26 Ιουλίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
ΜΕΡΟΣ Δ’
ΑΡΧΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η συνείδηση από όλους τους Έλληνες της κοινής καταγωγής, εθίμων και γλώσσας ενισχύθηκε στην Αρχαϊκή περίοδο. Παράλληλα, ωστόσο, καλλιεργήθηκε και ένα αίσθημα ιδιαίτερης "τοπικής" υπερηφάνιας, που σχετιζόταν με την ανάπτυξη των πόλεων-κρατών. Στην Αθήνα οι κοινωνικές δομές προσδιορίζονται σαφέστερα μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.X. Ο δήμος, μια μορφή κοινωνικής συγκρότησης γνωστή από παλαιότερες εποχές, είναι ο τελευταίος που αποκτά θεσμοθετημένη υπόσταση στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα γίνεται σαφής διαχωρισμός των τάξεων, ενώ παράλληλα αυξάνει -σε σχέση με το παρελθόν -η κοινωνική κινητικότητα.

Έχει υποστηριχτεί ότι η γεωμορφολογία του ελληνικού χώρου ήταν η κυριότερη αιτία αυτής της πολυμορφίας μέσα στην ευρύτερη ενότητα. Είναι φανερό, ωστόσο, από παρατηρήσεις σε άλλες εποχές και τόπους, ότι ο φυσικός καταμερισμός του εδάφους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη γέννηση μίας ανταγωνιστικής ποικιλομορφίας. Θα πρέπει μάλλον να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στον τρόπο θεώρησης του κόσμου, όπως αυτός διαφαίνεται μέσα από την ελληνική μυθολογία. 

Η σχέση του ανθρώπου με το θείο, η προώθηση αξιών όπως η ατομική πρωτοβουλία, η εφευρετικότητα, η αναγωγή της ιδιαιτερότητας σε δικαίωμα και της ελευθερίας σε αγαθό, η ιδέα του μέτρου και του καιρού, φανερώνουν τις ανθρωποκεντρικές ανησυχίες της κοινωνίας την Αρχαϊκή περιόδο. Οι πόλεις-κράτη, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν καταρχάς και στη συνέχεια να επιβληθούν στις γειτονικές τους, επιστρατεύουν μια σειρά από ιδεολογικά-προπαγανδιστικά επιχειρήματα. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων η ανωτερότητα της καταγωγής και ο συστηματικός εξωραϊσμός του παρελθόντος είναι ήδη πολύ αναπτυγμένα στα αρχαϊκά χρόνια. 

Οι πόλεις προβάλλουν μία ιδιαίτερη σχέση με κάποια θεότητα, κάποτε μάλιστα και την απευθείας καταγωγή τους από αυτήν. Άλλες, ωστόσο, αρκούνται σε μία ηρωϊκή καταγωγή. Mε θεούς και ήρωες συνδέονται και οι θεσμοί και κάθε πόλη με φιλοδοξίες είναι πεπεισμένη για την ανωτερότητα των δικαιοδοτικών και πολιτειακών της θεσμών. Όπου δεν επαρκούν οι πανελλήνιοι θεοί και ήρωες, αναλαμβάνουν το ρόλο του ιδρυτή τοπικές θεότητες οι οποίες απολαμβάνουν ιδιαίτερες τιμές. Στις αποικίες ο ρόλος αυτός ανήκει δικαιωματικά στους οικιστές, οι οποίοι μετά το θάνατό τους κατά κανόνα ηρωοποιούνται και αποκτούν την αίγλη και την αποδοχή του γενάρχη. 

Σε μία αμφίδρομη διαδικασία, όπου τα στοιχεία σχετικά με την ίδρυση κάποιας πόλης έχουν εκλείψει από τη συλλογική μνήμη, "εφευρίσκεται" ένας ήρωας στον οποίο δίνεται το όνομα της πόλης. Ο ήρωας αυτός αποκαλείται επώνυμος και στην κοινή συνείδηση καταγράφεται ως ο πρόγονος από τον οποίο ιδρύθηκε η πόλη και προήλθε το όνομά της.

ΔΟΜΕΣ

Οι βασικές κοινωνικές δομές κατά την Αρχαϊκή περίοδο παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία στις περισσότερες πόλεις και περιοχές του ελληνικού κόσμου. Οι επί μέρους διαφοροποιήσεις οφείλονται κυρίως σε γεωμορφολογικούς και οικονομικούς παράγοντες. Στην Αθήνα, οι μορφές οργάνωσης εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία και μία σχετικά χαλαρή ιεραρχική διάρθρωση. 

Μορφές οργάνωσης σε συγγενική βάση και άλλες σε τοπική αλληλοσυμπληρώνονται και καλύπτουν σχεδόν όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, από την κατανομή της εξουσίας και την απονομή του δικαίου έως τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και την εμπορική δραστηριότητα. Η σύνθεση της αθηναϊκής κοινωνίας μπορεί να εξεταστεί από διαφορετικές σκοπιές, όπως ο τόπος κατοικίας ή το επάγγελμα. Οι περισσότερες όμως εκδοχές συγκλίνουν προς μία κατανομή του πληθυσμού με βάση οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια.

ΜΟΡΦΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Οι γνώσεις μας για τη συγκρότηση της αρχαϊκής κοινωνίας προέρχονται κυρίως από τις κλασικές πηγές. Διαφαίνεται σε αυτές η ύπαρξη ομάδων συγκροτημένων σε τοπική ή συγγενική βάση· οι φυλές, οι τριττύες και οι ναυκραρίες συνιστούν την πρώτη περίπτωση, ενώ οι φρατρίες και τα γένη τη δεύτερη. Όλες αυτές οι ομάδες περιελάμβαναν πολλούς οίκους, επικαλύπτονταν, τέμνονταν και συνέδεαν τα μέλη τους σε κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική δράση. Υπήρχαν και άλλες με καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως οι θίασοι και οι οργεώνες. 

Εμφανίστηκαν δύο ειδών μορφές κοινωνικής συγκρότησης: εκείνες που βασίζονταν στη συγγένεια και εκείνες που είχαν ως αρχή τους τον τόπο διαμονής. Και στις δύο περιπτώσεις ίσχυε η αρχή της κληρονομικότητας. Έτσι, ακόμα και στους δήμους -θεσμό κατεξοχήν τοπικό- η ιδιότητα του δημότη ήταν κληρονομική και δεν εξέλειπε με τη μετεγκατάσταση του πολίτη σε άλλη περιοχή.

Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, πότε ακριβώς εμφανίζονται αυτές οι μορφές οργάνωσης, αλλά τουλάχιστον οι φυλές ανάγονται πιθανότατα στον 11ο αιώνα π.X., εφόσον συνδέονται άμεσα με την ιωνική μετανάστευση, ενώ η ιδέα του έθνους και του φύλου είναι προφανώς ήδη οικεία στο μυκηναϊκό κόσμο. Είναι πιθανόν και οι υπόλοιπες ομάδες να συγκροτήθηκαν από νωρίς, διαμορφώθηκαν όμως σταδιακά μετά το συνοικισμό και προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της πόλης.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ

Οι κοινωνικές τάξεις στην Αρχαϊκή περίοδο διαμορφώθηκαν με βάση οικονομικά κριτήρια, ενώ οι παλαιότεροι διαχωρισμοί είχαν στηριχτεί στην καταγωγή. Ένας περιορισμένος αριθμός ευγενών, όσων δηλαδή προέρχονταν από καλή γενιά και ονομάζονταν ευπατρίδες, είχε τα περισσότερα δικαιώματα στην κατανομή της εξουσίας. Oι ευπατρίδες ήταν μεγαλογαιοκτήμονες και νέμονταν τα σημαντικότερα αξιώματα, όπως για παράδειγμα του επώνυμου άρχοντα και του πολέμαρχου. Σύντομα όμως η αριστοκρατική δομή της κοινωνίας αντικαταστάθηκε από την τιμοκρατική. Σύμφωνα με την τελευταία, η καταγωγή δεν μπορεί από μόνη της να είναι καθοριστική αλλά η οικονομική ισχύς, δηλαδή τα εισοδήματα, είναι εκείνα που πρέπει να προσδιορίζουν τη θέση του κάθε πολίτη. 

Ανάλογα με το εισόδημα καταβαλλόταν και ο φόρος, που λεγόταν τίμημα. Πολλοί από τους παλιούς αριστοκράτες συνέχισαν, ωστόσο, να βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, εφόσον εκτός από την καταγωγή διέθεταν και περιουσία. Από τα ιδιαίτερα κληρονομικά τους δικαιώματα διατήρησαν ελάχιστα, κυρίως όσα σχετίζονταν με τις θρησκευτικές εξουσίες και συνδέονταν αποκλειστικά με ένα συγκεκριμένο γένος.

Οι τέσσερις τάξεις που προέβλεπε η σολωνική νομοθεσία δεν ήταν κατασκεύασμα του νομοθέτη, αλλά προϋπήρχαν. Μόνο όμως τότε, στις αρχές του 6ου αιώνα π.X., οι τάξεις αυτές απέκτησαν σαφές οικονομικό περίγραμμα με βάση το εισόδημα των πολιτών και καθορίστηκαν τόσο οι μεταξύ τους σχέσεις όσο και οι υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία. 

Η κοινωνική κινητικότητα -περιορισμένη κατά τον 7ο αιώνα π.Χ.- αυξήθηκε σημαντικά κατά τον 6ο, κυρίως εξαιτίας της ανάπτυξης της εμπορικής δραστηριότητας. Ένα παράδειγμα πολίτη που ανέβηκε απευθείας δύο τάξεις στην ιεράρχηση της κοινωνίας παραδίδεται από τον Αριστοτέλη και μάλλον δεν αποτελούσε μεμονωμένο φαινόμενο (Αθηναίων Πολιτεία 7.2-4).

ΔΙΚΑΙΟ

Η κωδικοποίηση του δικαίου κατά την Αρχαϊκή περίοδο οφείλεται από τη μια στη χρήση της γραφής και από την άλλη στο όλο και πιεστικότερο αίτημα για ισονομία. Οι παραδόσεις για τους πρώτους νομοθέτες χάνονται στα όρια του θρύλου. Η αθηναϊκή νομοθεσία, ακόμη και μετά την Αρχαϊκή περίοδο, φέρει τη σφραγίδα του Δράκοντα και του Σόλωνα. Στον τελευταίο οφείλεται η συγκρότηση ενός νέου δικαστικού σώματος και ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα διάφορα δικαστήρια. Πολλές από τις ρυθμίσεις του, που αφορούσαν τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό δίκαιο, συνέχισαν να ισχύουν και κατά την Κλασική περίοδο.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι στο α' μισό του 7ου αιώνα π.X. διατυπώθηκε στις ελληνικές πόλεις η ανάγκη για γραπτούς νόμους. Το έργο αυτό πραγματοποιούσε συνήθως κάποιος άρχοντας της πόλης περιβεβλημένος με ιδιαίτερες εξουσίες. Στην Αθήνα της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το δίκαιο απένειμαν οι άρχοντες κατά τη βούλησή τους. 

Ο παλαιότερος θεσμός του βασιλιά είχε πια μετατραπεί σε άρχοντα βασιλέα. Ο τελευταίος από τις αρχικές νομοθετικές και δικαστικές του εξουσίες πλέον ασκούσε μόνον όσες σχετίζονταν με την προάσπιση και την εφαρμογή του ιερού δικαίου. Εξαιτίας αυτού μεριμνούσε και για τα εγκλήματα ασέβειας ή ανθρωποκτονίας, δεδομένου ότι ο φόνος θεωρούνταν πάντα ανοσιούργημα, επέσυρε την οργή των θεών και έφερε άγος στην πόλη.

Ένας από τους αρχαιότερους νομοθέτες, για τον οποίο όμως δεν είμαστε βέβαιοι αν υπήρξε πραγματικά ή πρόκειται για μυθικό πρόσωπο, ήταν ο Λυκούργος της Σπάρτης. Η ιδιαιτερότητα της μορφής του συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος απαγόρευσε να καταγραφούν οι νόμοι που θέσπισε, αλλά ταυτόχρονα πρόβλεψε και αυστηρή τιμωρία σε όποιον επιχειρούσε να τους αλλάξει. Πράγματι η Σπάρτη δε διέθετε γραπτό δίκαιο, τουλάχιστον ως την Κλασική περίοδο. ’Αλλωστε και η λέξη ρήτρα, όπως αποκαλούνταν ο νόμος στη Σπάρτη, υποδηλώνει τον προφορικό του χαρακτήρα.

ΔΡΑΚΩΝ ΚΑΙ ΣΟΛΩΝ

Γύρω στα 621 π.X., όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Αρίσταιχμος, οι Aθηναίοι ανέθεσαν στο Δράκοντα να νομοθετήσει. Για πρώτη φορά οι νόμοι βρέθηκαν καταγραμμένοι και μπορούσε ο οποιοσδήποτε να ανατρέξει σε αυτούς. Η μεταβολή θεωρείται καθοριστικής σημασίας σε σχέση με το παρελθόν, όταν μόνον οι ευπατρίδες είχαν τη γνώση και το δικαίωμα ερμηνείας του νόμου. Από τους νόμους του Δράκοντα ο μόνος που παρέμεινε σε ισχύ, μετά το Σόλωνα με κάποιες τροποποιήσεις μέχρι και την εποχή του Δημοσθένη, ήταν ο νόμος περί ανθρωποκτονίας. Έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το αν τελικά ο Δράκων είχε νομοθετήσει και για άλλα θέματα, οι οποίες όμως δε φαίνεται να ευσταθούν.

Οι νόμοι του Δράκοντα υπήρξαν, και έχουν παραμείνει παροιμιώδεις για τη σκληρότητά τους, παρότι δε γνωρίζουμε τίποτα πέρα από αυτόν περί ανθρωποκτονίας. Έχει θεωρηθεί ότι οι νόμοι του προέβλεπαν τη θανατική ποινή για όλα τα εγκλήματα, αλλά κι αυτό φαίνεται μάλλον υπερβολικό. Το πιθανότερο είναι πως η συχνότερη ποινή για τα εγκλήματα ήταν η ατιμία ή η εξορία, και μόνο στην περίπτωση της μη συμμόρφωσής του ο ένοχος διακινδύνευε τη ζωή του. Τα ελάχιστα γνωστά σπαράγματα από τη νομοθεσία του Δράκοντα οφείλονται κυρίως στον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 4.1-3). Για το λόγο αυτό ορισμένες αναφορές, όπως ότι η απαραίτητη περιουσία για την κατάληψη των δημόσιων αξιωμάτων εκτιμόταν χρηματικά και ότι η αναλογία της περιουσίας για να εκλεγεί κανείς άρχοντας ή στρατηγός ήταν ένα προς δέκα, θα πρέπει να θεωρηθούν ως αναχρονισμοί, αταίριαστοι με τον 7ο αιώνα π.X. 

Η νομοθεσία του Δράκοντα προφανώς δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει τις αντιθέσεις της αθηναϊκής κοινωνίας και σε διάστημα μίας γενιάς η ανάγκη για νέα μέτρα έγινε επιτακτική. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης κλήθηκε ο Σόλων και η επιλογή του ίσως να συνδέεται και με το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στην ανάκτηση της Σαλαμίνας.

Ο Σόλων ήταν γιος του Εξηκεστίδη, ευγενή που συνδεόταν με τον οίκο των Μεδοντιδών. Ο διορισμός του ως διαλλακτής, ο οποίος συνέπεσε με την εκλογή του σε επώνυμο άρχοντα, πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά γύρω στο 594/3 π.X. Στο ποιητικό του έργο εκφράζονται συχνά οι πολιτικές και φιλοσοφικές του απόψεις (Διογένης Λαέρτιος, i. 61, Σόλων, Ελεγειών 3.27-40, 13.37-64, 15, Τετραμέτρων 34). 

Έχει υποστηριχτεί ότι στην εποχή του δε συνηθιζόταν ακόμη η χρήση του πεζού λόγου για τέτοια θέματα. Το σημαντικό πάντως είναι ότι μπορούμε από το έργο αυτό να αντλήσουμε πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση και για τα προβλήματα που υπήρχαν στην Αθήνα πριν από τη νομοθετική του δράση, καθώς και για τα μέτρα που έλαβε εκείνος για να τα αντιμετωπίσει. Στοιχεία για τη ζωή του, γνωστά και από παλαιότερες πηγές, συγκεντρώνονται στο Βίο του, που συνέταξε ο Πλούταρχος (Σόλων 25). Φαίνεται πως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η μετριοπάθεια σε μια εποχή εντάσεων και οξυμένων αντιθέσεων.

Εκτός από το πολιτικό και πολιτειακό σκέλος τους, οι μεταρρυθμίσεις του περιελάμβαναν επίσης νομοθετήματα σχετικά με το ενοχικό, το ιδιωτικό και το δικαιοπρακτικό δίκαιο. Στο τελευταίο υπάγεται και η ίδρυση της Ηλιαίας. Αφού ολοκλήρωσε το έργο που του είχε ανατεθεί, έφυγε αυτοεξόριστος για δέκα χρόνια. Η παράδοση θέλει αυτή την οικειοθελή αναχώρηση ως έναν τρόπο για να αποφύγει τα παράπονα όσων διαφωνούσαν με τις ρυθμίσεις του, αλλά παράλληλα και ως μία περίοδο δοκιμασίας των νέων μέτρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 7.2-4, 11.1).

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Το πρώτο αθηναϊκό δικαστήριο ήταν ο Άρειος Πάγος. Σύμφωνα με την παράδοση συστήθηκε όταν ήταν βασιλιάς ο Δημοφώντας, ο γιος του Θησέα, και είχε ως αρμοδιότητα να δικάζει τα σοβαρά εγκλήματα, όπως ήταν ο φόνος εκ προμελέτης (φόνος εκ προνοίας). Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, αναφερόμενη από τον Ελλάνικο, το όνομα του Αρείου Πάγου προερχόταν από τη δίκη και την αθώωση του θεού Άρη για τη δολοφονία του Αλιρρόθιου, γιου του Ποσειδώνα. 

Εκεί δικάστηκε και ο Ορέστης για το φόνο της μητέρας του και ύστερα από ισοψηφία αθωώθηκε χάρη στην ψήφο της θεάς Aθηνάς. Έκτοτε, η ισοψηφία σε περιπτώσεις φόνου θεωρούνταν αθωωτική για τον κατηγορούμενο. Αναμφίβολα ο Άρειος Πάγος προήλθε από την αρχική βουλή των γερόντων η συμμετοχή στην οποία αποτελούσε προνόμιο των ευγενών. Στην Αρχαϊκή περίοδο είχε οριστεί να συμμετέχουν όλοι όσοι είχαν διατελέσει άρχοντες στο παρελθόν.

Στην εποχή της βασιλείας του Δημοφώντα αποδίδεται και ο σχηματισμός του σώματος των εφετών, αν και γι' αυτούς γίνεται λόγος για πρώτη φορά στους νόμους του Δράκοντα. Οι εφέτες ήταν 51, αλλά δεν είναι σαφές αν αποτελούσαν ταυτόχρονα και μέλη του Αρείου Πάγου ή αν πρόκειται για ένα εντελώς ξεχωριστό σώμα. Στην αρμοδιότητά τους βρίσκονταν ορισμένες υποθέσεις φόνου που δεν εκδικάζονταν από τον Άρειο Πάγο. Aνάλογα με την περίσταση συνεδρίαζαν σε διαφορετικό μέρος. Για δίκες ακουσίου φόνου, απόπειρας φόνου και φόνου μετοίκου, ξένου ή δούλου συνεδρίαζαν στο Παλλάδιο του Φαλήρου. Στις περιπτώσεις που ο δράστης υποστήριζε ότι επρόκειτο για δίκαιο φόνο, συνεδρίαζαν στο ναό του Απόλλωνα Δελφινίου. 

Όποιος, ενώ ήταν ήδη εξόριστος για άλλο φόνο, αντιμετώπιζε νέα κατηγορία φόνου, δικαζόταν στη Φρεαττύδα. Οι εφέτες στέκονταν στην ακτή και ο κατηγορούμενος σε ένα πλοίο, για να μη μολύνει την πόλη. Τέλος, στο Πρυτανείο εκδικάζονταν υποθέσεις κατά άψυχων αντικειμένων που είχαν προξενήσει το θάνατο κάποιου ή όταν γενικά ο δράστης ήταν άγνωστος. Η εκδίκαση όμως τέτοιων υποθέσεων δεν ήταν στην αρμοδιότητα των εφετών αλλά των πρυτάνεων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 57.3-4).

Παράλληλα δημιουργήθηκε και το αξίωμα του θεσμοθέτη. Ο θεσμός στην Αρχαιότητα ήταν μία κατηγορία γενικότερη από το νόμο και όχι απαραίτητα διατυπωμένη σε οριστική (γραπτή) μορφή. Η ισχύς των θεσμών πήγαζε από την πεποίθηση ότι ήταν πανάρχαιοι απαράβατοι κανόνες, συνυφασμένοι με τις πρώτες κοινωνίες που είχαν δημιουργηθεί από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς. 

Η παράβασή τους επέφερε από απλές κατάρες (αραί) μέχρι αποκλεισμό και εκδίωξη από την κοινωνία, με ταυτόχρονη δήμευση της περιουσίας (ατιμία). Οι ιεροί αυτοί θεσμοί αποδίδονταν στη Δήμητρα Θεσμοφόρο. Την τήρησή τους επέβλεπαν οι θεσμοθέτες, που στην αρχαϊκή Αθήνα ήταν έξι. Φρόντιζαν επίσης για την κωδικοποίησή τους, καθώς και για την καταγραφή και δημοσίευση των αποφάσεων, ώστε να διευκολύνονται οι μελλοντικές κρίσεις.

Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.X. οι εξουσίες των θεσμοθετών επεκτάθηκαν και οι ίδιοι πλαισίωσαν τον άρχοντα βασιλέα, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα αποτελώντας όλοι μαζί τους Εννέα άρχοντες (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν 8.85-86). Ο Κλεισθένης πρόσθεσε και έναν γραμματέα, ώστε ο αριθμός των αρχόντων να ανταποκρίνεται στον αριθμό των νέων φυλών. Οι θεσμοθέτες μετά τον Κλεισθένη κινούν ιδιωτικές και δημόσιες αγωγές (δίκες και γραφές) που σχετίζονται με την ασφάλεια και την τάξη στην πόλη, αλλά οι εξουσίες τους είναι πλέον περισσότερο τυπικές και λιγότερο ουσιαστικές.

Στις αρχές του 6ου αιώνα π.X. μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε ο Σόλωνας ήταν και η συγκρότηση της Ηλιαίας, του πρώτου λαϊκού δικαστηρίου. Μπορούσαν να παρακαθήσουν σε αυτό όλοι οι πολίτες άνω των τριάντα ετών, εφόσον δήλωναν την επιθυμία συμμετοχής τους με το να καταγραφούν στους σχετικούς πίνακες. 

Η επιλογή τους γινόταν με κλήρωση, για την οποία χρησιμοποιούσαν ειδικό μηχανισμό: το κληρωτήριο. Στην Κλασική περίοδο πέρασε στην Ηλιαία (η οποία αυτή την εποχή για ορισμένους μελετητές είναι απλώς δικαιοδοτική σύνοδος της Εκκλησίας του δήμου) η αρμοδιότητα εκδίκασης όλων των εγκλημάτων που ως τότε υπάγονταν στον Άρειο Πάγο και στους άρχοντες.

Η Βουλή των 500, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, είχε κι αυτή ορισμένες δικαστικές εξουσίες σε υποθέσεις τραυματισμών με πρόθεση θανάτωσης (τραύματα εκ προνοίας). Σ' αυτήν ανήκε επίσης ο έλεγχος όλων των αθηναίων αρχόντων, με μόνη εξαίρεση τους στρατηγούς τους οποίους έλεγχε αποκλειστικά η Ηλιαία. 

Δικαιοδοτικές αρμοδιότητες είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις και οι Ένδεκα, ένα σώμα με αστυνομικά καθήκοντα. Οι Ένδεκα ορίζονταν με κλήρο και εκτός από την εποπτεία του δεσμωτηρίου, των κρατουμένων και των θανατικών εκτελέσεων, μπορούσαν και να δικάσουν ορισμένους εγκληματίες, όταν είχαν συλληφθεί επ' αυτοφόρω.

Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των κλεφτών, των δουλεμπόρων που προσπαθούσαν να πουλήσουν ελεύθερους ανθρώπους ως δούλους (ανδραποδισταί), των "ριφιφίδων" (τοιχωρύχοι), και των "τσαντάκηδων" (βαλαντιοτόμοι). Οι Ένδεκα ασκούσαν τα δικαστικά τους καθήκοντα με δύο τρόπους: είτε δι' απαγωγής είτε δι' εφηγήσεως. Στην πρώτη περίπτωση έφερναν μπροστά τους τον κατηγορούμενο που είχε συλληφθεί επ' αυτοφόρω, ενώ στη δεύτερη πήγαιναν οι ίδιοι στον τόπο του εγκλήματος και τον συλλάμβαναν (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 52.1).

Εκτός από τα δικαστήρια και τους δικαιοδοτικούς θεσμούς της πόλης υπήρχαν και για την επίλυση των μικροδιαφορών τοπικοί δικαστές κατά δήμους ή φυλές. Ο Πεισίστρατος εισήγαγε το δικαστήριο των τετταράκοντα. Σε αυτό οι δικαστές προέρχονταν από όλες τις φυλές, αλλά κληρώνονταν να εκδικάσουν υποθέσεις σε φυλές άλλες από τη δική τους, όπως τουλάχιστον αναφέρεται από το Δημοσθένη σχετικά με τους Οινείς και τους Ερεχθιείς. Τέλος υπήρχαν οι διαιτητές, στους οποίους θεωρητικά ανήκαν όλοι οι Αθηναίοι άνω των εξήντα ετών.
____________________________
Αύριο η συνέχεια με την Ενότητα ΔΗΜΟΣΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: