16 Ιουλίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
Β’ ΜΕΡΟΣ

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΕΠΑΥΛΕΙΣ

Ως μινωικές επαύλεις χαρακτηρίζονται κτήρια της Μεσομινωικής και Υστερομινωικής περιόδου, που είναι μικρότερα από τα ανάκτορα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα από τις απλές μινωικές κατοικίες. Οι επαύλεις είναι συνήθως διώροφες και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής, όπως κίονες, πεσσούς, πολύθυρα, φωταγωγούς, όπως επίσης και την κοινή με τα ανάκτορα πρόβλεψη για ιδιαίτερους λατρευτικούς χώρους.

Μερικές από τις επαύλεις κτίστηκαν στο κέντρο των μινωικών πόλεων, όπως αυτές της Τυλίσου, άλλες βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα ανάκτορα, όπως η βασιλική έπαυλη της Κνωσού και άλλες εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως η αγροτική έπαυλη του Βαθύπετρου και η έπαυλη του Σκλαβόκαμπου. Μερικές ιδιαίτερα εκτεταμένες κτηριακές εγκαταστάσεις, όπως αυτή της Αγίας Τριάδας, παρουσιάζουν κοινά στοιχεία τόσο με τα ανάκτορα όσο και με τις επαύλεις με αποτέλεσμα η κατάταξή τους στον έναν ή τον άλλον αρχιτεκτονικό τύπο να παραμένει προβληματική.

ΜΙΝΩΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας σχετικά με την πολεοδομική οργάνωση των αστικών κέντρων προέρχονται από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μινωικών οικισμών αλλά και από απεικονίσεις κτηρίων και πόλεων στη μινωική τέχνη. Την πληρέστερη εικόνα μιας μινωικής πόλης δίνουν οι οικισμοί των Γουρνιών, του Παλαίκαστρου, του Κομού και του οικοδομικού συγκροτήματος Mu των Μαλίων, ενώ σε έδαφος εκτός Κρήτης το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι το Ακρωτήρι της Θήρας. Τα αστικά κτήρια βρίσκονταν σε μεγάλα οικοδομικά συγκροτήματα που χωρίζονταν από στενούς δρόμους. Η διέλευση μέσα στην πόλη και προς τις εισόδους της γινόταν από πλατύτερους κεντρικούς δρόμους και πλατείες.

Τα εξωτερικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των κτηρίων είναι περισσότερο γνωστά από τις απεικονίσεις πόλεων στη μινωική τέχνη. Σύμφωνα με αυτές τις παραστάσεις τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα. Τα παράθυρα συνήθως βρίσκονταν, μάλλον για λόγους ασφαλείας, στους ορόφους και όχι στο ισόγειο. Ένα κοινό στοιχείο όλων σχεδόν των κτισμάτων ήταν το μικρό δώμα στην οροφή των σπιτιών. Αυτό το στοιχείο επιβεβαιώνεται και από το ομοίωμα ενός σπιτιού από τις Αρχάνες, τον οικίσκο των Αρχανών. Οι οικοδομικές λεπτομέρειες που παρατηρούνται σε όλα τα κτήρια είναι ο συνδυασμός πλινθοδομής και ξυλοδεσιάς και οι διακοσμητικές ζωφόροι από κατακόρυφα κομμένους κορμούς δένδρων.

Αντίθετα από τις περισσότερες πόλεις της εποχής του Xαλκού στο νησιωτικό χώρο, οι μινωικές πόλεις δε διέθεταν οχύρωση. Αυτό το γεγονός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κάτοικοι ένιωθαν ασφάλεια στο εσωτερικό του νησιού και ότι πιθανότατα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μινωικής περιόδου επικρατούσε εσωτερική ειρήνη. Οι εξωτερικοί εχθροί αντιμετωπίζονταν πιθανότατα στις ανοικτές θάλασσες από το μινωικό στόλο, η παντοδυναμία του οποίου εξασφάλιζε την pax minoica, τη μινωική ειρήνη.

ΜΙΝΩΪΚΟΙ ΚΗΠΟΙ

Μία σειρά από αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνει την ύπαρξη τεχνητών κήπων στα μινωικά ανάκτορα. Σε παραστάσεις τοιχογραφιών, όπως αυτές της Αμνισού, απεικονίζεται η τοποθέτηση διακοσμητικών φυτών σε ανθοδοχεία ή γλάστρες.

Ορισμένα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δείχνουν επίσης την ύπαρξη κήπων ανάμεσα σε ανακτορικά διαμερίσματα ή διάφορα κτήρια. Οι κήποι εντοπίζονται κυρίως σε φωταγωγούς μινωικών κτηρίων. Χώροι όπου υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις βρίσκονται στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ανακτόρου της Ζάκρου, στην αίθουσα των διπλών πελέκεων στην Κνωσό, στο βόρειο άκρο της δυτικής πτέρυγας των Μαλίων και ανάμεσα στα ιδιωτικά κτήρια του Παλαίκαστρου.

Ως κήπος ερμηνεύτηκε και μία τεχνητή διαμόρφωση που εντοπίστηκε στην πλατεία των ιερών στο ανάκτορο της Φαιστού, στο χώρο της πλαγιάς προς την πεδιάδα. Ο χώρος αυτός φαίνεται ότι είχε κατόπιν σχεδίου ενταχθεί ανάμεσα στην αυλή και μία αίθουσα καθαρμών. Το έδαφος σε αυτό το σημείο είναι βραχώδες και εμφανίζεται τρυπημένο με εργαλεία σε πολλά σημεία.

Σε τέτοιους λάκκους τοποθετούνταν ίσως γλάστρες με φυτά, ίσως όμως πρόκειται και για λάκκους φυτέματος δέντρων. Τα μικρότερα τεχνητά ανοίγματα του βράχου ήταν κατάλληλα για τη φύτευση βολβών των λεπτότερων φυτών που απεικονίζονται συχνά στις τοιχογραφίες, όπως οι κρόκοι, οι μικροσκοπικές ίριδες, οι βιολέτες, οι κισσοί και τα αρωματικά βότανα. Η καλλιέργεια αυτών των φυτών ίσως σχετίζεται με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών, εφόσον είναι βεβαιωμένη η στενή σχέση της βλάστησης και της μινωικής θρησκείας.

Πρόσφατες έρευνες στο ανάκτορο της Πύλου φέρουν στο φως στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το χαρακτηριστικό αυτό των μινωικών ανακτόρων μεταδόθηκε και στα μυκηναϊκά ανάκτορα καθώς συγκεκριμένοι χώροι της Πύλου ερμηνεύονται ως αυλές που περιέκλειαν κήπους με υδραυλικές εγκαταστάσεις.

ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου. 

Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων. Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000-2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός. 

Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. 

Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη. Οι θεμελιώδεις αρχές της μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των μινωικών ανακτόρων.

Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής. Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες.

Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή. Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της μινωικής κοινωνίας. 

Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ
   
Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. 

Έτσι ο μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών. Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών.

Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες. Τα μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων. 

Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας.

Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών. Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι αιγυπτιακοί το εκατομμύριο. 

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα. Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων. 

Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε μινωικές θέσεις. Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες μινωικές γραφές.

ΓΡΑΦΗ

Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το μινωικό κόσμο. Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. 

Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα. H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα μυκηναϊκά ανάκτορα. 

Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.

Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.

Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες ελληνικές επιγραφές.

Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι' αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.
__________________________

Αύριο η συνέχεια με τα ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΒΑΡΟΥΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: