αντιπροσώπων είχαν έμμεση σχέση με το εμπόριο ήταν λίγες. Αρχικά τα μέλη της αριστοκρατικής τάξης δε συμμετείχαν στις συναλλαγές, ούτε βέβαια και σε χειρωνακτικές εργασίες, καθώς θεωρούνταν δραστηριότητες που δεν επέφεραν τιμή σε όσους ασχολούνταν με αυτές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 2.167). Σε κάποιο απόσπασμά του, ο Ηρακλείδης Ποντικός αναφέρει τους νόμους που ίσχυαν στις Θεσπιές, στη Θήβα και στη Βοιωτία, από όπου προκύπτει ότι οι αριστοκράτες αποκλείονταν από κάθε επαφή με τις παραπάνω ασχολίες (Ηρακλείδης Ποντικός, FHG απόσπασμα 43). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι ευγενείς να έχουν χρόνο ελεύθερο για την ενασχόλησή τους με τα κυβερνητικά, δικαστικά και στρατιωτικά ζητήματα. Μπορούσαν να ασχολούνται με τα εμπορικά ταξίδια προκειμένου να προμηθευτούν αγαθά για δική τους χρήση ή κατανάλωση, χωρίς μάλιστα να διακινδυνεύουν την κοινωνική τους θέση. Όμως, η ενασχόληση με την αγορά και την πώληση προϊόντων με μοναδικό στόχο το κέρδος δεν επιτρεπόταν σε έναν ευγενή. Πάντως λόγω του υψηλού κόστους που είχαν τα θαλάσσια ταξίδια, στην αρχή τουλάχιστον, μόνον οι αριστοκράτες μπορούσαν να τα αναλάβουν. 

Πιθανότατα, λοιπόν, από τις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου μέχρι και τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., ορισμένοι ευγενείς με τα πλοία τους και με τους ανθρώπους τους να μετέφεραν και να εμπορεύονταν τα αγαθά. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Κολαίο από τη Σάμο, που ταξίδεψε στην Ισπανία περίπου στα 638 π.Χ. με συντρόφους του και έφερε πίσω στο νησί μεγάλα κέρδη. Ήταν μάλλον ευγενής και είναι ο πρώτος έμπορος για τον οποίο μαθαίνουμε από τις πηγές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4.152).

O Ησίοδος πάλι γράφει και για κάποιες περιπτώσεις πολιτών με δική τους γη, που την καλλιεργούσαν, και έπειτα φόρτωναν τα προϊόντα τους σε μικρές βάρκες, για να τα μεταφέρουν και να τα πουλήσουν αλλού. Πρέπει συνήθως να κατέφευγαν σε αυτήν τη λύση, εάν δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη αγορά στη δική τους περιοχή (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι 618-694). 

Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και εξής, το εμπόριο, και κυρίως το θαλάσσιο, βασίζεται σε ένα αναπτυγμένο δίκτυο αποικιών, εμπορικών σταθμών και ξένων αλλά φιλικών λιμανιών. Μέχρι το 475 π.Χ. περίπου, οι ανεξάρτητοι έμποροι που εμπορεύονταν μέσω θάλασσας αυξήθηκαν σε σχέση με τους στεριανούς συναδέλφους τους, καθορίζοντας έτσι τη μορφή που θα έχει το θαλάσσιο εμπόριο στην Κλασική περίοδο.

Το εμπόριο αυτή την εποχή συνδέεται και με την πειρατεία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με μία σημαντική πηγή εισοδήματος, το δουλεμπόριο. Οι κάτοικοι των περισσότερων νησιών, όπως ήταν η Αίγινα, η Κρήτη και η Σάμος, επιδίδονταν σε αυτό από πολύ παλιά. Η Αίγινα παρουσίασε στην Αρχαϊκή περίοδο ένα νέο στοιχείο για τον ελλαδικό χώρο, το νόμισμα. Στον ελληνικό κόσμο, οι εμπορικές συναλλαγές -εισαγωγές και εξαγωγές- αποτελούσαν δραστηριότητα των αντρών. 

Αν λάβουμε υπόψη το πρόβλημα τής σχεδόν ολοκληρωτικής έλλειψης πηγών πάνω στο θέμα, αξίζει να αναφερθούν δύο, οι οποίες δίνουν κάποια στοιχεία για τη γυναικεία παρουσία στην εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων. Ο Αθήναιος λέει ότι ο Σόλων απαγόρευσε στους άντρες τη συμμετοχή τους στο εμπόριο αρωμάτων και ο Φερεκράτης, όταν αναφέρεται σε αυτό, μιλάει σαν να πρόκειται για γυναικείο μονοπώλιο. Ωστόσο, και εδώ πιθανότατα οι γυναίκες να μην είχαν τον πρώτο ρόλο.

Οι άντρες διαπραγματεύονταν την αγορά και την πώληση των προϊόντων, ενώ γυναίκες από οικονομικά ασθενή στρώματα απασχολούνταν στην προώθησή τους. Υπήρχε ένας νόμος του Σόλωνα που ανέφερε ότι, εάν κάποιος μιλούσε άσχημα σε άντρα ή γυναίκα που εργαζόταν στην αγορά, ήταν δυνατό να τον μηνύσουν για δυσφήμιση. 

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικό για την ύπαρξη κάποιας αρνητικής διάθεσης από μία μερίδα ευκατάστατων πολιτών, η οποία εκφραζόταν μέσα από προσβολές και πιθανές κοροϊδίες προς τους φτωχότερους συμπολίτες τους που εμπορεύονταν στην αγορά.
______________________________
Αύριο η συνέχεια με την Ενότητα ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: